«Εκεί (στον κήπο της Εδέμ) υπήρχε δένδρο της καλής και πονηρής γνώσεως, το οποίο, όταν έφαγαν από αυτό, τους έγινε αίτιο θανάτου· εδώ υπάρχει το ξύλο του σταυρού, στο οποίο προσηλώθηκε ο Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ και Θεός, θέτοντας σ’ αυτό τα χέρια αντί των χειρών του Αδάμ που άγγιξαν τον καρπό, και τα πόδια αντί των ποδιών που βάδισαν στην παράβαση. Και ο Αδάμ βέβαια, όταν γεύθηκε από εκείνο το δένδρο, έγινε για τους απογόνους του αίτιος θανάτου και κατάρας· ο Χριστός όμως και Θεός όταν γεύθηκε την χολή και ήπιε το όξος, τους απάλλαξε από την κατάρα και τους ελευθέρωσε από την φθορά του θανάτου, και σ’ εκείνους που πίστευσαν σ’ αυτόν, δώρησε καινούργια ζωή και τους ενίσχυσε να έχουν ισάγγελο βίο σ’ αυτόν τον κόσμο. Εκεί το δένδρο της ζωής ήταν στο μέσον του παραδείσου και κατ’ οικονομία δεν επιτράπηκε στον Αδάμ να φάγει από αυτό, αλλά εδιώχθηκε από τον παράδεισο, γι’ αυτό και ετάχθηκε να φυλάγει την είσοδο αυτού η πύρινη ρομφαία· εδώ εχάραξε ο Χριστός την πλευρά με την λόγχη και απέστρεψε εκείνην την ρομφαία και άνοιξε την είσοδο κι εφύτευσε σ’ όλον τον κόσμο το δένδρο της ζωής ή καλύτερα μας έδωσε εξουσία να το φυτεύομε καθημερινά, κι αυτό αυξάνει συνεχώς και προξενεί την αιώνια ζωή σ’ εκείνους που τρώγουν από αυτό. Πω-πω παράδεισος που φυτεύθηκε τώρα από τον Χριστό τον Θεό! Πω-πω μυστήριο πρωτάκουστο και φρικτά θαύματα! Εκεί ο Αδάμ και η Εύα ήταν δένδρα αισθητά και ομολογουμένως ορατά, το ίδιο το δένδρο της γνώσεως και το δένδρο της ζωής μαζί διαφορετικό από άλλο· εδώ ο νέος Αδάμ γίνεται τα πάντα μαζί για τους πιστούς, και απόλαυση και γνώση, που δεν θανατώνει και δεν εμποδίζει από το δένδρο της ζωής, αλλά διδάσκει όσα δια λέξεων πρέπει να αποκρίνονται δεόντως στο φίδι· «φύγε», λέγει, «πίσω μου Σατανά» και τα ακόλουθα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και εισάγει προς την ζωή, η οποία είναι πάλι αυτός ο ίδιος» (τ. 19Β, σελ. 285-7).
«Αφού τα πεις αυτά και ευχαριστήσεις το Θεό σφραγίζοντας το πρόσωπο, το στήθος και όλο σου το σώμα με το σημείο του τιμίου σταυρού, πέσε και πλάγιασε στην ψάθα σου» (τ. 19Δ, σ. 427).
«Κι ο ίδιος (ο διάβολος) με κυνήγησε με καυχησιές μεγάλες. Ήρθε και μ’ ηύρε μοναχό να κείτομαι απ’ τον πόνο [ενώ αγρυπνούσε ο Μωυσής (ο Πνευματικός του) με το Θεό μιλώντας], πρόσταξε να μου δέσουνε πόδια μαζί και χέρια· και νόμιζαν πως με κρατούν κι έπιασαν να με δένουν· κι εγώ γελούσα καταγής κι η προσευχή μου τ’ όπλο και το σημείο του σταυρού που τους εσκόρπιζε όλους. Ν’ αγγίξουν μη τολμώντας με ή καν να με ζυγώσουν, κάπου μακριά μου στέκοντας ελέγαν πως με φοβίζουν με τους δαυλούς που κράταγαν κι έλεγαν θα με κάψουν. Μεγάλες έβγαζαν κραυγές και προκαλούσαν χτύπους. Αλλά για να μην καυχηθούν πώς κάτι μέγα εκάναν, φως μ’ είδαν με τις προσευχές να γίνω του πατρός μου (του Πνευματικού του) και ξαφνικά υποχώρησαν όλοι τους ντροπιασμένοι…» (τ. 19Ε, σ. 235, στιχ. 195-208).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)