Από το Βίο του….
«Ασχολούμενος με το διακόνημα του κελλαρίτη ο Αρσένιος, μία ημέρα έπλυνε σιτάρι με νερό και το άπλωσε στον πρόναο, αφού άφησε ανοικτή μία από τις θύρες για ν’ αερίζεται. Κουρούνες που επέταξαν μέσα, κατέφαγαν, όσο μπορούσαν, το σιτάρι κι’ εφώναζαν από χαρά. Όταν λοιπόν άκουσε τις φωνές ο Αρσένιος, έτρεξε αμέσως και ευρήκε αυτές μεν με τα στόματα γεμάτα σιτάρι, το δε σιτάρι σκορπισμένο εδώ κι εκεί. Καθώς λοιπόν είδε τούτο, έκλεισε την θύρα γεμάτος θυμό εναντίον των πτηνών και τις έρριψε όλες στο έδαφος συντρίβοντάς τις με κοντάρι. Σαν να είχε κάμει μάλιστα μεγάλο κατόρθωμα ανήγγειλε το γεγονός στον μακάριο Συμεών. Αυτός δε, προφασισμένος ότι ενέκρινε την πράξη, λέγει· «ας πάμε, να ιδώ και εγώ πόσο καλά έκανες που τις σκότωσες». Καθώς λοιπόν επήγε ο άγιος και είδε τα πτηνά να είναι στρωμένα στο έδαφος νεκρά, σκυθρώπασε από λύπη για τον παράλογο θυμό τούτου και προσκαλώντας έναν από τους υφισταμένους του πρόσταζε να φέρει σχοινί, να δεθούν όλες οι κουρούνες και να κρεμασθούν στον τράχηλο του Αρσενίου. Καθώς δε το πρόσταγμα εκτελέσθηκε γρηγορότερα από λόγο, διατάσσει να σύρουν τούτον και να τον περιφέρουν στο μοναστήρι, για να θεατρίζεται στο μέσο των μοναχών. Αυτός δε υπέμεινε την αισχύνη της πράξεως με τόσο καταβεβλημένο φρόνημα, ώστε να χύνει ποταμούς δακρύων και ν’ αποκαλεί τον εαυτό του φονέα» (εκδ.ΕΠΕ τ.19Α, σελ.113-115).
«(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο). Αν δε καμμία φορά χρειασθεί να κινηθείς και κατά των ατάκτων σε εύλογο θυμό με παιδευτική ράβδο, για να ανακόψεις κάπως το κακό και αναστείλεις φαύλη συνήθεια, ούτε αυτό δεν είναι ξένο προς την Eκκλησία των πιστών· διότι κάθε πράξη μας που αναστέλλει την κακία και βοηθάει την δικαιοσύνη και αρετή είναι επαινετή και θεάρεστη» (τ.19Α, σ.139).
«Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητος για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (τ.19Α, σ.141).
«Πρέπει όλους τους λογισμούς που μας έρχονται να τους εξετάζομε με προσοχή και να τους αντιπαραβάλλουμε με τις μαρτυρίες από τις θεόπνευστες Γραφές και από την διδασκαλία των πνευματικών και άγιων πατέρων, και εάν τους ευρίσκομε να συμφωνούν με αυτές και να είναι ισοδύναμοι, να τους κρατάμε με κάθε δύναμη και να φιλοδοξούμε να τους κάνουμε έργο. Εάν όμως τους ευρίσκομε να μη συμφωνούν με το λόγο της αληθείας, να τους διώχνομε από μέσα μας με πολλή οργή, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί «να οργίζεσθε και να μη αμαρτάνετε». Διότι, σαν μόλυσμα και κεντρί του θανάτου, έτσι πρέπει ν’ αποφεύγομε την προσβολή που γίνεται μέσα μας από τους εμπαθείς λογισμούς» (19Γ 357-359)
«Να μη φέρεσαι με θυμό και οργή και κραυγή εναντίον των τέκνων και αδελφών σου χωρίς αιτία που προκαλεί κίνδυνο στην ψυχή, αλλά να τους διδάξεις με ήπιο λόγο και ομιλία, πώς πρέπει να περπατεί ο καθένας τους και να συναναστρέφεται μέσα στην αδελφότητα» (τ.19Δ, σ.201).
