Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(Ιωάννου Καραβιδόπουλου, Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδόσεις Π.Πουρναρά, σελ. 398-417, οι παραπομπές παρατίθενται στο τέλος)

Αρχαίο κείμενο:

1 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ λέγει αὐτῷ εἷς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· διδάσκαλε, ἴδε ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί. 2 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· βλέπεις ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; Οὐ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῇ. 3 Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ, ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας· 4 εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα ταῦτα συντελεῖσθαι; 5 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο λέγειν αὐτοῖς· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. 6 Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν.7 Ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω τὸ τέλος. 8 Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί. 9 Ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα. Βλέπετε δὲ ὑμεῖς ἑαυτούς. Παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δαρήσεσθε, καὶ ἐπὶ ἡγεμόνων καὶ βασιλέων σταθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 10 Καὶ εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον. 11 Ὅταν δὲ ἀγάγωσιν ὑμᾶς παραδιδόντες, μὴ προμεριμνᾶτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾶτε, ἀλλ᾿ ὃ ἐὰν δοθῇ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, τοῦτο λαλεῖτε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον. 12 Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. 13 Καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. 14 Ὅταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ - ὁ ἀναγινώσκων νοείτω - τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, 15 ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, 16 καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. 17 Οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 18 Προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. 19 Ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. 20 Καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. 21 Καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. 22 Ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 23 Ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα. 24 Ἀλλ᾿ ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις, μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, 25 καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σαλευθήσονται. 26 Καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ δόξης. 27 Καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ' ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ. 28 ᾿Απὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. Ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος ἤδη γένηται ἁπαλὸς καὶ ἐκφύῃ τὰ φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν· 29 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. 30 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται. 31 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται. 32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ. 33 Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν. 34 Ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν, καὶ ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ. 35 Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ· 36 μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας. 37 Ἅ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε.

Ερμηνεία-ανάλυση

Το κεφ. 13 του ευαγγελίου μας περιέχει λόγια του Ιησού σχετικά με την επικείμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, καταστροφή που προσφέρεται ως προεικόνιση του τέλους του κόσμου. Συνήθως ονομάζεται το κεφ. αυτό από τους ερμηνευτές « Εσχατολογικός λόγος» ή «Αποκαλυπτικός λόγος» ή «Συνοπτική αποκάλυψη» ή «Μικρή αποκάλυψη» και γίνεται πολλή συζήτηση στα υπομνήματα και στις ειδικές μονογραφίες (33 βλέπε υποσημειώσεις στο τέλος) για το χαρακτήρα, το στόχο, το αποκαλυπτικό υπόβαθρο, τη γνησιότητα και την ενότητα του λόγου αυτού του Ιησού που είναι ο μακροσκελέστερος σε όλο το ευαγγέλιο του Μάρκου.
Ότι οι χρησιμοποιούμενες εικόνες και παραστάσεις είναι γνωστές από τα ιουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα είναι αναντίρρητο και θα φανεί ακόμη σαφέστερα κατά την ερμηνεία των επιμέρους στίχων με την προσαγωγή των αποκαλυπτικών παραλλήλων˙ τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η εκκλησία αναπαράγει ιουδαϊκά κείμενα προσαρμόζοντάς τα στο παρόν που ζει, ή ότι η ιουδαϊκή αποκαλυπτική είναι η μήτρα της χριστιανικής θεολογίας. Οι γνωστές στους αναγνώστες εικόνες βοηθούν στην κατανόηση του μηνύματος που απευθύνει ο Ιησούς και καταγράφει ο ευαγγελιστής. Από την ερμηνεία των επιμέρους θα γίνει φανερό ότι δεν πρόκειται για vaticinia ex eventu αλλά για προρρήσεις του Ιησού. Στην παράδοση αυτή των λόγων του Ιησού θα αναφερθεί δύο δεκαετίες αργότερα ο Απ. Παύλος (βλ. Α' Θεσ. 2, 3 ε.) πολύ πριν ακόμη αυτοί καταγραφούν τελικά από τον ευαγγελιστή.
Ορθώς παρατηρήθηκε από τον Lohmeyer ότι στο Μρ 13 απουσιάζουν τα βασικά ιουδαϊκά αποκαλυπτικά θέματα, όπως π.χ. ο χρονικός προσδιορισμός του τέλους του κόσμου, η εθνική μεσσιανική ιδέα, η ιουδαϊκή κυριαρχία επί των εθνών, εκφράσεις εκδίκασης κατά των άλλων λαών κλπ.˙ το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η παραίνεση (ο Lane μάλιστα επισημαίνει την ύπαρξη 19 προστακτικών στο κεφ.) και η στήριξη των μαθητών και φυσικά όλης της εκκλησίας, ώστε να μη κλονιστούν από τα δεινά, γιατί κύριος της κατάστασης θα είναι ο ίδιος ο Χριστός που προλέγει τα «πάντα» (στίχ. 23), ώστε να μη «θροούνται», να μη «προμεριμνούν», να «υπομείνουν εις τέλος», και κυρίως να «γρηγορούν»˙ ο ίδιος ο Χριστός θα «επισυνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων άνεμων απ’ άκρου γης έως άκρου ουρανού» και το Άγιον Πνεύμα θα φωτίσει τους μαθητές να μιλήσουν με θάρρος όταν οδηγηθούν σε δικαστήρια. Παρόν και μέλλον, επικείμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ και προανάκρουσμα του τέλους του κόσμου συμπλέκονται σε μια γενική θεώρηση της ιστορίας, της οποίας ρυθμιστής είναι ο Θεός, όσο κι αν οι αντίθεες δυνάμεις δείχνουν να θριαμβεύουν προσωρινά.
Το επικείμενο τέλος, που αποτελεί θέμα και της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής, απαμβλύνεται με την επισήμανση της ιστορικής προοπτικής της ευαγγελιστικής δραστηριότητας της εκκλησίας (βλ. στίχ. 7 «δει γενέσθαι αλλ’ ούπω το τέλος» στίχ. 10˙ «και εις πάντα τα έθνη πρώτον δει κηρυχθήναι το ευαγγέλιον»˙ στίχ. 13 «ο δε υπομείνας εις τέλος...»). Αυτή όμως η προοπτική ιστορικής διάρκειας δεν αίρει την εντολή: «βλέπετε αγρυπνείτε, ουκ οίδατε γαρ πότε ο καιρός έσται» (στίχ. 33) και «γρηγορείτε» (στίχ. 36).
Στο ερώτημα, εάν στο κεφ. 13 έχουμε μια συνεχή ομιλία του Ιησού ή συγκέντρωση λόγων του Ιησού που προέρχονται από διάφορες άλλες περιστάσεις της δραστηριότητας που αναφέρονται στο θέμα των εσχάτων, οι σύγχρονοι ερμηνευτές απαντούν αποδεχόμενοι το δεύτερο - άποψη που ενισχύεται και από το γεγονός ότι διάφορα λόγια του κεφ. 13 απαντούν και μεμονωμένα σε άλλες συνάφειες των Συνοπτικών ευαγγελίων.

Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ για την ερμηνεία που θα ακολουθήσει είναι ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος, όπως άλλωστε και οι άλλοι Συνοπτικοί, αποδίδει την παράδοση, κατά την οποία προ του πάθους του ο Ιησούς απηύθυνε προς τους μαθητές λόγους παραινετικούς (πρβλ. Μθ 24 και Λκ 21), αναφερόμενους στα έσχατα αλλά με έμφαση στο καθήκον που απορρέει γι’ αυτούς στο παρόν μέσα στο οποίον ζει η εκκλησία. Αυτή η στενή σύνδεση αναμονής των εσχάτων και δραστηριότητας μέσα στο ιστορικό παρόν διαπνέει τη λειτουργική ζωή, την ενεργητικότητα και τη ζωή γενικότερα της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Τελικά παρατηρούμε ότι, όσο κι αν οι αποκαλυπτικές παραστάσεις που χρησιμοποιούνται εδώ είναι ξένες προς την εποχή μας — παρόλο που ορισμένα σημαδιακά σημερινά γεγονότα τις κάνουν εξαιρετικά επίκαιρες, εκείνο που προέχει για τον αναγνώστη του ευαγγελίου, και στην περίπτωση αυτή, του κεφ. 13, είναι το ενθαρρυντικό μήνυμα που αναδύεται από αυτό: Οι τύχες και το τέλος του κόσμου, παρά τα δεινά και τις καταστροφές, τις προσωρινές νίκες των πλάνων και αντιχρίστων, βρίσκεται στα χέρια του Θεού˙ όποιος ξεχνά αυτήν την αλήθεια, αιφνιδιάζεται από τα γεγονότα και «θροείται», ενώ όποιος ζει αυτήν την αλήθεια μέσα στο σώμα της εκκλησίας αισθάνεται χαρά για τον ερχόμενο Κύριο˙ και καθώς αναμένει, δραστηριοποιείται άγρυπνα για το κήρυγμα του ευαγγελίου «εις πάντα τα έθνη» (στίχ. 10).
Τα θέματα που θίγονται στο κεφ. 13 είναι: α) Πρόρρηση της καταστροφής της Ιερουσαλήμ (στίχ. 1—2 και 4 —20)˙ β) Κίνδυνοι των εσχάτων ημερών από πλάνους και αντίχριστους (στίχ. 36 και 2123)˙ γ) Ερχομός του Κυρίου (στίχ. 7—8 κσί 24—27)˙ δ) Διωγμοί και θλίψεις των μαθητών (στίχ. 9—13)˙ ε) Σημεία που προαναγγέλλουν το τέλος (στίχ. 28—31)˙ στ) Εγρήγορση εν όψει του τέλους (στίχ. 32—36). Από τη διαπίστωση ότι τα περισσότερα θέματα θίγονται σε δύο παράλληλες ενότητες είναι δυνατό να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι συνενώνονται βασικά δύο ομάδες λόγων του Ιησού; Ανεξάρτητα από την απάντηση στο ερώτημα αυτό, η παρούσα μορφή του Εσχατολογικού λόγου του Ιησού παρουσιάζει, όπως ήδη σημειώσαμε, στενή αλληλουχία μεταξύ παρόντος και μέλλοντος, μεταξύ καταστροφής της Ιερουσαλήμ και τέλους του κόσμου.
Την αφορμή για τον Εσχατολογικό λόγο προσφέρει ο θαυμασμός ενός από τους μαθητές του Ιησού για τους τεράστιους λίθους και τα λαμπρά οικοδομήματα του Ναού (στίχ. 1), από τον οποίο εξέρχεται πλέον ο Ιησούς, αφού δίδαξε μέσα σ' αυτόν και προέβη σε πράξεις μεσσιανικής εξουσίας. Ενώ οι μαθητές εντυπωσιάζονται από τη λαμπρότητα του παρόντος, ο Ιησούς πίσω από τους μεγαλοπρεπείς λίθους βλέπει και προλέγει το οδυνηρό επικείμενο μέλλον, κατά το οποίο ο Ναός θα καταστραφεί μέχρι σημείου που να μη μείνει όρθιος ούτε ένας λίθος (στίχ. 2). Δεν πρόκειται βέβαια για vaticinium ex eventu, για προφητεία δηλ. που εκ των υστέρων αποδόθηκε στον Ιησού, γιατί, όπως σωστά παρατηρεί ο Schweizer, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε στα λόγια του Ιησού να υπάρχει περιγραφή της καταστροφής του Ναού με εμπρησμό, πράγμα που συνέβη το 70 μ.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, σύμφωνα με την περιγραφή του ιστορικού Ιωσήπου (34).
Η μεγαλοπρέπεια του Ναού υπήρξε τέτοια, ώστε να λέγεται σε κάποιο ραββινικό κείμενο: «Όποιος δεν είδε την Ιερουσαλήμ στο μεγαλείο της, δεν είδε ποτέ στη ζωή του μια αξιέραστη πόλη˙ κι όποιος δεν είδε ποτέ το Ναό με όλες τις οικοδομές του, δεν είδε ποτέ στη ζωή του ένα λαμπρό οικοδόμημα» (35) . Ας ληφθεί υπόψη ότι ο Ναός με όλες τις σχετικές οικοδομές του κατείχε το 1/6 της Ιερουσαλήμ.
Τα κατά του Ναού λόγια του Ιησού βρίσκονται στη συνέχεια των απειλητικών κηρυγμάτων των προφητών της Π.Δ. (βλ. Μιχ 3,12. Ιερ 7,14. 26, 6∙18), τα υπερβαίνουν όμως με την εξαγγελία ενός ναού «αχειροποιήτου» και μιας νέας λατρείας στη θέση της παλαιάς. Αναφορά σε τέτοια λόγια του Ιησού γίνεται στη διήγηση του πάθους με το λόγιο των στίχ. 14, 58. 15, 29, που μπορεί να ανάγεται, τουλάχιστο ως προς το πρώτο μέρος του, σ’ αυτό του ερμηνευόμενου στίχ. 2.
Καθώς ο Ιησούς κάθεται στο όρος των Ελαιών, απέναντι από το Ναό, ερωτάται από τους τέσσερες πρωτόκλητους μαθητές του Πέτρο, Ιάκωβο, Ιωάννη και Ανδρέα για το χρόνο («πότε») που θα συμβούν τα διαλαμβανόμενα στο στίχ. 2 και για το «σημείο» που θα προηγηθεί και θα τα αναγγέλλει (στίχ. 34). Έτσι οι πρώτοι κληθέντες στο αποστολικό αξίωμα μαθητές γίνονται οι αποδέκτες της τελευταίας αποκάλυψης του Ιησού (Grundmann). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιησούς δεν απαντά στο «πότε» των μαθητών, οι οποίοι με το ερώτημα αυτό θυμίζουν τους ιουδαίους αποκαλυπτικούς συγγραφείς που προσπαθούν να υπολογίσουν και να προσδιορίσουν το χρόνο των εσχάτων, αλλά με όσα λέγει στους στίχ. 5 ε. μεταφέρει τη σκέψη των μαθητών από την καταστροφή του Ναού στα «σημεία» που θα προηγηθούν του τέλους του κόσμου, αρχίζοντας με το αίτημα της εγρήγορσης («βλέπετε»), το οποίο θα επαναληφθεί και στους στίχ. 23,33,36.

