Εκείνους λοιπόν πού χάσκουν στα παρόντα πράγματα και αφοσιώνονται σ΄ αυτά, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τα μέλλοντα, και τρέχουν χωρίς διακοπή στίς σωματικές απολαύσεις, ενώ αφήνουν τίς ψυχές τους να λειώνουν από τήν πείνα και να ταλαιπωρούνται απο μύρια κακά, αυτούς τους παρομοιάζω μέ τόν άνδρα εκείνο πού έφευγε μπροστά από μαινόμενο ρινόκερω επειδή δέν άντεχε το θόρυβο τής βοής και το τρομακτικό μούγκρισμα του, φεύγοντας όμως γρήγορα για να μήν τόν καταβροχθίσει ο ρινόκερος και τρέχοντας με ταχύτητα, έπεσε μέσα σέ ένα μεγάλο βόθρο.
Ενώ δε έπεφτε μέσα σ΄ αυτόν, άπλωσε τα χέρια του και πιάστηκε απο ένα φυτό το οποίο κρατούσε γερά, και αφού στήριξε και τα πόδια του σε κάποια βάση, νόμιζε ότι βρίσκεται σέ ειρήνη και ασφάλεια.
Καθώς κοιτούσε όμως, βλέπει δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο, πού έτρωγαν αδιάκοπα τη ρίζα τού φυτού, από τό οποίο ήταν κρεμασμένος, και κόντευαν σέ λίγο νά τήν κόψουν.
Κοιτάζοντας τότε τόν πυθμένα του βόθρου, είδε ένα δράκο τρομερό στήν όψη, πού έβγαζε φωτιά από τα ρουθούνια του, ήταν πολύ άγριος, είχε πολύ φρικτά ανοιχτό τό στόμα του στή βάση εκείνη πού είχε στηριγμένα τα πόδια του, είδε νά προβάλλουν τά κεφάλια τεσσάρων ασπίδων από τόν τοίχο στόν οποίο στηριζόταν, ενώ στρέφοντας τά μάτια πρός τα επάνω, βλέπει νά στάζει από τά κλαδιά του φυτού εκείνου λίγο μέλι.
Αφήνοντας λοιπόν τίς σκέψεις για τίς συμφορές πού τόν περικύκλωναν, ότι δηλαδή απ’ έξω ο ρινόκερος μανιασμένος ήθελε νά τόν κατασπαράξει, από κάτω ο φοβερός δράκος περίμενε με ανοιχτό το στόμα για να τόν καταπιεί, το φυτό από τό οποίο ήταν πιασμένος όπου νά ΄ναι θα κοβόταν, καί ότι τά πόδια του στηρίζονταν σε γλυστερή καί άστατη βάση, ξεχνώντας ασυλλόγιστα τα τόσα καί τέτοιου είδους φρίκτα θεάματα, προσηλώθηκε μ΄ όλη τη σκέψη του στη γλυκύτητα τής μικρής εκείνης σταγόνας του μελιού.
Αυτή είναι η παρομοίωση αυτών πού προσκολλώνται στήν απάτη τού κόσμου αυτού, τή σημασία τής οποίας θα σού εξηγήσω αμέσως.
Ο ρινόκερος είναι σύμβολο τού θανάτου, ο οποίος καταδιώκει διαρκώς και βιάζεται νά συλλάβει το ανθρώπινο γένος.
Ο βόθρος είναι σύμβολο τού κόσμου, πού είναι γεμάτος από κάθε είδους κακά και θανατηφόρες παγίδες.
Τό φυτό πού διαρκώς τό έκοβαν τά δύο ποντίκια, από τό οποίο είχε πιαστεί, είναι η περίοδος τής ζωής τού καθενός, ή οποία ξοδεύεται καί καταναλώνεται όλες τίς ώρες τού ημερονυκτίου και κοντεύει λίγο-λίγο να κοπεί.
Οί τέσσερις πάλι ασπίδες σημαίνουν τή σύσταση τού ανθρώπινου σώματος από τέσσερα αβέβαια καί ασταθή στοιχεία, τά οποία όταν ατακτούν και ταράζονται, καταστρέφουν τή σύσταση τού σώματος.
Επί πλέον, ό φλογώδης εκείνος σκληρός δράκος εικονίζει τη φοβερή κοιλιά του άδη, ή οποία επιθυμεί πάρα πολύ να δεχθεί αυτούς πού προτιμούν τά τωρινά ευχάριστα, από τα μελλοντικά αγαθά.
Τέλος η σταγόνα τού μελιού φανερώνει τή γλυκύτητα πού έχουν οί χαρές τού κόσμου, μέ τήν οποία, απατώντας τούς φίλους του, δέν τούς αφήνει νά προνοήσουν γιά τή σωτηρία τους.
(Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Βίος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, εκδόσεις ΕΠΕ τόμ. 10 σελ.163-167)