«Εάν χρειασθεί ποτέ ν’ αντιμετωπίσεις από εύλογο θυμό με ράβδο και βακτηρία τους άτακτους, για να κάνεις κάποια ανακοπή του κακού και ν’ αναστείλεις λοιμώδη φθορά σ’ αυτούς, ώστε να μην επεκταθούν προς το χειρότερο τα της φαύλης εργασίας και διαθέσεως, ούτε αυτό κρίθηκε ασύμφωνο από τους αποστόλους στις διατάξεις τους και από τους θεοφόρους πατέρες μας. Διότι κάθε κίνηση και κάθε πράξη μας, που περιορίζει και απομακρύνει την κακία και βοηθάει τη δικαιοσύνη και την αρετή, είναι επαινετή και θεάρεστη και ευπρόσδεκτη από όλους τους δικαίους. Και μάρτυρας είναι ο Ιησούς, που χτύπησε με φραγγέλιο τους σκληρούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν μεταβάλει σε οίκο εμπορίου τον οίκο προσευχής, και ανέτρεψε τις τράπεζες των χρηματιστών. Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (τ.19Δ, σελ.201-203).
«Ποιο επίσης είναι το όφελος της νηστείας, πες μου, εάν δεν συνοδεύεται από πραότητα;… εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (τ.19Δ, σ.349).
«Ποιος λοιπόν που πενθεί καθημερινά θα συνεχίσει να ζει οργιζόμενος και δεν θα γίνει πράος; Διότι, όπως ακριβώς η φλόγα της φωτιάς σβήνει από το νερό, έτσι και ο θυμός της ψυχής σβήνει από το πένθος και τα δάκρυα· και σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε, αν περάσει κανείς πολύ χρόνο σ’ αυτή την κατάσταση, να μετατεθεί το θυμικό της ψυχής του και να περιέλθει σε ακινησία» (τ.19Δ, σ.443).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (τα παρακάτω, υπάρχουν και στο θέμα «Αγάπη». Παρατίθενται και εδώ διότι σχετίζονται άμεσα και με το θέμα «Θυμός»):
«Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος να κατηχή τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεσι του αποστόλου να νουθετή, να ελέγχη, να παρηγορή, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθησαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και εσήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσί τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και εσήκωσε την σκέψι τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε ώρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους εκρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που εζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε επέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους εκάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και εκάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχησι και έπειτα, τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιώταν από την απόφασι; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμην. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφασι περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρησι των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπη αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώση το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συναθροίση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου εζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησί του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησί του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό εγινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνισι, εκαθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και εζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθή από αυτούς· με διδακτικούς λόγους εμαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και εγέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει» (τ.19Α, σελ.97-101).
«άλλοτε μεν τον έπλυναν με ύβρεις και λοιδορίες και τον ονείδιζαν πικρά, μερικές φορές εσήκωναν και χέρια επάνω του, αν και ήταν γέρων και αδύνατος ήδη, και τον έρριπταν κατά γης (ώ, πόση ανοχή και πόση άφατη μακροθυμία έχεις, Χριστέ) με φονικό χέρι, άλλοτε δε ελιθοβολούσαν τον δίκαιο. Ένας από αυτούς μάλιστα κάποια φορά έλαβε λίθο, όσον μεγάλο μπορούσε να χωρέσει το χέρι του, και τον πετά δυνατά προς τον τόπο, όπου συνήθιζε να κάθεται ο άγιος και να γράφη τα λόγια της θείας χάριτος. Ο λίθος, αφού συνέτριψε το υαλωτό, διέρχεται κατά του μήνιγγος του αγίου, και πέφτει αντίκρυ από την όψι του και με μόνο το ορμητικό κτύπημα εγέμισε ζάλη το σεβαστό κεφάλι του· αν είχε κτυπήσει σ’ αυτό κατά την φορά του, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να στείλη τον άγιο την ίδια στιγμή στον θάνατο. Τι πράττει λοιπόν τότε ο μιμητής του ειπόντος, «να μη ανταποδώσης κακό για κακό»; Αντάμειψε με αγαθά τόσο αυτόν όσο και όλους τους άλλους που τον κακοποιούσαν· γι’ αυτό φωνάζει με γαλήνια λαλιά τον μαθητή του Συμεών και λέγει· «βλέπεις την εναντίον μας απειλή, αδελφέ;» και του υπέδειξε τον λίθο. «Αλλά πήγαινε και σβήσε τον εναντίον μας θυμό του ανθρώπου με το έλεος της φιλανθρωπίας, χορηγώντας σ’ αυτόν αφθόνως τα αναγκαία για την θεραπεία από το υστέρημά μας» (τ.19Α, σ.231).