Τέτοια σημεία είναι: Η εμφάνιση ψευδομεσσιών, οι οποίοι θα πλανήσουν τους ανθρώπους (36), οι πόλεμοι και οι φήμες για πολέμους, οι εξεγέρσεις εθνών εναντίον άλλων εθνών, οι σεισμοί και η πείνα. Κι όλα αυτά είναι «αρχή ωδίνων». Πρέπει οπωσδήποτε («δει») να συμβούν, «αλλ' ούπω) το τέλος» (στίχ. 5—8). Οι «ωδίνες» (ή «ωδίνες του Μεσσία») είναι τεχνικός όρος που στον ιουδαϊσμό δηλώνει τα δεινά πριν από τη μεσσιανική εποχή, δεινά και πόνοι που οδηγούν στον τοκετό, στον ερχομό του Μεσσία (37). Εδώ με τον όρο αυτό δηλώνονται οι θλίψεις των εσχάτων για τις οποίες γίνεται λόγος και στη συνέχεια του κεφ. 13 αλλά και σε άλλα χωρία της Κ.Δ.(38). Ορθώς ερμηνευόμενα τα λόγια του Ιησού, που θυμίζουν και πάλι το προφητικό κήρυγμα της Π.Δ.(39), προϋποθέτουν όχι αμέσως επικείμενο τέλος της ιστορίας αλλά προοπτική ιστορικής διάρκειας και δραστηριότητας της εκκλησίας προ του τέλους, το οποίον όμως βιώνει έντονα η εκκλησία ως ένα διαρκές παρόν.
Στους στίχ. 9-10 προλέγει ο Ιησούς τις θλίψεις των μαθητών του που θα οδηγηθούν, κατά το παράδειγμα του ιδίου (βλ. 8, 34), σε δικαστήρια, σε ηγεμόνες και βασιλείς για να δώσουν τη μαρτυρία για την πίστη τους. Οι στίχ. 11 — 13 παρουσιάζουν, κατά το γνωστό σύστημα του παραλληλισμού των μελών που συνηθίζει ο Ιησούς στη διδασκαλία του (40) , το ίδιο θέμα αλλά με προσθήκη νέων στοιχείων, όπως είναι ο φωτισμός τους από το άγιο Πνεύμα για το τι πρέπει να πουν και το μίσος του κόσμου προς αυτούς εξαιτίας του ονόματος του Χριστού (πρβλ. Ιω 15, 18˙ 19. 17,14). «Τριπλούς ουν έσται ο πόλεμος, σημειώνει ο Βίκτωρ Αντιοχέας, ο από των οικείων, ο από των πλάνων, ο από των πολεμίων. Αλλά μείζων η παράκλησις».

Και οι δύο ενότητες στίχων τελειώνουν με το ιεραποστολικό καθήκον των μαθητών και φυσικά της εκκλησίας παρά τα εμπόδια και τις θλίψεις: Η πρώτη ενότητα κατακλείεται με το «εις πάντα τα έθνη πρώτον δει κηρυχθήναι το ευαγγέλιον» (για το «δει» πρβλ. στίχ. 7 «δει γενέσθαι») και η δεύτερη με το «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». Άλλωστε το ιεραποστολικό καθήκον της εκκλησίας παρουσιάζεται ως βασική εντολή του Αναστάντος Χριστού στο τέλος του ευαγγελίου (16, 15˙ και Μθ 28, 19). Οι δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες δεν σημαίνουν για την εκκλησία υποχώρηση προ του καθήκοντος αλλ’ εντατική δραστηριότητα για την προώθηση του χριστιανικού μηνύματος.

Η άποψη ορισμένων συγχρόνων προτεσταντών ερμηνευτών ότι ο Ιησούς ανέμενε ως επικείμενο το τέλος της Ιστορίας (βλ. σχόλια 9,1) είναι μονόπλευρη και παραθεωρεί σημαντικά χωρία της Κ. Δ. Βρίσκεται μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τα ερμηνευόμενα εδώ λόγια. Για να απαλλαγούν από το αδιέξοδο οι ερμηνευτές αυτοί αποδίδουν τα λόγια των στίχ. 13,7˙ 10∙13 στον ευαγγελιστή (τα θεωρούν δηλ. μεταγενέστερη προσθήκη της εκκλησίας) και όχι στον Ιησού. Είναι βέβαια αναμφισβήτητα γεγονός ότι ο Ιησούς κάνει λόγο συχνά για επικείμενη κρίση με στόχο την προτροπή σε συνεχή εγρήγορση (βλ. άλλωστε τους στίχ. 29, 33, 36 του κεφ.), παράλληλα όμως εντέλλεται και πριν και μετά από την Ανάσταση το κήρυγμα του ευαγγελίου «εις πάντα τα έθνη» («πάση τη κτίσει»), πράγμα για το οποίο απαιτούνται ευρέα χρονικά πλαίσια. Βλ. τις παραβολές του κεφ. 4. όπου οι εικόνες της σποράς, βλάστησης, αύξησης και καρποφορίας προϋποθέτουν ζωή, πρόοδο, πορεία˙ δεν εκφράζουν στατική σχέση μεταξύ παρούσας σποράς και μελλοντικής καρποφορίας αλλά δυναμική πορεία ζωής μέσα στην ιστορία.
Η πρόρρηση της καταστροφής του Ναού (στίχ. 1-2) συνεχίζεται στους στίχ. 14-20 με την πρόρρηση της μεγάλης δοκιμασίας που συνδέεται με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Η φράση «βδέλυγμα της ερημώσεως» (στιχ. 14) με την οποία εισάγεται η δραματική περιγραφή προέρχεται από το βιβλίο του Δανιήλ (9, 27. 11, 31. 12,11), όπου αναφέρεται στη βεβήλωση του Ναού που έκανε το 168 π.Χ. ο Αντίοχος Δ’ ο Επιφανής με το να τοποθετήσει μέσα σ’ αυτόν άγαλμα του Δία και να θυσιάσει χοίρο (βλ. και Α’ Μακ 1, 54 έ.). Με βεβήλωση Ναού θα αρχίσει και η προαγγελόμενη καταστροφή.

Στο ερώτημα, τι εννοεί ο Ιησούς με την αινιγματική για μας φράση, δόθηκαν διάφορες απαντήσεις από τους ερμηνευτές. Προκαταβολικά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιησούς θεωρεί το γεγονός επικείμενο, γι αυτό και συνιστά την άμεση φυγή από την πόλη, και ότι για τον ευαγγελιστή που παραδίδει τους λόγους του Ιησού το γεγονός είναι ήδη γνωστό. Το τελευταίο αυτό ενισχύεται από την άποψη ότι το «ο αναγινώσκων νοείτω» αποτελεί σημείωση του ευαγγελιστή, ο οποίος συνηθίζει τέτοιες παρενθετικές ή επεξηγηματικές προτάσεις στο ευαγγέλιό του (βλ. 2, 10˙ 28. 3, 30. 7,3-4˙ 11β˙ 19β. 16, 4β κ.ά.).
Ως προς το γεγονός που υπαινίσσεται ο Ιησούς δεν επικρατεί ομόφωνη άποψη μεταξύ των ερμηνευτών. Ήδη ο Θεοδώρητος Κύρου με τη σημείωσή του ότι «το ρητόν τούτο πολλαχώς εννοείται παρά τοις θείοις πατράσιν» μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι υπήρχε ποικιλία απόψεων˙ ο ίδιος αφού πρώτα αναφέρεται στη βεβήλωση του Ναού από τον Αντίοχο και κατόπιν από τον Πιλάτο ερμηνεύει το λόγιο του Ιησού ως αναφερόμενο στον Αντίχριστο, στηριζόμενος και στα περί «ανθρώπου της ανομίας» του Β' Θεσ 2,3 έ. Ο Βίκτωρ πρεσβύτερος Αντιοχείας αναφέρει απόψεις άλλων, ίσως αρχαιοτέρων του, από τους οποίους οι μεν εννοούν με το βδέλυγμα τους στρατιώτες που μπήκαν στο Ναό (τους ρωμαίους μάλλον) και οι δε «τον αδριάντα του τότε την πόλιν ελόντος» (προφανώς του Τίτου)˙ ο ίδιος δέχεται το δεύτερο («ο και μάλιστα μοι δοκεί λόγον έχειν»). Την άποψη ότι με το «βδέλυγμα της ερημώσεως» νοείται όχι ο αδριάντας του αλλά ο ίδιος ο ρωμαίος στρατηγός Τίτος (άλλωστε το «εστηκότα» είναι αρσενικό — constuctio ad sensum)(41) δέχονται αρχαιότεροι και νεώτεροι ερμηνευτές (42) .

Από τους δεύτερους ο Haenchen ομιλεί για τις ρωμαϊκές δυνάμεις γενικώς που επιβάλλουν με τη βία τη λατρεία του αυτοκράτορα. Την άποψη περί ρωμαϊκών στρατευμάτων απηχεί και η παράλληλη διήγηση του Λουκά (21,20 «όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την Ιερουσαλήμ, τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτής»).
Την πρόρρηση του Ιησού βλέπουν άλλοι ερμηνευτές να πραγματοποιείται με την εγκατάσταση των ιουδαίων Ζηλωτών μέσα στο Ναό κατά την εξέγερση τους εναντίον των Ρωμαίων (43). Οι ερμηνευτές αυτοί επικαλούνται τη μαρτυρία του Iώσηπου, ο οποίος περιγράφει τη βεβήλωση του Ναού από τους Ζηλωτές (44). Πολλοί, επικαλούμενοι το αρσενικό γένος του «εστηκότα», εννοούν τον Αντίχριστο για τον οποίο ομιλεί και ο Απ. Παύλος στη Β' Θεσ 2,3 έ. (45). Βέβαια μερικοί εκ των ερμηνευτών της ομάδας αυτής πιστεύουν ότι οι λόγοι των στίχ. 14-20 αναφέρονται όχι στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ αλλά στη δοκιμασία των εσχάτων ημερών.

Αλλά και όσοι αναφέρονται σε κάποιο ιστορικό πρόσωπο ή γεγονός δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι γίνεται παράλληλα και κάποιος υπαινιγμός στην πρόθεση του Καλιγούλα το 40 μ.Χ. να εγκαταστήσει το άγαλμά του μέσα στο Ναό του Σολομώντα, πράγμα που τελικά ματαίωσε ο θάνατός του το 41 μ.Χ. Άλλοι, τέλος, από τους αρχαίους ιδίως ερμηνευτές, αναγνωρίζοντας την ερμηνευτική δυσχέρεια, καταφεύγουν στην αλληγορική ερμηνεία˙ γράφει π.χ. ο Θεοφύλακτος: «Βδέλυγμα της ερημώσεως εστιν παν νόημα σατανικόν, εστώς εν τόπω αγίω τω ημετέρω νοΐ. Τότε... ο εξομολογησάμενος ανατρεχέτω εις τα όρη των αρετών» (46).
Η παρενθετική πρόταση «ο αναγινώσκων νοείτω» δηλώνει ότι για τον αναγνώστη της εποχής του ευαγγελίου η έννοια της έκφρασης «το βδέλυγμα της ερημώσεως» ήταν σαφέστερη απ' ό,τι για το σημερινό αναγνώστη. Πάντως όποιο πρόσωπο κι αν εννοείται στο στίχο αυτό, που σχετίζεται βέβαια με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, το πρόσωπο αυτό είναι προάγγελος του Αντιχρίστου και ενσάρκωση της δύναμης του κακού που αρχίζει το καταστροφικό της έργο από το Ναό του Θεού.

Η ζωηρότητα των εκφράσεων και η αμεσότητα των προτροπών (φυγή εσπευσμένη στα όρη, ευχή να μη συμβεί αυτό κατά το χειμώνα κλπ.) καθιστούν σαφές ότι πρόκειται για την επικείμενη καταστροφή της άγιας πόλης˙ για το ότι η προλεγόμενη εδώ καταστροφή δεν έχει στοιχεία υπερβολής πείθεται κανείς διαβάζοντας την περιγραφή της πολιορκίας και καταστροφής της Ιερουσαλήμ που δίνει ο Ιώσηπος (47). Θα είναι τόσο τρομακτική η καταστροφή, ώστε να προσφέρεται ως εικόνα και προανάκρουσμα της συντέλειας του κόσμου.

Οι δύο πραγματικότητες συμπλέκονται στα λόγια του Ιησού και στον κάλαμο του Μάρκου, ώστε από τη μια να πηγαίνει η σκέψη του αναγνώστη στην άλλη. Γι' αυτό, νομίζουμε πως όποιο πρόσωπο κι αν είναι αυτό που αποτελεί το βδέλυγμα στα μάτια Θεού και ανθρώπων, το πρόσωπο αυτό προανακρούστηκε με τον Αντίοχο τον Επιφανή και προανακρούει με τη σειρά του αυτόν ο οποίος είναι «ο άνθρωπος της ανομίας, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι εστίν Θεός» (Β’ Θεσ 2, 3—4).
Η προτροπή του Ιησού «οι εν τη Ιουδαία φευγέτωσαν εις τα όρη» ακολουθήθηκε από τους χριστιανούς της μητέρας των εκκλησιών που, όπως διηγείται ο Ευσέβιος (48), εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ κατά την έναρξη του Ιουδαϊκού πολέμου και κατέφυγαν στην Πέλλα της Δεκάπολης.
Η κρισιμότητα των ημερών της φυγής δηλώνεται και με τις προτροπές των στίχ. 15 έ.: Αυτός που βρίσκεται στο «δώμα» (49) να σπεύσει να φύγει χωρίς να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει κάτι μαζί του˙ όποιος εργάζεται στο χωράφι να μη γυρίσει πίσω στο σπίτι του για να πάρει το πανωφόρι του˙ ιδιαίτερα οδυνηρή θα είναι η φυγή για τις έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες˙ γι' αυτό και η προσευχή όλων προς το Θεό πρέπει να συνίστασται στο να μη λάβει χώρα το γεγονός κατά το χειμώνα˙ τέτοια «θλίψις» δεν συνέβη από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, ούτε θα συμβεί στο μέλλον. Η φροντίδα του Θεού όμως για τους «εκλεκτούς» θα έχει ως συνέπεια τη συντόμευση του χρόνου της δοκιμασίας. Οι λόγοι του Ιησού για την κρισιμότητα της κατάστασης θυμίζουν ανάλογες φράσεις των προφητών της Π.Δ. (50). Όσο κι αν παρέχουν την εντύπωση «σημιτικής υπερβολής» (Lane), καθόλου δεν αφίστανται της πραγματικότητας που περιγράφει ο Ιώσηπος σχετικά με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.
Στους στίχ. 21—23 επανέρχεται ο Ιησούς στο θέμα της πλάνης των ανθρώπων από ψευδοχρίστους και ψευδοπροφήτες (βλ. ήδη στίχ. 3—6), αλλά τώρα το θέμα τοποθετείται στη συνάφεια της σύγχυσης που επικρατεί σε δυσχερείς ιστορικές καταστάσεις όπως αυτή του στίχ. 14 έ. Το βάρος της προτροπής βρίσκεται στη φροντίδα του Θεού για τους «εκλεκτούς», οι οποίοι δεν πρέπει να αιφνιδιαστούν, εφόσον ο Ιησούς «προείρηκε πάντα».
Ότι η ερήμωση της Ιερουσαλήμ αποτελεί εικόνα και προανάκρουσμα της τελικής κρίσης τονίσθηκε ήδη προηγουμένως˙ εδώ φαίνεται σαφέστερα και με όσα ακολουθούν στους στίχ. 24—27 για την έλευση του Υιού του ανθρώπου, η οποία περιγράφεται με γνωστές από την Π.Δ. προφητικές παραστάσεις (51). Τρία είναι τα βασικά σημεία της περιγραφής: Η μεταβολή του τωρινού σχήματος του κόσμου (πρβλ και στίχ. 31), η ένδοξη και δυναμική παρουσία του Υιού του ανθρώπου και η επισύναξη των «εκλεκτών» από τα πέρατα της γης. Το τρίτο στοιχείο πρέπει να συμπληρωθεί με όσα λέγονται σε άλλα κείμενα της Κ.Δ. για τη γενική ανάσταση και κρίση (π.χ. Μθ 25, 31-46. Α’ Κορ 15. Α' Θεσ 4. 13-18 κ.ά.)˙ εδώ, καθώς και στο κεφ. 13 γενικότερα, κυριαρχεί το θέμα της φροντίδα του Θεού για τους «εκλεκτούς».
Στο «πότε ταύτα έσται» και «τί το σημείον» που ρωτούν οι μαθητές στο στίχ. 4 απαντά ο Ιησούς κοντά στα άλλα και με την παραβολή της συκιάς (στίχ. 28-31)(52): Όπως από τα κλαδιά της, που κατά την άνοιξη γίνονται απαλά και αρχίζουν να εκφύουν φύλλα, καταλαβαίνει κανείς ότι πλησιάζει το καλοκαίρι, έτσι έχει την αίσθηση του εγγίζοντος τέλους όταν βλέπει να πραγματοποιούνται αυτά που αναγγέλλονται στον εσχατολογικό λόγο του κεφ. 13. Η διαβεβαίωση του στίχ. 30 ότι θα υπάρχει ακόμη αυτή η γενεά «μέχρις ου ταύτα πάντα γένηται» εγείρει το ερώτημα, εάν το «ταύτα πάντα» αναφέρεται στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ ή στα σημεία που προανακρούουν το τέλος.

