ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Γράφει ο οσ. Νίκων Μπελιάεφ: «Κάποια μέρα ο π. Βαρσανούφιος μου διηγήθηκε το εξής:
Θα σου μιλήσω για έναν Άγγλο. Δεν ξέρω αν οι σύγχρονοι Άγγλοι ασχολούνται με τέτοια θέματα. Αυτός, όμως, ο συγκεκριμμένος τύπος, καθόταν συνεχώς και χάζευε εξω απ' το παράθυρο του σπιτιού. Και ήλθε σε εκστασι˙ και σαν βγήκε απ' την εκστασί του, ψιθύρισε μονολογώντας: Τώρα το κατάλαβα.
— Και τί κατάλαβες:, τον ρώτησε η γυναίκα του.
— Κατάλαβα, πώς θα είναι τα σώματά μας μετά τη γενική ανάστασι.
— Και πώς το κατάλαβες αυτό:
— Να. Κυττούσα το παράθυρο και σκεπτόμουν, πώς το τζάμι είναι διαφανές. Και μετά, ότι τα υλικά απ' τα οποία αποτελείται: χώμα, άνθρακας... δεν είναι καθόλου διαφανή. Έτσι λοιπόν, και το σώμα του ανθρώπου μετά το θάνατο, ενώ θα έχη γίνει χώμα και στάκτη, με προσταγή του Θεού θ' αναστηθή σε μια διαφορετική, άφθαρτη μορφή. Πιο φωτεινό. Πιο καθαρό. Πιο ελαφρό »(ΡΖ, 38).
• Ο Επίσκ. Διοκλείας Κάλλιστος γράφει: «Μας το λέει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος (+373): "Σκέψου τον άνθρωπο μέσα στον οποίο κατοικούσε η λεγεώνα από κάθε είδους δαίμονες (Μρ 5, 9)˙ βρίσκονταν εκεί, αν και δεν ήταν αναγνωρίσιμοι, επειδή ο στρατός τους ήταν από υλικό λεπτότερο και αιθεριότερο απ’ ό,τι η ίδια η ψυχή.
Ολόκληρος αυτός ο στρατός κατοικούσε σ’ ένα σώμα.
Εκατό φορές λεπτότερα και αιθεριότερα θα είναι τα σώματα των δικαίων όταν εγερθούν κατά την ανάστασι: θα μοιάζουν με μια σκέψι που είναι ικανή, αν θέλη, να απλωθή και να διασταλή, ή απεναντίας, αν επιθυμή, να συσταλή και να μαζευθή: αν συσταλή, βρίσκεται κάπου˙ αν διασταλή βρίσκεται παντού "(Sebastian Brock, The Harp of the Spirit: Eighteen Poems of Saint Ephrem (Studies Supplementary to Sobornst No. 4: 2nd ed., London 1983), σελ. 23-24).
Αυτή ίσως να είναι η καλύτερη περιγραφή της δόξας της αναστάσεως την οποία μπορούμε να βρούμε. "Ας αφήσουμε τα υπόλοιπα στη σιωπή. “Ούπω εφανερώθη τί έσόμεθα" (Α' Ίω 3, 2)»(Συ, τεύχ. 49, 32).
(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Δευτέρα Παρουσία, Σταμάτα 2016, σελ. 213-214 όπου και οι παραπομπές)
Ο ΟΡΚΟΣ. (Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Ομοτίμου Καθηγητή Θεολογικής Αριστοτελείου Παν. Θεσσαλονίκης).
Ορισμός.
Όρκος είναι η επίκληση του Θεού ή κάποιου ιερού προσώπου ή πράγματος για την επικύρωση της αλήθειας κάποιας διαβεβαιώσεως ή της ειλικρίνειας κάποιας υποσχέσεως. Ο ορκιζόμενος επικαλείται συχνά και κατάρες εναντίον του ή εναντίον προσφιλών προσώπων για την περίπτωση που η διαβεβαίωση του είναι ψευδής ή η υπόσχεσή του ανειλικρινής. Αλλά και όταν δεν γίνεται τέτοια επίκληση, εξυπακούεται ότι ο ορκιζόμενος παραδίδεται στην κρίση του Θεού και είναι έτοιμος να δεχθεί οποιαδήποτε τιμωρία σε περίπτωση αναλήθειας ή ανειλικρίνειας των λόγων του.
"Αληθείας" και "υποσχέσεως".
Ανάλογα με το περιεχόμενό του ο όρκος χαρακτηρίζεται είτε ως «όρκος αληθείας» είτε ως «όρκος υποσχέσεως». Ο όρκος αληθείας συνδέεται με το παρελθόν, ενώ ο όρκος υποσχέσεως με το μέλλον. Τέλος η παράβαση του όρκου αληθείας ονομάζεται ψευδορκία, ενώ η παράβαση του όρκου υποσχέσεως επιορκία.
Θρησκευτικός και πολιτικός
Ο όρκος αποτελεί παλαιότατο φαινόμενο του κοινωνικού βίου και προϋποθέτει την πίστη στη θεοκρισία, δηλαδή στο ότι ο Θεός ή κάποια ανώτερη δύναμη επεμβαίνει στα πράγματα του κόσμου και των ανθρώπων, για να υποκαταστήσει την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη και να τιμωρήσει το ψεύδος ή την αδικία. Ο όρκος λοιπόν προϋποθέτει τη θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό στον άθρησκο δεν έχει νόημα. Μέσα όμως στο πλαίσιο της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας της συνειδήσεως έχει εισαχθεί και ο λεγόμενος «πολιτικός όρκος» (1) . Αυτός γίνεται με επίκληση της τιμής και της συνειδήσεως του ορκιζόμενου και έχει σε περίπτωση ψευδορκίας ή επιορκίας τις ίδιες νομικές συνέπειες με τον θρησκευτικό όρκο.
Όρκος στην Π. Διαθήκη
Στην Παλαιά Διαθήκη, και ειδικότερα στον Μωσαϊκό Δεκάλογο, απαγορεύεται καταρχήν κάθε «επί ματαίω» χρήση του ονόματος του Θεού: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (2). H θέση αύτη δεν αποκλείει τη χρήση του όρκου. Αντίθετα μάλιστα την προϋποθέτει, αλλά την περιορίζει σε σοβαρά πράγματα. Εκείνο που απαγορεύεται στον Ισραηλίτη είναι η ψευδορκία ή η ψευδομαρτυρία (3) . Επίσης απαγορεύεται να ορκιστεί στο όνομα εθνικών θεών. Ο όρκος του είδους αυτού, που υποδηλώνει και αναγνώριση των θεών αυτών από τον ορκιζόμενο, ταυτίζεται με την απιστία και την αποστασία.
Εξάλλου στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης εμφανί ζεται ο ίδιος ο Θεός να ορκίζεται μπροστά στους ανθρώπους. Έτσι έχουμε τον όρκο του Θεού στον Αβραάμ (4), στον Δαυίδ (5) και σε άλλους (6) . Όπως είναι γνωστό, στην Παλαία Διαθήκη ο Θεός παρουσιάζεται να μετανοεί για ενέργειες ή παραχωρήσεις προς τους ανθρώπους εξαιτίας της αχαριστίας τους (7). Ο όρκος λοιπόν του Θεού, που συνοδεύει τις υποσχέσεις και τις επαγγελίες του, υπογραμμίζει από τη μια πλευρά τον αμετάκλητο χαρακτήρα των αποφάσεων του και από την άλλη τη σπουδαιότητα του περιεχομένου τους (8). Βέβαια ο όρκος αυτός παρουσιάζει κάποια ιδιοτυπία.Οι άνθρωποι ορκίζονται σε κάποιον ανώτερο τους, ενώ ο Θεός μη έχοντας ανώτερο του, ορκίζεται στον εαυτό του (9) .
Γενικά λοιπόν στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει απόλυτη απαγόρευση του όρκου, παρά μόνο αυτού που γίνεται στο όνομα ψεύτικων θεών. Ο όρκος χρησιμοποιείται από ανθρώπους ή και από τον ίδιο τον Θεό για τούς ανθρώπους, εξαιτίας του ψεύδους που επικρατεί στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και της απιστίας ή της σκληροκαρδίας που τούς διακρίνει στις σχέσεις τους με τον Θεό. Είναι μάλιστα γνωστό ότι κατά τούς μεταγενέστερους χρόνους, και κυρίως κατά την εποχή του Χρίστου, ο όρκος είχε πάρει τέτοια έκταση και η διατύπωσή του είχε αποκτήσει τέτοια ποικιλομορφία στην ισραηλιτική κοινωνία, ώστε να υπάρχει γύρω από αυτόν ασύλληπτη περιπτωσιολογία (10).
Απαγόρευση όρκου στην Κ. Διαθήκη
Στην Καινή Διαθήκη όμως και την εκκλησιαστική παράδοση ο όρκος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο. Ο Χριστός, σε αντιδιαστολή προς τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και την πράξη των Ιουδαίων, απαγορεύει απόλυτα τη χρήση του όρκου: «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως» (11) . Ακόμα διευκρινίζει ότι όρκος είναι όχι μόνο η επίκληση του ονόματος του Θεού, αλλά και η επίκληση οποιουδήποτε άλλου ιερού ονόματος ή πράγματος, επουράνιου ή επίγειου (12). Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν έχουν μόνο αρνητικό άλλα και θετικό νόημα. Δεν απαγορεύουν μόνο τον όρκο, άλλα και απορρίπτουν το ψέμα. Ο όρκος είναι περιττός, όταν στα χείλη των ανθρώπων το ναι είναι ναι και το όχι όχι.
Η δυσκολία στην πράξη
Η καθημερινή όμως ζωή παρουσιάζεται προβληματική. Το ναι των ανθρώπων, ακόμα και των Χριστιανών, δεν δηλώνουν πάντοτε την αλήθεια για τα πράγματα. Γι’ αυτό θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν έπαυσε να έχει νόημα η χρήση του όρκου. Ο ισχυρισμός όμως αυτός προεξοφλεί ότι η ύπαρξη κάποιου κακού νομιμοποιεί τη θεσμοποίηση κάποιου άλλου. Έτσι παραγνωρίζεται η ελευθερία της συνειδήσεως του ανθρώπου και θεσμοποιείται η καταστρατήγηση μιας θρησκευτικής εντολής εν ονόματι της ψευτιάς και της απάτης που υπάρχει στην κοινωνική ζωή.
Και αν η καταστρατήγηση αυτή οδηγούσε πραγματικά στην καταπολέμηση του κοινωνικού κακού, θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί κοινωνικά, έστω και αν έπρεπε να καταδικαστεί θεολογικά. Αν όμως συμβαίνει και το κοινωνικό κακό να διατηρείται —ή και να μεγεθύνεται— και η θρησκευτική εντολή μαζί με την ελευθερία της συνειδήσεως του ανθρώπου να καταπατούνται εν ονόματι της δήθεν καταπολεμήσεως του κοινωνικού κακού, γίνεται φανερός ο παραλογισμός.
Περιπτώσεις όρκου στην Κ. Διαθήκη
Όσοι υποστηρίζουν τη χρήση του όρκου παρατηρούν διαθήκη ακόμα ότι και στην Καινή Διαθήκη η απαγόρευσή του δεν είναι απόλυτη. Σημειώνουν ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις όποιες ορκίστηκε ο Απόστολος Παύλος ή και ο ίδιος ο Χριστός. Και πραγματικά, όταν ο Χριστός κλήθηκε από τον αρχιερέα να διαβεβαιώσει ενόρκως αν είναι ο Υιός του Θεού, απήντησε με τη φράση «συ είπας» (13), που μπορεί να ερμηνευθεί και ως κατάφαση στην πρόκληση για ένορκη διαβεβαίωση. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος επικαλείται σε ορισμένα σημεία των επιστολών του τον Θεό ως μάρτυρα των λόγων του (14). Μήπως έχουμε λοιπόν εδώ αποκλίσεις από τον γενικό κανόνα τού Χριστού «μη ομόσαι όλως»;
Η βασική διαφορά
Οι όρκοι που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη διαφέρουν βασικά από τούς συνηθισμένους. Γι’ αυτό δεν είναι σωστή η επίκλησή τους για τη δικαιολόγηση του όρκου στην καθημερινή ζωή. Οι όρκοι της Καινής Διαθήκης δεν αφορούν ανθρώπινες υποθέσεις, άλλα αλήθειες που αναφέρονται στον ίδιο τον Θεό. Ο Χριστός ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του αρχιερέα να διαβεβαιώσει αν είναι ο Υιός τού Θεού, δεν διαβεβαιώνει μια οποιαδήποτε αλήθεια, αλλά την αλήθεια για τη θεότητά του.
