Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
15 Νοε

Ιστορία του Σχίσματος Ορθοδόξων & Ρωμαιοκαθολικών (Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική ιστορία)

Γράφτηκε από τον 

(τόμος Β σελ.  97-175). 

2. Η εκλογή του ι. Φωτίου και η σύγκρουση Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως

α'. Η εκλογή του ι. Φωτίου και η αντίδραση των "ιγνατιανών"

    Οι παρεκκλίσεις της Δύσεως έγιναν αντικείμενο οξύτερης διαμάχης μεταξύ Ανατολής και Δύσεως με αφορμή το ζήτημα, το οποίο δημιουργήθηκε περί την κανονικότητα της διαδοχής του Ιγνατίου από τον πατριάρχη Φώτιο στον θρόνο Κπόλεως. Η εσωτερική διάσπαση της εκκλησίας της Κπόλεως από το γεγονός αυτό έδωσε την ευκαιρία στον αυταρχικό και φιλόδοξο πάπα Ρώμης Νικόλαο Α' (858-867) να εγείρη τις παλαιές διεκδικήσεις του παπικού θρόνου στο Α. Ιλλυρικό με την προβολή του παπικού πρωτείου, όπως αυτό προβαλλόταν και στις χαλκευμένες ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις. Η έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση, η οποία δημιουργήθηκε στο Βυζάντιο μετά το πέρας της εικονομαχικής έριδας, λόγω κυρίως της αντιδράσεως των ζηλωτών Στουδιτών στη μετριοπαθή αντιμετώπιση των μετανοούντων εικονομάχων, ανάγκασε τον πατριάρχη Μεθόδιο (843-847) να αναθεματίση τους ηγέτες των αντιδρώντων (Mansi XVI, 444). Ο Μεθόδιος δεν διαφωνούσε βεβαίως προς τους Στουδίτες ως προς το κύρος των χειροτονιών αυτών, οι οποίες είχαν τελεσθή από τους εικονομάχους πατριάρχες, αλλά έκρινε αναγκαία την άσκηση εκκλησιαστικής οικονομίας. Ωστόσο, καίτοι υποστηριζόταν από τους μοναχούς του Ολύμπου της Βιθυνίας και από τη βασίλισσα Θεοδώρα, δεν μπόρεσε να καταστείλη τις αντιδράσεις των ζηλωτών μοναχών, οι οποίες συνεχίσθηκαν μέχρι και την άνοδο του Ιγνατίου στον πατριαρχικό θρόνο (848). Τόσο η Θεοδώρα, όσο και ο πανίσχυρος αξιωματούχος Θεόκτιστος στην αρχή είχαν ταχθή υπέρ της φιλελεύθερης πλευράς των "Πολιτικών", ο δε πατριάρχης Μεθόδιος από αυτούς επέλεγε συνήθως και χειροτονούσε επισκόπους στις χηρεύουσες επισκοπές. Στους Πολιτικούς ανήκαν διακεκριμένες και ισχυρές προσωπικότητες, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κπόλεως Λέων ο Φιλόσοφος, ο ι. Φώτιος, ο Γρηγόριος Ασβεστάς, ο Βάρδας κ.ά. Ο θάνατος όμως του Μεθοδίου προκάλεσε την οξύτατη αντιπαράθεση των Ζηλωτών και των Πολιτικών ως προς τον εκλεγησόμενο νέο πατριάρχη. Ειδικότερη μνεία πρέπει να γίνη για το πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Συρακουσών Γρηγορίου Ασβεστά, ο οποίος ήταν στενός φίλος του πατριάρχη Μεθοδίου και είχε εγκατασταθή στην Κπολη αμέσως μετά την αραβική επιδρομή στη Σικελία (περί το 827). Διακρινόταν για την ευρύτατη παιδεία του και το καλλιγραφικό του τάλαντο, είχε δε φιλοτεχνήσει πολλά χειρόγραφα. Η έντονη ανάμιξή του στα εκκλησιαστικά πράγματα κατά την πατριαρχία του Μεθοδίου είχε προκαλέσει την αντίδραση των Στουδιτών και γενικότερα των Ζηλωτών, δεν αποκλείεται δε να είχε και προσωπικές φιλοδοξίες για τον πατριαρχικό θρόνο μετά τον θάνατο του Μεθοδίου. Είναι όμως βέβαιο ότι ο Γρηγόριος Ασβεστάς εργάσθηκε στο παρασκήνιο για την εκλογή ενός μετριοπαθή πατριάρχη, καίτοι η Θεοδώρα από πεποίθηση και ο Θεόκτιστος από πολιτική σκοπιμότητα τάχθηκαν υπέρ του υποστηριζόμενου από τους αδιάλλακτους Ζηλωτές μοναχού Ιγνατίου, γιού του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α' Ραγκαβέ (811-813). Όπως η εκλογή του μετριοπαθούς Μεθοδίου είχε προκαλέσει την πείσμονα αντίδραση των Ζηλωτών, έτσι και η εκλογή του ζηλωτή Ιγνατίου προκάλεσε την αγανάκτηση των Πολιτικών, οι οποίοι προοδευτικά συσπειρώθηκαν γύρω από τον συνεχώς ισχυροποιούμενο καίσαρα Βάρδα.