Ο Θεοφύλακτος παραμερίζει τη δυσκολία, δεχόμενος ότι με το «η γενεά αύτη» νοείται το γένος των χριστιανών, το οποίο δεν πρόκειται να εκλείψει από την ιστορία μέχρι το τέλος του κόσμου. Σωστότερη είναι η ερμηνεία κατά την οποία, όπως ήδη σημειώσαμε, η εικόνα της καταστροφής ,της Ιερουσαλήμ και της τελικής κρίσης συνάπτονται σε μια ενότητα, ώστε να μεταβαίνει κανείς αμέσως από τη μια στην άλλη. Η επικείμενη ιστορική καταστροφή προανακρούει τα έσχατα, τα οποία βιώνει η εκκλησία ως παρούσα πραγματικότητα που η ολοκλήρωσή της είναι πάντα «επί θύρας». Η αυθεντία και το αναλλοίωτο των λόγων του Ιησού τονίζονται στο στίχ. 31 (πρβλ. Μθ 5, 18).
Ο Εσχατολογικός λόγος τελειώνει με τη διδασκαλία περί του αγνώστου της «ημέρας εκείνης ή της ώρας» (53) του αγνώστου χρόνου δηλ. της τελικής κρίσης (στίχ. 3 — 36). Έτσι στο «πότε» των μαθητών δίδεται οριστικά η απάντηση ότι «ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ» (στίχ. 32)(54). Το «ουδέ ο υιός», κατά την επικρατούσα στους πατέρες της εκκλησίας ερμηνεία, αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Χριστού. Γράφει π.χ. ο Κύριλλος Αλεξανδρειάς: «Ουκ άρα του Θεού Λόγου η άγνοια, αλλά της του δούλου μορφής, της τοσαύτα κατ’ εκείνο καιρού γινωσκούσης όσα η ενοικούσα θεότης απεκάλυψε». Και ο Μ. Βασίλειος: «Έστιν ουν ο νους ο παρά Μάρκω τοιούτος˙ Περί δε της ημέρας εκείνης ή ώρας ουδείς οίδεν, ούτε οι άγγελοι του Θεού, αλλ’ ουδ' αν ο Υιός έγνω, ει μη ο Πατήρ˙ εκ γάρ του Πατρός αυτώ υπήρχε δεδομένη η γνώσις». Ο Θεοφύλακτος, τέλος, σημειώνει ότι ο Ιησούς λέγει τη φράση αυτή για λόγους παιδαγωγικούς, για να αποφύγει δηλ. περισσότερες ερωτήσεις των μαθητών για την ημέρα εκείνη.
Οι νεώτεροι υπομνηματιστές, αποφεύγοντας Χριστολογικές διατυπώσεις, δέχονται ότι το βάρος της φράσης του Ιησού βρίσκεται στον τονισμό της ανάγκης για εγρήγορση της εκκλησίας εν όψει της ώρας της κρίσης, την οποία έκτος από τον Πατέρα «ουδείς οίδεν» (πρβλ. και στίχ. 33: «ουκ οίδατε γάρ πότε ο καιρός εστίν» και στίχ. 35: «ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται»˙ βλ. και Πρ 1, 8). Άλλωστε στη συνέχεια του Εσχατολογικού λόγου προβάλλεται για άλλη μια φορά και μάλιστα με επαναλαμβανόμενες όμοιες εκφράσεις το αίτημα της εγρήγορσης με την παραβολή του θυρωρού (στίχ. 33-36), η οποία εισάγεται με το «βλέπετε αγρυπνείτε» που αποτελεί το Leitmotiv του κεφ. 13.

Ο άνθρωπος της παραβολής πριν από την αποδημία του, αναθέτει διάφορες εξουσίες στους δούλους, «εκάστω το έργον αυτού», και στο θυρωρό εντέλλεται να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, γιατί δεν είναι γνωστό πότε θα επιστρέψει: «ή οψέ ή μεσονύκτιον ή αλεκτοροφωνίας ή πρωί». Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αξιοπρόσεκτη η εξατομικευμένη και υπαρξιακή ερμηνεία του Θεοφυλάκτου, κατά την οποία «οψέ μεν εφίσταται το τέλος, όταν τις γηράσας αποθάνη. Μεσονύκτιον δε, όταν τις μέσης ηλικίας ειη. Αλεκτοροφωνίας δε, όταν ο λόγος εν ημίν συμπληρωθή. Πρωία δε η παντελώς παιδική ηλικία. Δει ουν πάντας προνοείσθαι του τέλους». Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι το αίτημα της εγρήγορσης απευθύνεται όχι μόνο στους μαθητές αλλά μέσω αυτών σε όλα τα μέλη της εκκλησίας: «ο δε υμίν λέγω, πάσιν λέγω, γρηγορείτε» (στίχ. 37).
**
Τα κεντρικά θεολογικά νοήματα του Εσχατολογικού λόγου μπορούν να συνοψισθούν ακολούθως:
α) Παρά τα δεινά, τους πολέμους και τις καταστροφές που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ιστορία, «κύριος της οικίας» είναι ο Θεός, ο οποίος την κατευθύνει «εις τέλος».
β) Έργο των πιστών δεν είναι ο χρονικός υπολογισμός του τέλους («πότε») αλλ' η συνεχής εγρήγορση εν όψει του τέλους, πράγμα που τονίζουν οι ύμνοι της εκκλησίας μας και ιδιαίτερα οι της Μ. Τεσσαρακοστής.
γ) Παρόν και μέλλον, δηλ. Εκκλησιολογία και Εσχατολογία, είναι τόσο συνυφασμένα στα λόγια του Ιησού που παραδίδει ο Μάρκος στο κεφ. 13, ώστε κάθε στιγμή της ιστορικής ζωής της εκκλησίας να είναι μεν κατάλληλη ευκαιρία ιεραποστολικής δραστηριότητας «εις πάντα τα έθνη», συγχρόνως όμως και «καιρός», κατά τον οποίο είναι δυνατή και πιθανή η αιφνίδια έλευση του Υιού του ανθρώπου για την κρίση του κόσμου.

Υποσημειώσεις

(33). Από την πλούσια σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία βλ. G. R. Beaslay-Murray, Jesus and the Future. An Examination of the Criticism of the Eschatological Discourse, Mark 13 with special reference to the Little Apocalypse Theory, 1954∙ του ίδιου, A Commentary on Mark Thirteen. 1957, G. Conzelmann, «Geschichte und Eschaton nach Mc 13», ZNW 50(1959), 210-221 (= Theologie aIs Schriftauslegung, 1974, 62-73). Ch. Perrot, «Essais sur le discours eschatologique», RSR 47(1959), 481-514. L. Hartma,. Prophecy Interpreted. The Formulation of some jewish Apocalyptic Texts and the Eschatological Discourse Mark 13 Par, 1966. R. Pesch, Naherwartungen. Tradition und Redaktion in Mark 13, 1968. L. Gaston, No Stone on Another. Studies in the Significance of the Fall of Jerusalem in the Synoptic Gospels, 1970. F. Rousseau, «La structure de Marc 13», Biblica 56(1975), 157-172.
(34). Ιουδ. Πόλεμος 6, 250 ε.. Ιδιαίτερα βλ. 6, 271: «Καιομένου δε του ναού των μεν προσπιπτόντων ην αρπαγή, φόνος δε των καταλαμβανομένων μυρίος και ούτε ηλικίας ην έλεος ούτ’ εντροπή σεμνότητος, αλλά και παιδία και γέροντες και βέβηλοι και ιερείς ομοίως ανηρούντο…»˙ και 7, 3: « Τον δ’ άλλον άπαντα της πόλεως περίβολον ούτως εξωμάλισαν οι κατασκάπτοντες, ως μηδεπώποτ’ οικησθήναι πίστιν αν έτι παρασχείν τοις προσελθούσι».
(35). TB Sukka 41b. Baba Bathra 4a, παράθεση στου Lane. Πρβλ. και περιγραφή του Ναού από τον Ιώσηπο, Ιουδ. Αρχαιολογία 15, 11, 3.
(36). Ψευδομεσσίες εμφανίσθηκαν και στον ιουδαϊκό κόσμο (βλ. Πρ. 5, 36 ε. 21, 38. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχαιολογία 18, 1, 1. 3, 5) αλλ’ η σκέψη του Ιησού στρέφεται μάλλον στους αντίχριστους του χριστιανικού κόσμου (βλ. π.χ. Πρ 20, 29 ε. Α’ Ιω 2, 18) ή ακόμη και στον αντίχριστο (βλ. Β’ Θεσ 2, 3), για τον οποίον βλ. λ. «Αντίσχριστος», ΛΒΘ, 100-102.
(37). Billerbeck I, 905. 4, 977.
(38). Κολ. 1, 24. Μθ 24, 21∙ 29. Πρ 14, 22. Πρβλ. και Ησ 13, 8. 26, 17. Μιχ 4, 9ε. Ως 13, 13 κ.ά. π.
(39). Τα περί Ψευδομεσσιών φέρουν στη νου μας την περιγραφή των ψευδοπροφητών (βλ. Ιερ. 23. 13∙ 32. 29, 8έ.)˙ τα περί πολέμων και φημών για πολέμους μας θυμίζουν τα χωρία Ησ 13. 6 έ. 17, 14. Ιερ 4. 19 έ. 6, 29 έ. Ιωηλ 2, I έ. Ναούμ 2, 11 κ.α.
(40). Βλ. σχετικώς C. F. Burney, The Poetry of Our Lord, 1925, 16, 20 έ. M. Black, An Aramaic Approach to the Gospels and Acts, 105, 117.
(41). Blass-Debrunner, § 143, 3.
(42). Ζιγαβηνός, Pesch, Haenchen κ.ά.
(43). Τρεμπέλας. Lane, κ.α.
(44). Ιουδ. Πόλεμος 4, 162 έ. 388.
(45) Θεοδώρητος, Lohmeyer, Branscomb, Schniewind, Schmid, και W. Bauer στο λ. «βδέλυγμα».
(46). Βλ. και Θαλασσίου μοναχού: «Σαφώς αποδέδεικται, ότι τόπος άγιος και ναός υπάρχει ο νους του ανθρώπου, εν ω οι δαίμονες δια των εμπαθών λογισμών την ψυχήν ερημώσαντες, το είδωλον της αμαρτίας έστησαν» (Cramer, 1, 197).
(47). Ιουδ. Πόλεμος, βιβλ. 5.
(48). Εκκλ. Ιστορία Γ’ 5, 3. ΒΕΠ 19, 253˙ βλ. και Επιφανίου, Κατά αιρέσεων 29, 7. PG 41, 401.
(49). «Δώμα» είναι ο άνω όροφος του παλαιστινού σπιτιού, ένα είδος ταράτσας ή σοφίτας στην οποίαν ανέβαινε κανείς με εξωτερική σκάλα˙ ο χώρος αυτός προσφερόταν για ανάπαυση ή για προσευχή (βλ. Πρ 10, 9).
(50). Βλ. π.χ. Ιερ 30, 7. Ιωήλ 2, 2. Βαρ 2, 2 κ.ά.
(51) Βλ. Ιδιαιτέρως Δαν 7, 13 Ησ 13, 10. 34, 4. Ιεζ 32, 7∙8. Αμ 8, 9. Ιωήλ 2, 30. Ζαχ 2, 10. Δευτ 30, 4. Από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία βλ. Δ 'Έσδρας 9, 3. 13, 30. Συρ. Αποκάλυψις Βαρούχ 27. 2-13. 48, 32. 70. 8-9 κ.ά.
(52) Περισσότερα για την παραβολή βλ. στο άρθρο του J. Dupont, «La parabole du figuier qui bourgeonne», RB 75(1968), 526-48.
(53). Με την «ημέρα», ή «ημέρα του Κυρίου», νοείται τόσο στην Π.Δ. ( Αμ 8, 3. 9, 11. Μιχ. 4, 6. 5, 9. 7, 11. Ιωήλ 3, 18. Ζαχ 9, 16) όσο και στην Κ.Δ. (Φιλ 1, 6˙ 10. Α’ Κορ 1, 8. 5, 15. Α' Θεσ 5, 2. Β Θεσ 2, 2 κ.ά.) η ήμερα της τελικής κρίσης. Βλ. Δ. Καϊμάκη, «Η ημέρα Κυρίου στους προφήτες της Π.Δ.», ΕΕΘΣΘ (1986).
(54). Για το πρόβλημα κριτικής του κειμένου που υπάρχει στο παράλληλο χωρίο Μθ 24, 36, στο οποίο πολλά χειρόγραφα παραλείπουν το «ουδέ ο υιός». βλ. Μ. Σιώτη, «Το απόρρητον της ημέρας και της ώρας της Δευτέρας Παρουσίας», Θεολογία 58(1987), 7-35.

 

Ο άγιος Φιλάρετος Μόσχας σε ομιλία του στην Κυριακή της Πεντηκοστής λέει: «Μετά την πτώση του ανθρώπου, και, μη όντας ο άνθρωπος σε θέση να αντέξει το άκτιστο φως, "εκρύβη από προσώπου Κυρίου του Θεού" και ο Θεός αποτραβήχτηκε από τον άνθρωπο, από φόβο μήπως εκμηδενίσει τον παραβάτη με την αγία παρουσία του.
Τότε ήταν που Εκείνος όντας Ένας σε Τρία Πρόσωπα, από ανείπωτο έλεος προς το αποξενωμένο άνθρωπο τον πλησίασε με διαδοχικές αποκαλύψεις, ώστε "η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος", να μπορέσει να αυξηθεί και για ακόμη μία φορά να ανυψώσει τον πεπτωκότα άνθρωπο...