Το όνομα του αιώνιου Θεού δεν χρησιμοποιείται για να επικυρωθεί κάποια συμβατική αλήθεια, αλλά η αλήθεια τού Θεού. Το ίδιο σχεδόν παρατηρείται και στις περιπτώσεις των όρκων του Αποστόλου Παύλου. Ο Απόστολος του Θεού επικαλείται ως μάρτυρα τον Θεό, για να επικυρώσει την αλήθεια ή την αυθεντικότητα του κηρύγματος και γενικότερα της αποστολής του στον κόσμο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι περιπτώσεις κατά τις όποιες ο Απόστολος Παύλος επικαλείται τη μαρτυρία του Θεού συνδέονται με τη μαρτυρία του θείου θελήματος στους ανθρώπους. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο όρκος του Αποστόλου παρέχεται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της θεοπνευστίας του (15).
Μέ όσα σημειώθηκαν γίνεται, νομίζουμε, φανερό ότι οι περιπτώσεις όρκων πού αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη έχουν εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα και δεν περιορίζουν την απόλυτη απαγόρευση του όρκου ούτε δικαιολογούν τη χρήση του στην καθημερινή ζωή. H επίκληση του ονόματος του Θεού για την επικύρωση των λόγων του ανθρώπου είναι θεμιτή, όταν γίνεται για θείες αλήθειες. Αυτό σημαίνει ότι ο ορκιζόμενος πρέπει ή να είναι θεόπνευστος ή να βεβαιώνει αλήθειες που φανέρωσε ο Θεός στον κόσμο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η χρήση του όρκου αποτελεί παράβάση της θείας εντολής.
Η θέση των Πατέρων
Την απόλυτη απαγόρευση του όρκου διδάσκουν ομόφωνα οι Πατέρες της Εκκλησίας (16). Ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει ότι ο όρκος απαγορεύθηκε μια για πάντα (17). Στο ερώτημα, πώς μπορεί κάποιος να πείθει τούς άλλους, όταν αποφεύγει τον όρκο, ο άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος απαντά: με τον λόγο και τη συμπεριφορά που θα πιστοποιεί τον λόγο του (18). Η επιορκία, όπως και η ψευδορκία, είναι άρνηση του Θεού. Αυτή όμως προϋποθέτει τον όρκο, γιατί δεν μπορεί κάποιος να αθετήσει όρκο που δεν έδωσε(19).
Παράλληλα βέβαια αυτός που δεν ορκίζεται δεν πρέπει να απαιτεί όρκο από τους άλλους (20). Εξάλλου ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο όρκος στο Ευαγγέλιο που απαγορεύει τον όρκο αποτελεί ύβρη και καθαρή παραφροσύνη (21). Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απορρίπτει επίσης τελείως τη χρήση του όρκου. Σε όσους όμως δεσμεύτηκαν με όρκο προτείνει να τηρήσουν πιστά τις υποσχέσεις τους, αν αυτές είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, άλλα και να ζητήσουν ταυτόχρονα το έλεος του Θεού, γιατί ακόμα και σε περίπτωση ευορκίας δεν παύουν να είναι παραβάτες της εντολής του(22).
Οι νεώτερες εξελίξεις
Η χρήση λοιπόν του όρκου στην καθημερινή ζωή αποτελεί καταστρατήγηση της ρητής εντολής του Χριστού «μη ομόσαι όλως». Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι ο όρκος χρησιμοποιείται σήμερα επίσημα και στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση εμφανίστηκε με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους(23). Εξαιτίας της δημιουργήθηκε η έντονη διαμάχη ανάμεσα στον Οικονόμο τον εξ’ Οικονόμων και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ο πρώτος ακολουθώντας την ομόφωνη διδασκαλία, αλλά και την πράξη τής Εκκλησίας, υποστήριξε ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να ορκίζονται. Αντίθετα ο Φαρμακίδης θεώρησε τον όρκο επιτρεπτό, ιδίως όταν επιβάλλεται από την πολιτεία(24).
Αντιμετωπίζοντας το θέμα αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξέδωσε το 1849 εγκύκλιο επιστολή «Προς τους απανταχού Ορθοδόξους», που υπογράφεται και από τους Προκαθημένους των τριών άλλων πρεσβυγενών Πατριαρχείων. Στην επιστολή καυτηριάζεται με δριμύτητα η άποψη ότι η χριστιανική πίστη δεν απαγορεύει τον όρκο και ότι οι πιστοί μπορούν να ορκίζονται στα δικαστήρια «απροκριματίστως και οσίως»(25).
Αμφισβητήσιμη χρησιμότητα
Ενώ όμως από θεολογική άποψη ο όρκος είναι απαράδεκτος, στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής υποστηρίζονται αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Άλλοι δέχονται τη χρησιμότητα και αναγκαιότητά του για την εξεύρεση της αλήθειας ή για την ηθική δέσμευση του ανθρώπου σε κάποιον σκοπό, ενώ άλλοι αποδοκιμάζουν τη χρήση του είτε για λόγους ελευθερίας της συνειδήσεως είτε για λόγους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όταν ο άνθρωπος για θρησκευτικούς ή άλλους λόγους δεν θέλει να ορκιστεί, η επιβολή του όρκου δεν αποτελεί μόνο απαράδεκτη παραβίαση της ελευθερίας της συνειδήσεώς του αλλά και θεσμοποιημένη προσβολή (26) .
Άλλωστε η χρησιμότητα του όρκου για την εξεύρεση της αλήθειας είναι πολύ αμφισβητήσιμη. Σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Αν πιστεύεις ότι ο άνθρωπος είναι φιλαλήθης, μην τον εξαναγκάσεις να ορκιστεί˙ αν πάλι γνωρίζεις ότι ψεύδεται, μην τον αναγκάσεις να επιορκίσει» (27) . Ο φιλαλήθης λέει την αλήθεια και όταν ακόμα δεν πιεστεί με τον όρκο, ενώ ο ψευδολόγος δεν διστάζει να καταφύγει στο ψεύδος και ενόρκως, οπότε προσθέτει στην ψευδολογία του και την ψευδορκία ή την επιορκία.
Πρακτικές προτάσεις
Ο Χρήστος Ανδρούτσος, αν και δεν θεωρούσε ως απόλυτη την απαγόρευση του όρκου στον Χριστιανισμό, δεχόταν ότι ο όρκος είναι επαχθής τύπος, που πρέπει να καταργηθεί. Ως μέτρα για τη σταδιακή κατάργησή του είχε προτείνει τα έξης:
α)Να καταργηθεί πριν από όλα ο όρκος της επαγγελίας και να αντικατασταθεί με απλές εκφράσεις, που να βεβαιώνουν ότι ο υπάλληλος θα εκτελεί τα καθήκοντά του τίμια και ευσυνείδητα.
β) Να περιορισθεί ο όρκος σε σοβαρότατα πράγματα, να μην επιβάλλεται για χρηματικά ζητήματα και να παρέχεται με όλη την απαιτούμενη σοβαρότητα.
γ) Να είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι να ορκίζονται ή όχι (28).
Το τρίτο από τα μέτρα αυτά, που σε τελική ανάλυση κάνει περιττά και τα δύο προηγούμενα, είχε ήδη κατοχυρωθεί στην Ελλάδα με το Σύνταγμα του 1975. Σύμφωνα με αυτό κανένας 'Έλληνας πολίτης δεν πρέπει να υποχρεώνεται να ορκίζεται, όταν οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις απαγορεύουν τον όρκο (29). Και οι διατάξεις των άρθρων 220§ 2 του ΚΠοινΔ και 408 § 3 του ΚΠολΔ δίνουν το δικαίωμα σε όσους πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο να μην ορκίζονται, αλλά να δίνουν τη διαβεβαίωσή τους επικαλούμενοι την τιμή και τη συνείδησή τους. Το ίδιο ισχύει και για όσους δεν πρεσβεύουν καμία θρησκεία. Κατά περίεργο όμως και αντισυνταγματικό τρόπο το δικαίωμα αυτό δεν αναγνωριζόταν στους Ορθοδόξους Χριστιανούς, όταν και αυτοί δήλωναν ότι πρεσβεύουν θρησκεία που απαγορεύει τον όρκο. Γι’ αυτό είχε τονισθεί από πολλούς η ανάγκη για προσαρμογή της σχετικής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα (30), ενώ από το 1998 δημιουργήθηκε και σχετική νομολογία με απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας (Αριθμ. 2601/1998). Εδώ δεν μπορεί να μην επισημανθεί και η παράλειψη της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής να τακτοποιήσει το θέμα. Η απλή δήλωσή της ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύει τον όρκο θα ήταν αρκετή για την κατάργηση της επιβολής του.
Αλλά από τις 16.9.2001 το άρθρο 408 του ΚΠολΔ. αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2915.2001, το όποιο στην § 7 ορίζει ότι ο μάρτυρας που οφείλει να ορκισθεί ερωτάται, αν προτιμά να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, χωρίς να δηλώσει το θρήσκευμά του. Έτσι και ο Ορθόδοξος Χριστιανός μπορεί να δηλώσει «στην τιμή και στη συνείδησή» του την αλήθεια της καταθέσεώς του.
Παραπομπές
1. Βλ. Β. Αντωνιάδου, Εγχειρίδιον κατά Χριστόν Ηθικής, τόμ. Β’, Κωνσταντινούπολις 1927, σ. 205.
2. Eξοδ.. 20,7. Πρβλ. Δευτ. 5,11.
3. «Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή». Εξοδ. 20,16. Δευτ. 5,11. «Ουκ ομείσθε τω ονόματί μου επ’ αδίκω και ου βεβηλώσετε το όνομα το άγιον του Θεού υμών». Λευιτ. 19,12. Πρβλ. καί Μαλ. 3,5.
4. «Κατ’ εμαυτού ώμοσα, λέγει Κύριος, ου είνεκεν εποίησας το ρήμα τούτο, και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ, ή μην ευλογών ευλογήσω σε, και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου...». Γεν. 22,16 κ.έ.
5. «Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν», Ψαλμ. 131,11.
6. Βλ. π.χ. Δευτ. 6,18. Αμ. 4,2.6,8. Ησ. 45,23 κ.ά.
7. Βλ. π.χ. Α' Βασ. 15,35. Α' Παρ. 21,15. Ψαλμ. 105,45.
8. Βλ. Ψαλμ. 109,4. Εβρ. 7,20-22 .
9. Βλ. Εβρ. 6,13-6.
10. Βλ. Ματθ. 5,33 κ.έ. 23,16 χ.έ.
11. Ματθ. 5,34.
12. Βλ. Ματθ. 5,34-7.
13. Ματθ. 26.64.
14. Βλ. Ρωμ. 1.9. Β' Κορ. 1.23. Γαλ. 1,20. Φίλοι. 1,8. Α Θεσ. 2,5.
15. Βλ. Β’ Κορ. 1,15 κ.έ. Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη ηθικά, PG 37,806.
16. Βλ. π.χ, ’Ιουστίνου, Απολογία 1,16,5. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 199 (Κανονική) 29, έκδ. Υ. Courtonne, τόμ. 2, σ. 160,PG32,725AB. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος είς τό άγιον Πάσχα 45,17, PG 36,648Β. Έπη ηθικά 24, PG 37,790. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολή 1,155, PG 78,288Α.
17. Βλ. Μ. Βασιλείου, Κανών 29.
18. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη ηθικά, PG 37,940.
19. Βλ. Γρηγορίου Νυσσης, Είς Άσμα ασμάτων 13, έκδ. W. Jaeger, Gregorii Nysseni Opera, τόμ.. 8, σ, 371, PG44,1040A.
20. Βλ. ’Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολή 155, PG 78,288A.
21. «Σύ δέ, εί μηδέν έτερον, αυτό γουν το βιβλίον αίδέσθητι ο προτείνεις είς όρκον, και το Ευαγγέλιον, ό μετά χείρας λαμβάνων κελεύεις ομνύναι, ανάπτυξον, και ακούσας τί περί όρκων ό Χριστός εκεί διαλέγεται, φρίξον και απόστηθι. Τί ούν εκεί περί όρκων φησίν; Έγώ δέ λέγω υμίν, μή ομόσαι όλως· σύ δέ τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς; Ω της ύβρεως! Ω της παροινίας! Ταυτόν γάρ ποιείς, ώσπερ αν ει τις τον νομοθέτην τον κωλύοντα φονεύειν, αυτόν σύμμαχον κελεύοι γενέσθαι προς την σφαγήν». Ιω. Χρυσοστόμου, Εις ανδριάντας 15,5, PG 49,160.
