Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 19-31. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
16.30 ὁ δὲ εἶπεν, Οὐχί(1), πάτερ ᾽Αβραάμ, ἀλλ᾽ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν(2) πορευθῇ πρὸς
αὐτοὺς μετανοήσουσιν(3).
30 “Όχι, πατέρα μου Αβραάμ”, του λέει εκείνος, “δεν αρκεί· αλλά αν κάποιος
από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν”.
(1) «Στα μεν βιβλία απιστούν, διότι γράφτηκαν από ζωντανούς, που δεν έχουν δει
ακόμη τα σχετικά με τον μέλλοντα αιώνα· εάν όμως κάποιος από τους νεκρούς
πορευτεί προς αυτούς, θα τον πιστέψουν, αφού ξέρει τα πάντα» (Ζ).
«Τέτοιοι είναι και τώρα αυτοί που λένε· Ποιος ξέρει τα σχετικά με τον άδη;
Ποιος αφού ήλθε από εκεί μας τα ανήγγειλε;» (Θφ). Ο πλούσιος κάνει ένσταση.
Θα έλεγε κάποιος, ότι θέλει να μαλακώσει τον Αβραάμ προσφωνώντας τον
με οικειότητα με την επανάληψη του Πάτερ Αβραάμ. Η αίτησή του είναι συγκινητική.
Δεν μπορεί κάποιος όμως να μην αντιληφθεί, ότι εμπερικλείει ένα είδος
προσωπικής δικαιολογίας. Ο πλούσιος σκέφτεται για τους αδελφούς του ό,τι
και για τον εαυτό του (L). Εάν δεν μετανόησε έγκαιρα αυτό οφείλεται στο ότι
ο Θεός δεν μεταχειρίστηκε τα μέτρα που έπρεπε (g).
(2) Που βγήκε από τους νεκρούς· η «από» δείχνει το μέρος, στο οποίο είναι οι νεκροί,
δηλαδή από τον άδη (δ).
(3) Ο πλούσιος ομολογεί ότι αιτία της απώλειάς του δεν υπήρξαν κυρίως τα πλούτη,
αλλά η αμετανοησία, από την οποία συνοδεύονταν αυτά (g).