Πρέπει να δούμε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο σαν ένα θαύμα που δόξασε την Αποστολική Εκκλησία, αλλά σαν ένα γεγονός που συνδέεται ουσιαστικά με την σωτηρία μας» (1).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ομιλία του στην εορτή της Πεντηκοστής ερμηνεύοντας το γιατί το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με σχήμα γλωσσών και, μάλιστα, πυρίνων, σημειώνει ότι «Για να επιδείξει την συμφυΐα του (την ίδια φύση) με τον Θεόν Λόγον, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος· διότι τίποτε δεν είναι συγγενέστερο από την γλώσσα προς τον λόγο.
Συγχρόνως δε και για την χάρι της διδασκαλίας· διότι ο κατά Χριστόν διδάσκαλος χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα. Γιατί δε με πύρινες γλώσσες; Όχι μόνο για το ομοούσιο του Πνεύματος προς τον Πατέρα και τον Υιό (διότι πυρ είναι ο Θεός μας, και μάλιστα πυρ που κατατρώει την μοχθηρία), αλλά και για την διπλότητα της ενέργειας του κηρύγματος των Αποστόλων· διότι μπορεί συγχρόνως να ευεργετεί και να τιμωρεί, και, όπως το πυρ έχει την ιδιότητα και να φωτίζει και να φλογίζει, έτσι και ο λόγος της κατά Χριστόν διδασκαλίας, τους μεν υπακούοντας φωτίζει, τους δε απειθούντας παραδίδει τελικώς σε πυρ» (2).

Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει για αυτήν την εορτή «Το Άγιο Πνεύμα δεν είναι σαν το βίαιο άνθρωπο, που μπαίνει απρόσκλητα στο ξένο σπίτι. Μπαίνει μόνο στα σπίτια που έχουν θεληματικά και πρόθυμα την πόρτα τους ανοιχτή, εκεί που το λογαριάζουν ως κάτι το αγαπητό, σαν ένα επισκέπτη που τον περιμένουν από καιρό.
Οι απόστολοι το περίμεναν με έντονη επιθυμία. Και το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε σε αυτούς και τους έκανε κατοικητήριό του. Δεν κατέβηκε κοντά τους με κάποιο απειλητικό θόρυβο, μα με κραυγή χαράς. Αδελφοί μου! Να ξέρετε πόσο χαίρεται το Άγιο Πνεύμα, πόσο ευφραίνεται με απερίγραπτη χαρά, όταν βρίσκει ψυχές αγνές, που έχουν ανοιχτές τις πόρτες της ψυχής τους, που το νοσταλγούν! Σε αυτές φτιάχνει το κατοικητήριό του με μία κραυγή χαράς και τους χαρίζει τις πλούσιες δωρεές του» (3).

Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφοντας για την Θεία Λειτουργία λέει ότι «Το άγιο Πνεύμα είναι η δύναμις που ώπλισε τους Αποστόλους από άνω, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου προς αυτούς, "καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους". Αυτό είναι έργο εκείνης της καθόδου· διότι το Πνεύμα δεν κατέβηκε μία μόνο φορά κι’ έπειτα μας εγκατέλειψε, αλλά είναι και θα είναι μαζί μας για πάντα. Και δεν μας έστειλε μόνο το άγιο Πνεύμα ο Κύριος, αλλά και ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα μένει μαζί μας έως της συντέλειας του αιώνος. Αλλά ο μεν Παράκλητος παρίσταται αοράτως, ο δε Κύριος και βλέπεται και στην αφή προσφέρεται με τα φρικτά μυστήρια» (4).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για το ίδιο θέμα αναφέρει «Ανέβηκε η ανθρώπινη φύση πριν δέκα ημέρες στον θρόνο του Θεού και σήμερα κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα σε αυτήν. Για να μη αμφιβάλλει κανένας και να μη αναρωτιέται τι έκαμε άραγε ο Χριστός, όταν ανέβηκε στον ουρανό. Άραγε συμφιλίωσε τον Πατέρα; Άραγε τον έκαμε να μας συγχωρέσει; Θέλοντας να μας δείξει ότι τον συμφιλίωσε με το ανθρώπινο γένος, μας έστειλε αμέσως τα δώρα για την συμφιλίωση. Στείλαμε εμείς πίστη και πήραμε από τον ουρανό δώρα· στείλαμε υπακοή και πήραμε δικαιοσύνη» (5).

1. "Η Θεολογία της Καρδιάς", Άγιος Φιλάρετος Μόσχας, Έκδ. Ίνδικτος, σ. 147
2. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Ε.Π.Ε., τ. 10, σ. 107
3. "Αναστάσεως ημέρα", αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, επιμέλεια Πέτρου Μπότση, σ. 235
4. Νικολάου Καβάσιλα, Ε.Π.Ε., σ. 145
5. Ι. Χρυσοστόμου τ. 36, Ε.Π.Ε., σ. 305

(πηγή: kirigmata.blogspot.com)

Το βάλσαμον. 
Ανέκαθεν το ανθρώπινον πνεύμα στάθηκε με έκσταση μπροστά στην παγερή σιωπή του τάφου.

Διερεύνησε με αγωνία το μυστήριο του θανάτου και ρώτησε με επιμονή:

«Από που έρχομαι και που πηγαίνω;».
Αλλά στην αγωνιώδη αυτή ερώτηση, του δόθηκαν οι πιο αντίθετες απαντήσεις:
«Από το Μηδέν στο Πουθενά», απάντησε αποκαρδιωτικά η αυτάρεσκη Απιστία.
«Εκ του θανάτου εις την Ζωήν», απέδειξε ο Ιησούς «παρά τη πύλη» της Ναΐν.

Και ο μεν σκεπτικιστής αποσβολωμένος μπροστά στο αίνιγμα του θανάτου, αναφωνεί μελαγχολικά μαζί με τον Ιούλιο Σιμόν:

« Γεννήθηκα με την άγνοια. Έζησα με την αμφιβολία. Πεθαίνω με την αβεβαιότητα. Ω! υπέρτατον Ον, λυπήσου με !».
Ο Χριστιανός όμως αντιμετωπίζει το θάνατο με τις γαλήνιες επιθανάτιες λέξεις του Λακορνταίρ:

«Θεέ μου, Θεέ μου, άνοιξέ μου, άνοιξέ μου ! και τον χαιρετίζει όπως ο περίφημος αστρονόμος Βιγουρδάν στον επικήδειο του μεγάλου μαθηματικού Πουανκαρέ:

«Δεν σου απευθύνω τελευταίον αποχαιρετισμόν — είπε προς τον νεκρό — αλλά καλήν συνάντησιν εις τα πέραν του τάφου, τα οποία το λογικόν βλέπει εν εσόπτρω, τα οποία η καρδία μαντεύει και όπου ο Θεός επαγγέλλεται αθάνατον ειρήνην εις όλους τους εργάτας του αγαθού».
Το «Μη κλαίε» λοιπόν, της Ναΐν, δεν στάθηκε βάλσαμο για την τραυματισμένη καρδιά μιας μονάχα μητέρας. Υπήρξε δύναμις και παραμυθία για μυριάδες ψυχές.

Και πάντα, όταν σέρνουμε βαρύ το βήμα πάνω στον τάφο αγαπημένων νεκρών, όταν ο πόνος σπαθίζη την ψυχή μας και το δάκρυ ρέη καφτό από τα μάτια μας, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να παύση τους λυγμούς, να στειρεύση το δάκρυ, να εμπνεύση την ελπίδα, παρά η μυστική, η αιωνία κι αθάνατη φωνή της Ναΐν: «Μη κλαίε».


Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο536)

Ο σατανικώτερος λόγος.
Ο Σατανάς ερώτησε κάποτε τους δαίμονας

«Ποιός θέλει να πάη στη γη να καταστρέψη ψυχές;»

Προσεφέρθησαν πολλοί, είπαν τα μέσα που θα χρησιμοποιούσαν, αλλά δεν εθεωρήθησαν αποτελεσματικά.

Τέλος ένας είπε:

«Θα πάω εγώ. Θα τους πω πως υπάρχει Θεός και Χριστός Σωτήρ. Θα τους πω πως όλα αυτά είναι αληθινά, αλλά – πρόσθεσε με βλέμμα διαβολικό — θα τους πω πως έχουν ακόμη πολύ καιρό μπροστά τους».

— «Πήγαινε, είπε ο άρχων του σκότους, εσύ θα πετύχης».

Πράγματι, δεν υπάρχει σατανικώτερος λόγος από την αναβολή.

Από το «έχουμε καιρό…».


(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο598)

Η θρησκεία μας είναι η θρησκεία των θρησκειών, η εξ αποκαλύψεως, η πραγματική, η αληθινή θρησκεία.

Οι άλλες θρησκείες είναι ανθρώπινες κούφιες. Δεν γνωρίζουν το μεγαλείο του Τριαδικού Θεού.

Δεν γνωρίζουν ότι ο σκοπός μας, ο προορισμός μας, είναι να γίνομε θεοί κατά χάριν, να ομοιωθούμε με τον Τριαδικό Θεό, να γίνομε ένα με Εκείνον και μεταξύ μας.

Αυτά οι άλλες θρησκείες δεν τα γνωρίζουν.

Ο απώτερος σκοπός της θρησκείας μας είναι το «ίνα ώσιν εν». Εκεί ολοκληρώνεται το έργο του Χριστού.

Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά.

Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους.

Άγιος Πορφύριος

Γράφει ο Επίσκοπος Σουρόζ Anthony Bloom: Πριν λίγα χρόνια μια νέα κοπέλα που έπασχε από ανίατη ασθένεια έγραφε:

«Πόσο ευγνώμων είμαι στο Θεό για την αρρώστια μου. Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του Θεού».

Της απάντησα:

«Να ευχαριστείς το Θεό γι’ αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις να κρατήσει αυτή η κατάσταση. Θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική. Και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι από τη Χάρη και μόνο».
Λίγους μήνες αργότερα μου ξανάγραψε:

«Έχω τόσο εξασθενήσει, που δεν έχω πια τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω στο Θεό. Το μόνο που μου μένει είναι να σιωπώ, να παραδίδω τον εαυτό μου ελπίζοντας ότι ο Θεός θα έρθει προς εμένα».

Και πρόσθεσε αυτό που πρέπει να προσέξουμε από όλη αυτή την ιστορία:

«Προσευχηθείτε στο Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να γεμίσω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία Του».


Κάποιος συγγραφεύς υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι νοιώθουν τη ζωή.

Πολλοί την βλέπουν σαν ένα αναπαυτικό κρεββάτι, επάνω στον οποίον ξαπλώνονται και ζητούν να υπηρετούνται απ’ όλους τους άλλους.

Είναι οι οπαδοί του ηδονισμού και της απολαύσεως. Γρήγορα όμως καταντούν οι άνθρωποι αυτοί δυστυχείς, γιατί το κρεββάτι της ζωής δεν είναι τόσο αναπαυτικό όσο το φαντάζονται.

Γι’ αυτό στριφογυρίζουν με αγωνία και πόνο επάνω σ’ αυτό.

Άλλοι αντιλαμβάνονται τη ζωή σαν ένα μεγάλο καλάθι, που αγωνίζονται να το γεμίσουν οπωσδήποτε. Γνώσεις, χρήμα, χτήματα, φήμη, δόξα είναι το υλικό, με το οποίον προσπαθούν να το πληρώσουν.

Είναι οι οπαδοί του παχυλού υλισμού και της μαμωνολατρείας. Αλλ’ αυτό μένει πάντα άδειο, ενώ εκείνοι τρέχουν έως ότου ο θάνατος θέση τέρμα στην πολύμοχθη εκστρατεία τους.
Υπάρχει όμως και μια μερίδα ανθρώπων, που αντιλαμβάνονται τη ζωή τους σαν ένα λύχνο που καίεται, σαν μια λαμπάδα που λυώνει και φωτίζει το περιβάλλον.

Είναι οι γνήσιοι οπαδοί του Χριστού. Είναι άνθρωποι, που έθεσαν ιδανικό τους όχι να υπηρετηθούν, αλλά να υπηρετήσουν. Είναι οι εργάτες του καλού, ,που θυσιάζονται για να παρηγορήσουν τον πόνο του θλιμμένου, για να περιθάλψουν τον πάσχοντα, για να χύσουν «φώς ιλαρόν» στις τρισκότεινες καρδιές.

Είναι οι λύχνοι, που, τοποθετημένοι «επί την λυχνίαν», λάμπουν «πάσι τοις εν τη οικία».
Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο642)

H Isabelle Filliozat αναφέρει:

«Η αγάπη είναι πιο δυνατή απ' τα χρόνια. Η μητέρα της Ροζ είναι σε οίκο ευγηρίας˙ οι γιατροί διέγνωσαν τη νόσο του Alzheimer. Στα 70 της, τα έχει χαμένα. Η Ροζ πηγαίνει να τη δη κάθε Σάββατο, αλλά η μητέρα της δεν την αναγνωρίζει.

Η εβδομαδιαία επίσκεψι είναι πραγματική αγγαρεία. Πόσο μάλλον που η Ροζ έχει την αίσθησι ότι απ' τη μητέρα της έτρωγε μόνο ξύλο κι άκουγε κριτικές. Έφυγε πολύ νωρίς απ' το σπίτι της για να μην υφίσταται αυτή τη συνεχή υποτίμησι, το σωματικό αλλά κυρίως ψυχικό πόνο, ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτή...

Το επόμενο Σάββατο λέει στη μητέρα της πόσο πολύ υπέφερε στην παιδική της ηλικία, αλλά και στη συνέχεια, στην ενήλικη ζωή της απ’ τις ταπεινώσεις, το ξύλο και την έλλειψι αγάπης. Η μητέρα της φαίνεται να μην ακούη τίποτε, μιλάει για άσχετα πράγματα, επιμένει να μην την αναγνωρίζη.

Αλλά το επόμενο Σάββατο, ένα θαύμα περιμένει τη Ροζ. Η μαμά της την υποδέχεται μ' ανοικτές αγκάλες. Τη φωνάζει με το όνομά της, την τραβάει κοντά της και της λέει κλαίγοντας: "Ευχαριστώ, Ροζ, τα τέσσερα παιδιά μου. Θέλω να σας αγαπήσω τώρα. Σ’ αγαπώ, Ροζ".

Από εκείνη την ημέρα, η μητέρα της Ροζ πάει καλύτερα. Ξαναβρήκε τη μνήμη της και τον έλεγχο των σφικτήρων της, έχει μεγαλύτερη αυτονομία απ' τους άλλους οικοτρόφους. Είναι η μόνη που παρουσίασε μια τόσο ευνοϊκή εξέλιξι.
"Υπάρχει ένα παγκόσμιο φάρμακο... η αγάπη", έλεγε ο Dr. Ροζέ Φίξ σ' ένα ιατρικό συνέδριο»(IF, 257).