22. Γρηγορίου Παλαμά, Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσιας 3, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 5, σ, 254-5. Για απόψεις συγγραφέων τής περιόδου τής Τουρκοκρατίας σχετικά με τον όρκο βλ. Β. Καλλιακμάνη, Η χρήση του Δεκαλόγου στην Τουρκοκρατία, Θεσσαλο¬νίκη 1988, σ. 108-17.
23. Βλ. Τ. Γριτσοπούλου, «Περί όρκου», Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου 7(1952), Άθήναι 1952, σ. 115 κ.έ.
24. Βλ. (Θ. Φαρμακίδου), Περί όρκου, Άθηναι 1849. Νεκταρίου Κεφαλά, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, «Περί όρκου», Θεολογικαί μελέται (εκδ. Τίτου Ματθαιάκη, Μητροπολίτου πρ. Παραμυθίας), Άθηναι 1990, σ. 61 κ.ε.
25. Γ. Ράλλη - Μ. ΓΙοτλη, Σύνταγμα Θείων και Ιερών κανόνων, τόμ. 5, Αθηναι 1855, σ. 617 κ.ε.
26. Βλ. Χρ. Ανδρούτσου, Σύστημα Ηθικής, σ. 340, βλ. και σημ. σ. 341-3.
27. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις ανδριάντας 15,5, PG 49,161
28. Βλ. Χρ, Ανδρούτσου, σ. 341.
29. Βλ, Άρθρο 13 §1.
30. Για περισσότερα βλ. Γ. Αρβανίτη, Ποινικά Χρονικά 29(1979), σ. 179- 182. Γ. Μαντζαρίδη, «Το πρόβλημα της επιβολής του όρκου», Μελέτες, τεύχ. 5, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 116-22. Ευ, Μαντζουνέα, Το πρόβλημα του όρκου, Αθήναι 1979. Ευ, Κρουσταλάκη, «Η υποχρέωση ορκοδοσίας εκείνων που πρεσβεύουν τη χριστιανική θρησκεία ιδίως μετά το Σύνταγμα του 1975», Δίκη 11(1980), σ. 3-33, Γ. Πρίντζιπα, «Ο δικονομικός όρκος και η αντίθεσή του προς το Σύνταγμα», Δίκη 11(1980), σ. 33-43. Σ. Παπαθεμελή, Το ζήτημα του όρκου, Θεσσαλονίκη 1981. Δ. Αθανασοπούλου, Το απαράδεκτον του όρκου, Αθήνα 1994.
(Χριστιανική Ηθική, τόμος Β, εκδ. Πουρναρά, 2004, σελ. 483-492)
Αδελφική αγάπη!
Όποιος φροντίζει για τον αδελφό του, προνοεί για τον εαυτό του (Ξενοφων).
Η αγάπη μας κάνει πιο δυνατούς. Η αγάπη μας κάνει
περισσότερο ειρηνικούς. Η αγάπη μας προστατεύει από τη
λαίλαπα της βίας, της αχαριστίας και της απαξίωσης που
κουβαλάει μέσα της η σκληρή, απειλητική πραγματικότητα που
θέλει να λέγεται «παγκοσμιοποίηση».
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα νοσοκομείο ήταν ασθενής μια κοπελίτσα που την έλεγαν Μαρία και υπέφερε από μια σπάνια και σοβαρή ασθένεια.
Η μοναδική της ελπίδα να επανακάμψει φάνηκε να είναι η μετάγγιση αίματος από τον πεντάχρονο αδερφό της, ο οποίος ως εκ θαύματος είχε επιζήσει από την ίδια ασθένεια και είχε αναπτύξει τα απαραίτητα αντισώματα ενάντια στην αρρώστια.
Ο γιατρός εξήγησε την κατάσταση στον μικρό αδερφό της και ρώτησε το αγοράκι αν ήταν πρόθυμο να δώσει το αίμα του για την αδερφή του. Το παιδί δίστασε μόνο για μια στιγμή, προτού πάρει μια βαθιά ανάσα και πει:
«Ναι, θα το κάνω, αν είναι να σωθεί».
Καθώς προχωρούσε η μετάγγιση, ήταν ξαπλωμένος στο διπλανό απ' την αδερφή του κρεβάτι και χαμογελούσε, βλέποντας το χρώμα να επιστρέφει στο προσωπάκι της. Τότε το πρόσωπό του χλόμιασε και το χαμόγελό του έσβησε.
Κοίταξε τον γιατρό που ήταν από πάνω τον και τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε:
"Θα αρχίσω να πεθαίνω αμέσως;"
Έτσι μικρό που ήταν, το αγοράκι είχε παρεξηγήσει τον γιατρό. Νόμιζε ότι επρόκειτο να δώσει όλο τον το αίμα στην αδερφή τον για να την σώσει. Και ήταν πρόθυμος να το κάνει γι ’ αυτήν.
I would lie for you, cry for you,
I would even die for you.
Θα πω ψέματα για χάρη σου, θα κλάψω για χάρη σου,
Ακόμα μπορώ να πεθάνω για χάρη σου.
(Natasha's song)
(Άκης Αγγελάκης, Ιστορίες που αξίζει να τις λες!, εκδ. Πύρινος κόσμος, σελ. 55-56)
«Κάθε καλό χορήγημα και κάθε τέλειο δώρο προέρχεται και κατεβαίνει από πάνω, από τον Πατέρα των φώτων» (Ιακ. 1:17).
Σε μια συζήτηση με τον Σ.Φ. Μορς, τον εφευρέτη του τηλέγραφου, ο αιδ. Τζορτζ Χάρβεϋ τον ρώτησε:
- Κύριε καθηγητά, όταν κάνατε τα πειράματά σας στο εργαστήριο, φτάσατε ποτέ στο σημείο να μην ξέρετε τι να κάνετε;
- Και βέβαια! Πολλές φορές!
- Και σε τέτοιες στιγμές τι κάνατε;
- Προσευχόμουν στο Θεό για περισσότερο φως!
- Και το παίρνατε αυτό το φως;
- Ναι. Και μπορώ να πω ότι, όταν άρχισα να παίρνω τιμητικές διακρίσεις από την Αμερική και την Ευρώπη για την εφεύρεσή μου, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αξίζω αυτές τις τιμές. Έκανα μια πολύτιμη εφαρμογή του ηλεκτρισμού όχι γιατί ήμουν ανώτερος από άλλους ανθρώπους, αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί ο Θεός, που το προόριζε για τους ανθρώπους, έπρεπε να το αποκαλύψει σε κάποιον, και το αποκάλυψε σ’ εμένα.
Κάτω από το φως αυτού του περιστατικού, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το πρώτο μήνυμα που έστειλε ο Μορς με την εφεύρεσή του ήταν:
«Πόσο θαυμαστά τα έργα του Θεού!».
(Ημερολόγιο εκδόσεων "ο Λόγος" 16-3-2003)
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, άρθρο Στυλιανού Παπαδοπούλου, τόμος Α, σελ. 464-472, Αθήνα 1962).
Αειπαρθενία της Θεοτόκου. Το αφηρημένον ουσιαστικόν «αειπαρθενία» δηλοί την κατάστασιν ανδρός ή γυναικός, κατά την οποίαν ούτοι ουδέποτε εγνώρισαν γαμιαίας σχέσεις και διετήρησαν ούτω την παρθενίαν των ες αεί.
Η λέξις Αειπαρθενία και Αειπάρθενος απεδόθη από των πρώτων ήδη αιώνων εις την Παναγίαν Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μαζί με πολλάς άλλας λέξεις, ακτινοβολούσας τον μέγαν σεβασμόν των πιστών προς την Κυρίαν Θεοτόκον.
Αντίστοιχος λέξις εις την λατινικήν και τας ευρωπαϊκάς γλώσσας δεν υπάρχει και δια τον λόγον τούτον δεν απαντά μονολεκτικός τύπος δια την δήλωσιν του «αειπάρθενου» της Θεοτόκου εις τους Λατίνους Πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η πίστις εις την αλήθειαν της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου ήτο κοινή συνείδησις των αποστολικών χρόνων και διήκει δι’ όλης της χριστιανικής παραδόσεως μέχρι σήμερον, δια τους ορθοδόξους καί τους ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς.
Ας ίδωμεν, όμως, συστηματικώς διατυπουμένην την περί Αειπαρθενίας της Θεοτόκου διδασκαλίαν: α) εις τήν Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
1. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τας Γραφάς.
α) Π. Διαθήκη. Η εκ παρθένου γέννησις του Σωτήρος εξαγγέλλεται καί προφητεύεται σαφώς εις την Π. Διαθήκην. Κλασσική κατέστη η προφητεία του Ησαΐου (ζ 14), την οποίαν αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (α 23): «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται υιόν καί καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Η παρθένος θα τέξη, κατά τον προφήτην, υιόν (η παρθένος... τέξεται). Κατά την έκφρασιν ταύτην του Ησαΐου, επομένως, η τίκτουσα, θα είναι παρθένος καί κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη. Εάν η γεννώσα κατά τον τόκον δεν θα ήτο παρθένος, δεν θα έλεγεν ο Ησαΐας: «ή παρθένος τέξεται», αλλ’ η γυνή τέξεται, διότι μόνον η γυνή τίκτει φυσιολογικώς και ουδέποτε η παρθένος. Ούτω, συμφώνως προς τον Ησαΐαν, η Μαρία θα παραμείνη παρθένος κατά τον τόκον. Με την ερμηνείαν αυτήν της προφητείας συμφωνούν οι αποστολικοί καί μετέπειτα Πατέρες. (Πρβλ. Ιουστίνου, PG 673 και 676. Πλείονα διά την υπό το πνεύμα τούτο ερμηνείαν της προφητείας, όρα Μ. Schmans, Katholische Dogmatik. V, (Mariologie). Munchen 1955, σ. 122- 123.
Πλην της σαφούς ταύτης προφητείας περί της διαφυλάξεως της παρθενίας της Θεοτόκου κατά τον τόκον υπάρχουν καί άλλα χωρία της Π. Διαθήκης εκληφθέντα καί ερμηνευθέντα υπό τών Πατέρων, ως αφορώντα εις τήν διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου κατά καί μετά τόκον. Τοιαύτα είναι:
Το Ησ. «καί εξελεύσεται ράβδος εκ τής ρίζης Ιεσσαί καί άνθος εκ τής ρίζης αναβήσεται καί αναπαύσεται επ' αυτόν Πνεύμα Θεού...» (ια 1 - 2).
Το Ιεζεκ. «καί η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, καί ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής. Ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής καί έσται κεκλεισμένη». (Υπό την φράσιν «πύλη κεκλεισμένη» νοείται η Παρθένος Μαρία). Το Εξ. γ 2 κ. εξ. περί τής φλεγομένης καί μή καιομένης βάτου. Το Γέν. κη 12-13, περί τής κλίμακος τού Ιακώβ. Το Εξ. ιστ' 33. Το Κριτ. στ' 37 κ. εξ. Το Ψαλμ. οε' 3 και το πστ 5. Το Αριθ. ιζ' 8 κ.ά.
β) Κ. Διαθήκη.
Ουδείς των ιερών Ευαγγελιστών ασχολείται ειδικώς περί τό αειπάρθενον της Θεοτόκου. Ούτοι, αρκούνται να δηλώσουν την δια Πνεύματος Αγίου σύλληψιν του Υιού του Θεού (Λουκ. α' 35, Ματθ. α' 18) καί την εκ παρθένου γέννησιν αυτού (Ματθ. α' 23, Λουκ. α' 26, 27 καί 31).
Πρώτον, λοιπόν, βεβαιούται η διά Πνεύματος Αγίου σύλληψις υπό του Ματθαίου. «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ήν. Μνηστευθείσης γάρ τής μητρός αυτού Μαρίας τώ Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.α' 18). και υπό του Λουκά: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ού γινώσκω; Καί αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Αγιον επελεύσεται επί σέ καί δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. α 35). Η Παρθένος δεν θα χρειασθή να πληρώση τον φυσικόν νόμον της αναπαραγωγής· μένει ξένη πρός ό,τι συμβαίνει με τούς λοιπούς ανθρώπους καί μάλιστα απορούσα πώς, παρθένος αύτη ούσα, θα γεννήση υιόν, λαμβάνει την απάντησιν, ότι δι’ υπερφυσικού τρόπου καταλύοντος κατ' ανάγκην τόν φυσικόν νόμον, θα πραγματοποιηθή η γέννησις: «διά Πνεύματος Αγίου».