    Η εκλογή του Ιγνατίου (846-858, 867-877) δεν έγινε βεβαίως με κανονική σύγκληση και συγκρότηση της Πατριαρχικής συνόδου, οφειλόταν δε σαφώς στην πρωτοβουλία της βασίλισσας Θεοδώρας. Εν τούτοις, δεν εγέρθηκε ουσιαστική αντίρρηση εκ μέρους των επισκόπων. Η πρώτη ρήξη του Ιγνατίου προς τους Πολιτικούς είχε ως αφετηρία τη σύγκρουσή του με τον πολυπράγμονα λόγιο αρχιεπίσκοπο Συρακουσών Γρηγόριο Ασβεστά, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής στον Ιγνάτιο. Του απαγόρευσε να παραστή στην τελετή της ενθρονίσεώς του, ενώ αργότερα με τοπική σύνοδο τον καθαίρεσε και αφόρισε τους οπαδούς ή υποστηρικτές του (853). Ο Γρηγόριος Ασβεστάς, ο οποίος ασκούσε προφανώς μεγάλη επιρροή στο συμπατριώτη του πατριάρχη Μεθόδιο, είχε ίσως εισηγηθή και την καταδίκη των ζηλωτών Στουδιτών, οι οποίοι διά μέσου του ομόφρονα πατριάρχη Ιγνατίου ανταπέδιδαν πλέον τα ίσα. Οι Πολιτικοί δεν ηνείχοντο βεβαίως τον αδιάλλακτο πατριάρχη, η δε ισχυροποίηση του καίσαρα Βάρδα, ηγέτη των Πολιτικών, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Θεοκτίστου (856), οδήγησε στην εναντίον του σκλήρυνση της θέσεως του Ιγνατίου. Ήταν λάθος τακτικής. Ο Βάρδας συκοφαντήθηκε ότι είχε δήθεν ανήθικες σχέσεις με τη νύφη του από τον αποθανόντα γιό του, ο δε πατριάρχης Ιγνάτιος, επηρεασμένος και από τους αντιπάλους του Βάρδα στο Παλάτι, είχε δημόσια αρνηθή να του προσφέρη τη θεία κοινωνία στο ναό της αγ. Σοφίας. Η ηθική μείωση του καίσαρα δεν εξουδετέρωσε την επιρροή του στα δημόσια πράγματα, όταν δε διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ο Βάρδας αποφάσισε να επιβάλη τον μοναχικό βίο στην αδελφή του Θεοδώρα και στις θυγατέρες της για να αφαιρέση και τα τελευταία ερείσματα τόσο του Ιγνατίου, όσο και των αντιπάλων του. Ο Ιγνάτιος αρνήθηκε να συναινέση, οι δε αντίπαλοι του Βάρδα οργάνωσαν εν γνώσει της Θεοδώρας συνωμοσία εναντίον του νεαρού βασιλιά Μιχαήλ Γ' (842-867). Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, οι δε οργανωτές της αποκεφαλίσθηκαν στον Ιππόδρομο. Ο πατριάρχης Ιγνάτιος θεωρήθηκε συνένοχος, επειδή είχε ενδιαφερθή για κάποιο μοναχό Γήβωνα, ο οποίος παρουσίαζε τον εαυτό του ως γιό της βασίλισσας Θεοδώρας. Ο Ιγνάτιος κατηγορήθηκε ως ένοχος εσχάτης προδοσίας και εξορίσθηκε στη νήσο Τερέβινθο (Ιούλιος 858), αφού εξαναγκάσθηκε προηγουμένως σε παραίτηση από τον πατριαρχικό θρόνο (Mansi XVI, 345, 349, 441), παρά την προσπάθεια του ιγνατιανού Νικήτα του Παφλαγόνα να υποστηρίξη στην άποψη ότι ο Ιγνάτιος δεν παραιτήθηκε (PG 105, 505 κέξ.).
     Μετά την παραίτηση του Ιγνατίου τέθηκε το οξύ πλέον ζήτημα για την εκλογή του νέου πατριάρχη, αφού η επιθυμία των κρατούντων ήταν να εκλέξουν πατριάρχη οπωσδήποτε από την τάξη των Πολιτικών με την αυστηρή τήρηση της κανονικής διαδικασίας. Πριν όμως λυθή το πρόβλημα του νέου πατριάρχη έπρεπε βεβαίως να αντιμετωπισθή το ζήτημα της αποκαταστάσεως των αρχιερέων, οι οποίοι είχαν καθαιρεθή από τον Ιγνάτιο, μεταξύ των οποίων ήταν προφανώς και ο Γρηγόριος Ασβεστάς. Πράγματι, οι καθηρημένοι αποκαταστάθηκαν με συνοπτικές συνοδικές διαδικασίες σε εκκλησιαστική κοινωνία, η δε σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν φιλελεύθεροι και συντηρητικοί επίσκοποι, αντιμετώπισε και το θέμα της εκλογής πατριάρχη. Ωστόσο, οι διαφωνίες των επισκόπων και ο υφιστάμενος κίνδυνος σχίσματος οδήγησαν στην απόφαση επιλογής του νέου πατριάρχη από τους ανώτατους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας, όπως είχε γίνει πολλές φορές και κατά το παρελθόν. Η σύνοδος προέτεινε, με απόλυτη πλειοψηφία και με μόνη εξαίρεση τη διαφωνία ενός ιγνατιανού και ενός αντιιγνατιανού επισκόπου, ως υποψήφιο πατριάρχη τον πρωτοασηκρήτη του παλατιού και καθηγητή του Πανδιδακτηρίου της Κπόλεως Φώτιο. Ο Φώτιος γεννήθηκε περί το 820 από αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του Σέργιος ήταν αδελφός του πατριάρχη Ταρασίου (784-806), ενώ ο αδελφός της μητέρας του είχε συζευχθή την αδελφή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Η πλήρης αφιέρωσή του στα γράμματα μαρτυρείται από τους συγχρόνους του και εξηγεί την εντυπωσιακή πράγματι ευρύτητα της παιδείας του. Ο σφοδρός πολέμιός του ιγνατιανός Νικήτας Παφλαγών εκφράσθηκε με χαρακτηριστικό θαυμασμό για το πρόσωπο και τη μόρφωσή του: "Ην δε ούτος ο Φώτιος ου των αγενών τε και ανωνύμων, αλλά και των ευγενών κατά σάρκα και περιφανών σοφία τε κοσμική, συνέσει των εν τη Πολιτεία στρεφομένων ευδοκιμώτατος πάντων ενομίζετο. Γραμματικής τε μεν γάρ και ποιήσεως, ρητορικής τε και φιλοσοφίας και δη ιατρικής και πάσης ολίγου δειν επιστήμης των θύραθεν τοιούτον εαυτώ το περιιόν, ως μη μόνον σχεδόν φάναι των κατά την αυτού γενεάν διενεγκείν, ήδη δε και προς τους παλαιούς αυτόν διαμιλλάσθαι. Πάντα γαρ συνέτρεχεν αυτώ, η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι’ ον και βίβλος επ’ αυτόν έρρει πάσα"(PG 105,504). Τα εξαιρετικά αυτά προσόντα επιτάχυναν την ανάδειξή του όχι μόνο στα υψηλά αξιώματα του Παλατιού (πρωτοσπαθάριος, πρωτασηκρήτης), αλλά και στο επίλεκτο διδακτικό προσωπικό του ανανεωμένου πανεπιστημίου της Μαγναύρας. Η έφεσή του για τη μελέτη αποτυπώθηκε στο πλούσιο και πολυκεντρικό συγγραφικό του έργο. Η "Βιβλιοθήκη" ή "Μυριόβιβλος" διέσωσε μία εντυπωσιακή εικόνα της διδασκαλίας του στη Μαγναύρα, η οποία κάλυπτε την κριτική παρουσίαση 28 σημαντικών έργων της κλασικής και της πατερικής γραμματείας. Η εκλογή του στον πατριαρχικό θρόνο δεν επέτρεψε βεβαίως την ολοκλήρωση του πολύτιμου αυτού έργου, αλλά και δεν ανέστειλε τη συγγραφική του παρουσία. Σημαντικότερα θεολογικά έργα του υπήρξαν οι πραγματείες "Περί της των Μανιχαίων αναβλαστήσεως" (PG 102, 15-26), "Περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας" (PG 102, 263-391), "’Αμφιλοχία " (εκδ. Σ.Κ. Οικονόμου, 1858), "Ομιλίαι (εκδ. Β. Λαούρδα, 1959), "Επιστολαί" (PG 102,585 κεξ. εκδ. Ιω. Βαλέττα, 1864), "Εκκλησιαστικοί ύμνοι" κλπ. Στον ι. Φώτιο αποδίδεται επίσης η αναθεώρηση του βυζαντινού Νομοκάνονα (PG 104,975-1218), οι πρώτοι τίτλοι της "Επαναγωγής" ή "Εισαγωγής του Νόμου" κ.ά.