(στο αρχιμ. Ιωαννου Κωστώφ, Η ύπαρξη της ψυχής, εκδ. Υπακοή, σελ.266-267)


Έξω από τον Κύριο Ιησού Χριστό, δεν υπάρχει τέλειος άνθρωπος. Έξω από τον Χριστό κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τελειοποιηθεί, ούτε να διακριθεί σε τίποτε καλό, δίκαιο, ένθεο και αιώνιο. Έξω από τον Κύριο, ο άνθρωπος εκπίπτει, ξεπέφτει, παρακμάζει, κατρακυλάει μέχρις εκεί που δεν τελειώνει το κατρακύλημα, στον μη άνθρωπο.
Ναι. Έξω από τον Θεάνθρωπο Χριστό, δεν υπάρχει αληθινός άνθρωπος. Έξω από τον Χριστό όλος ο άνθρωπος γίνεται υπάνθρωπος, κατώτερος άνθρωπος, άνθρωπος δίχως στοιχειώδη ανθρωπιά, γίνεται μισάνθρωπος, μη άνθρωπος.
Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει νέος άνθρωπος μόνο μέσα στην εκκλησία, ζώντας με τον Χριστό. Ο «παλαιός» άνθρωπος είναι άνθρωπος της αμαρτίας και του θανάτου. Ο «παλαιός» άνθρωπος «εμπίπτει σε επιθυμίες εφάμαρτες και απατηλές» και απατά τον εαυτό του με διάφορες εφευρέσεις και επινοήσεις, απατά τον εαυτό του με την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τον πολιτισμό, την κουλτούρα, σπαταλώντας και φθείροντας την ψυχή του, σε απειράριθμα επουσιώδη πράγματα και σχέδια και απορρίπτοντας το «ενός δε εστί χρεία», απορρίπτοντας το ένα, το μοναδικό και απαραίτητο, που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός (Λουκ. 10,42).
Και έτσι, εκτός του Χριστού, όλος ο άνθρωπος θρυμματίζεται, θραύεται, εκμηδενίζεται. Σκοτίζεται η συνείδηση του, η ψυχή του, ο νους του, η θέλησή του.
Μόνο μέσα στην εκκλησία του Χριστού, μόνο κοντά στον Θεάνθρωπο Χριστό, ολόκληρος ο άνθρωπος ανακαινίζεται, ανακαινουργώνεται. Ανακαινίζεται η συνείδησή του, η θέλησή του, ο νους του, η ψυχή του.
Αυτή η ανακαίνιση, πραγματοποιείται και επιτυγχάνεται με την βίωση της δικαιοσύνης, της αγιότητας και της αλήθειας του Χριστού. Γιατί στο ανθρώπινο γένος ένας είναι ο μοναδικά νέος άνθρωπος, ο αιώνια νέος και αιώνια «καινός» ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Γιατί η ένθεη αλήθεια Του είναι αιώνια και σαν τέτοια είναι αμετάβλητα «νέα» και αθάνατα «καινή». Το ίδιο συμβαίνει και με την ένθεη δικαιοσύνη Του, την αγάπη Του, την αγαθοσύνη Του και την ζωή Του. Και ο άνθρωπος ενδύεται με τη χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού, διαμέσου των ιερών μυστηρίων και των αγίων αρετών κατά το «ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφεσ. 4, 22-24).
Ο Θεός έγινε άνθρωπος και έζησε μεταξύ των ανθρώπων σαν άνθρωπος και παρέμεινε στην εκκλησία με όλες Του τις Θεανθρώπινες δυνάμεις, για να μπορέσουν οι άνθρωποι προσβλέποντες σε Αυτόν να ζουν με Αυτόν και «εν Αυτώ» και «χάριν Αυτού».
Γι’ αυτό ο Θεοφόρος απόστολος Παύλος απαιτεί από μας και μας επιτάσσει, μας παραγγέλλει «Γίνεσθε ουν μιμηταί του Θεού» (Εφεσ. 5,1). Μας παραγγέλλει να γίνουμε μιμητές όχι Αγγέλου, ούτε Σεραφείμ, ούτε Χερουβείμ, ούτε άλλου οποιουδήποτε μεγάλου ανθρώπου, άλλα αυτού Του ίδιου Του Θεού. Αυτή είναι η μοναδική, η δικαία, πραγματική και αληθινή πρόσκληση του ανθρώπου στην γη, που γίνεται από τον Θεό. Γι’ αυτό κατήλθε, κατέβηκε ο Θεός στη γη και έγινε άνθρωπος, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ζήσει, μιμούμενος τον «ενανθρωπήσαντα» Θεό Λόγο, τον «ενσαρκωμένο» Θεό, ο οποίος έδωσε σ’ αυτόν (τον άνθρωπο) όλες τις ένθεες δυνάμεις, τις απαραίτητες για τον σκοπό αυτό. Γιατί στον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού Χριστό, κάθε τι το Θεϊκό έγινε ανθρώπινο, κάθε τι το θείο έγινε δικό μας, για να μπορέσουμε εμείς αποδεχόμενοι Αυτόν, να Τον οικειοποιηθούμε και να Τον κάνουμε Δικό μας.
πηγή: Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους επιστολή»

(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ισορία τόμος Γ, σελ. 203-216). 

Ο Ιερός χρόνος και το Ημερολογιακό ζήτημα

Οι ιεροί καιροί της θείας λατρείας και ο ενιαύσιος εορταστικός κύκλος καθορίσθηκαν στην εκκλησιαστική παράδοση με βάση το καθιερωμένο στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία Ιουλιανό ημερολόγιο, γι’ αυτό η εθιμική αυτή παράδοση των τριών πρώτων αιώνων συνδέθηκε αρρήκτως με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο αποδέχθηκε η Α' Οικουμενική σύνοδος (325) για τον καθορισμό της κοινής ήμερας εορτασμού του Πάσχα, αποτελούσε αναθεώρηση του παλαιού σεληνιακού ημερολογίου του Νουμά από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα (44 π.Χ.), συμφώνως προς τις εισηγήσεις του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιπάτρου, για να θεραπευθή οριστικώς η προκύψασα καθυστέρηση των 80 ημερών, γι’ αυτο η διάρκεια του έτους 45 π.X. επεκτάθηκε σε 445 αντί των 365 ημερών.

Το Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν ηλιακό και προέβλεπε μία περίοδο τεσσάρων ετών, από τα οποία τα μεν τρία πρώτα ήσαν κοινα (365 ημερών), ενώ το τέταρτο έτος ήταν δίσεκτο (366 ημερών), οπως και τα επαιώνια έτη των εκατονταετιών (100, 200, 300 κ.λπ.). Ωστόσο, οι χριστιανικές κοινότητες των «τεσσαρεσκαιδεκατιτών» της Ανατολής (Παλαιστίνης, Μ. Ασίας) ακολουθούσαν την ιουδαΐζουσα ιωάννεια παράδοση και όριζαν τον εορτασμό του Πάσχα με βάση το σεληνιακό Εβραϊκό ημερολόγιο, το οποίο, σε μία περίοδο 19 έτων, είχε δύο είδη ετών, ήτοι τα δώδεκα κοινά έτη των δώδεκα μηνών, με κυμαινόμενο αριθμό ημερών (353, 354, 355), και τα επτά εμβόλιμα των δεκατριών μηνών (3, 6, 8, 11, 14, 17 και 19), με επίσης κυμαινόμενο αριθμό ημερών (383, 384, 385). Το εβραϊκό έτος άρχιζε με τον μήνα Νισάν, η δε 14η ημέρα του μήνα, η οποία είναι και 14η ημέρα της σελήνης (κατά την οποία ετελείτο το εβραϊκό Πάσχα), έπρεπε να συμπίπτη τόσο με την πρώτη πανσέληνο του έαρος, όσο και με την εαρινή ισημερία ή αμέσως μετά από αυτή.
Συνεπώς, η Α' Οικουμενική σύνοδος με την απόφασή της αφ’ενός μεν απέκλεισε τη σύμπτωση του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα με το εβραϊκό στις 14 του μήνα Νισάν, ήτοι κατά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, η οποία συνέπιπτε με την 21η Μαρτίου του Ιουλιανού ημερολογίου, αφ’ετέρου δε καθόρισε οριστικώς και γενικώς ως ημέρα εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, αν όμως κατ’ αυτή δεν συνέπιπτε το εβραϊκό Πάσχα. Βεβαίως, το Ιουλιανό ημερολόγιο έγινε δεκτό από την Α' Οικουμενική σύνοδο (325) κυρίως για τον καθορισμό της κοινής ημέρας εορτασμού του Πάσχα από όλες τις ανά την οικουμένη χριστιανικές Εκκλησίες, γι’ αυτό επηρεάσθηκε ο ενιαύσιος κύκλος όχι μόνο των κινητών, αλλά και των ακινήτων εορτών του εκκλησιαατικού έτους, το οποίο είχε ήδη διαμορφωθή κατά την περίοδο των Οικουμενικών συνόδων (Β.I. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, I, 899-935), με βάση μάλιστα το καθιερωμένο από την Α' Οικουμενική σύνοδο (325) Ιουλιανό ημερολόγιο και διατηρήθηκε σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο παρά τις διαπιστωμένες υστερήσεις του.

Η μεγάλη όμως καθυστέρηση των οκτώ περίπου ημερών κατά τον ΙΔ' αιώνα είχε ήδη επισημανθή, γι’ αυτό ο Νικηφόρος Γρηγοράς υπέβαλε μία πρόταση στον βυζαντινο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο για τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου (1324), κατά την οποία, όπως έγραφε, «προς τους τριακοσίους εξήκοντα πέντε νυχθημέρους τίθεμεν και ολόκληρον τέταρτον νυχθημέρου ενός, ουκ οφείλοντες ούτω» (Ιστορία, VII, 13). Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δίστασε να αποδεχθή τη συγκροτημένη αυτή προταση, «δια τον φόβον συγχύσεως των αμαθών και μερισμού της Εκκλησίας».
Άλλωστε, η πρόταση αυτή αντιμετωπίσθηκε με εντονότερες, επιφυλάξεις, όπως συνάγεται από την μεταγενέστερη αντίθεση του Ματθαίου Βλάσταρι, ο οποίος, μετά την εκτενή ανάλυση του ημερολογιακού ζητήματος (Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, VI. 404- 428), απέρριψε οποιαδήποτε πρόταση για τη μεταρρύθμιση του Ιουλιανού ημερολογίου, καίτοι είχε πλήρη γνώση της υστερήσεως. Έτσι, τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση, ότι

«ου μην παρά τούτο μεταποιείν τον των Πατέρων προσήκει κανόνα, ούτε γαρ οιόν τε συνθήναι έτερον, ούτω σαφώς δεικνύντα τοις πάσι τους ειρημένους περί του Πάσχα διορισμούς. Αλλά και ην εθελήσαιμεν ως τίνες (=Νικηφόρος Γρηγοράς), μεταθείναι δυσίν αυτόν ημέραις υποβιβάσαντες... προς τω μηδέ πάντας δυνατόν είναι τους ανά πάσαν την οικουμένην τα χριστιανών πρεσβεύοντα πείσαι μεταμαθείν αυτόν, έτι και μετά τη (=308) πάλιν έτη, και αύθις μετά τοσαύτα, και αεί ούτως, η αυτή παρακολουθήσει αμαρτία, και δεήσει πολλάκις τούτον μεταποιείν, ώστε βέλτιον μη καινοτομείν. Η γαρ τοιαύτη καινοτομία, ου μόνον ου δυνήσεται μη τη αυτή πάλιν περιπεσείν αμαρτία, αλλά και στάσεως ου μετρίας τη Εκκλησία γενήσεται πρόξενος...» (Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, VI, 424).

Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση και της σχετικής προτάσεως του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα († 1450), αφού η κρισιμότητα των καιρών δεν επέτρεπε τέτοιες καινοτομίες.
Η άκριτη όμως υιοθέτηση από τον πάπα Γρηγοριο ΙΓ' (1572-85) της διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου (1582), όπως την εισηγήθηκε ο καλαβρός αστρονόμος Λουδοβίκος Λίλιος, προέτεινε αφ’ενός μεν να ονομασθή 15η Οκτωβρίου η επόμενη της 4ης Οκτωβρίου 1582 για να καλυφθή η υστέρηση των 10 ημερών, αφ’ετέρου δε να καθορισθή σε 365 και 97/400 ημέρες τη μέση διάρκεια του έτους σε κύκλο 400 ετών για να θεραπευθή η αιτία του σφάλματος του Ιουλιανού ημερολογίου. Έτσι, στον κύκλο των 400 ετών τα δίσεκτα έτη του Γρηγοριανού ημερολογίου ήσαν 97 αντί των 100 του Ιουλιανού ημερολογίου, ενώ ήσαν δίσεκτα και όλα τα πολλαπλάσια του 4 έτη στον κύκλο αυτό (1601-2000) εκτός από τα επαιώνια έτη (1600, 1700, 1800, 1900, 2000).

Ωστόσο, το «Γρηγοριανό ημερολόγιο» δεν έγινε δεκτό από τους Προτεστάντες για ευνοήτους λόγους και δεν ήταν δυνατόν να γίνη δεκτό από τους Ορθοδόξους, αφ’ενός μεν γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορούσε να αποσυνδεθή αζημίως από τη σχετική απόφαση της Α' Οικουμενικής συνοδου (325), αφ’ετέρου δε γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθή απόφαση του αποσχισθέντος από την κοινωνία με τους ορθοδόξους πατριάρχες της Ανατολής πάπα Ρώμης. Βεβαίως, ο πάπας απέστειλε πρεσβεία και στον Οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β' τον Τρανο με την παράκληση να συναινέση στην προτεινόμενη διόρθωση, ενώ ο δόγης της Βενετίας Νικόλαος Δαπόντε ζήτησε από τον πατριάρχη την αποδοχή του νέου ημερολογίου τουλάχιστον για τους ορθοδόξους στις βενετοκρατούμενες περιοχές της δικαιοδοσίας του, την οποία υποστήριζε μάλιστα και ο εγκατεστημένος στη Βενετία μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος. Ο Οικουμενικός πατριάρχης απέρριψε τόσο την παπική παράκληση, όσο και την πρόταση του δόγη, αφ'ενός μεν γιατί η χρονική ανωμαλία “τη ευσεβεία γε μην ουδ' οπωστιούν τούτο λυμαίνεται”, αφ'ετέρου δε γιατί οποιαδήποτε μεταβολή ή καινοτομία της κανονικής παραδόσεως εισάγει «αιτίαν στάσεως ταις Χριστού Εκκλησίαις».
Υπό την έννοια αυτή, η Μεγάλη σύνοδος της Κπολεως (1583), στην οποία έλαβε μέρος και ο πατριάρχης Αλεξανδρειάς Σίλβεστρος, καταδίκασε το Γρηγοριανό ημερολόγιο ως αντίθετο προς το γράμμα και το πνεύμα της σχετικής αποφάσεως της Α' Οικουμενικής συνόδου, ήτοι αφ'ενός μεν γιατί δεν απέκλειε τον συνεορτασμό με το ιουδαϊκό πάσχα, αφ'ετέρου δε γιατί είχε σοβαρές ελλείψεις, όπως τονίζεται σε κοινή επιστολή των δύο πατριαρχών (Α. Υψηλάντη, Τα μετά την άλωσιν, 111-112. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος αγάπης, 538. Μ. Γεδεών, Καν. Διατάξεις, I. 34). Η κατάκριση ανανεώθηκε και σε νέα Μεγάλη σύνοδο της Κπολεως (1587), υπό την προεδρία του Οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία Β' με τη συμμετοχή των πατριαρχών Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, σφοδρού πολεμίου της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, και Ιεροσολύμων Σωφρονίου, η οποία χαρακτήρισε τη διόρθωση όχι μόνο επισφαλή, αλλά και πολύ επικίνδυνη. Επομένως, “άπέβαλον συνοδικώς την υπό του πάπα Γρηγορίου του ΙΓ' γενομένην διόρθωσιν του αγίου Πάσχα ως επισφαλή, ως μη αναγκαίαν, ως πρόξενον πολλών σκανδάλων εις πάντα τα χριστιανικά έθνη. Οι Εγγλέζοι, Σβέτζοι, Φιαμέγκοι, άλλα έθνη, τα τον πάπαν μη δεχόμενα, ουκ εδέχθησαν ταύτην την διόρθωσιν του Καλενδαρίου...” (Α. Υψηλάντη, Τα μετά την άλωσιν, 113. Δοσιθέου, Δωδεκάβιβλος, 1169), αφού μάλιστα το νέο ημερολόγιο είχε ήδη συμπεριληφθή με προκλητικό τρόπο και στην ουνιτική προπαγάνδα του παπικού θρόνου.