Δεύτερον, δείκνυται ότι η τίκτουσα, κατά τόν τόκον θα είναι παρθένος. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρων την προφητείαν τού Ησαΐου (ζ 14), λέγει «η Παρθένος... έξει καί τέξεται υιόν» (α 23)· ό Λουκάς απηχών καί ούτος τήν προφητείαν τού Ησαΐου, λέγει· «καί ιδού συλλήψη εν γαστρί καί τέξη υιόν» (α 31). Ποία «συλλήψει καί τέξη»; Η παρθένος, η μεμνηστευμένη ανδρί (Λουκ. α 27'). Κατά τα χωρία ταύτα, η Παρθένος εκ Πνεύματος Αγίου θα συλλάβη καί η ίδια Παρθένος θα τέξη, χωρίς να μεταβληθή τι ως προς τήν παρθενίαν αυτής. Η παράταξις των ρημάτων «έξει καί τέξεται» καί συλλήψη καί τέξη», χωρίς διάκρισιν του τρόπου πραγματοποιήσεώς των, σημαίνει ακριβώς τον ταυτόσημον τρόπον πραγματοποιήσεως του «συλλήψη» καί του «τέξη», δηλ. «διά Πνεύματος Αγίου» γίνεται καί η σύλληψις καί ο τοκετός. Όπως επομένως είς τήν πρώτην περίπτωσιν, της συλλήψεως δηλαδή, η Μαρία παραμένει παρθένος, ούτω και εις τήν δευτέραν, τήν γέννησιν ή τόν τοκετόν, διατηρεί τήν παρθενίαν της, αφού υπερφυσικώς τίκτει.
Διά το πώς συμβαίνει τούτο, απαντά θαυμασίως ό Ζιγαβηνός, λέγων «Τούτο γάρ ούτε ο Ευαγγελιστής εδίδαξεν, ούτε πρό αυτού ο άγγελος, ο ευαγγελισάμενος τη Θεοτόκω τήν σύλληψιν. Ηγνόησαν γάρ τούτο καί αυτοί, διά τό είναι πάσιν ακατάληπτον, καί μόνη τη μακαρία Τριάδι γνωστόν. Τούτο δέ γίνωσκε μόνον, ότι σεσάρκωται ο Υιός ευδοκία του Πατρός, καί συνεργία τού Αγίου Πνεύματος» (Ερμηνεία είς τό Ματθ. α 18, έκδοσις Θ. Φαρμακίδου, Αθήναι 1942, Α', σ. 14- 15).
Δια το παράδοξον της διατηρήσεως της παρθενίας καί κατά τόκον ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γάρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται... άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα» (PG 46, 396). Πλήν των ανωτέρω, όμως, χωρίων τα οποία εξητάσαμεν καί είδομεν, ότι μας πληροφορούν —χωρίς να το λέγουν απ’ ευθείας, διότι δεν το αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα— δια την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου πρό καί κατά τόκον, υπάρχουν και άλλα, πρό παντός δέ φράσεις καί λέξεις μεμονωμέναι, τά οποία χρησιμοποιούν οι εκάστοτε αιρετικοί διά να προσβάλλουν τήν αλήθειαν τού Αειπαρθένου της Θεοτόκου. Τα χωρία καί αι λέξεις, αι σκανδαλίζουσαι τους αιρετικούς είναι τα έξής:
1) «Καί ουκ εγίνωσκεν αυτήν (ο Ιωσήφ) έως ου (έως ότου) έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Ματθ. α' 25). Βάσει τού «έως ού» λέγουν, ότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε την Παρθένον μόνον μέχρι της γεννήσεως του Ιησού.
2) Εις το αυτό χωρίον και εις Λουκ. β 7 υπάρχει η λέξις «πρωτότοκος» και υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς υπήρξεν απλώς ό πρώτος γεννηθείς και εν συνεχεία ηκολούθησαν άλλοι υιοί ή τέκνα γενικώς.
3) Ενίοτε το θεόπνευστον κείμενον αποκαλεί τον Ιωσήφ «άνδρα της Μαρίας» (Ματθ. α 16) καί την Παρθένον «γυναίκα τού Ιωσήφ» (Ματθ. α' 20 καί 24). Το «άνδρα» και «γυναίκα» σημαίνει κατ ά τούς αιρετικούς, ότι η Μαρία, μετά την γέννησιν του Ιησού, εγέννησε καί άλλα τέκνα μετά του Ιωσήφ, ως ανδρός αυτής.
4) υπάρχει το περίφημον πρόβλημα των αδελφών του Κυρίου.
Ας εξετάσωμεν, όμως, κατά σειράν τα προαναφερθέντα χωρία και τας φράσεις ή τας λέξεις.
1. Πράγματι ο Ματθαίος (α 25) λέγει· «καί ούκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν...». Με το «έως ου» ο ευαγγελιστής θέλει απλώς να δηλώση το γεγονός της παρθενίας της Θεοτόκου έως την στιγμήν της γεννήσεως. Δεν ενδιαφέρεται διά τον περαιτέρω χρόνον. Η έκφρασις αύτη «ορίζει μόνον το χρονικόν όριον, μέχρι του οποίου ενδιαφέρεται να τονίση ο εξιστορών ότι συνέβη ή δέν συνέβη τι, χωρίς να δηλοί κατ’ ανάγκην την μετά το όριον τούτο αλλαγήν της καταστάσεως, ούσα ούτως ειπείν σχήμα τονισμού της πραγματικότητος καί της διάρκειας του πρό του ορίου, προ του «έως ου» συμβαίνοντος· ούτω το «έως ου» καταλήγει εις την σημασίαν του διηνεκώς, λέγει ο Ι. Καλογήρου (Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 19, σημ. 1), αναλύων τα περί τού θέματος λεγόμενα του ιερού Χρυσοστόμου (PG 78, 102).
Την αποστομωτικήν απάντησιν εις τους ισχυριζομένους, ότι μόνον έως την γέννησιν του Ιησού η Θεοτόκος ήτο παρθένος συμφώνως πρός το «έως ου» δίδει η ιδία η Αγία Γραφή. Όντως, εις αυτήν εύρηνται πολλά παράλληλα προς το Ματθ. α’ 25 χωρία, βοηθούντα ημάς να κατανοήσωμεν ορθώς το «έως ου»... Πρώτος ο Ιερώνυμος συνεκέντρωσε τοιαύτα παράλληλα χωρία εκ της Γραφής και είτα ο Ι. Χρυσόστομος τον συνεπλήρωσε (PG 57, 58). Ο Ιερώνυμος τα χωρία ταύτα εχρησιμοποίησεν είς τον αγώνα του κατά του αιρετικού Ελβιδίου, γράψας κατ’ αυτού ολόκληρον έργον (Adv. Helv.. PL 23). Ο Ελβίδιος (Δ' αιών), σημειωθήτω, υπήρξεν εκ των πρώτων αρνητών της αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Ιδού, λοιπόν, μερικά παράλληλα χωρία:
«Από του αιώνος καί έως του αιώνος Σύ εί, Κύριε» (Ψαλμ. πθ' 2). Εάν το «έως ου» του Ματθ. (α' 25) εσήμαινεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώρισε την Παρθένον, τότε καί κατά το προκείμενον χωρίον δεν θα υπάρχη ο Κύριος πέραν του αιώνος, όπερ αντιβαίνει εις την διδασκαλίαν των Γραφών.
Το Πράξ. β' 34 «Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Εάν οι εχθροί τεθούν υποπόδιον των ποδών του Κυρίου, θα παύση ούτος να κάθηται εις τα δεξιά του Πατρός; Βεβαίως δεν θα παύση να κάθηται εις τα δεξιά, αλλ’ εδώ ο συγγραφεύς ενδιαφέρεται μόνον διά τόν συγκεκριμένον χρόνον, καθ’ όν θα ηττηθούν οι εχθροί.
Το Γέν. η 1 «Ούχ υπέστρεψεν ο κόραξ έως ου εξηράνθη η γή». Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Καίτοι γε ουδέ μετά ταύτα υπέστρεψε» (PG 57, 58).
Επίσης το Β' Βασιλ. στ’ 23 «Τη δε Μελχάλ ουκ εγίνετο παιδίον έως τής ημέρας του αποθανείν αυτήν». Κατά τους αρνητάς της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, δια την έκφρασιν «έως ου» η Μελχάλ θα έπρεπε να έκαμε παιδίον μετά τον θάνατον αυτής.
Αλλά και αυτός ούτος ο Κύριος εχρησιμοποίησε παράλληλον έκφρασιν υπό την έννοιαν, καθ’ ήν και η Ορθόδοξος Εκκλησία εννοεί το «έως ου», λέγων προς τους μαθητάς του· «’Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη' 20). Μετά την συντέλειαν του αιώνος, δεν θα ευρίσκεται ο Κύριος μετά των μαθητών του; Το «έως ου» λοιπόν, ως φαίνεται μετά την παράθεσιν των ανωτέρω χωρίων καθαρότατα, «είρηκεν ούχ ίνα υποπτεύσης ότι μετά ταύτα αυτήν έγνω, αλλ' ίνα μάθης ότι πρό των ωδίνων πάντως ανέπαφος ήν η Παρθένος» (Χρυσ. PG 57, 58). Και ο Ζιγαβηνός προσθέτει «Το έως τίθεμεν... επεί εκ πορνείας γεγεννήσθαι τον Χριστόν εφλυάρουν Ιουδαίοι» (Ερμην. Ματθ. α 25, έκδ. Θ. Φαρμακίδου, Άθήναι 1842, Α’, σ. 20).
2. Η λέξις «πρωτότοκος» των χωρίων Ματθ. α 25 και Λουκ. β' 7 ηρμηνεύθη, ως εάν είχον ακολουθήση καί άλλα τέκνα, του Ιησού όντος πρωτοτόκου κατά σειράν γεννήσεως. Τούτο, όμως, δέν είναι ορθόν, διότι η λέξις εις την Γραφήν δηλώνει:
α) τον πρώτον τεχθέντα μεταξύ αδελφών (Γέν. λε' 23),
β) τον μονογενή, τον μη ακολουθούμενον υπ’ άλλου αδελφού (ως χρησιμοποιείται ενταύθα, Ματθ. α’ 25 καί Λουκ. β' 7)·
γ) τον εξαίρετον καί τίμιον υπέρ πάντας τους άλλους (Έβρ. ιβ' 23)·
δ) και τον «πρωτότοκον πάσης κτίσεως» (Κολοσ. α' 15). Πρβλ. καί Ζιγαβηνού, έκδ. Φαρμακίδου, Α, σ. 20-21.
Άπασα η παράδοσις ερμηνεύει τον «πρωτότοκον» όχι ως πρώτον μεταξύ πολλών, αλλ’ως τον μόνον, τον Μονογενή, ο οποίος εξήλθεν εκ της κοιλίας της Θεοτόκου (Μ. Βασιλείου, PG 31, 1468). Ο δε Θεοφύλακτος λέγει, ότι «πρωτότοκος λέγεται ο πρώτος τεχθείς κάν μη δεύτερος ετέχθη» (PG 123, 721). Πρβλ. καί Μ. Σιώτου, Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού, Αθήναι 1950, σ. 78. Την αυτήν ερμηνείαν δίδει καί ο Δίδυμος ο Τυφλός εις το «πρωτότοκος» (Περί Τριάδος, GP 39, 832c).
Πρέπει να παρατηρηθή προσέτι, ότι η Κ. Διαθήκη ουδαμού ονομάζει τέκνα Μαρίας, δια να δεχθώμεν, ότι ο Ιησούς ήτο πρωτότοκος μεταξύ πολλών τέκνων της Μαρίας.
3. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος ονομάζει τον δίκαιον Ιωσήφ άνδρα της Μαρίας,«Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας» (α 16) και «Ιωσήφ δέ ο ανήρ αυτής» (α 19). Την δε Παρθένον ο αυτός ευαγγελιστής ονομάζει γυναίκα του Ιωσήφ, «μή φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου» (α 20) καί «καί παρέλαβε τήν γυναίκα αυτού» (α 24). Δια να ίδωμεν ακριβέστερον υπό ποίαν έννοιαν χρησιμοποιούνται εδώ το «ανήρ» καί «γυνή», θα παραθέσωμεν δύο παράλληλα χωρία εκ της Κ. Διαθήκης: «ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής» (Αποκ. κα' 2) και «απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτω γυναικί, ούση εγκύω» (Λουκ. β' 5).
Εις την πρώτην περίπτωσιν, ονομάζεται «ανήρ αυτής» ο μη εισέτι νυμφευθείς, ο μη γνωρίζων ακόμη συνάφειαν. Εις την δευτέραν περίπτωσιν, η Μαριάμ ονομάζεται γυνή του Ιωσήφ παρά την δήλωσιν, ότι αύτη είναι μόνον «μεμνηστευμένη αυτω». Χρησιμοποιούνται κατά ταύτα εις την Κ. Διαθήκην το ανήρ και γυνή και δια τον χρόνον της μνηστείας. Όρα και Ζιγαβηνόν «Άνδρα δε αυτής είπε τόν Ιωσήφ ως μνηστήρα. Καί γάρ καί γυναίκα ταύτην αυτού καλεί προϊών, ως μνηστήν. Ούτω γάρ ήν έθος καλείσθαι καί πρό τής συναφείας» (Έργ. μν., Α’, σ. 13).
4. Οι ευαγγελισταί Ματθαίος (ιβ' 46-49), Λουκάς (η' 19-20) καί Μάρκος (γ- 32-34) κατονομάζουν «αδελφούς Κυρίου» ορισμένα πρόσωπα σχέσιν έχοντα με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Εάν δεχθώμεν, ότι πρόκειται περί πραγματικών αδελφών του Κυρίου, τότε καταρρίπτεται το αειπάρθενον της Θεοτόκου. Αλλ' ερωτώμεν μετά του Επιφανίου (PG 42, 715, 716), εάν η Παρθένος είχε και άλλα τέκνα, διατί να εμπιστευθή ο επί του σταυρού αποθνήσκων Ιησούς την μητέρα του εις τον Ιωάννην; (Ίω. ιθ' 26, 27).
«Ει δε είχεν άνδρα, ει είχεν οίκον, ει είχε τέκνα, είς τα ίδια ανεχώρει, ού πρός τον αλλότριον». Ουδαμού παρατηρείται το φαινόμενον να εγκαταλείπη η μήτηρ τον οίκον της και τα τέκνα της, όταν συμβαίνη να αποθάνη ο πρωτότοκος υιός της. Και κατά την προκειμένην περίπτωσιν, «έλαβεν ο μαθητής (ο Ιωάννης) αυτήν (την Θεοτόκον) είς τα ίδια» (Ίω. ιθ’ 27), δια τον απλούστατον λόγον, ότι η Θεοτόκος δεν είχεν υιούς, διότι ο Ιησούς δεν είχεν αδελφούς.
Τας πρώτας ορθάς ειδήσεις περί των λεγομένων «αδελφών του Κυρίου» ευρίσκομεν εις τα απόκρυφα Ευαγγέλια του Πέτρου καί του Ιακώβου, το δεύτερον των οποίων μάλιστα ονομάζεται καί «πρωτευαγγέλιον». Το πρώτον εγράφη ίσως πρό του 150 είς την Συρίαν και το δεύτερον οπωσδήποτε πρό του 200 (Β. Altaner, Patrologie, Freiburg 1958, σ. 56).
Πρώτος δε εκ των εκκλησιαστικών ανδρών, ο οποίος έθεσεν ορθώς το πρόβλημα των αδελφών του Κυρίου, ίσως κατ’ επίδρασιν των προαναφερθέντων αποκρύφων εαγγελίων και μάλιστα του Ιακώβου, είναι ο Ωριγένης (253/4). Δεν πρέπει δε να σκανδαλίζη το γεγονός, ότι εκκλησιαστικοί άνδρες ως ο Ωριγένης και ο Επιφάνιος αργότερον εδέχθησαν επίδρασιν εκ των αποκρύφων ευαγγελίων, διότι τούτο δεν θα συνέβαινεν, εάν αι παραληφθείσαι ιδέαι δεν ήσαν κοινώς παραδεδεγμέναι υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας. (Πρβλ. Ι. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 17-18). Σημειωθήτω δε, ότι ο πυρήν του πρωτευαγγελίου είναι ιστορικός και διασώζει την παράδοσιν και ως εκ τούτου έχει σχέσιν με τα κανονικά Ευαγγέλια (Μ. Σιώτη, μν. έργ., σ. 12, σημ. I).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί του Κυρίου» είναι υιοί του Ιωσήφ εκ της γυναικός του, της αποθανούσης ήδη προ της μνηστείας του μετά της Παρθένου Μαρίας. Επειδή δε η Παρθένος ήτο νόμω γυνή τού Ιωσήφ, καλούνται αδελφοί Κυρίου οι νόμω υιοί τής μητρός του Κυρίου. Πρβλ. Ωριγένη:
«Ζητείται παρά πολλοίς περί των αδελφών Ιησού... αδελφούς μεν ουκ είχε φύσει, ούτε της Παρθένου τεκούσης ύστερον... νόμω τοιγαρούν εχρημάτισαν αυτού αδελφοί, υιοί Ιωσήφ όντες εκ προτεθνηκυίας γυναικός και επεί καθ’ ομολογίαν γυνή αυτού η Μαρία εχρημάτισεν... Ακολούθως τη τοιαύτη διατάξει (αναφέρει διάταξιν του Μωσαϊκού νόμου) αδελφοί του Ιησού είρηνται οι εκ του Ιωσήφ, ει καί αυτός εξ’ αυτού μή τυγχάνει» (Ε. Preuschen, Origenes Werke, IV, 6, 506 κ.έξ.). Όρα επίσης καί Ί. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 22. Κ. Δρατσέλλα, Η Θεοτόκος και ο Ακάθιστος Ύμνος, Τρίκαλα 1957, σ. 41, 42 και την μνημονευθείσαν σπουδαιοτάτην μονογραφίαν του Μ. Σιώτη, σ. 59 κ. αλλαχού.
Την γραμμήν του Ωριγένους ακολουθεί όλη η μετέπειτα εκκλησιαστική γραμματεία, πλήν εξαιρέσεων, ως του Ιερωνύμου λ.χ., αντεπεξερχομένου κατά του αιρετικού Ελβιδίου (De perpelua virginitatae Mariae, Adversus Helvidium, Liber unus, PL 23, 194-215). Μάλιστα ο Επιφάνιος Κύπρου, εξ αφορμής εν Αραβία κυκλοφορουσών κακοδοξιών σχετικών προς το πρόσωπον της Παρθένου γενικώς, έγραψεν, εκθέτων την ορθόδοξον διδασκαλίαν επί του θέματος των «αδελφών του Κυρίου» και της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου, εις το έργον του Πανάριον ή κατά Αιρέσεων (PG 42, 699-740).
Κατά τα ανωτέρω, λοιπόν, οι «αδελφοί τού Κυρίου» καταχρηστικώς ονομάζονται ούτω, όντες υιοί τού Ιωσήφ, καί δεν πρέπει η έκφρασις αύτη τών Ευαγγελίων να χρησιμοποιήται υπό των εκάστοτε αιρετικών ως όπλον κατά τής Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου. Μέχρι τούδε εξητάσαμεν το Αειπάρθενον τής Θεοτόκου κατά την Π. καί τήν Κ. Διαθήκην. Έκ τής εξετάσεως ταύτης προκύπτει, ότι :
α) η Παρθένος Μαρία συνέλαβεν εκ Πνεύματος Αγίου, καταργήσασα επομένως τόν φυσικόν νόμον
β) κατά τόν τόκον της παρέμεινε παρθένος, όπως παρθένος παρέμεινε καί μετά τήν σύλληψιν, αφού καί η σύλληψις καί ο τόκος κατά συνέπειαν έγιναν κατά τρόπον υπερφυσικόν καί
γ) ωρισμέναι φράσεις ή χωρία τής Κ. Διαθήκης, χρησιμοποιούμενα κατά της Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ορθώς εξηγούμενα δέν προσβάλλουν το Αειπάρθενον τής Θεοτόκου. Πρέπει να είπωμεν, ότι είς τήν Κ. Διαθήκην δεν ευρίσκομεν μαρτυρίαν άμεσον περί τής μετά τόν τόκον παρθενίας της Θεοτόκου, περί τού Αειπαρθένου δηλαδή. Η παντελής, όμως, έλλειψις μαρτυριών διά το αντίθετον αποκλείει πάσαν συνάφειαν τής Παρθένου μετά τού Ιωσήφ μετά τήν γέννησιν τού Ιησού. Η δημιουργουμένη αύτη συνείδησις καί η βέβαια γνώσις των πραγμάτων διά της παραδόσεως ωδήγησε τους αποστολικούς Πατέρας καί είτα τούς Πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς να εκφρασθούν ποικιλοτρόπως υπέρ τής Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ως θα ίδωμεν εν τοις εξής.
2. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τους αποστολικούς Πατέρας καί τους απολογητάς.
α) Είς τα έργα Ιγνατίου του Θεοφόρου (+110) ευρίσκομεν μαρτυρίας διά την πρό καί την κατά τόκον παρθενίαν τής Θεοτόκου. Εις τήν προς Σμυρν. I, 1 (ΒΕΠ Β', σ. 280) απαντά περί του Ιησού η έκφρασις «γεγενημένον αληθώς εκ Παρθένου» και εις τήν πρός Εφεσ. XVII αναγιγνώσκομεν «ο γάρ τού Θεού υιός... εκυοφορήθη εκ Μαρίας κατ’ οικονομίαν Θεού, εκ σπέρματος μέν Δαβίδ, διά Πνεύματος δέ αγίου» (σ. 291). Πρβλ.Ι. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 10-11. Αλλά και εις την πρός Εφεσίους XIX διακηρύττεται η παρθενία της Μαρίας καί ο υπεφυσικός της τόκος (ΒΕΠ Β' σ. 291)· «καί έλαθε τόν άρχοντα τού αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας, καί ο τοκετός αυτής».
β) Εις τον Ιουστίνον, ευρίσκομεν σαφείς μαρτυρίας περί τής παρθενικής καί άρα υπερφυσικής γεννήσεως τού Κυρίου, χωρίς να μας ομιλή ο ιερός Πατήρ διά την μετά τήν γέννησιν κατάστασιν, αφου οι σύγχρονοί του χριστιανοί και μή θα εγνώριζον προφανώς καί εξ’ ιδίας ακόμη αντιλήψεως —ο Ιουστίνος απέθανε περί το 160— ότι η Παρθένος δέν ήλθεν εις πραγματικήν κοινωνίαν γάμου μετά τού Ιωσήφ, διατηρήσασα ούτω τήν παρθενίαν της ες αεί. Αναφερόμενος εις τήν γέννησιν τού Κυρίου, γράφει ο Ιουστίνος· «τουτέστι διά παρθενικής μήτρας τον πρωτότοκον των πάντων ποιημάτων σαρκοποιηθέντα αληθώς παιδίον γενέσθαι, προλαβών αυτό δια τού προφητικού Πνεύματος» (PG 6. 673β). Πρβλ. επίσης καί πολλούς διαλόγους του ως τους 43, 45, 48, 54, 71, 100 κ.ά. Εκ των ανωτέρω φαίνεται, ότι οι αποστολικοί Πατέρες δεν εκφράζονται διά τήν διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ’ ούτε καί διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις, ενώ εκ τού τρόπου του εκφράζεσθαι περί τής Θεοτόκου εις τα έργα των μάς αφήνουν να πιστεύσωμεν, ότι υπό το επίθετον «Παρθένος», όπως αποκαλούν τήν Θεοτόκον, νοείται το «Αειπάρθενος». Πρβλ. καί Μ. Σιώτη. μν. έργ., σ. 95.