     Ο ι. Φώτιος, μολονότι συμπαθούσε τους Πολιτικούς, δεν είχε αναμιχθή στις διαμάχες Ζηλωτών και Πολιτικών, είχε δε αναδειχθή υπέρμαχος της ορθοδοξίας κατά τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας και είχε αναθεματισθή για τις εικονοφιλικές διακηρύξεις του. Ακολουθούσε το υπόδειγμα του ομολογητή πατέρα του. Επειδή διακρινόταν για την ευρεία θεολογική και την εγκύκλια μόρφωσή του, συγκέντρωνε τις ελπίδες τόσο των Πολιτικών, όσο και των Ζηλωτών για την ειρήνευση της Εκκλησίας. Οι ιγνατιανοί επίσκοποι μπορούσαν να ελπίζουν, αφού ο Φώτιος ήταν συγγενής της προσφιλούς σε αυτούς Θεοδώρας και είχε διορισθή καθηγητής του Πανδιδακτηρίου από τον Θεόκτιστο, ο οποίος ήταν επίσης υποστηρικτής τους. Στην εκλογή του δεν αντέδρασε η Πολιτεία, αφού ο καίσαρας Βάρδας ευνοούσε την εκλογή του Φωτίου, ο οποίος όμως αρνήθηκε να αναλάβη το μεγάλο βάρος της ευθύνης σε εξαιρετικά δυσχερείς για την Εκκλησία στιγμές. Αλλά και η συνάντηση Ζηλωτών και Πολιτικών δεν θα μπορούσε να επιτευχθή σε πολλά πρόσωπα, για τα οποία δεν θα είχε αντίρρηση η Πολιτεία, γι’ αυτό και ο εκλεγείς πιέσθηκε και τελικά δέχθηκε να επωμισθή τη μεγάλη ευθύνη. Στη χειροτονία ταυ συμμετέσχε και ο αρχιεπίσκοπος Συρακουσών Γρηγόριος Ασβεστάς με άλλους δύο επισκόπους, η τέλεσή της δε επισπεύθηκε λόγω της εγγύτητας των εορτών των Χριστουγέννων (858). Ο Φώτιος χειροτονήθηκε "αθρόον", δηλαδή πέρασε μέσα σε λίγες ημέρες και από τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης. Τέτοιες "αθρόον" χειροτονίες είχαν γίνει πολλές φορές στην Ανατολή, αφού ο αντίθετος κανόνας 10 της συνόδου της Σαρδικής (343), όπως και οι άλλοι κανόνες της δυτικής αυτής συνόδου, μολονότι επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη σύνοδο του Τρούλλου (691), δεν εφαρμόσθηκαν στην Ανατολή, ως αναφερόμενοι σαφώς μόνο στις ιδιόμορφες συνθήκες των αρειανικών ερίδων του Δ' αι. Στη χειροτονία του ι. Φωτίου συμμετείχαν βεβαίως και ιγνατιανοί επίσκοποι, οι οποίοι τον είχαν προτείνει. Από τους επισκόπους του Οικουμενικού θρόνου μόνο πέντε επίσκοποι αντέδρασαν στη χειροτονία του, η δε ειρήνευση της Εκκλησίας φαινόταν να είχε επιτευχθή στο πρόσωπό του. Ενώ όμως οι Πολιτικοί και οι Ζηλωτές ιγνατιανοί συναντήθηκαν στην εκλογή του ι. Φωτίου, δεν συμφιλιώθηκαν και μεταξύ τους. Το γεγονός ότι οι Πολιτικοί υποστηρίζοντο από τον πανίσχυρο πλέον καίσαρα Βάρδα δυσαρεστούσε τους παραγκωνισμένους ιγνατιανούς.
     Ο ι. Φώτιος με συνοδικά γράμματα ανακοίνωσε κατά τα καθιερωμένα τα της εκλογής του στους πατριάρχες της Ανατολής και τόνισε την αποκατάσταση της ειρήνης στην εκκλησία Κπόλεως. Αλλά πριν ακόμη προλάβη να την παγιώση επήλθε ρήξη μεταξύ των ακραίων Πολιτικών και των ιγνατιανών. Ο Βάρδας επωφελούμενος από τα γεγονότα εκδικήθηκε με διώξεις τους αντιπαθείς σε αυτόν ιγνατιανούς. Ο πατριάρχης Φώτιος διαμαρτυρήθηκε εγγράφως προς τον Βάρδα και επέρριψε τις ευθύνες στην Πολιτεία, ενώ μεσολάβησε για ορισμένους από τους βασανιζόμενους, όπως λ.χ. για τον γραμματέα Χριστόδουλο, τον χαρτοφύλακα Βλάσιο κ.ά. Οι ιγνατιανοί συσπειρώθηκαν και πάλιν, συγκεντρώθηκαν δε στον ναό της αγ. Ειρήνης, αφόρισαν τον Φώτιο και ανακήρυξαν πατριάρχη τον Ιγνάτιο, τον οποίο μάλιστα κήρυξαν αθώο από όλες τις εναντίον του κατηγορίες. Ο ι. Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο στο ναό των αγ. Αποστόλων για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος νέου ζητήματος. Η σύνοδος καταδίκασε ως αντικανονικές τις ενέργειες των ιγνατιανών και τόνισε ότι ο Ιγνάτιος, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο, δεν ήταν πλέον πατριάρχης, εάν δε διεκδικούσε την επιστροφή του στον πατριαρχικό θρόνο, τότε αυτομάτως θα υφίστατο την ποινή της καθαιρέσεως και του αφορισμού (Mansi XVI, 416. PG 137, 1004 κεξ.). Όσο όμως ο φανατισμός των ιγνατιανών ηύξανε, τόσο ηύξανε και η σκληρότητα των εναντίον τους διωγμών, παρά τις επίμονες παραινέσεις του ι. Φωτίου προς τον Βάρδα για φιλάνθρωπη μετριοπάθεια. Ο φανατισμός των ιγνατιανών σκλήρυνε προοδευτικά και την έναντι του ι. Φωτίου θέση του ιδίου του Ιγνατίου, ο οποίος βρισκόταν πλέον εξόριστος στην Μυτιλήνη. Ο ι. Φώτιος προέβη στη συνοδική καθαίρεση των μη κοινωνούντων με αυτόν ιγνατιανών επισκόπων, στους δε θρόνους τους χειροτόνησε άλλους ομόφρονες. Η ενέργεια αυτή ήταν όχι βεβαίως εκδήλωση της επιθυμίας ενισχύσεως της τάξεως των οπαδών του επισκόπων, αλλά μία επιβεβλημένη κανονική υποχρέωση του πατριάρχη να καθαιρέση τους φατριάζοντες και τους μη κοινωνούντες προς αυτόν επισκόπους, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα καθίστατο ο ίδιος υπόδικος. Άλλωστε, ο αριθμός των ιγνατιανών δεν υπερέβαινε τους είκοσι επισκόπους, ενώ ο πυρήνας της εναντίον του ι. Φωτίου πολεμικής προερχόταν κυρίως μόνο από τους Στουδίτες μοναχούς. Οι μοναχοί του όρους Ολύμπου της Βιθυνίας υποστήριζαν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τον ι. Φώτιο, όπως παλαιότερα είχαν υποστηρίξει και τον Μεθόδιο έναντι της πολεμικής των Στουδιτών. Κατά την περίοδο αυτή διώχθηκαν μόνο οι φανατικοί ιγνατιανοί μοναχοί, αλλά, όπως ο αριθμός των ιγνατιανών δεν πρέπει να θεωρηθή μεγάλος, έτσι δεν πρέπει να συμπεράνη κανείς και γενικότερους διωγμούς εναντίον των μοναχών. Υπό οποιαδήποτε όμως προϋπόθεση η ευθύνη για την περίοδο εκείνη των θλιβερών εκκλησιαστικών γεγονότων βαρύνει όχι τον ι. Φώτιο ή τον Ιγνάτιο, αλλά κυρίως την αυθαίρετη πολιτική του Βάρδα. Οι ιγνατιανοί με σειρά αντικανονικών ενεργειών προσέβαλλαν το πρόσωπο του πατριάρχη και δημιουργούσαν εκ του μη όντος ζητήματα για να κλονίσουν την εύθραυστη εκκλ. ενότητα, η οποία μόλις είχε αποκατασταθή. Από την εμπάθεια αυτή των φανατικών ιγνατιανών αναρριπίσθηκε και η γενικότερη διαμάχη μεταξύ των Ζηλωτών και των Πολιτικών με επίκεντρο πλέον την κανονικότητα της εκλογής του Φωτίου.
