Διηγήθηκε ο αββάς Θεωνάς κι ο αββάς Θεόδωρος ότι στην Αλεξάνδρεια, επί Παύλου του Πατριάρχη κάποια κόρη έμεινε ορφανή από τους γονείς της οποίοι είχαν μεγάλη περιουσία. Κι ήταν ακόμα αβάφτιστη.
Μια μέρα λοιπόν βλέπει στο μεγάλο περιβόλι που της άφησαν οι γονείς της (υπάρχουν μεγάλα περιβόλια μέσα στην πόλη, στους κήπους των μεγιστάνων), καθώς λοιπόν βρισκόταν στο περιβόλι, βλέπει κάποιον άνθρωπο έτοιμο να απαγχονιστεί.
Τρέχει τότε και του λέει:
– Τι κάνεις, καλέ άνθρωπε;
Της λέει:
– Άφησέ με, γυναίκα, να χαρείς επειδή βρίσκομαι σε μεγάλη θλίψη.
Του λέει η κόρη:
– Πες μου την αλήθεια και ίσως μπορώ να σε βοηθήσω.
Της λέει:
– Χρωστάω πολλά και ταλαιπωρούμαι υπέρμετρα από τους δανειστές μου. Κι αποφάσισα
να πεθάνω γρήγορα και να μη ζω τόσο οδυνηρή ζωή.
Του λέει η κόρη:
– Σε παρακαλώ, να όσα έχω, πάρε να ξεχρεωθείς, μόνο μην αυτοκτονήσεις.
Και τα πήρε εκείνος και ξεπλήρωσε το χρέος. Επειδή λοιπόν εκείνη ήρθε σε οικονομική δυσχέρεια και δεν είχε ποιον να τη φροντίζει, όντας ορφανή από γονείς, από ανάγκη άρχισε να πορνεύει.
Κι έλεγαν κάποιοι που γνώριζαν κι αυτήν και σε ποια κατάσταση ήσαν οι γονείς της: "Ποιος ξέρει την κρίση του Θεού για ποια αιτία επιτρέπει σε μια ψυχή να πέφτει;" Όμως μετά από λίγο καιρό αρρώστησε κι ήρθε στα συγκαλά της.
Κι επειδή μετανόησε, έλεγε στους γείτονες:
– Για το όνομα του Θεού, ελεείστε την ψυχή μου και πέστε στον πάπα να με κάνει χριστιανή.
Κι όλοι την καταφρονούσαν κι έλεγαν: «Άραγε δεχέται [ο Θεός] αυτήν την πόρνη» και βρισκόταν σε μεγάλη στενοχώρια γι’ αυτό.
Καθώς λοιπόν βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση και στενοχωριόταν, της φανερώθηκε άγγελος Θεού με τη μορφή του ανθρώπου τον οποίο ελέησε. και της λέει:
– Τι είν’ αυτό που έχεις;
Αυτή είπε:
– Επιθυμώ να γίνω χριστιανή και κανείς δεν θέλει να μιλήσει για μένα.
Της λέει:
– Ειλικρινά ποθείς;
Αυτή είπε:
– Ναι, σε παρακαλώ.
Της λέει:
– Μη στενοχωριέσαι καθόλου. Εγώ φέρνω κάποιους και σε πηγαίνουν στην εκκλησία.
Φέρνει λοιπόν άλλους δυο, κι αυτούς αγγέλους, και την πηγαίνουν στην εκκλησία. Και ξανά μεταμορφώνονται σε κάποια διάσημα πρόσωπα από την ακολουθία του Αυγουστάλιου*. Και καλούν τους κληρικούς και τους αρμόδιους για τα βαπτίσματα.
Και τους λένε οι κληρικοί:
– Η αγάπη σας μας την εγγυάται;
Λένε σ᾽ αυτούς:
– Ναι.
Αϕού λοιπόν τέλεσαν οι κληρικοί τα της ακολουθίας για όσους πρόκειται να βαφτιστούν, τη βάφτισαν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Την έντυσαν και τα φορέματα του νεοφώτιστου κι έτσι λευκοντυμένη μπήκε στο σπίτι της βασταζόμενη απ’ αυτούς. Και την άφησαν· κι έγιναν άφαντοι.
Οι γείτονες λοιπόν βλέποντάς τη λευκοντυμμένη, της είπαν:
– Ποιος σε βάφτισε;
Και τους απάντησε και είπε:
– Κάποιοι ήρθαν και με πήγαν στην εκκλησία κι είπαν στους κληρικούς και με βάφτισαν.
Και της έλεγαν:
– Ποιοι είναι αυτοί;
Επειδή λοιπόν δεν έβρισκε τι να τους πει, πήγαν και το ανάφεραν στον πάπα.
Καλεί ο πάπας τους αρμόδιους για το βαπτιστήριο και τους λέει:
– Αυτήν εσείς την βαφτίσατε;
Ομολόγησαν λοιπόν ότι τους παρακάλεσαν ο τάδε και ο τάδε του Αυγουστάλιου.
Στέλνει ο επίσκοπος και καλεί τους κατονομασθέντες και ζητά να μάθει απ’ αυτούς αν αυτοί έδωσαν την εγγύηση γι αυτήν. Και είπαν: «Ούτε ξέρομε ούτε γνωρίζουμε αυτούς που έκαναν τούτο».
Και τότε κατάλαβε ο επίσκοπος ότι η ενέργεια είναι θεϊκή.
Και την προσκάλεσε και είπε:
– Πες μου, θυγατέρα, τι καλό έχεις κάνει.
Του λέει:
– Όντας πόρνη και φτωχή, τι καλό μπορούσα να κάνω;
Της λέει:
– Κανένα απολύτως καλό δεν θυμάσαι να έχεις πράξει;
Του λέει:
– Όχι. Μόνο είδα κάποιον που ήθελε να απαγχονιστεί, επειδή πνιγόταν από το δανειστή του, και του έδωσα όλη την περιουσία μου και τον ελευθέρωσα.
Και λέγοντας αυτά, αναπαύτηκε «εν Κυρίω», ελεύθερη από τα εκούσια και τα ακούσια αμαρτήματα, Τότε δόξασε ο επίσκοπος τον Κύριο και είπε: «Δίκαιος, ει, Κύριε, και ευθείς αι κρίσεις Σου».
* Tίτλος στρατιωτικού, αξιωματούχου.
(Απόσπασμα από το βιβλίο, Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», της σειράς «Άνθη της ερήμου» αρ. 17, έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, 1983. Εισαγωγικά, μετάφραση, σχόλια, Μοναχού Θεολόγου. "Επιμέλεια Στέλιος Κούκος", πηγή: "πεμπτουσία")