3. Η Αειπαρθενία τής Θεοτόκου κατά τους Πατέρας και τους έκκλησιαστικούς συγγραφείς,
α) Πρώτος ο Ωριγένης (+253/54) σαφώς και απεριφράστως εκφράζεται και διά την μετά τον τόκον διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου, αν και δεν χρησιμοποιεί τον όρον «Αειπάρθενος». Εξηγών, διατί οι λεγόμενοι «αδελφοί τού Κυρίου» δεν είναι πραγματικοί του αδελφοί, γράφει·
«Ζητείται παρά πολλοίς περί τών αδελφών Ιησού, πώς είχε τούτους, της Μαρίας μέχρι τελευτής παρθένου διαμεινάσης» (Ε. Preuschen, Origenes Werke, IV, σ. 506, 90 κ.έξ.). Καί αλλαχού· «το αξίωμα της Μαρίας εν παρθενία τηρείν μέχρι τέλους βούλονται...» (ένθ. αν., X, σ. 21). Καί εις άλλο σημείον ο κριτικώτατος ούτος εκκλησιαστικός συγγραφεύς γράφει, ότι δεν δύνανται (οι πολέμιοι της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου) να αποδείξουν, «ότι συνουσία εχρήσατο μετά την απότευξιν του Σωτήρος». Κέκτηται δε η μαρτυρία αύτη ιδιαιτέραν σημασίαν, καθότι ο Ωριγένης γράφει κατά το α' ήμισυ του Γ' αιώνος, οπότε —εάν πράγματι η Θεοτόκος δεν διετήρησε τήν παρθενίαν της μέχρι τέλους της ζωής της— τα γεγονότα καί η παράδοσις ήσαν πολύ πρόσφατα, ώστε να δύνανται ευχερώς να αποδείξουν τον ισχυρισμόν των οι εχθροί του «Αειπαρθένου». Εν τούτοις όμως δεν ηδυνήθησαν να το πράξουν.
β) Γρηγόριος ο Θαυματουργός (+270), μαθητής του Ωριγένους, εις την εν αρμενική μεταφράσει διασωθείσαν ομιλίαν του «εις την Γέννησιν» υποστηρίζει, ότι η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος πρό, κατά καί μετά τόκον (Pitra, Analecta Sancta, Paris 1883, IV, σ. 383 κ.έξ. καί 392).
γ) Δια πρώτην φοράν απαντώμεν τον όρον «Αειπάρθενος» εις τον β' Λόγον του Μ. Αθανασίου (+373) κατά Αρειανών.
«Ουκούν οι αρνούμενοι εκ τού Πατρός είναι φύσει καί ίδιον αυτού τής ουσίας τόν Υιόν αρνείσθωσαν καί αληθινήν σάρκα ανθρωπίνην αυτόν ειληφέναι εκ Μαρίας της αειπαρθένου» (PG 26, 296β). Καί αλλαχού «καί αύτη δε η Κυριότοκος Μαρία και αειπάρθενος» (PG 27, 1393C). Ο όρος απαντά ακόμη μίαν φοράν εις τήν ερμηνείαν του συμβόλου τής πίστεως· «ενανθρωπήσαντα, τουτέστιν γεννηθέντα τελείως εκ Μαρίας της Αειπαρθένου δια Πνεύματος Αγίου» (PG 26, 1232 Α). Ο Μ. Αθανάσιος, λοιπόν, εισήγαγε τον όρον «Αειπάρθενος» εις την γραμματείαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και έκτοτε χρησιμοποιείται ούτος συχνάκις υπό των Πατέρων καί δη των μεταγενεστέρων αιώνων, αν καί κατά το πλείστον ούτοι χρησιμοποιούν τον όρον «Παρθένος», εκφράζοντες διά τούτου το Αειπάρθενο της Θεοτόκου,
δ) Καί Δίδυμος ο Τυφλός (+398) ρητώς διδάσκει το «Αειπάρθενον», λέγων «ότιπερ ο εκ του αρρήτου φωτός αχρόνως εκλάμψας, από της Αειπαρθένου εν υστέροις καιροίς δια φιλανθρωπίαν αφράστως ετέχθη» (PG 39, 404C). Την ιδίαν δε διδασκαλίαν εκθέτει και εις άλλα σημεία (αυτόθι, 832C.
ε) Ο ιερός Χρυσόστομος (+407) καταρρίπτων τα επιχειρήματα των αιρετικών κατά του αφράστου μυστήριου της εκ Παρθένου γεννήσεως του Ιησού, διδάσκει το «Αειπάρθενον» εις πολλά σημεία. (Πρβλ. λ.χ. τα PG 78, 102. 57,58 καί 56, 387-388).
στ) Επιφάνιος ο Σαλαμίνος (+404) αντεπεξήλθε μετά πολλής θεολογικής εμβριθείας εις τας περί το πρόσωπον της Αειπαρθένου Μαρίας αιρετικάς δοξασίας, τας επιπολαζούσας εν Αραβία και αλλαχού. Πολεμών τάς αιρέσεις ταύτας, εξέφρασε σαφώς τήν πίστιν του εις το «Αειπάρθενον» (PG 42, 737ΑΒ). Συχνότερον δε παντός άλλου ο Επιφάνιος αποδίδει τον όρον Αειπάρθενος εις την Θεοτόκον· «εις την υπέρ της αυτής Αγίας Αειπαρθένου υπόθεσιν... ως εις το όνομα της Αειπαρθένου κολλυρίδα τινά επιτελείν...» (αυτόθι, 736). Εκ του ανωτέρω φαίνεται, ότι ο Επιφάνιος καταφέρεται εναντίον ομάδων γυναικών, των Κολλυριανίδων, διότι «ετέλουν ιερουργίας εις το όνομα της Θεοτόκου ως εiς θεάν» (Ί. Καλογήρου, μν. εργ., σ. 118. Περί της αιρέσεως ταύτης πρβλ. F. J. Dolger, Die eigenartige Marienehrung der Philomarianiten oder Kollyridianer in Arabien, είς Antike und Christentum I, 2, σ. 107-142).
ζ) Κύριλλος ο Αλεξανδρείας (+444) είναι καί ούτος κατηγορηματικώς εκπεφρασμένος υπέρ του «Αειπαρθένου» καί μάλιστα λέγει· «Σοί γαρ καί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επί τού Σταυρού αναλαμβανόμενος την Θεοτόκον καί αειπάρθενον, ώς παρθένω παρέδωκεν... σκεύος αμίαντον» (Ομιλίαι Διάφοροι XI, PG 77, 1632C).
η) Επειδή είναι αδύνατον διά τόν ολίγον χώρον να αναφέρωμεν εδώ αναλυτικώς όλους τούς Πατέρας και εκκλησιαστικούς Συγγραφείς, πρβλ. διά τήν πίστιν εις το «Αειπάρθενον» και Νείλου (+430) (PG 79, I89CD καί 189C), Πρόκλου Κωνσταντιπουπόλεως (+446) (PG 65, 700C). Πηλουσιώτου Ισιδώρου (+435) (PG 78, Ι93Β), Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως (+740) (PG 98, 304CD),Ιωάννου Δαμασκηνού (+754) (PG 79, 18ICD καί 713BC).
4. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου εις την Υμνολογίαν.
Εις την Υμνολογίαν ευρίσκομεν πλήθος λέξεων ή και φράσεων, δηλουσών τήν βαθείαν πίστιν τών υμνογράφων εις τήν αειπαρθενίαν τής Θεοτόκου. Οι περίφημοι χαρακτηρισμοί τής Θεομήτορος ως «Απειρογάμου» (Ωρολόγιον. εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1952, σ. 488), ως «άνθους τής αφθαρσίας» καί «στέφους της εγκρατείας» (αύτόθι, 496). ως καί η θαυμασία προσφώνησις· «χαίρε, νύμφη ανύμφευτε» δηλώνουν τήν απόλυτον πίστιν της Εκκλησίας εις το «Αειπάρθενον». Αλλά καί ο ίδιος ο όρος συναντάται συχνάκις· «Η περιστερά η τον ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε Αειπάρθενε» (αυτόθι, σ. 507) διακηρύττει το τέταρτον τροπάριον της εννάτης ωδής της ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου. Εις το τέταρτον τροπάριον της τέταρτης ωδής του κανόνος «είς την Υπεραγίαν Θεοτόκον», ποιηθέντος υπό του Θεοδώρου Στουδίτου, αναγινώσκομεν «ως φιλάνθρωπος βοήθησον, Θεοτόκε μόνη Αειπάρθενε».
Πρβλ. επίσης καί τον Ειρμόν της όγδοης ωδής το Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, την Ευχήν μεταλήψεως, αποδιδομένην εις τον Ι. Χρυσόστομον, το τροπάριον της ακολουθίας της Τραπέζης (μετά το μεταλαβείν), το Απόδειπνον το Μέγα κ. ά., όπου υπάρχει ο όρος «Αειπάρθενος». Εκ τής μικράς ταύτης σταχυολογήσεως φαίνεται, ότι οι υμνογράφοι, όπως καί οι Πατέρες, χρησιμοποιούν ευρύτερον το «Παρθένος», εννοούντες πάντοτε το «Αειπάρθενος». Τούτο βεβαίως δεν δεικνύει καθόλου αμφιβολίαν ή δισταγμόν περί τήν αλήθειαν του «Αειπαρθένου», αφού, μάλιστα, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, η αλήθεια αύτη διεκηρύχθη και υπό οικουμενικών συνόδων, αλλ’ απλώς ο όρος «Αειπάρθενος» χρησιμοποιείται κυρίως δι’ απολογητικούς σκοπούς και τούτου ένεκεν είναι σπανιώτερος του «Παρθένος».
5. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τας ορθοδόξους ομολογίας.
α) Από της Ε' Οικουμενικής Συνόδου, συγκληθείσης είς Κωνσταντινούπολιν το 553, η πίστις εις την Αειπαρθενίαν της Θεοτόκου προσλαμβάνει δογματικόν χαρακτήρα και επικυρούται. Εις τον έκτον αναθεματισμόν της Συνόδου κατα των «Τριών κεφαλαίων» ευρίσκομεν τον όρον «Αειπάρθενος»·
«ει τις καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ενδοξον αειπάρθενον Μαρίαν, ή κατά αναφοράν, ως ανθρώπου ψιλού γεννηθέντος, αλλ’ ουχί του Θεού Λόγου σαρκωθέντος εξ αυτής... ο τοιούτος ανάθεμα έστω» (Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Α', Αθήναι 1952, σ. 175).
β) Και εις τον Α' Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, συγκληθείσης υπό Ιουστινιανού του Β' κατά το 692 εις Κωνσταντινούπολιν, αναφέρεται ο όρος «αειπάρθενος», αποδιδόμενος εις τήν Θεοτόκον. Έχει δε το σχετικόν χωρίον ως εξής:
«Και την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες» (αυτόθι, σ. 191).
γ) Το «Αειπάρθενον» ευρίσκομεν διδασκόμενον καί εις νεωτέρας σχετικώς ομολογίας ως του Γρηγορίου του Παλαμά «μορφήν την καθ’ ημάς λαβών, και εκ της αειπαρθένου Μαρίας ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος κυηθείς» (αυτόθι, σ. 343) και του Δοσιθέου, πατριάρχου Ιεροσολύμων· «πιστεύομεν τον υιόν του Θεού... εν γαστρί της αειπαρθένου Μαρίας συλληφθέντα» (Μν. έργ., Β’, Άθήναι 1953, σ. 750).
Η προηγηθείσα μικρά αναδρομή εις τα κείμενα τών Γραφών καί των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεικνύει σαφώς την πεποίθησιν συμπάσης της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το «Αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Δια τους αρνουμένους το μέγα τούτο ιδίωμα της Θεομήτορος, έχομεν να είπωμεν, ότι δια να αποδεχθή κανείς πράγματα υπερβαίνοντα τον φυσικόν νόμον, πρέπει να ασκηθή εις την καθαρώς θρησκευτικήν και υπερφυσικήν υπέρβασιν του ιδίου του εαυτού του, «ταις πρεσβείαις της Υπεραγίας καί Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡ. Ι. Κ α λ ο γ ή ρ ο υ, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον Πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 10-30 κ. αλλαχού. Μ. Σιώτη, Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού, Αθήναι 1951. Του αυτού, Η εμφάνισις της λατρείας της Θεοτόκου και η επί τής έορτής τής Κοιμήσεως εκκλησιαστική παράδοσις, είς Γρηγόριος Παλαμάς, ΛΓ' (1950), σ. 177-192. Μ. S c h m a u s. Katholische Dogmatik, V (Mariologie), Miinchen 1955. σ. 106-144. Δ. N. Μ ω ρ αΐ τ ο υ, άρθρον είς ΘΧΕ, Γ' (1937) 1009-1010. Κ. Δ ρ α τ σ έ λ λ α, Ή Θεοτόκος καί ό Ακάθιστος Ύμνος, Τρίκαλα 1957, σ. 31-42. Ί. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τής ’Ορθοδόξου Καθολικής ’Εκκλησίας, Α*. Άθήναι 1952 καί Β', Άθήναι 1953. Ε Dublanchy, άρθρον είς DTC, X (1926). σ. 2369 - 2384. L. Kdstcrs, άρθρον είς LTK, IV (1932), σ. 887-889.
ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Στην άτεκνη γυναίκα για τα παιδιά (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Πικρά παραπονιέσαι πως δεν έχεις παιδιά. Παραπονιέσαι για τον άνδρα σου, που τον θεωρείς υπαίτιο. Και ακόμα τολμάς να παραπονεθείς και για τον Δημιουργό σου. Μην αμαρτάνεις φορτώνοντας την ψυχή σου, αλλά υποτάξου στο θέλημα του Θεού. Διότι ο Θεός είναι η αιτία των παιδιών, ενώ οι γαμήλιοι σύντροφοι είναι μόνο τα κανάλια μέσω των οποίων εμφανίζονται τα παιδιά στον κόσμο, κατά την πρόνοια του Θεού και κατά το στοργικό θέλημά Του.
Στη Βίβλο της ζωής είναι γραμμένη η εξής περίπτωση: η Ραχήλ, η γυναίκα του Ιακώβ, δεν είχε παιδιά. Και στην πίκρα της η Ραχήλ μάλωσε τον άνδρα της τον Ιακώβ και του είπε:
«Δός μοι τέκνα, ει δε μη, τελευτήσω εγώ» (Γέν. 30, 1). Παραξενεύθηκε ο Ιακώβ με την αφροσύνη της γυναίκας του: «Θυματωθείς δε Ιακώβ τη Ραχήλ είπεν αυτή: μη αντί Θεού εγώ ειμί, ός εστέρησέ σε καρπόν κοιλίας;» (Γεν. 30, 2).
Συμβαίνει, να μην δίνει ο Δημιουργός καμιά φορά παιδιά ούτε στους δικαιότατους συζύγους, όπως ήταν η περίπτωση με τον Αβραάμ και τη Σάρα, ή με τον δίκαιο Ιωακείμ και την Άννα. Αλλά συμβαίνει, Αυτός να μην δίνει παιδιά λόγω αμαρτίας της μιας ή της άλλης γαμήλιας πλευράς.
Για παράδειγμα η περίπτωση με τη Μελχόλ, τη γυναίκα του Δαβίδ. Η νεαρή γυναίκα του Δαβίδ Μελχόλ, κόρη του βασιλιά Σαούλ, κοιτούσε μια φορά από το παράθυρο και είδε τον άνδρα της πάνω στον θρησκευτικό ενθουσιασμό του να πηδά και να χορεύει γύρω από την κιβωτό της διαθήκης, «και εξουδένωσεν αυτόν εν τη καρδία αυτής» (Β’ Βασ. 6, 16). Τούτο τον χλευασμό στην καρδιά της κανένας στον κόσμο δεν γνώριζε εκτός από τον Θεό που βλέπει τα πάντα. Γι’ αυτό ο Ύψιστος τιμώρησε την Μελχόλ την γυναίκα του Δαβίδ «και τη Μελχόλ θυγατρί Σαούλ ούκ εγένετο παιδίον, έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β’ Βασ. 6, 23).
Εξερεύνησε λοιπόν κι εσύ την καρδιά σου και την καρδιά του άνδρα σου, και κοιτάξτε και οι δύο, εάν σε κάτι αμαρτήσατε μπροστά στον Κύριο. Εάν δεν βρείτε κανένα φταίξιμο σ’ εσάς, τότε αναμφίβολα είναι το θέλημα του Θεού, να μην έχετε παιδιά δικά σας, ώστε να αγκαλιάσετε ξένα ορφανά σαν να ήταν δικά σας παιδιά, πράγμα που είναι μεγάλο έργο μπροστά στον Κύριο.
Ακόμα ζει ανάμεσά μας μία σημαντική κυρία, η οποία δεν έχει δικά της παιδιά, αλλά η οποία από την αρχή του πολέμου μάζευε εκατοντάδες ορφανά χωρίς πατέρα και μητέρα και τα φρόντιζε και τα σπούδαζε σαν να ήταν δικά της παιδιά. Κάποια φορά μου ομολόγησε:
«Στη ζωή μου ποτέ δεν αγαπούσα τίποτα τόσο πολύ όσο τα παιδιά. Όταν ήμουν μικρό κορίτσι επιθυμούσα να παντρευτώ γρήγορα, μόνο και μόνο για να αποκτήσω παιδιά, και μάλιστα όσα περισσότερα μπορούσα. Όμως αυτό δεν μου δόθηκε. Δύο φορές παντρεύτηκα, όμως δικά μου παιδιά δεν απέκτησα. Αλλά ο Θεός εκατό φορές παραπάνω εκπλήρωσε την επιθυμία μου για παιδιά. Μου δώρισε έως τώρα περίπου χίλια παιδιά. Και τώρα στα γεράματά μου αμέριστα χαίρομαι, επειδή ο Δημιουργός δεν μου έδωσε παιδιά εκ της κοιλίας μου. Αφού, εάν είχα δύο, τρία ακόμα και δέκα δικά μου παιδιά, θα ασχολιόμουν μ’ αυτά μια ζωή ολόκληρη, οπότε θα έχανα την ικανοποίηση και την ευτυχία, να ονομάσω χίλια παιδιά άλλων δικά μου. Δόξα στον αγαπημένο Θεό γι’ αυτό!».
Να προσεύχεσαι κι εσύ στον Θεό καθαρά και από καρδιάς, όπως προσεύχονταν ο Ιωακείμ και η Άννα. Είναι ανείπωτα ελεήμων και μπορεί να σου δώσει παιδιά. Αλλά και εάν δεν σου δώσει, μην θυμώνεις. Δώρισε τότε την αγάπη σου στα παιδιά των νεκρών μητέρων, και θα ονομαστείς μητέρα και όχι άτεκνη στο Βασίλειο της αιώνιας δικαιοσύνης και ομορφιάς.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δεν φτάνει μόνον η πίστη…", Ιεραποστολικές επιστολές Β’, εκδ. «Εν πλω», σ. 286-288)
Προγεννητικός Έλεγχος.
Ο ασθενής είχε υποβληθεί σε καρδιοχειρουργική επέμβαση, που είχε όμως παρουσιάσει σοβαρές επιπλοκές μετεγχειρητικά. Για τον λόγο αυτό, η νοσηλεία του στη ΜΕΘ συνεχίστηκε για περισσότερες ημέρες και μάλιστα μετά από 15 ημέρες παρέμενε διασωληνωμένος και με ισχυρή φαρμακευτική υποστήριξη. Κάθε ημέρα στο επισκεπτήριο ερχόταν η σύζυγός του, μια πολύ σοβαρή και μετρημένη στα λόγια της κυρία, η οποία με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ρωτούσε και ενημερωνόταν για την πορεία της υγείας του συζύγου της.
Ένα απόγευμα, την ώρα του επισκεπτηρίου ο ιατρός της ΜΕΘ παρατήρησε ένα περίεργο θέαμα. Κάποιος μπήκε μαζί με τη σύζυγο, έτρεξε στο κρεβάτι που ήταν ο ασθενής, έπεσε πάνω του και άρχισε να τον καταφιλά και να τον αγκαλιάζει Αυτό βέβαια ήταν αντίθετο με τους κανονισμούς της ΜΕΘ, που απαιτούν να μην έρχονται σε σωματική επαφή οι επισκέπτες με τους ασθενείς για την αποφυγή ατυχημάτων, αφού οι δεύτεροι είναι συνδεδεμένοι με πολλές γραμμές, αλλά και την πρόληψη μεταφοράς μικροβίων εκατέρωθεν.
Ο ιατρός ζήτησε από τον νοσηλευτή με ένα νεύμα, να πει στη σύζυγο να πλησιάσει και αυτή ήρθε με ύφος απολογητικό: «Σας ζητώ συγγνώμη, γιατρέ μου, αλλά είναι ο γιος μας. Πάσχει από σύνδρομο Down και έχει ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέρα του. Από την ημέρα που έφυγε για την επέμβαση, δεν μπορεί να ησυχάσει. Πηγαίνει στο κρεβάτι μας και το αγκαλιάζει και κλαίει. Δεν του είχαμε πει για το νοσοκομείο, αλλά αναγκάστηκα να το κάνω χθες, γιατί δε μπορούσα να τον ηρεμήσω. Κι έτσι σήμερα αναγκάστηκα να τον φέρω εδώ και, όπως βλέπετε, είναι ασυγκράτητος. Είναι καλό παιδί, ευαίσθητο, πηγαίνει σε ειδικό σχολείο και προχωρά καλά. Του αρέσει πολύ η μουσική και μας αγαπάει, κι εμείς τον αγαπάμε υπερβολικά».
Η τυπική περιγραφή ενός παιδιού με σύνδρομο Down. Μιας γενετικής ανωμαλίας που οφείλεται σε ένα πρόσθετο χρωμόσωμα που κάνει ένα ζευγάρι χρωμοσωμάτων να αποτελείται τελικά από τρία. Κάποιοι αποδίδουν την ανωμαλία στην ηλικία των ωαρίων της μητέρας αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο γιατί εμφανίζεται και σε νέα ζευγάρια. Τα παιδιά αυτά έχουν χαρακτηριστική όψη (λέγεται και μογγολοειδής ιδιωτεία η νόσος λόγω του χαρακτηριστικού προσωπείου), διανοητική καθυστέρηση που ποικίλει από τα κατώτερα όρια του φυσιολογικού έως βαρύτερη, αλλά είναι παιδιά κοινωνικά, ευχάριστα, εκπαιδεύσιμα, με ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική. Τα παιδιά αυτά είναι ανεπιθύμητα στις σύγχρονες κοινωνίες και έτσι οι γονείς προσπαθούν να τα αποφύγουν, προχωρώντας στον λεγόμενο προγεννητικό έλεγχο.
Τι είναι ο προγεννητικός έλεγχος; Όπως λέει και το όνομά του, είναι ο έλεγχος που γίνεται στο έμβρυο, μέχρι τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης μέσω ειδικών υπερήχων αλλά κυρίως μέσω ελέγχου των χρωμοσωμάτων (του καρυότυπου όπως λέγεται) για τυχόν ανωμαλίες, σε κύτταρα που λαμβάνονται με παρακέντηση και αναρρόφηση του υγρού που πλέει το έμβρυο μέσα στη μήτρα και λέγεται αμνιακό υγρό (αμνιοπαρακέντηση). Οι εξετάσεις γίνονται εγκαίρως, ώστε σε περίπτωση που υπάρχει γενετική ανωμαλία, να υπάρχει δυνατότητα με έκτρωση να θανατωθεί το ανεπιθύμητο έμβρυο.
Θυμόμαστε όλοι από τα μαθητικά μας χρόνια τον περιβόητο Καιάδα, τον γκρεμό όπου στην αρχαία Σπάρτη πετούσαν τα ανάπηρα και ανεπιθύμητα στην κουλτούρα ενός πολεμικού λαού, παιδιά. Σε έναν σύγχρονο Καιάδα οδηγεί συνήθως και ο προγεννητικός έλεγχος, μόνο που στην περίπτωσή μας, η σύγχρονη τεχνολογία και η επιστήμη επιτρέπουν το έγκλημα να συντελεστεί πριν τη γέννηση. Και η δική μας νοοτροπία, αποφυγής κάθε κόπου και θυσίας, η φρίκη που μας καταλαμβάνει στη σκέψη του σταυρού που συνεπάγεται η αναπηρία του παιδιού μας, οδηγεί στην απόφαση να «ξεμπερδεύουμε» πριν δει το φως του ήλιου.
Χιλιάδες αγέννητα παιδιά οδηγούνται στον θάνατο με τη δικαιολογία μιας γενετικής νόσου. Όσο μάλιστα διεισδύουμε στο βάθος του κυτταρικού πυρήνα και αναλύουμε το γονιδίωμα (τους συνδυασμούς του DNA που είναι υπεύθυνοι για τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου) τόσο ανακαλύπτουμε νέες προδιαθέσεις νόσων που θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με τη θανάτωση των οργανισμών. Παραπέμποντας στις καθάρσεις από Εβραίους, ομοφυλόφιλους, αρρώστους, εγκληματίες, αθίγγανους, που έγιναν στον 20ο αιώνα από τους διαφόρους «ισμούς», με αποκορύφωμα τον ναζισμό του Χίτλερ, θα διαπιστώναμε ότι μόνο οι μέθοδοι αλλάζουν, το σκεπτικό παραμένει το ίδιο. Επιχειρήματα πολλά: Οι οικονομίες δεν μπορούν να αντέξουν τις δαπάνες περίθαλψης και στήριξης των ανάπηρων παιδιών και των οικογενειών τους, οι ίδιες οι οικογένειες αποδιοργανώνονται από την παρουσία ενός προβληματικού παιδιού.