β'. Σύγκρουση Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως
     Όταν στο θρόνο της Κπόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο είχε μόλις επιβληθή ο πάπας Νικόλαος Α' (858-867), ο οποίος είχε χρηματίσει σύμβουλος του προκατόχου του Βενεδίκτου Γ' (855-858) και είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή στα εκκλ. πράγματα. Οι ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, όπως εμφανίσθηκαν στη Ρώμη, ερέθισαν τις νέες αυταρχικές και φίλαρχες τάσεις του παπικού θρόνου και υπήρξαν ανεξάντλητη πηγή επιχειρημάτων για την υπεράσπιση του διεκδικούμενου παπικού πρωτείου. Υπό το πνεύμα αυτό ο Νικόλαος αναμίχθηκε στο ζήτημα του διαζυγίου του Λοθαρίου Β', το οποίο απασχόλησε έντονα τους κανονολόγους της Δύσεως, όπως επίσης και στο ζήτημα του Ροθάδου του Σουασσών, το οποίο οδήγησε στη ρήξη του πάπα προς τον περίφημο αρχιεπίσκοπο Ρείμων Χίνκμαρ. Και στις δύο περιπτώσεις ο Νικόλαος προέβαλε το παπικό πρωτείο και την ανώτατη δικαστική εξουσία του πάπα σε αμφισβητούμενες σοβαρές υποθέσεις (causae majores). Τη συγκεντρωτική όμως αυτή δικαιοδοσία αμφισβήτησε με ισχυρά κανονικά επιχειρήματα υπέρ των μητροπολιτικών δικαίων ο αρχιεπίσκοπος Ρείμων Χίνκμαρ, αλλά ο Νικόλαος επέμεινε στη θέση ότι oι causae majores ανήκουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του παπικού θρόνου, ήτοι της Καθέδρας του Πέτρου, και όχι στην δικαιοδοσία των αρχιεπισκόπων ή των τοπικών τους συνόδων, αφού καμμία σύνοδος, επαρχιακή ή γενική, δεν θα μπορούσε να συγκληθή χωρίς την εντολή του παπικού θρόνου. Για την επιβολή των διεκδικήσεων αυτών ο Νικόλαος προέβαλε το παπικό πρωτείο σε όλους τους Φράγκους, ιδιαίτερα δε στους επισκόπους της Δύσεως, επικαλούμενος την εξουσία του πάπα να κρίνη ακόμη και όλους τους πατριάρχες, αφού αυτός ήταν ο ενσαρκωτής της ζώσας και δρώσας παρουσίας του απ. Πέτρου στην Εκκλησία. Στον αγώνα του αυτόν ο πάπας Νικόλαος βρήκε αν όχι τον κύριο εμπνευστεί, οπωσδήποτε έναν αξιόλογο συμπαραστάτη στο πρόσωπο Αναστασίου του Βιβλιοθηκαρίου, ο οποίος συνέταξε, αν όχι όλες, τουλάχιστον τις περισσότερες από τις επιστολές του φιλόδοξου πάπα, ιδιαίτερα μετά το 863.
     Υπό τις προϋποθέσεις αυτές μπορεί να κατανοηθή καλλίτερα η αρνητική θέση του Νικολάου έναντι του ι. Φωτίου, ο οποίος απέστειλε κατά το κανονικό έθος το κοινωνικό ή συνοδικό γράμμα περί της χειροτονίας του προς όλους τους πατριάρχες της Ανατολής και προς τον πάπα Ρώμης (860). Το γράμμα κομίσθηκε από τον πρωτοσπαθάριο Αρσαβηρό και τους επισκόπους Γάγγρας Μεθόδιο, Κολοσσών Σαμουήλ, Αμορίου Θεόφιλο και Ταορμίνης Ζαχαρία, οι οποίοι μετέφεραν και επιστολή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ προς τον πάπα Νικόλαο (PG 102, 585 κεξ.). Το κοινωνικό γράμμα του Φωτίου περιοριζόταν στα συνήθη στοιχεία, τα οποία περιείχοντο πάντοτε στα μεταξύ των πέντε πατριαρχών ανταλλασσόμενα κατά κανόνα κοινωνικά ή συνοδικά γράμματα. Ωστόσο, αναφερόταν ειδικότερα και στην παρά τη θέλησή του και κατόπιν πολλών πιέσεων αποδοχή της υψίστης τιμής του επισκοπικού αξιώματος μετά την παραίτηση του προκατόχου του Ιγνατίου: "Ει και βασιλικών αξιωμάτων την ορμήν καθέλκουσαν εφ’ ετέρας μετατρέπειν εγχειρήσεις κατηνάγκαζον, αλλ’ ουν ουδέποτε θάρσος επήει φορητόν εμοί το της αρχιερωσύνης υπεισελθείν εργαζόμενον αξίωμα. Ην γάρ, ην εμοί διά παντός αιδέσιμόν τε και φοβερόν... Άρτι τοιγαρούν του προ ημών ιερατεύειν λαχόντος της τοιαύτης υπεξελθόντος αξίας, ουκ οίδ’ όπως ορμηθέντες επιτίθενταί μοι κραταιώς, όσοι τε κλήρω κατειλεγμένοι ετύγχανον και των επισκόπων τε και μητροπολιτών το άθροισμα, και προ γε τούτων και συν αυτοίς ο φιλευσεβής και φιλόχριστος βασιλεύς... Εν δη τούτο και μελετήσασι και λέγειν εξασκήσασι, το δειν εμέ πάντως και μη βουλόμενον το φορτίον της επιστασίας αυτών αναδέξασθαι. Επεί δε μοι πανταχόθεν οι οδοί των εν τοις λόγοις παρακλήσεων απεφράττοντο, προεπήδα τα δάκρυα και η της απορίας αχλύς, τα ένδοθεν πάντα πληρώσας της συγχύσεως και μέχρις αυτών γε των ομμάτων προσαράξασα εις ρείθραν μετεσκευάζετο... Ου ούτω γάρ ανήκαν οι βιαζόμενοι, μέχρις αν όπερ εμοί μεν αβούλητον, εκείνοις δε όπερ ην ευχής έργον διεπέπρακτο..." (PG 102,585-589).