Συνεπώς, η Μεγάλη σύνοδος της Κπολεως (1593), υπό την προεδρία του Ιερεμία Β' και με τη συμμετοχή των πατριαρχών Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά, ως εκπροσώπου και του Αντιοχείας Ιωακείμ Γ', και Ιεροσολύμων Σωφρονίου Δ' απόφάσισε με τον κανονα 8 «ασάλευτον διαμένειν ...το τοις πατράσι διορισθέν περί του αγίου και σωτηρίου Πάσχα (=Α' Οικουμενικής συνοδου)... Ει δε τις των προεστώτων της Εκκλησίας, επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, μετά τον Όρον τούτον τολμήσειεν, επί διαστροφή των λαών και ταραχή των Εκκλησιών, ιδιάζειν και μετά των Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα, τούτου η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινε της Εκκλησίας (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα. III. 19-20).
Οι εύλογες αυτές συνοδικές αποφάσεις εναντίον του Γρηγοριανού ημερολογίου δεν απέκλειαν βεβαίως μία ορθή διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, η οποία όμως θα τηρούσε τα κριτήρια της Α' Οικουμενικής συνόδου (εαρινή ισημερία) και θα απέκλειε απολύτως τη σύμπτωση με το ιουδαϊκό Πάσχα, όπως έγινε με την ορθόδοξη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου (1923), παρά τις παράλογες, όπως θα δούμε, αντιδράσεις των λεγομένων «παλαιοημερολογιτών». Η απόρριψις όμως του Γρηγοριανού ημερολογίου δεν ήταν άσχετη προς την προσηλυτιστική σκοπιμότητα της παπικής προτάσεως, αφού θα διευκόλυνε την προσέλευση των αφελών ορθοδόξων στην παπική Ούνία. Η προκλητική λοιπόν δράση της παπικής Ουνίας και του προτεσταντικού Μισσιοναρισμού στους εμπεριστάτους ορθοδόξους λαούς αποσκοπούσε σαφώς στην αποσύνδεση των πιστών από την παραδοσιακή λειτουργική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας τόσο με την αθέμιτη χρησιμοποίηση των σχολείων για τον προσηλυτισμό των ορθοδόξων νέων, όσο και με τα εκβιαστικά μέσα για τον προσεταιρισμό αφελών αρχιερέων και κληρικών στις αθέμιτες επιδιώξεις τους.

Η προτεσταντική όμως απόρριψη όλων σχεδόν των παραδοσιακών στοιχείων της θ.λατρείας και της ασκητικής πνευματικότητας (ιερατείο, μυστήρια, εορτές, αγίους, εικόνες, μοναχισμό, νηστείες κ.λπ.) προβαλλόταν από τους λουθηρανούς και τους καλβινιστές μισσιοναρίους όχι μόνο ως μία συνεπής επιλογή προς την Αγία Γραφή και την αποστολική παράδοση, αλλά και ως μία αμφισβήτηση της ορθότητας των σχετικών στοιχείων της ορθοδόξου παραδόσεως. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν και από τις ανθρωποκεντρικές αρχές των νεωτέρων φιλοσοφικών συστημάτων, τα οποία αμφισβητούσαν ή απέρριπταν ό,τι δεν μπορούσε να βεβαιωθή από τον ορθό λόγο, ιδιαίτερα δε την ερμηνεία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και με τον κόσμο, γι' αυτό εμφανίσθηκαν και στην Ορθόδοξη Εκκλησία τάσεις κατά τον ΙΖ' ήδη αιώνα για τον περιορισμό τόσο του αριθμού των εορτών ή της διάρκειας των ακολουθιών, όσο και των μεγάλων περιόδων των νηστειών, ενώ αντιμετωπίσθηκαν με μεγαλύτερη κατανόηση τα αναπόφευκτα πλέον ζητήματα των κωλυμάτων γάμου και των μεικτών γάμων με ετεροδόξους.
Η προφανής λοιπόν σύνδεση του Γρηγοριανού ημερολογίου με τις αθέμιτες επιδιώξεις του παπικού θρονου όχι μονο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση εξηγεί την ομόφωνη, απερίφραστη και κατηγορηματική απόρριψή του από την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι τα τέλη του ΙΘ' αιώνα, οπότε το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίσθηκε υπό διαφορετική προσέγγιση, αφ' ενός μεν γιατί είχε ήδη εξουδετερωθή η προσηλυτιστική δράση της παπικής Ουνίας στους απελευθερωμένους πλέον από τον τουρκικό ζυγό ορθοδόξους λαούς, αφ’ ετέρου δε γιατί η πολιτική ηγεσία στα νεοσύστατα κράτη των ορθοδόξων λαών εμπνεόταν από την εκκοσμικευμένη ιδεολογία της Γαλλικής επαναστάσεως (1789), με ευνόητες προεκτάσεις και στο ζήτημα του ημερολογίου. Υπό την έννοια αυτή, ο Οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Ζ' (1895-96) θεωρούσε εύλογο πλέον το αίτημα “υπέρ ενός ενιαίου ημερολογίου δι' άπαντας τους χριστιανικούς λαούς”, ενώ ο Οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ (1878-84, 1901-12) στην περίφημη Εγκύκλιό του προς τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (1902) συμπεριέλαβε το ημερολογιακό ζήτημα μεταξύ των επειγόντων ζητημάτων και ζήτησε τις απόψεις τους.

Βεβαίως, η καθυστέρηση του Ιουλιανού ημερολογίου είχε ήδη φθάσει τις 13 ημέρες τόσο έναντι της φυσικής θέσεως της εαρινής ισημερίας, όσο και έναντι του καθιερωμένου στον λοιπό χριστιανικό κόσμο Γρηγοριανού ημερολογίου, γι’ αυτό μπορούσε να προκαλέση επικίνδυνες συγχύσεις στη λειτουργία όχι μόνο των διεθνών πολιτικών σχέσεων, αλλά και των διεθνών έμπορικών ή άλλων οικονομικών συναλλαγών των ορθοδόξων λαών.
Εν τούτοις, η αποδοχή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πάντοτε ιδιαίτερα δυσχερής όχι μόνο γιατί είχε ήδη απορριφθή με αλλεπάλληλες ομόφωνες συνοδικές αποφάσεις του Οικουμενικού πατριαρχείου, αλλά και γιατί προσέκρουε στο γράμμα και στο πνεύμα της σχετικής αποφάσεως της Α' Οικουμενικής συνόδου, αφού δεν απέκλειε τη σύμπτωση του χριστιανικού με το ιουδαϊκό Πάσχα. Η παράδοση λοιπόν για τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη ή τη δεύτερη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας ήταν απαραβίαστη, ενώ η πρόταση για την άκριτη κατάργηση των 13 ημερών ήταν αβάσιμη, αφού η τυχόν προσαρμογή του Ιουλιανού προς το Γρηγοριανό ημερολόγιο θα διαρκούσε μόνο μέχρι το 2100, οπότε θα προέκυπτε πάλι μία νέα διαφορά μιας ημέρας.

Προφανώς, οι απαντήσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πατριαρχική Εγκύκλιο απέρριπταν οποιαδήποτε πρόταση για την αλλαγή του παραδοσιακού Ιουλιανού ημερολογίου, γιατί θα προκαλούσε ανεξέλεγκτες εντάσεις όχι μόνο στις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών με την Πολιτεία, αλλά και στην εσωτερική λειτουργία του εκκλησιαστικού τους σώματος (Η περί των σχέσεων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών... Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902, αι εις αυτήν Απαντήσεις των αγίων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και η Ανταπάντησις του Οικουμενικού πατριαρχείου, Κπολις 1904, 13 κέξ.).


Το Παλαιομερολογιτικό ζήτημα
Υπό το πνεύμα των δύο πατριαρχικών Εγκυκλίων (1902, 1904), αλλά και υπό την εντεινόμενη πίεση των πολιτικών ηγεσιών των ορθοδόξων λαών, μετά τις γνωστές τραγικές συνέπειες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-18), η περίφημη πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920 συμπεριέλαβε στις αναγκαίες προτάσεις της για την ενίσχυση της διαχριστιανικής συνεργασίας και το ζήτημα του «κοινού ημερολογίου», το οποίο θα επέτρεπε και τον κοινό εορτασμό των μεγάλων εορτών από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες. Η πίεση όμως των κυβερνήσεων των ορθοδόξων λαών αξίωνε την άμεση εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των διεθνών σχέσεων των ορθοδόξων κρατών, γι’ αυτό η κυβέρνηση της Ελλάδος λ.χ. συγκρότησε το 1919 μία πενταμελή επιτροπή προσωπικοτήτων (Γ. Κοφινά, Δ. Αιγινίτη, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, Π. Τσιτσεκλή, Αμ. Αλιβιζάτο) για τη μελέτη του θέματος και την υποβολή σχετικής προτάσεως. Η πρόταση της Επιτροπής υποβλήθηκε στις 16 Ιαν. 1923 και τόνιζε ορθώς, αφ’ ενός μεν “οτι δεν δύναται μία επί μέρους Εκκλησία να χωρισθή και να αποδεχθή μονομερώς το νέον ημερολογιον, χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων”, αφ’ ετέρου δε ότι «η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού πατριαρχείου».

Εν τούτοις, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε μονομερώς και επέβαλε επισήμως με Ν. Δ. (18 Ιαν. 1923) μία συμβιβαστική ρύθμιση, ήτοι η μεν Πολιτεία να αποδεχθή το Γρηγοριανό ημερολόγιο, η δε Εκκλησία να συνεχίση να ακολουθή το Ιουλιανό ημερολόγιο κατά τον εορτασμό των θρησκευτικών εορτών, η παράλληλη όμως συνύπαρξη δύο ημερολογίων (πολιτικού και θρησκευτικού) αποδείχθηκε συντόμως αδύνατη, όταν επιχειρήθηκε ο διαχωρισμός της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου από τη θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η ανάγκη λοιπόν μιας άμεσης και συνετής εκκλησιαστικής αντιμετωπίσεως του ημερολογιακού ζητήματος σε πανορθόδοξη προοπτική ήταν πλέον επιτακτική, γι’ αυτό ο Οικουμενικός πατριάρχης Μελέτιος Δ’ Μεταξάκης (1922-23) αποφάσισε, όπως έγραφε στην επιστολή προσκλήσεως των Εκκλησιών, τη σύγκληση Διορθοδόξου Επιτροπής στην Κπολη (10 Μαίου - 8 Ιουνίου 1923), η οποία χαρακτηρίσθηκε Πανορθόδοξον Συνέδριον (18 Μαίου 1923), είχε δε ως αποστολή να «μελετήση μεν εμπεριστατωμένως το τε ημερολογιακόν και ει τι άλλο επειγούσης μορφής πανορθόδοξον ζήτημα, υποδείξη δε και τον τρόπον της τούτων κανονικής επιλύσεως...».

Βεβαίως, στο Πανορθόδοξο Συνέδριο δεν εκπροσωπήθηκαν για διαφορετικούς λόγους τα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων), ενώ η εκπροσώπηση ορισμένων άλλων Εκκλησιών (Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας) καλύφθηκε από τους προσκληθέντες για το συγκεκριμένο θέμα ειδικούς. Άλλωστε, στην πρόσκληση τονιζόταν ότι η Ορθόδοξη Επιτροπή θα εργαζόταν «ως Επιτροπή της όλης Εκκλησίας, ής αι αποφάσεις θα λάβωσι κύρος προς εφαρμογήν είτε από Συνόδου πανορθοδόξου, είτε από της απόδοχής αυτών υπό των Συνόδων μιας εκάστης των επί μέρους αγίων Εκκλησιών» (Πρακτικά και αποφάσεις του εν Κπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, Κπολις 1923, 6 κέξ.). Το Συνέδριο λοιπόν αποδέχθηκε ως νέο ημερολόγιο μία άριστα θεμελιωμένη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, την οποία παρουσίασε ο έγκριτος καθηγητής Μαθηματικών του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου M. Milankovic, αφ' ένός μεν γιατί ο υπολογισμός ήταν κατά δεκατρείς φορές ακριβέστερος σε σύγκριση προς το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αφ' έτέρου δε γιατί γεφύρωνε το χάσμα με αυτόν χωρίς να απορρίψη το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Υπό την έννοια αυτή, το Συνέδριο προέτεινε στην Κοινωνία των Εθνών ή, σε περίπτωση αναρμοδιότητάς της, στο Οικουμενικό πατριαρχείο την προώθηση της ιδέας τόσο ενός κοινού ημερολογίου για όλους τους χριστιανικούς λαούς, όσο και του καθορισμού του κοινού εορτασμού του Πάσχα σε μία συγκεκριμενη Κυριακή. Η εφαρμογή λοιπόν της αποφάσεως του Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Κπόλεως για την αποδοχή του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου ήταν πλέον υπόθεση των Συνόδων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες όφειλαν να αξιολογήσουν, κάθε μία με τα δικά της ιδιαίτερα κριτήρια τον κατάλληλο χρονο ή τρόπο αποδοχής του για την αποτροπή απρόβλεπττων ή ανεξέλεγκτων αντιδράσεων.

Βεβαίως, η Σύνοδος του Οικουμενικού πατριαρχείου αποδέχθηκε και επικύρωσε αμέσως όλες τις αποφάσεις του Συνεδρίου, ιδιαίτερα δε την απόφαση για τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, την οποία αποδέχθηκαν τελικώς και τα μη εκπροσωπηθέντα ή αντιδράσαντα στη σύγκληση του Συνεδρίου πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Ωστόσο, το μεν πατριαρχείο των Ιεροσολύμων επέμεινε στην αρνητική στάση του, γιατί θεωρούσε την αποδοχή του ως επικίνδυνη για το προνομιακό καθεστώς (status quo) των ι. προσκυνημάτων, ενώ τόσο η Εκκλησία της Ρωσίας, παρά τη θετική Εγκύκλιο του εμπεριστάτου πατριάρχη Τύχωνα (1 Οκτ. 1923), δεν μπόρεσε τελικώς να την εφαρμόση, λόγω των γνωστών για την Εκκλησία τραγικών συνθηκών, ιδιαίτερα δε μετά την αποδοχή του νέου ημερολογίου από τη σχισματική «Ζώσα Εκκλησία» (Zivaja Tserkov), όσο και η Εκκλησία της Σερβίας, παρά την αρχική αποδοχή της από τον πατριάρχη Δημήτριο, έστω και με ορισμένες επιφυλάξεις.
Είναι ομως προφανές ότι η σύγκληση του Πανορθόδοξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ιουνίου 1923) δεν ήταν άσχετη προς τη μονομερή εισαγωγή από την ελληνική κυβέρνηση με Ν. Δ του νέου ημερολογίου για το κράτος (18 Ιαν. 1923), έστω και αν η Εκκλησία επέμενε στη διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου. Υπό την έννοια αυτή, ο εκλεγείς Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (10 Μαρτίου 1923), μέλος της πενταμελούς Επιτροπής για τη μελέτη του ημερολογιακού ζητήματος, επισήμανε με εισήγησή του στην Ι.Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (18 Απρ. 1923) «την ανάγκην ταυτίσεως του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν».