«Άλλο είναι το να μην αγανακτούμε γι’ ατιμίες και ύβρεις, για πειρασμούς και θλίψεις, και άλλο το να ευχαριστούμαστε γι’ αυτά και να ευχόμαστε υπέρ εκείνων που το προκαλούν σ’ εμάς· άλλο είναι το να τους αγαπούμε από ψυχή και άλλο υπεράνω αυτού το να αποτυπώνωμε νοερώς το πρόσωπο του καθενός από αυτούς και να τους καταφιλούμε απαθώς ως γνησίους φίλους με δάκρυα ειλικρινούς αγάπης, οπότε φυσικά δεν ευρίσκεται καθόλου ούτε ίχνος αηδίας στην ψυχή. Ανώτερο δε από αυτά που αναφέραμε είναι, όταν ακόμη και στον καιρό των πειρασμών έχει κανείς ίση και όμοια αναλλοιώτως διάθεσι προς εκείνους που τον λοιδορούν κατά πρόσωπο και τον διαβάλλουν, τον κατακρίνουν και τον καταδικάζουν, τον υβρίζουν και τον εμπτύουν, αλλ’ επίσης και προς εκείνους που εξωτερικά τηρούν το πρόσχημα φιλίας, κρυφά δε διαπράττουν τα όμοια χωρίς να διαφεύγουν την προσοχή· ασυγκρίτως δε ανώτερο τούτων πάλι θεωρώ ότι είναι το να λησμονήση κανείς τελείως όσα έχει υποφέρει και να μη τα θυμάται, είτε παρόντες είτε απόντες είναι αυτοί που τον έθλιψαν, να προσδέχεται δε και αυτούς ομοίως με τους φίλους στις συναναστροφές και συνεστιάσεις χωρίς ανάμνηση των συμβάντων» (τ.19Α, σ.451).
«Εάν σε υβρίσει κανείς δικαίως ή αδίκως ή σε κακολογήσει ή σε διαβάλλει, και δεν υποφέρεις με πραότητα την ατιμία, ή όταν λυπηθείς και δαγκωθείς στην καρδιά, δεν βαστάξεις και δεν χαλιναγωγήσεις τις κινήσεις της ψυχής σου, αλλά υβρίσεις αυτόν που σε ύβρισε ή τον κακολογήσεις ή πράξεις κάτι ενάντιο σ’ αυτόν, ή πάλι δεν κάνεις τίποτε από αυτά σ’ εκείνον, αλλά φύγεις έχοντας στην καρδιά σου μίσος εναντίον του και δεν τον συγχωρήσεις με όλη την ψυχή σου και δεν προσευχηθείς γι’ αυτόν από την καρδιά σου, να, εστρατεύθηκες κατά του Χριστού, ενεργώντας αντίθετα από τα προστάγματά του, κι έγινες πολέμιός του, έχασες επίσης και την ψυχή σου, επισφραγίζοντας και επικυρώνοντας τις προϋπάρχουσες αμαρτίες σου και καθιστώντας τις ανεξάλειπτες. Εάν πάλι κάποιος σε ραπίσει στο δεξί σαγόνι κι έπειτα δεν του στρέψεις και το άλλο, αλλά μάλλον τον κτυπήσεις κι εσύ, έγινες στρατιώτης και βοηθός του αντικειμένου Σατανά κι εκτύπησες όχι μόνο τον αδελφό, αλλά δι’ αυτού κι αυτόν που σου είπε να μη κτυπήσεις, αλλά να στρέψεις μάλλον και το άλλο σαγόνι σ’ αυτόν. Και εάν κάποιος σου αφαιρέσει χρυσό ή κάτι άλλο λαθραία ή φανερά, δανειζόμενος τυχόν ή αρπάζοντάς το, έπειτα δεν θελήσει να σου το δώσει, κακοπραγώντας ή εξ αιτίας φτώχειας, κι εσύ δεν το υποφέρεις με ευχαρίστηση και αμνησικακία, αλλά σύρεις εκείνον που το άρπαξε στα δικαστήρια και μισθώσεις συνηγόρους, ζητώντας βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο στενοχωρούμενος, λυπούμενος, οδηγώντας και σύροντας τον αδελφό σε δίκη, χρησιμοποιώντας όρκους και ψευδορκίες και αναγκάζοντάς τον να ορκίζεται και να επιορκεί και να ψεύδεται, πράγμα που είναι χειρότερο όλων των άλλων, και μαζί μ’ αυτά τον παραδώσεις στις φυλακές και ενεργείς και πράττεις τα πάντα, ώστε να λάβεις όσα σου χρωστάει, πώς δεν είσαι φανερώς πολέμιος και του εαυτού σου;» (τ.19Γ, σ.219).
«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (19Ε, 121, στίχ. 1-5)
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)