     Ο πάπας Νικόλαος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να καταστή ρυθμιστής των εσωτερικών αντιθέσεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν στην εκκλησία Κπόλεως, οραματίσθηκε δε να επιβάλη τα απορρέοντα από το διεκδικούμενο παπικό πρωτείο δικαιώματά του και στους πατριάρχες της Ανατολής. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας ζητούσε από τον πάπα την αποστολή αντιπροσώπων στην Κπολη για τη συνοδική επίλυση των προβλημάτων, τα οποία ανέκυψαν μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας (843) κυρίως για την αντιμετώπιση των μετανοούντων εικονομάχων επισκόπων και κληρικών, παρείχε τη δυνατότητα μιας ανώδυνης προβολής του παπικού πρωτείου. Πράγματι, με υπόδειξη του συμβούλου του Αναστασίου του Βιβλιοθηκαρίου, ο Νικόλαος εξέφρασε στις απαντητικές επιστολές προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και προς τον πατριάρχη Φώτιο την έκπληξή του αφ’ ενός μεν επειδή ο Ιγνάτιος καθαιρέθηκε από σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε "sine romani consulto pontificis", αφ’ ετέρου δε επειδή χειροτονήθηκε πατριάρχης κατά τρόπο αντικανονικό ("αθρόον') ο λαϊκός ("νεόφυτος") Φώτιος. Ο πάπας λοιπόν αρνήθηκε να τον δεχθή αμέσως σε κοινωνία μέχρι να γνωρίση τις διαπιστώσεις των απεσταλμένων του στην Κπολη ως προς την τήρηση των ι. κανόνων κατά την κρίση και την καθαίρεση του Ιγνατίου, απέστειλε δε στην Κπολη τους επισκόπους Πόρτο Ροδοάλδο και Ανάγνης Ζαχαρία, οι οποίοι προφανώς είχαν εντολή να ζητήσουν και την αναθεώρηση της κρίσεως του Ιγνατίου. Αυτή τουλάχιστον ήταν η επιθυμία του Νικολάου και των συμβούλων του. Πράγματι, η προγραμματισμένη σύνοδος συγκλήθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων και χαρακτηρίσθηκε "Πρωτοδευτέρα" (861). Η ονομασία της συνδέεται προφανώς με τον παραλληλισμό της προς την Α' Οικουμενική σύνοδο (325), λόγω κυρίως του αριθμού των 318 μελών, τα οποία συμμετείχαν στις εργασίες της. Η σύνοδος δηλαδή κατέστη εξ επόψεως αριθμού μία "άλλη πρώτη'' Οικουμενική σύνοδος. Τα πρακτικά της συνόδου δυστυχώς απολέσθηκαν, αλλά μαρτυρίες για το περιεχόμενό τους διασώθηκαν από τους σύγχρονους Νικήτα Παφλαγόνα, Θεόγνωστο, Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο, Στυλιανό κ.ά. (Mansi, XVI, 536-549). Μία συνοπτική έκθεση των πεπραγμένων της συνόδου διασώθηκε από τον κανονολόγο καρδινάλιο Deusdedit (ΙΑ' αι.) στο έργο του Collectio canonum και προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για το πνεύμα και τις αποφάσεις της. Το σχετικό κείμενο δημοσιεύθηκε από τον Wolf von Glanvell (Die Kanonensammlung des Kardinals Deusdedit, Paderhorn 1905, 604-610).
     Οι αξιώσεις όμως του πάπα Νικολάου είχαν προκαλέσει τη σθεναρή αντίδραση του ι. Φωτίου. Ο πατριάρχης Κπόλεως θεωρούσε τελεσίδικη και οριστική την ποινή της καθαιρέσεως, η οποία είχε επιβληθή κανονικώς και ανεκκλήτως στον παραιτηθέντα πατριάρχη Ιγνάτιο. Ωστόσο, λόγω της δυσχέρειας των παπικών αντιπροσώπων να μεταπεισθούν, αποφασίσθηκε μία τυπική αναθεώρηση της υποθέσεως, υπό τον όρο όμως ότι οι παπικοί εκπρόσωποι θα απεφαίνοντο στη σύνοδο και όχι μετά την επιστροφή τους στη Ρώμη. Η σημασία του όρου αυτού είναι προφανής. Ο Φώτιος θεωρούσε παραδεκτή μία συνοδική επιβεβαίωση της κρίσεως με μία νέα συνοδική διαδικασία, αλλά απέρριπτε την αξίωση του πάπα να καταστή αυτός ουσιαστικός κριτής της επίμαχης υποθέσεως. Η αναθεώρηση λοιπόν της υποθέσεως του Ιγνατίου προσλάμβανε κατ’ ουσίαν έναν απλό ενημερωτικό ή και επιβεβαιωτικό χαρακτήρα ως προς την κανονικότητα της τηρηθείσης διαδικασίας κατά την κρίση του Ιγνατίου. Είναι προφανές ότι οι παπικοί αντιπρόσωποι επικαλέσθηκαν τους κανόνες 3,4 και 5 της συνόδου της Σαρδικής ως προς την ανάγκη αναθεωρήσεως της υποθέσεως, ο δε πατριάρχης Κπόλεως Φώτιος, καίτοι είχε τη γνώμη ότι οι κανόνες αυτοί δεν εφαρμόσθηκαν στην Ανατολή, δέχθηκε την υπό όρους αναθεώρηση της υποθέσεως. Επέβαλε δηλαδή στους παπικούς αντιπροσώπους την αποδοχή της πρώτης καθαιρετικής αποφάσεως εναντίον του Ιγνατίου για να γίνη δεκτή και η προτεινόμενη αναθεώρησή της από την Πρωτοδευτέρα σύνοδο και όχι βεβαίως από τον παπικό θρόνο. Ο Ιγνάτιος προσκλήθηκε και μετέβη στην Κπολη, αλλά οι ιγνατιανοί προσπάθησαν να μεταθέσουν την αρμοδιότητα της αναθεωρητικής κρίσεως από την σύνοδο στον παπικό θρόνο. Τέτοιο αίτημα όμως ήταν αντικανονικό και έθιγε την αυτοτέλεια κρίσεως της Πατριαρχικής συνόδου της Κπόλεως, γι’ αυτό και απορρίφθηκε απερίφραστα από τα μέλη της Πρωτοδευτέρας συνόδου. Τη σαφή συνείδηση των επισκόπων της Ανατολής ως προς το ανέκκλητον της αποφάσεως καθαιρέσεως, η οποία επιβλήθηκε κανονικώς στον Ιγνάτιο, εκφράζει και ένα περίεργο γεγονός. Ο Ιγνάτιος μεταβαίνοντας να κριθή περιβλήθηκε την αρχιερατική του ενδυμασία προς απόδειξη της μη ισχύος ή και της ακυρώσεως της καθαιρέσεώς του με την αναθεώρηση της δίκης, αλλά η σύνοδος αντέδρασε αμέσως. Ο Ιγνάτιος αναγκάσθηκε να αποθέση βιαίως τα αρχιερατικά άμφια και να εμφανισθή ενώπιον της συνόδου με την μοναχική περιβολή, δηλαδή όχι ως υπόδικος, όπως επιθυμούσε, αλλ’ ως ήδη καθηρημένος. Οι παπικοί αντιπρόσωποι δέχθηκαν χωρίς αντιρρήσεις τις αποφάσεις αυτές της Πρωτοδευτέρας συνόδου, οι οποίες είχαν θεμελιωθή πλήρως στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας.