Ωστόσο, η Σύνοδος θεώρησε αναγκαία την προηγούμενη συνεννόηση τόσο με το Οικουμενικό πατριαρχείο, όσο και με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, γι’ αυτό στη νέα συνέλευση της Συνόδου της Ιεραρχίας για την επικύρωση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας (27 Δεκ. 1923) υποβλήθηκαν προς έγκριση και οι σχετικές αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Κπόλεως, οι οποίες έγιναν προθύμως δεκτές από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της. Εν τούτοις, αποδείχθηκε επαχθής η για διαφορετικούς λόγους διαφωνία τεσσάρων σημαντικών αρχιερέων (Δημητριάδος Γερμανού, Πατρών Αντωνίου, Θήρας Αγαθαγγέλου και Χαλκίδος Γρηγορίου), οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη του ημερολογιακού ζητήματος.

Η ανακοίνωση της αποφάσεως στο Οικουμενικό πατριαρχείο ήταν αναγκαία για την επιβεβαίωση της πανορθοδόξου συναινέσεως, γι’ αυτό ο Οικουμενικός πατριάρχης Γρηγοριος Ζ' (1923-24) με επείγον τηλεγράφημά του (23 Φεβρ. 1924) δηλώνε, ότι «Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου». Συνεπώς, η Συνοδική Εγκύκλιος (430/1 Μαρτ. 1924) της Εκκλησίας της Ελλάδος γνωστοποιούσε στις έκκλησιαστικές και στις πολιτικές αρχές της Ελλάδος και του εξωτερικού, αφ' ενός μεν ότι η 10η Μαρτίου θα γινόταν πλέον 23η Μαρτίου του ίδιου μήνα, γι' αύτο αναγνώσθηκαν τα συναξάρια των αγίων των 13 ημερών για την κάλυψη του προκύπτοντος ελλείμματος στον ετήσιο εορταστικό κύκλο, άφ’ έτέρου δε ότι η αποφασισθείσα διόρθωση της καθυστερήσεως του παραδοσιακού Ιουλιανού ημερολογίου δηλώνει συγχρόνως τόσο την εμμονή στις σχετικές αποφάσεις της Α' Οικουμενικής συνόδου, όσο και την απόρριψη του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Εν τούτοις, εκδηλώθηκαν κλιμακούμενες αντιδράσεις, οι οποίες είχαν ως πρόσχημα τόσο τις αρχικές ενστάσεις των πρεσβυγενών πατριαρχείων της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) για τις σχετικές αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου (1923), καίτοι αυτές διατυπώθηκαν για άσχετους προς το ημερολογιακό ζήτημα λόγους, όσο και τη διαφωνία προς την απόφαση της Ι.Συνόδου της Ιεραρχίας των τεσσάρων αρχιερέων, καίτοι αυτή εξέφραζε προφανώς την ευνόητη αντίθεση του Δημητριάδος Γερμανού, συνυποψηφίου για τον θρόνο των Αθηνών, προς τον εκλεγέντα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο.

Την ηγεσία των αντιδράσεων ανέλαβαν ορισμένοι συντηρητικοί κυρίως κληρικοί της αρχιεπισκοπής Αθηνών, οι οποίοι απέρριπταν τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, ενώ συγκρότησαν ένα σύλλογο για την υπεράσπιση του («Σύλλογο Ορθοδόξων») και τελούσαν τη θ. λατρεία σε ιδιόκτητα παρεκκλήσια ή σε οικίες για να αποφύγουν τις πιθανές διώξεις της κυβερνήσεως. Ωστόσο, η αδυναμία ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών να αποδεχθούν το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο για σοβαρούς εσωτερικούς λόγους, όπως λ.χ. του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπως επίσης και η διστακτικότητα άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών να αποφασίσουν την άμεση αποδοχή του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου για καθαρώς ποιμαντικούς λογους (Αντιοχείας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας), ευνόησαν την ευρύτερη απήχηση των οργανωμένων αντιδράσεων των πολεμίων του και στην Ελλάδα. Οι αντιδρώντες οργανώθηκαν στην «Ελληνική Θρησκευτική Κοινότητα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» (Γ.ΟΛ.,1926) και ενισχύθηκαν με την υποστήριξη τόσο του πολυπράγμονα ρουμάνου αγιορείτη μοναχού Αρσενίου Cottea, όσο και άλλων αγιορείτων μοναχών οχι μόνο στην αντιπαράθεσή τους προς την εκκλησιαστική ιεραρχία, αλλά και στην ίδρυση πολλών «παραρτημάτων» (250 μεχρι το 1931) σε μεγάλες πόλεις της χώρας και δύο μονών (1927) στην Αττική (Κερατέας από τον Ματθαίο Καρπαθάκη και Πάρνηθας από τον κληρικό Ιερώνυμο).
Οι οργανωμένες λοιπόν αποδοκιμασίες και η απόπειρα βιαιοπραγίας εναντίον του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου (αποκοπή γενειάδας) στον ναό του αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς (21 Μαίου 1927) κατέστησαν αισθητότερες τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος, αφού οι υπέρμαχοι του λεγόμενου «παλαιού» ημερολογίου ενισχύοντο συνεχώς με την αθρόα προσέλευση στις τάξεις τους αγιορείτων μοναχών, ενώ οι παλινωδίες της κυβερνητικής πολιτικής έναντι των «παλαιοημερολογιτών» προκαλούσαν όχι μονο τη δυσφορία της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και ευνόητες συγχύσεις στον ευλαβή λαό. Η πρόταση όμως της συγκλήσεως Διορθοδόξου Επιτροπής, η οποία πραγματοποιήθηκε σκοπίμως στο Άγιον Όρος (8-23 Ιουνίου 1930), με την εκπροσώπηση των Εκκλησιών Κπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Ελλάδος και Πολωνίας, για να ενταχθή το ημερολογιακό ζήτημα στο θεματολόγιο της μελλοντικής Προσυνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εγκρίθηκε από το Οικουμενικό πατριαρχείο και κοινοποιήθηκε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες (Πρακτικά της προκαταρκτικής Επιτροπής των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, της συνελθούσης εν τη εν Αγίω Όρει ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου, Κπολις 1930).

Υπό την έννοια αυτή, το όλο ζήτημα προσέλαβε πλέον διαφορετικές διαστάσεις, αφ’ενός μεν γιατί η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Οκτ. 1931) συγκρότησε πενταμελή επιτροπή αρχιερέων (Κασσανδρείας, Μαρωνείας, Παροναξίας, Σάμου, Σισανίου) για τη μελέτη του ζητήματος, αφ’ετέρου δε γιατί η Εκτελεστική Επιτροπή των παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων (Γ.Ο.Χ.), υπό την πίεση των αγιορειτών ομοφρόνων τους, υπέβαλε στη Σύνοδο της Ιεραρχίας (27 Οκτ. 1931) αίτηση και εμπιστευτικό πρωτόκολλο με τη δήλωση οτι ήσαν έτοιμοι να δεχθούν το «μνημόσυνον» του αρχιεπισκόπου Αθηνών και όλες τις αποφάσεις της, εκτος από τη θέση της στο ημερολογιακό ζήτημα, γι’ αυτό απεστάλη προς τη Σύνοδο και σχετικό Υπόμνημα (30 Οκτ. 1931).
Βεβαίως, η θετική αυτή πρόταση δεν ευοδώθηκε όχι μόνο γιατί δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά και γιατί δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους ακραίους κύκλους των παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων, οι οποίοι ενισχύθηκαν μετά τους εναντίον τους βίαιους διωγμούς (1932) της κυβερνήσεως (κατεδαφίσεις ναών και μονών, εξορία των αγιορειτών μοναχών, διώξεις των ηγετών των κοινοτήτων κλπ.), η άκριτη λοιπόν γνώμη της συσταθείσας για το ζήτημα Επιτροπής (X. Ανδρούτσου, X. Γιδοπούλου, Α. Βαμβέτσου), ότι δηλαδή οι παλαιοημερολογίτες «δύνανται να απότελέσουν ιδίαν θρησκευτικήν κοινοτητα... με ιεραρχίαν, ναούς, κλπ.», περιόρισε μεν τους διωγμούς, αλλά πολλαπλασίασε τις αντιδράσεις τους εναντίον των βιαίων μέτρων της κυβερνήσεως, οι οποίες υποστηρίχθηκαν όχι μόνο από τους μειοψηφήσαντες στη σχετική απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας (27 Δεκ. 1923) αρχιερείς (Δημιτριάδος, Χαλκίδος), αλλά και από άλλους αρχιερείς (Κασσανδρείας, Δρυϊνουπόλεως, Δράμας, Κυθήρων), με δημοσιεύματα μάλιστα και διαμαρτυρίες προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι αντιδράσεις οξύνθηκαν μετά τη γνωστοποίηση των διαλλακτικών προτάσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής των Γ.Ο.Χ., οι οποίες αποδοκιμάσθηκαν από το εκλεγέν νέο Διοικητικο Συμβούλιο των «παραρτημάτων» των Γ.ΟΧ, ενώ το συνταχθέν νέο σχετικό Υπόμνημα (1 Αύγ. 1934) περιείχε την παράλληλη αποκήρυξη όχι μόνο της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος για την απαράδεκτη προσχώρησή της στην Οικουμενική κίνηση, αλλά και της Βουλής των Ελλήνων ως ενός απαραδέκτου για τη νομοθετική ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων ως «σώματος βαβυλωνιακού», γι' αυτό τονίσθηκε αφ' ένός μεν η ανάγκη χωρισμού της Εκκλησίας από την Πολιτεία, αφ' έτέρου δε η αξίωσή τους για την εκλογή ομοφρόνων αρχιερέων για τις κοινότητες των Γ.Ο.Χ..
Η άρνηση όμως του προέδρου της υπερόριας Συνόδου του Κάρλοβιτς Αντωνίου να ικανοποιήση το υποβληθέν με σχετική επιστολή (10 Οκτ. 1934) αίτημά τους για χειροτονία επισκόπου καλύφθηκε από την πρωτοβουλία του Δημητριάδος Γερμανού να ανατρέψη τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών τόσο με την προσφυγή του στο ΣτΕ για την αντικανονική δήθεν εκλογή ως βοηθού επισκόπου του Ιακώβου Βαβανάτσου, όσο και με την ανάληψη της ηγεσίας των παλαιοημερολογίτων, αφού προηγουμένως εξασφάλισε και τη συναίνεση των φίλων του αρχιερέων πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου. Η τελική προσχώρησή τους στους Γ.Ο.Χ. (27 Μαίου 1935) επισφραγίσθηκε με την κοινοποίηση της διακοπής της κοινωνίας τους με τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και επιστέφθηκε με την αυθαίρετη χειροτονία τεσσάρων παλαιοημερολογιτών επισκόπων (Γερμανού Βαρυκοπούλου Κυκλάδων, Χριστοφόρου Χατζή Μεγαρίδος, Ματθαίου Καρπαθάκη Βρεσθένης και Πολυκάρπου Λιώση Διαυλείας) για τη συγκρότηση μιας επταμελούς Συνόδου διοικήσεως των 800 περίπου κοινοτήτων των Γ.Ο.Χ. (Ιούν. 1935).

Η οφειλετική λοιπόν ενημέρωση της Ιεραρχίας και της Πολιτείας από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών για την απόσχισή τους καθιστούσε αναγκαία την άμεση κίνηση της κανονικής διαδικασίας για την καθαίρεση των τριών αποσχισθέντων, γι’ αυτό το μεν Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο αποφάσισε τόσο την καθαίρεσή τους, όσο και τον πενταετή αυστηρό περιορισμό τους σε διαφορετικές μονές (14 Ιουν. 1935), ενώ οι χειροτονηθέντες από αυτούς τέσσαρες παλαιοημερολογίτες επίσκοποι καθαιρέθηκαν από το Συνοδικό Δικαστήριο ως δεχθέντες «απολελυμένην χειροτονίαν» (3 Ιουλ. 1935).
Η άμεση όμως εκτέλεση των αποφάσεων από την Πολιτεία δεν είχε προβλεφθή από τους καταδικασθέντες μητροπολίτες, γι’ αυτό ο μεν πρώην Ζακύνθου Χρυσόστομος ζήτησε την επιείκεια της Συνόδου και αποκαταστάθηκε, ενώ ο εμπνευστής της αντικανονικής πράξεως πρώην Δημητριάδος Γερμανός υπέβαλε γραπτώς αίτημα προς τον Υπουργό Παιδείας για την αποκατάσταση στην μητρόπολή του (2 Δεκ. 1935), το οποίο ερμήνευσε, ήτοι αργότερα μετά την άρση του περιορισμού, με επιστολή του (12 Ιαν. 1936), υπό την πίεση προφανώς των αδιαλλάκτων παλαιοημερολογιτών, ως μία αξίωση απονομής δικαιοσύνης και όχι ως μία δήλωση μεταμελείας, όπως έπραξε και ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (13 Ιαν. 1936).

Από τους χειροτονηθέντες παλαιοημερολογίτες επισκόπους τέθηκαν σε περιορισμό οι ακραίοι Κυκλάδων Γερμανός και Βρεσθένης Ματθαίος, ενώ οι μετριοπαθέστεροι Μεγαρίδος Χριστόφορος και Διαυλείας Πολύκαρπος δεν εκτοπίσθηκαν, γι’ αυτό οι δύο τελευταίοι δεν έγιναν δεκτοί μετά την άρση του περιορισμού τους στην ανασυγκροτηθείσα Σύνοδο των Γ.Ο.Χ. (11 Ιαν. 1936). Εν τούτοις, η διαφωνία τους στο ζήτημα του χαρακτηρισμού της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής και των μυστηρίων της ως άκυρων προκάλεσε την αποχώρηση από τη Σύνοδο των Γ.Ο.Χ. (19.17) των ακραίων επισκόπων Κυκλάδων και Βρεσθένης, οι οποίοι αποφάσισαν την επίσημη διακοπή των σχέσεων τους με τους μετριοπαθείς επισκόπους Μεγαρίδος και Διαυλείας (1918), ενώ δεν δίστασαν να αποκηρύξουν και τον μετριοπαθή πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο και να αναγκάσουν τον πρώην Δημητριάδος Γερμανό σε αποχώρηση από τη Σύνοδο (1940).

