179. «δώσει Κύριος... σημείον ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει (Ήσ. ζ’ 14)
Στο εξαίσιο αυτό χωρίο βρίσκομε μια παλαιά και θεόπνευστη μαρτυρία της Παρθενίας της Θεοτόκου. «Η χριστιανική Εκκλησία επίστευσεν έκπαλαι, ότι εν τω παρόντι χωρίω πρόκειται περί της εκ Παρθένου γεννήσεως του Ιησού Χριστού, περί του υπερφυούς τρόπου της συλλήψεως του οποίου πληροφορούμεθα από του ευαγγελίου του Λουκά (α' 35 πρβλ. Ματθ. α' 18 εξ.) και την πίστιν ταύτην συμμερίζεται και μέχρι σήμερον η πιστή θεολογική ερμηνεία του χωρίου» (ΥΗ, 104) .
Τη σύλληψι του Ιησού από την Παρθένο ο προφήτης τη χαρακτηρίζει «σημείον», σαν θεόσταλτο δηλαδή και παράδοξο γεγονός, που υπερβαίνει τη φυσική συνήθεια, σαν υπερφυσικό επομένως θαύμα. «Ουδείς σημείον καλεί το καθ’ εκάστην γινόμενον ημέραν· ει γαρ μη παρθενικός εστίν, αλλά γαμικός ο τόκος, πώς το κατά φύσιν οδεύον σημείον προσαγορεύεται;» (Θεοδώρητος, ΥΗ, 103) .
Η χρησιμοποίησις δε του άρθρου «Η Παρθένος» φανερώνει ότι ο μεγαλοφωνότατος Προφήτης δεν μιλάει για οποιαδήποτε νεαρή γυναίκα, αλλά για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, για την Παρθένο Μαρία: «Δια δε τούτο και αρχόμενος ουκ είπεν ιδού Παρθένος, αλλ’ ιδού η Παρθένος, τη προσθήκη του άρθρου επίσημον τινά και μόνην τοιαύτην γεγενημένην ημίν αινιττόμενος» (Χρυσόστομος, ΥΗ, 103).
«Όπως ο Ιησούς υπήρξεν η απαρχή της καθαρότητος "της εν αγνεία" των ανδρών, έτσι και η Αειπάρθενος είναι η απαρχή των γυναικών που ζουν εν παρθενία (Ωριγένης, X, 110) .
Η Παρθενία της Θεοτόκου είναι τόσο εκπληκτικό γεγονός που το προαισθάνθηκαν αιώνες πριν, οι άγιοι του Θεού προφήται. Σαν φωτεινό μετέωρο λάμπει το στερέωμα της ιστορίας και το ανυπέρβλητο μεγαλείο του διατρέχει το χρόνο και στις τρεις διαστάσεις του: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η Παρθενία επομένως της Θεοτόκου είναι ένα υπέροχο μυστήριο που σχετίζεται ιδιαίτερα με την υπέρχρονη «καινή κτίσι» και την υπέρχρονη 8η Ημέρα της Αιωνιότητος, όπως είπαμε.
Ευσπλαγχνίας υπάρχουσα πηγή, συμπαθείας αξίωσον ημάς, Θεοτόκε.
Η προσφώνηση αυτή της Θεοτόκου αναφέρεται στην Παρθενία της. Η Παρθένος Μαρία «εμνηστεύθη τω Ιωσήφ», δεν έγινε όμως ποτέ Νύμφη και σύζυγός του. Η Θεοτόκος υπήρξε «νύμφη ανύμφευτος», δεν γνώρισε δηλαδή τη συζυγική παστάδα.
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου έκανε την εμφάνισί του το χριστιανικό παράδοξο. Η χριστιανική κλήσις, πίστις και ζωή είναι μια σύνθεσις αντιθέτων καταστάσεων που κατ' αρχήν φαίνεται παράδοξη: Στον χριστιανό βλέπει κανείς π.χ. να συμπίπτουν η ζωή και ο θάνατος, η πτώσις και η ανόρθωσις, η δύναμις και η αδυναμία. Και η Θεοτόκος λέμε ότι ήταν «νύμφη ανύμφευτος».
Το χριστιανικό παράδοξο είναι ένα σχήμα λόγου που θέλει να δείξη τη νέα πραγματικότητα που δημιουργεί ο Χριστός. Η πραγματικότης αυτή δεν είναι συνηθισμένη. Δεν εντάσσεται μέσα στα γνωστά περιθώρια και τους καθιερωμένους όρους. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι μικρή ή μεγάλη, φυσική ή υπερφυσική, παρούσα ή μέλλουσα. Αλλ’ ότι είναι και τα δύο.
Όποιος μπαίνει στο χώρο του Χριστού αποκτά νέα στοιχεία υπάρξεως. Δεν μπορεί να τον κατατάξη κανείς εύκολα και απόλυτα στις γνωστές κατηγορίες. Τα μέτρα και τα σταθμά αποδεικνύονται άχρηστα. Η αριθμητική δεν ισχύει. «Που τάξομεν αυτόν;» ρωτάει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (PG 48, 681)
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)