     Εν τούτοις, ο Ιγνάτιος θεωρούσε πλέον τον εαυτό του ως τον κανονικό πατριάρχη Κπόλεως, αξίωνε δε την άμεση αναγνώρισή του και από τους παπικούς αντιπροσώπους. Στη σύνοδο όμως ο Ιγνάτιος κατηγορήθηκε όχι μόνο ότι κανονικώς καθαιρέθηκε μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο, αλλά και ότι αντικανονικώς είχε ανέλθει στο θρόνο, διότι είχε προβληθή από τη βασίλισσα Θεοδώρα και όχι από κανονική σύνοδο επισκόπων. Όταν βεβαίως ο Ιγνάτιος διαισθάνθηκε τη δυσμενή τοποθέτηση των παπικών αντιπροσώπων, αμφισβήτησε ευθέως την κανονική εκπροσώπηση του πάπα, απέσχε από τη δεύτερη συνεδρία και τήρησε σιγή κατά την τρίτη συνεδρία της συνόδου. Ο Ιγνάτιος αρνήθηκε να δεχθή ως κριτές τους παπικούς αντιπροσώπους, γιατί: α) δεν κόμισαν προς αυτόν παπικά γράμματα ("Suis vero litteras mihi non adduxistis, nec ego recipio vos"), β) δεν είχε ασκήσει στο παρελθόν και δεν ασκούσε ούτε τότε "έκκλητον" προς τον παπικό θρόνο για να νομιμοποιείται η παρουσία των παπικών λεγάτων στη σύνοδο ("ego non appellavi Romam, nec appello"), και γ) δεν θεωρούσε τους παπικούς λεγάτους κανονικούς κριτές του για να απολογηθή ("non judicor, quia judices missi non estis"). Η μη άσκηση "εκκλήτου" προς τον παπικό θρόνο από τον πατριάρχη Ιγνάτιο, παρά τις αντίθετες γνώμες ρωμαιοκαθολικών ιστορικών, επιβεβαιώνει την κανονική ευαισθησία των πατριαρχών Κπόλεως και στις πλέον οδυνηρές γι’ αυτούς περιστάσεις. Ανάλογη υπήρξε η στάση και του Φωτίου στην παπόφιλη σύνοδο της Κπόλεως (869-870), Στην τέταρτη συνεδρία αναγνωρίσθηκε από τους παπικούς αντιπροσώπους και από τα λοιπά μέλη της Πρωτοδευτέρας συνόδου η κανονικότητα τόσο της ποινής της καθαιρέσεως, η οποία είχε επιβληθή στον Ιγνάτιο, όσο και της εκλογής του Φωτίου. Οι παπικοί αντιπρόσωποι επέστρεψαν στη Ρώμη και ενημέρωσαν τον πάπα Νικόλαο για τα γεγονότα. Τον ικανοποίησαν με την προβολή του παπικού πρωτείου στην Κπολη, καίτοι δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν από το θρόνο της Κπόλεως υπέρ του παπικού θρόνου τις διεκδικούμενες επαρχίες της Ν. Ιταλίας και του Α. Ιλλυρικού. Άλλωστε, δεν ήσαν όλα εφικτά σε μία και μόνη αποστολή. Ο πατριάρχης Φώτιος μετά την ευνοϊκή εξέλιξη των γεγονότων, απέστειλε με τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα και νέα φιλόφρονα ("απολογητική") επιστολή προς τον πάπα Νικόλαο (PG 102,593-617), στην οποία επανέλαβε το περιεχόμενο της πρώτης και αιτιολόγησε την "αθρόον" χειροτονία του ως οφειλομένη στο γεγονός, ότι η Εκκλησία της Ανατολής δεν εφάρμοσε τον κανόνα 10 της συνόδου της Σαρδικής και δεν γνώριζε τα χρησιμοποιούμενα από τον Νικόλαο παπικά δεκρετάλια:
     "Αγάπης μεν ως αληθώς ουδέν κτήμα σεμνότερον, ουδέ τιμιώτερον και ταις κοιναίς εννοίαις ανωμολόγηται και τοις θείοις λογίοις επιμαρτύρεται. Δι’ αυτής γάρ τα διεστώτα συνάπτεται και ειρηνοποιείται τα μαχόμενα και τα οικεία μάλλον συσφίγγεται, ταις στάσεσι και ταις φιλονεικίαις πάροδον ου παρεχόμενα... Καν που τύχοι θάτερον εις απερισκέπτους μέμψεις θατέρου κατολισθήσαι, τον μεν μη λογίσασθαι, τον δε μεταμελείσθαι παρασκευάσασα, ράστα το συμβάν ανενώσατο, τον της ενώσεως δεσμόν αρραγή συντηρήσασα. Αύτη και την ημετέραν μετριότητα ανεπαχθώς οίσειν τας επιτιμήσεις, αι παρά της υμών πατρικής οσιότητος βολίδων δίκην ηφέθησαν, έπεισεν... Επεί δε ουδέν κωλύει και αδελφοίς αδελφούς και πατράσι τέκνα εν τω αληθεύειν παρρησιάζεσθαι (ουδέν γάρ της αληθείας φιλαίτερον), έξεστι και ημίν παρρησιασαμένους ειπείν ουκ αναλογίαν γράφοντας, αλλ’ απολογίαν προΐσχοντας, ως εχρήν την υμετέραν επ’ αρετή τελειότητα, προ των άλλων μεν απάντων, το άκοντας ημάς εις τον ζυγόν τούτον ελκυσθήναι διασκοπούσαν μη επιτιμάν, αλλ’ ελεείν, μηδ’ υπεροράν, αλλά συναλγείν... Βίαν γαρ υπέστημεν και ηλίκην Θεός, ω πάντα και τα κρύφια πεφανέρωται, αυτός συνεπίσταται. Συνεσχέθημεν άκοντες, κακούργοις ίσα καθείρχθημεν, ετηρούμεθα