Αλλά το σκεπτικό επεκτείνεται και σε διάφορες προδιαθέσεις νόσων. Ένα άτομο που στην ενήλικη ζωή του θα παρουσιάσει εκδηλώσεις μιας γενετικά εξαρτημένης νόσου, που μπορεί να επηρεάσει έντονα τη σωματική ή ψυχική του κατάσταση μήπως θα ήταν σωστότερο να μη γεννηθεί καθόλου; Ήδη παρά την αντίθετη νομοθεσία, οι ασφαλιστικές εταιρείες προσπαθούν να ανιχνεύσουν τέτοια νοσήματα, ώστε να αποφύγουν την ασφάλιση των ανθρώπων που μπορεί μελλοντικά με αυξημένη πιθανότητα να νοσήσουν.
«Όλες αυτές οι πρακτικές (27), αν δεν είναι πάντοτε σαφώς ευγονικές στην έκφρασή τους, είναι ευγονικές στην αντίληψή τους. Δεν καταφέρνουν να αποτρέψουν την εμφάνιση αναπηρίας, αλλά συνήθως εξαφανίζουν τον ανάπηρο. Όσο δεν ξεχωρίζει η πάθηση από τον πάσχοντα, ο μόνος τρόπος αντιμετώπισής της φαίνεται να είναι ο θάνατος του πάσχοντος στην πιο αδύναμη, ιερή και ευαίσθητη φάση και έκφραση της ζωής του. Η καταστροφή του παθολογικού εμβρύου εμφανίζεται ως η προτεινόμενη "θεραπεία"» (28).
Πάντως το παιδί του περιστατικού που προαναφέραμε, θα ήταν ένα βέβαιο θύμα του προγεννητικού ελέγχου και μάλιστα με το ατράνταχτο και κατευναστικό για τη συνείδηση επιχείρημα ότι ο κύριος λόγος θανάτωσης του εμβρύου είναι η φιλάνθρωπη διάθεση προς αυτό. «Γιατί να έρθει στον κόσμο και να ταλαιπωρείται ένα τέτοιο παιδί;», ακούμε συχνά να λέγεται. Μια ενεργητική ευθανασία λοιπόν σε ένα παιδί που δεν μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του. Αν όμως μπορούσε;
27 Σ.τ.Σ: π.χ. προγεννητικός έλεγχος.
28 Επίσημα Κείμενα Βιοηθικής σελ 71.
(Νικόλαος Κ. Παναγιωτόπουλος, 20 χρόνια στην Εντατική, Νέα Σμύρνη 2017, σελ. 89-92)
Ο περίπατος στο κοιμητήριο.
Η ζωή μας μοιάζει με πορεία. Τίποτε το μόνιμο δεν έχει. Όλα περνούν, όλα φεύγουν!
Το ίδιο προσπερνούμε και τα δυσάρεστα και τα ευχάριστα. Πουθενά δεν σταματούμε.
Να γιατί μου αρέσει αυτό εδώ το μέρος, το κοιμητήριο!
Από όλα τα μέρη μας αυτό εδώ το αγαπώ πιο πολύ.
Γι’ αυτό και το επισκέπτομαι συχνά. Όχι μόνο σαν έχουμε Θεία Λειτουργία. Όχι! Και άλλες ημέρες, μόνος, συχνάζω εδώ.
Πολλές φορές έρχομαι από την πόλη και σταματώ εδώ στο κοιμητήριο. Χωρίς κανέναν συντροφιά. Μέσα στην ερημιά, καταμεσής στους τάφους!
Κάθομαι μέσα στην ερημιά, έχω μπροστά μου τους τάφους και σκέπτομαι...
Πόσες φορές εδώ μέσα δεν θυμάμαι αυτά τα λόγια, που σας είπα στην αρχή! Η ζωή είναι πορεία... Όλα περνούν, και οι χαρές και οι λύπες...
Αφήνω τα μάτια μου ήσυχα να περιεργάζονται τους τάφους. Από τον έναν τάφο να τρέχουν στον άλλο.
Να θωρούν με προσοχή όλους τους τάφους, των πλουσίων, των φτωχών, μικρών, μεγάλων...
Τα μάτια μου βλέπουν και ο νους μου θυμάται, σκέπτεται, συλλογίζεται.
Η ψυχή μου τρέχει και αυτή στους νεκρούς που είναι θαμμένοι μέσα στους τάφους...
Πού να ’ναι άραγε; Πού να βρίσκονται; Σε ποια κατάσταση να ’ναι!
(Από το εγκώμιό του εις την αγίαν Δροσίδα, 689,Ε, Α.Α.Π. 26)
(Αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Αυτοβιογραφικές σελίδες, εκδ. Αποστολική Διακονία, σ. 47)
Γράφει ο John. Polkinghorne 1930-… (Άγγλος Θεωρητικός φυσικός στοιχειωδών σωματιδίων, μέλος Βασιλικής Εταιρείας, καθηγητής Μαθηματικής Φυσικής του Κέμπριτζ 1968-1979, πρόεδρος του Κολεγίου της Βασίλισσας στο Κέμπριτζ από το 1989, χειροτονήθηκε ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας το 1982)
«Το μυστήριο της πολλαπλώς διαστρωματωμένης πραγματικότητας ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από τάξη, ομορφιά και ηθική, παραμένει.
Τι είναι αυτό που συνενώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά; Μια πιθανή απάντηση, συνεκτική και ικανοποιητική από διανοητική άποψη -και δεν λέω τίποτα περισσότερο απ’ αυτό- μας παρέχεται από την πίστη στο Θεό.
Η πραγματικότητα είναι πολλαπλώς διαστρωματωμένη επειδή είναι δημιουργία.
Πίσω από την επιστημονική τάξη του σύμπαντος βρίσκεται η Νόηση του Δημιουργού.
Πίσω από την ανθρώπινη εμπειρία της ομορφιάς βρίσκεται η χαρά του Δημιουργού στη δημιουργία.
Πίσω από τις ηθικές μας ενοράσεις βρίσκεται η κρίση της καλής και τέλειας βούλησης του Δημιουργού.
Ουσιαστικά, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη όλων των Ενοποιημένων Θεωριών, η πραγματική Θεωρία του Παντός,
παρέχεται από την πίστη στο Θεό» (Επιστήμη ή Θεός, εκδ. Τραυλός 1997 σελ. 149)
Πολύ πριν τους επιστήμονες όμως ο Απόστολος Παύλος είχε βρει και διακηρύξει όχι την Θεωρία των Πάντων αλλά την Θεολογία των Πάντων!
Στην Επιστολή προς Ρωμαίους,
Ρωμ. 11,36 "ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν" .
(=διότι από αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα και με την πανσοφία του κυβερνιούνται και προς δόξαν του σαν σε ύψιστο σκοπό αποβλέπουν τα πάντα. Σε Αυτόν ανήκει η δόξα εις τους αιώνες. Αμην)
Στην Επιστολή προς Κολασσαείς,
Κολ. 1,16 "ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται·"
(=Διότι δι' αυτού εκτίσθησαν τα πάντα, όλα όσα υπάρχουν στους ουρανούς και εις την γην, τα ορατά και τα αόρατα· είτε τα αόρατα αυτά είναι οι Θρόνοι είτε είναι αι Κυριότητες είτε είναι αι Εξουσίαι, όλα εν γένει τα τάγματα των αγγέλων δι' αυτού και εις δόξαν αυτού έχουν κτισθή).
Aς μην κουραζονται λοιπόν οι Επιστήμονες...
Η Ενοποιημένη Θεωρία των Πάντων που αναζητούν να βρουν που θα εξηγεί όλες τις δυνάμεις της φύσης και όλα τα Μυστήρια της Επιστήμης δεν είναι άλλη από την Αγία Τριάδα!
Απογοήτευση!
Τα πράγματα της Εκκλησίας είναι πολύ άσχημα˙ κι ας νομίζετε σεις ότι πάνε καλά.
Εδώ είναι το φοβερό: ότι, ενώ βρισκόμαστε ανάμεσα σε πολλά κακά, τα αγνοούμε.
Τι είναι αυτά που λες; Κατέχουμε τις εκκλησίες, τα κτήματα, όλα τα άλλα, οι συνάξεις γίνονται ανεμπόδιστα, κάθε μέρα συγκεντρώνεται ο λαός, και λες ότι είμαστε «καταφρονηταί»;
Και όμως! Δεν θα κρίνης την Εκκλησία από αυτά. Αλλά από που; θα μου πής.
Εάν υπάρχη ευλάβεια, εάν κάθε μέρα φεύγουμε από το ναό για τα σπίτια μας κερδισμένοι, εάν καρπωνόμαστε ωφέλεια πνευματική πολλή ή λίγη και δεν εκτελούμε απλώς κάποια συνήθεια.
Σας ερωτώ: Ποιος έγινε καλύτερος που ένα μήνα σχεδόν έρχεται εδώ; Αυτό είναι το ζητούμενο!
Ο στρατιώτης που γυμνάζεται τελειοποιείται στην τακτική του πολέμου˙
ο αθλητής που πηγαίνει στην παλαίστρα γίνεται πιο έμπειρος στην πάλη˙
ο γιατρός που έρχεται στον δάσκαλο προοδεύει στην επιστήμη του και πιο πολλά γνωρίζει και πιο πολλά μαθαίνει˙
συ τί κέρδισες;
Νομίζετε ότι το να έρχεσθε τακτικά στη σύναξη, αυτό είναι ευλάβεια; Αυτό τίποτε δεν είναι!
Αν κάτι δεν κερδίζουμε, αν κάτι δεν αποκομίζουμε, τότε καλύτερα να μένουμε σπίτι!
Πρέπει να ’χουμε υπ’ όψη μας, ότι οι πρόγονοί μας έκτισαν τις εκκλησίες, όχι για να μας συγκεντρώνουν από τα σπίτια μας εδώ και να μας δείχνουν τον ένα στον άλλο!
Αυτό μπορούσε να γίνη και στην αγορά, και στα λουτρά, και σε μία πομπή!
Όχι. Ήθελαν συγκεντρώνοντας μαζί μαθητές και δασκάλους να μας κάνουν καλύτερους!
Να, ήλθε το Πάσχα! Τι θόρυβος! τι ταραχή! Δεν μπορώ να πω τι πολλοί άνθρωποι! Διότι αυτά δεν είναι των ανθρώπων.
Τελείωσε η γιορτή, ο θόρυβος εκόπασε, και ξαναγύρισε η ησυχία η άκαρπη. Πόσες παννυχίδες, πόσες ιερές υμνωδίες!
Και τι έγινε; Χειρότερα.
Πολλοί έρχονται και από κενοδοξία.
Πώς, λοιπόν, να μη σπαράζω μέσα μου, όταν βλέπω ότι όλα πηγαίνουν σαν σε τρύπιο πιθάρι;
Πολλές φορές σκέφθηκα να μη ξαναμιλήσω, βλέποντας πως κανένα καλό δεν βγαίνει από τα λόγια μας…
Ή μήπως βγαίνει, εγώ όμως, κυριευμένος από ιερή απληστία και την πολλή επιθυμία, παθαίνω το ίδιο με εκείνους που κάνουν σαν τρελλοί για χρήματα;
Δηλαδή, όπως εκείνη, οι πλεονέκτες φιλάργυροι, όσα κι αν αποκτήσουν νομίζουν πως τίποτε δεν έχουν, έτσι και εγώ, επειδή επιθυμώ πάρα πολύ την σωτηρία σας, νομίζω πως τίποτε δεν έχω κάνει, λαχταρώντας να σας δω στην κορυφή της τελειότητος;
Πολύ θα ‘θελα να ‘ναι έτσι…, φοβούμαι όμως μήπως πέφτω έξω!
(Από την ΚΘ Ομιλία του στις Πράξεις των Αποστόλων, Α.Α.Π. 78, 231)
(αρχιμ. Χρυσοστόμου Αβαγιανού, Αυτοβιογραφικές σελίδες, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 62-63)