Οι ανεπιτυχείς όμως προσπάθειες του πρώην Φλωρίνης να αποκαταστήση την ενότητα των παλαιοημερολογιτών επισκόπων επέτρεψαν στους επισκόπους Μεγαρίδος και Διαυλείας να του ανακοινώσουν την αποφασή τους τόσο για τη διακοπή των επαφών τους με τή Σύνοδο (1945), όσο και για την αναδιοργάνωση της «Εκκλησίας των Γ.ΟΧ.» (1947).
Η αποτυχία λοιπόν των συμβιβαστικών πρωτοβουλιών τροφοδοτούσε συνεχώς τις οξύτατες εσωτερικές αντιπαραθέσεις των δύο αντιπάλων παρατάξεων κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1945- 50) με εκατέρωθεν κατηγορίες όχι μόνο για σοβαρά οικονομικά ή ηθικά σκάνδαλα (όπως λ.χ. της Μονής Κερατέας κ.α.), αλλά και για τη διαφορετική προσέγγιση του κρίσιμου ζητήματος του κύρους των μυστηρίων (1950) και των σχέσεων τους με την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία όμως αντέδρασε και ζήτησε από την κυβέρνηση με συνοδική απόφαση (20 Δεκ. 1950) την άμεση διάλυση των αντικανονικών και παρανόμως συναγομένων παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων σε 350 περίπου ιδιωτικούς ναούς.

Οι βίαιες διώξεις των ηγετών των Γ.Ο.Χ. (συλλήψεις αρχιερέων, απαγόρευση λατρευτικών συνάξεων κ.λπ.) αποσκοπούσαν βεβαίως στον πειθαναγκασμό τους να επιστρέψουν στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού οι αντίπαλες παρατάξεις συνενώθηκαν σε κοινό αγώνα εναντίον τόσο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, όσο και των σκληρών κυβερνητικών μέτρων. Τα μέτρα ίσχυσαν μέχρι την αναστολή τους από την κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα, λόγω των προγραμματισμένων εθνικών εκλογών για το φθινοπωρο του 1952, ενώ η επιστροφή του εκτοπισμένου στην Μονή Υψηλού της Μυτιλήνης πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (18 Ιουλ. 1952) συνοδεύθηκε όχι μόνο με την ανασυγκρότηση της Συνόδου των Γ.ΟΧ. για την υπεράσπιση της ελευθερίας της λατρείας των κοινοτήτων τους, αλλά και με τις πολιτικές πιέσεις για συμβιβαστική αντιμετώπιση της σχέσεώς τους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Υπό την έννοια αυτή, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και οι άλλοι μετριοπαθείς αρχιερείς των Γ.ΟΧ. αναγκάσθηκαν να υπογράψουν παραίτηση από την ηγεσία του αγώνα τους, “διά την καλυτέραν συνεννόησιν με την επίσημον Εκκλησίαν” (6 Νοεμ. 1952), αλλ’ οι προοπτικές αυτές αποδυναμώθηκαν τόσο με την ανάκληση της παραιτήσεώς του (27 Νοεμ. 1952), υπό την πίεση της ομάδας των «ζηλωτών» του επισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου, όσο και με την αποκατάσταση ως βοηθών επισκόπων του Αρχιεπισκόπου Αθηνών (Μαρτ. 1953) των παραιτηθέντων από την ηγεσία της παρατάξεώς τους επισκόπων Μεγαρίδος Χριστόφορου (Καρυουπόλεως) και Διαυλείας Πολυκάρπου (Σταυροπόλεως). Άλλωστε, ο θάνατος τόσο των επισκόπων Βρεσθένης Ματθαίου (14 Μαίου 1950) και Κυκλάδων Γερμανού (24 Μαρτ. 1951), όσο και του αποδυναμωμένου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (20 Σεπι. 1955), κατέστησαν οξύτερο το πρόβλημα της ηγεσίας της μετριοπαθούς παρατάξεως των Γ.Ο.Χ., ενώ οι ακραίοι οπαδοί του Βρεσθένης Ματθαίου, με επικεφαλής τον πανίσχυρο και πολυπράγμονα σύμβουλο του κληρικο Ευγ. Τόμπρο, προέτρεψαν όλους τους προερχόμενους από το Άγιον Όρος ηγουμένους των παλαιοημερολογιτικών μονών της Αττικής να αναγνωρίσουν τους αντικανονικούς «ματθαιϊκούς» αρχιερείς και να δεχθούν από αυτούς την επισκοπική χειροτονία. Η απουσία όμως επισκόπων κατέστησε αναγκαία την ανάθεση της διοικήσεως της παρατάξεως των μετριοπαθών σε μία κληρικολαϊκή Εκκλησιαστική Επιτροπή (1956), υπό την προεδρία του ηγουμένου της μονής του Αγίου Νικολάου Παιανίας Ακακίου Παπά, η οποία απέρριψε οποιαδήποτε σχέση τόσο με τους «ματθαιϊκούς», όσο και με τους καθοδηγητές τους από το περιβάλλον της μονής Κερατέας, γι' αυτό αντάλλαξαν με αυτούς και βιαιοτάτους λιβέλλους με αμοιβαίες καταγγελίες για οικονομικά και ηθικά σκάνδαλα, ενώ συγχρόνως αναζήτησαν λύση για την άμεση κάλυψη της μετριοπαθούς παρατάξεως με τη χειροτονία ενός τουλάχιστον επισκόπου για την χειροτονία των αναγκαίων για τη θ. λατρεία κληρικών.

Υπό την πίεση αυτή, ο ηγούμενος της μονής του αγίου Νικολάου και πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Ακάκιος πέτυχε να χειροτονηθή αντικανονικώς και με αθέμιτα μέσα στο Ντιτροιτ (9 Δεκ. 1960) από έναν επίσκοπο (Σεραφείμ) μιας αντικανονικής ανεξάρτητης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής και συγκρότησε ένα δωδεκαμελές Αρχιερατικό Συμβούλιο, το οποίο λειτουργούσε υπό την προεδρία του και είχε ως μέλη ομόφρονες ηγουμένους αρχιμανδρίτες και λαϊκούς θεολόγους. Συνεπώς, άνοιξε η οδός των αντικανονικών και ανεξελέγκτων χειροτονιών όχι μόνο για τις παλαιές, αλλά και για τις συνεχώς αποσχιζόμενες από αυτές νέες ομάδες παλαιοημερολογιτών, οι οποίες διασπάσθηκαν σε περισσότερες από 7 ανεξάρτητες και αντίπαλες αντικανονικές συνόδους με αθρόες χειροτονίες καθηρημένων ορθοδόξων κληρικών (Δ. Κόκορη, Ημερολόγιο- Εορτολόγιο, Διόρθωσις λάθος ή επιβεβλημένη; Αθήναι 1998).

Οι ομάδες αυτές των Γ.Ο.Χ. οργανώθηκαν με κέντρα τις ακμαιότερες κυρίως παλαωημερολογιτικές μονές της Αττικής, της Βοιωτίας, της Μεγαρίδος κλπ.. ήτοι τόσο ανδρώες (Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην περιοχή του Κουβαρά, παλαιά και νέα, Άξιον Εστί στην περιοχή του Βαρυμπόμπη, ΑγίαςΣκέπης στον Κουβαρά), όσο και γυναικείες (Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Πάρνηθα, Αγίου Νικολάου στην Παιανία, Αγίας Παρασκευής στην Πάρνηθα, Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στη Λυκόβρυση και στην Παιανία, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον Ωρωπό, Είσοδίων της Θεοτόκου στον Κουβαρά, Ιωάννην του θεολόγου στην Πετρούπολη, Αγίου Αρτεμίου στον Πειραιά, Αγίου Δημητρίου στην Αμφιάλη, Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου στα μέγαρα, Γενεθλίου της Θεοτόκου στη Σαλαμίνα, Αγίας Τριάδος στο Λουτράκι κ.ά.).
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και οι παλαιοημερολογιτικές ομάδες των Γ.Ο.Χ., έχουν το ίδιο παραδοσιακό Ιουλιανό ημερολόγιο, αλλ’ η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχθηκε ομοφώνως την ορθότητα της ημερολογιακής διορθώσεως, έστω και αν ορισμενες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν προσαρμόσθηκαν σε αυτή για περιστασιακούς λόγους (Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας), ενώ οι παλαιοημερολογιτικές ομάδες αποσχίσθηκαν για ποικίλους προσωπικούς ή άλλους ιδιοτελείς λόγους με πρόσχημα τη διόρθωση, γι' αυτό δεν έγιναν δεκτοί σε κοινωνία ούτε από όσες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν εφάρμοσαν τη διόρθωση. Υπό την έννοια αυτή, η Εκκλησία της Ελλάδος, πέρα από τις καταδίκες των ηγετών των αποσχιστικών τάσεων, απέφυγε ορθώς τη γενική κανονική καταδίκη των παλαιοημερολογιτών για την οριστική αποκοπή τους από το εκκλησιαστικό σώμα, γι’ αυτό αφ’ ενός μεν χαρακτηρίσθηκαν απλώς ως παρασυνάγοντα πλανώμενα μέλη της, αφού η διαφωνία στην ημερολογιακή διόρθωση δεν ήταν επαρκής λόγος για τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας των διαφωνούντων, αφ’ ετέρου δε αποκλείσθηκε για τον λόγο αυτό οποιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός της εκκλησιαστικής τους ταυτότητας από θεσμικά όργανα της Πολιτείας, αφού μια τέτοια πράξη θα εισήγε αυθαιρέτως και αντισυνταγματικώς δύο παράλληλες και αντίπαλες “ιεραρχίες” της αυτής Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τις οποίες μόνο η μία θα ήταν δεκτή σε κοινωνία από το Οικουμενικό πατριαρχείο και από τις άλλες Ορθοδοξες Εκκλησίες (άρθρο 3, παρ. 1 του Συντάγματος).
Συνεπώς, το ημερολογιακό ζήτημα συζητήθηκε στη Β' Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ- Γενεύης, 1982), υπό την προοπτική του κοινού εορτασμού του Πάσχα με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, γι’ αυτό και διακηρύχθηκαν αφ’ ενός μεν η κοινή διαπίστωση για την ορθότητα της ημερολογιακής διορθώσεως, αφ’ έτέρου δε οι αντικειμενικές δυσκολίες των υπό κομμουνιστικά καθεστώτα Ορθοδόξων Εκκλησιών να προετοιμάσουν τους λαούς τους για οποιαδήποτε νέα μεταβολή, γι’ αυτό και το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε σε ευθετώτερο χρόνο.

Η ειδικότερη λοιπόν πτυχή του Ημερολογιακού ζητήματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθή αφ' ένός μεν από την πανορθόδοξη αξιολόγηση του λόγου και των εκκλησιαστικών συνεπειών της διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου, αφ’ ετέρου δε από την επίσημη θέση της Ί. Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εκκλησιαστική ταυτότητα των παλαιοημερολογιτών, η οποία έχει την αποκλειστική κανονική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του τύπου της σχέσεως των μελών της προς το εκκλησιαστικό της σώμα. Υπό την έννοια αυτή, οποιαδήποτε άλλη εκκλησιαστική ή πολιτική προσέγγιση είναι αντίθετη όχι μόνο προς την κανονική παράδοση, αλλά και προς το ελληνικό Σύνταγμα (1975), γι’ αυτό όχι μόνο δεν θα αποτελή εποικοδομητική πρόταση για μία συναινετική αντιμετώπιση του ζητήματος, αλλ' αντιθέτως θα πολλαπλασιάση τη σύγχυση, με επαχθείς πάντοτε συνέπειες για την Εκκλησία και για το κοινωνικο σύνολο.

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (608) Αγάπη Θεού (353) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (167) άγγελοι (73) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (232) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (99) Άγιο Φως (1) άγιοι (181) άγιος (198) αγνότητα (43) άγχος (36) αγώνας (105) αγώνας πνευματικός (297) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (128) αιρέσει (1) αιρέσεις (368) αιωνιότητα (16) ακηδία (5) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (120) αμαρτία (355) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (147) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (324) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (7) αξιώματα (15) απἀθεια (6) απελπισία (12) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (17) αποκάλυψη (9) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (204) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (111) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (149) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (10) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (19) βάπτισμα (32) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (32) Βασιλεία Θεού (36) Βασίλειος ο Μέγας (33) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (45) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (2) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (126) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (16) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (27) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (11) γυναίκα (37) δάκρυα (59) δάσκαλος (25) Δεύτερη Παρουσία (29) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (263) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (150) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (40) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (72) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (20) εγωισμός (250) εικόνες (36) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (59) εκκλησία (241) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (17) ελεημοσύνη (116) ελευθερία (65) Ελλάδα (19) ελπίδα (62) εμπιστοσὐνη (59) εντολές (13) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (170) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (186) έρωτας (20) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (195) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (34) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (16) ευγνωμοσὐνη (43) ευλογία (7) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (66) ευχαριστία (55) Εφραίμ Άγιος Νέας Μάκρης (1) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (48) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (47) ζωή (42) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (311) θάρρος (100) θαύμα (261) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (181) Θεία Λειτουργία (132) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (58) θέληση (38) θεογνωσία (3) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (37) θεολογία (29) Θεός (335) Θεοφάνεια (8) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (6) θέωση (6) θλίψεις (284) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (15) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (7) ιεραποστολή (49) ιερέας (177) ιερωσύνη (17) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουλιανός Παραβάτης (2) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (65) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (12) Ιστορία Παγκόσμια (16) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Άγιος Σιναΐτης Κλίμακος (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (332) Ιωάννης Χρυσόστομος (403) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (7) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (124) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (133) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (16) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (7) κλοπή (6) Κοίμησις Θεοτόκου (26) κοινωνία (167) κόλαση (51) Κόντογλου Φώτης (6) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (50) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Κωνσταντίνος Άγιος (2) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (118) λόγος Θεού (22) Λουκάς Ευαγγελιστής Άγιος (1) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (13) λύπη (60) μαγεία (19) Μακάριος όσιος Όπτινα (4) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) Μάρτυρες Ιεχωβα (2) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (104) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (382) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (3) μίσος (12) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (10) μοναξιά (20) μοναχισμός (118) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (11) νηστεία (69) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (4) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (3) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νουθεσίες (1) νους (55) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (37) όραμα (26) οράματα (33) οργή (4) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (296) όρκος (1) πάθη (270) πάθος (39) παιδεία (25) παιδιά (139) Παΐσιος Όσιος (382) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (339) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (115) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (23) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (10) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (31) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (556) πλησἰον (69) πλούτος (75) Πνευματικές Νουθεσίες (93) πνευματική ζωή (282) πνευματικός πατέρας (121) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (48) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (274) πραότητα (8) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (91) προορισμός (16) προσευχή (825) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (34) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (13) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (13) Σιλουανός Άγιος (3) σιωπή (14) σοφία (55) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (88) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (54) συγχώρηση (99) συκοφαντία (3) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (24) συναξάρι (2) συνείδηση (28) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (70) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (37) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (273) ταπείνωση (201) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (7) τέχνη (1) τιμωρία (21) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (45) υπακοή (132) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (57) υποκρισία (28) υπομονή (230) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (11) φιλία (31) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (55) φὀβος Θεοὐ (26) φύση (1) φως (47) Φώτιος άγιος (1) χαρά (125) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (125) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (368) Χριστούγεννα (70) χρόνος (38) ψαλμωδία (7) ψεύδος (24) ψυχαγωγία (10) ψυχή (280) ψυχολογία (25)