φυλασσόμενοι, εψηφίσθημεν ανανεύοντες, εχειροτονήθημεν κλαίοντες, οδυρόμενοι, κοπτόμενοι, ίσασι ταύτα πάντες... Αλλά κανόνες, φησί, παρεβάθησαν, ότι προς το της αρχιερωσύνης ύψος από λαϊκού προήλθες του σχήματος... Ποιοι δε κανόνες ων η παράβασις, ους μέχρι και σήμερον εν Κωνσταντινουπολιτών εκκλησία ου παρείληφεν... Επεί δε δι’ ημάς συν ημίν και οι προ ημών άγιοι και μακάριοι πατέρες συνδιαβεβλήσθαι κινδυνεύουσιν, ως Νικηφόρος και Ταράσιος, εκ λαϊκού γαρ και ούτοι του σχήματος εις το της αρχιερωσύνης άκρον προέβησαν... Πολλοί κανόνες άλλοις μεν παραδέδονται, ετέροις δε ουδέ γνώριμοι. Ο παραλαβών και αθετών δίκης άξιος, ο δε μηδ’ εγνωκώς ή μη παραδεξάμενος, πώς υπεύθυνος;... Ούτως, εν οις ουκ έστι πίστις το αθετούμενον, ουδέ κοινού τε και καθολικού ψηφίσματος έκπτωσις, άλλων παρ’ άλλοις εθών τε και νομίμων φυλαττομένων, ούτε τους φύλακας αδικείν, ούτε τους μη παραδεξαμένους παρανομείν, ορθώς αν τις κρίνειν ειδώς διορίσαιτο... Περί δε γε των τας χειροτονίας αυτόθεν πάλαι λαμβανόντων, εκοινολογήσαντο ημίν οι της υμών οσιότητος τοποτηρηταί, ως χρεών είη τούτοις επαναστραφήναι και προς την οικείαν παλινδρομήσαι προμήτορα. Αλλ’ ει μεν εν ημίν το του βουλήματος κύρος έκειτο και μη συνεμεμέριστο τη βασιλεία η πράξις, ουκ αν απολογίας έδει, αυτό δε το έργον, κρείττον όν της απολογίας εδείκνυτο. Επεί δε τα εκκλησιαστικά, και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια, ταις πολιτικαίς επικρατείαις τε και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν, η της υμών οσιότητος ευγνωμοσύνη το ημών επί το συνευδοκείν εις το παρασχείν αποδεχομένη θέλημα, το μη λαβείν της πολεμικής, αλλ’ ουχ ημέτερον λογιζέσθω έγκλημα..." (PG 102,593-613).
     Είναι σαφές ότι ο ι. Φώτιος προσπάθησε να αποφύγη τη σύγκρουση και έδειξε υπερβολική ίσως μετριοπάθεια στις προκλητικές παπικές αξιώσεις. Ως προς την κανονικότητα της εκλογής του, η οποία αμφισβητήθηκε με βάση τον κανόνα 10 της Σαρδικής (343), προέβαλε κυρίως την αχρησία του κανόνα στην εκκλησιαστική πράξη με την αναφορά στα παρεμφερή παραδείγματα των Αμβροσίου, Νεκταρίου, Θαλασσίου, Ταρασίου και Νικηφόρου. Χαρακτήρισε ως επουσιώδη τη διαφωνία αυτή, η οποία θεραπεύθηκε με τον κανόνα 17 της Πρωτοδευτέρας συνόδου. Συγχρόνως τόνισε ότι η υπαγωγή των επαρχιών Ν. Ιταλίας και Α. Ιλλυρικού στη δικαιοδοσία του παπικού θρόνου αποκρουόταν όχι τόσο από αυτόν, αλλά κυρίως από τον αυτοκράτορα, ενώ ζήτησε να μη γίνονται δεκτοί από τον πάπα οι χωρίς συστατικά γράμματά του μεταβαίνοντες στη Ρώμη κληρικοί. Το τελευταίο αίτημα του ι. Φωτίου υπονοούσε προφανώς και τις δραστηριότητες των αντιπάλων του ιγνατιανών. Ο πάπας Νικόλαος, καθοδηγούμενος από τον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο και μετά από μακρά σκέψη, αποφάσισε να πιέση περισσότερο τα γεγονότα με την μη αναγνώριση του ι. Φωτίου, ελπίζοντας ίσως σε μία υπαναχώρηση του αυτοκράτορα στο ζήτημα των επαρχιών της Ν. Ιταλίας και του Α. Ιλλυρικού. Τον Μάρτιο του 862 επιδόθηκαν στον επιστρέφοντα αυτοκρατορικό απεσταλμένο Λέοντα δύο επιστολές προς τον αυτοκράτορα και προς τον πατριάρχη Φώτιο, στις οποίες ο πάπας ηρνείτο να δεχθή την κανονικότητα της "αθρόον" χειροτονίας του ι. Φωτίου, προέβαλλε δε το πρωτείο του παπικού θρόνου και διακήρυττε ότι δεν θεωρούσε πλέον τον Ιγνάτιο καθηρημένο ("nec venerabilem Ignatium patriarcham in aliquo damnamus, neque Photium quolibet modo suscipimus"). Η νέα τροπή των πραγμάτων αντιμετωπίσθηκε με σύνεση στην Κπολη και οι παπικές επιστολές δεν έτυχαν απαντήσεως, επειδή συνιστούσαν σαφώς αντικανονική παρέμβαση στα εσωτερικά της εκκλησίας Κπόλεως. Η μετάβαση όμως στη Ρώμη του ιγνατιανού ηγουμένου Θεογνώστου δημιούργησε και νέες προοπτικές στον Νικόλαο. Ο πάπας συγκάλεσε σύνοδο τον Αύγουστο του 863 στο ναό του αγ. Πέτρου, η οποία μεταφέρθηκε λόγω της ανυπόφορης ζέστης στο ναό του Σωτήρος του Λατερανού (M.G.H., Ep., VI, 556).

     Η σύνοδος αυτή: α) καθαίρεσε τον Φώτιο ως αντικανονικώς χειροτονηθέντα (νεόφυτον), ως μοιχεπιβάτη του θρόνου, ως αίτιο των διωγμών των ιγνατιανών και ως απογυμνωμένο από κάθε ιερατική εξουσία ("omni sacerdo tali et nomine alienus, omni clericatus officio exutus"), β) αποδοκίμασε ως αυθαίρετη την υπέρβαση αρμοδιοτήτων από τους παπικούς αντιπροσώπους Ζαχαρία και Ροδοάλδο στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο (861), από τους οποίους ο μεν πρώτος καθαιρέθηκε αμέσως, ο δε δεύτερος κατά το επόμενο έτος (864), και γ) αναγνώρισε ως κανονικό πατριάρχη τον Ιγνάτιο υπό τον όρο ότι αυτός θα σεβόταν τα δικαιώματα του παπικού θρόνου στη Βουλγαρία (M.G.H., Ep., VII, 294 κεξ.). Οι επιτυχείς, όπως είδαμε, βυζαντινές ιεραποστολές στη Μοραβία (862) και στη Βουλγαρία (864) προσέδωσαν μεν ουσιαστικότερο περιεχόμενο στις παπικές διεκδικήσεις, αλλά συγχρόνως αύξησαν και την πολιτική συνείδηση ευθύνης του βυζαντινού αυτοκράτορα για τις σχέσεις της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης. Πράγματι, οι προκλητικές παπικές επιστολές αγνοήθηκαν πλήρως στην Κπολη, η οποία ζούσε τις μεγαλειώδεις προοπτικές του ευρύτατου πεδίου της ιεραποστολικής της δράσεως μέχρι τη Βαλτική θάλασσα.
     Ο πάπας Νικόλαος προσπάθησε να χαλαρώση την ένταση και απηύθυνε νέα μετριοπαθή επιστολή προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα ως πνευματικός πατέρας προς τέκνο (865). Η δριμεία όμως απάντηση του Μιχαήλ Γ', η οποία συντάχθηκε προφανώς από τον ι. Φώτιο, εκφράζει αφ’ ενός μεν την αποδοκιμασία της μέχρι τότε πολιτικής του παπικού θρόνου, αφ’ ετέρου δε τη σαφή συνείδηση του θρόνου της Κπόλεως περί της πλήρους ανεξαρτησίας του. Η σύνοδος του Οικουμενικού θρόνου είχε λάβει τελεσίδικη και ανέκκλητη απόφαση στο ζήτημα του Ιγνατίου και κανένας δεν μπορούσε να την ανατρέψη, γι’ αυτό και οι παπικοί αντιπρόσωποι προσκλήθηκαν στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο όχι βεβαίως για την αναθεώρηση της υποθέσεως του Ιγνατίου, αλλά για την αντιμετώπιση των ζητημάτων, τα οποία ανέκυψαν μετά το πέρας της Εικονομαχίας. Οι ενεργούντες στον παπικό θρόνο για την ανατροπή των κανονικών αυτών αποφάσεων όχι μόνο υπέπιπταν σε σοβαρό κανονικό παράπτωμα, αλλά και ήσαν υπεύθυνοι για έκπτωση στο πολιτικό παράπτωμα της εσχάτης προδοσίας. Υπό το πνεύμα αυτό, ο πάπας Νικόλαος, ως επηρεαζόμενος από τους κύκλους αυτούς, κρινόταν ένοχος ενώπιον του βασιλέως και απειλείτο ακόμη και με στρατιωτική επέμβαση. Δριμύτερη όμως υπήρξε και η νέα απαντητική επιστολή του Νικολάου, η οποία συντάχθηκε αναμφιβόλως από τον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο. Στην επιστολή αυτή δηλωνόταν η σταθερή εμμονή του παπικού θρόνου στις γνωστές περί Ιγνατίου και Φωτίου θέσεις, προβαλλόταν οξύτερα το παπικό πρωτείο στην Εκκλησία και οι συνέπειές του στην καθ’ όλου ζωή της και αμφισβητούντο τα πατριαρχικά δίκαια του θρόνου της Κπόλεως επί τη βάσει της παπικής θεωρίας. Κατά τη θεωρία αυτή μόνο οι άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενοι με τον απ. Πέτρο θρόνοι εδικαιούντο να διεκδικήσουν πατριαρχική τιμή, δηλαδή μόνο οι θρόνοι Ρώμης, Αλεξανδρειάς και Αντιοχείας. Παρά το χάσμα, το οποίο δημιουργήθηκε με την αλληλογραφία, στην παπική επιστολή προτεινόταν η κατ’ αντιμωλίαν ("uterque Romam ad renovandum examen veniat") των πατριαρχών Ιγνατίου και Φωτίου αναθεώρηση του όλου ζητήματος από τον παπικό θρόνο (M.G.H., Ep., VI, 454-487). Προτεινόταν δηλαδή η εφαρμογή της διαδικασίας του "εκκλήτου" προς τον παπικό θρόνο. Τέτοια όμως πρόταση ήταν πάντοτε απαράδεκτη για την Ανατολή, η οποία, γνωρίζοντας τις προβαλλόμενες με την τακτική αυτή παπικές διεκδικήσεις, είχε πλήρη συνείδηση ότι δεν έπρεπε να προσφέρη ελεύθερο πεδίο προβολής νέων παπικών φιλοδοξιών.
     Ενώ όμως ο πάπας Νικόλαος εξουδετέρωσε με τις άστοχες και βεβιασμένες ενέργειές του το ενισχυμένο παπικό κύρος στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο (861), ο θρόνος της Κπόλεως κινδύνευσε να αποξενωθή από το λαμπρό ιεραποστολικό του έργο στη Βουλγαρία. Ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Βόρις-Μιχαήλ επιδίωξε να αποκτήση την εκκλησιαστική του ανεξαρτησία από την Κπολη με την πατριαρχική οργάνωση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, η οποία όμως μόλις είχε ιδρυθή από τους βυζαντινούς ιεραποστόλους. Το αίτημα αυτό υπέβαλε κατ’ αρχάς ο Βόρις προς το πατριαρχείο Κπόλεως, αλλ’ ο πατριάρχης Φώτιος, καίτοι απηύθυνε εκτενέστατη επιστολή, δεν έδωσε την ελπιζόμενη απάντηση στο υποβληθέν αίτημα. Ο Βόρις όμως γνώριζε και άλλες πηγές, από τις οποίες θα μπορούσε να ζητήση την ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Τον Αύγουστο του 866 απέστειλε πρεσβεία στον παπικό θρόνο με το ίδιο αίτημα και με κατάλογο 114 ερωτήσεων (M.G.H., Ep., Ι,379). Η ευκαιρία ήταν μοναδική για τον φιλόδοξο πάπα Νικόλαο, ο οποίος δεν μπορούσε μεν να προσφέρη την πατριαρχική τιμή στην Εκκλησία Βουλγαρίας, αλλά μπορούσε να την αποσπάση από τον θρόνο της Κπόλεως. Οργάνωσε πολυμελή αποστολή υπό τους επισκόπους Παύλο Ποπουλανίας και Φόρμοζο Πόρτο και απέστειλε 106 λεπτομερείς απαντήσεις στα ερωτήματα του Βόριδος (Responsa ad consulta Bulgarorum), στις οποίες προέβαλλε μεν το παπικό πρωτείο και την υπεροχή του παπικού θρόνου έναντι του θρόνου της Κπόλεως, αλλ’ αντί πατριάρχη εισηγείτο απλώς τη χειροτονία αρχιεπισκόπου (= μητροπολίτη) για την Εκκλησία της Βουλγαρίας. Συγχρόνως όμως κατέκρινε τα εκκλ. έθιμα της Ανατολής (απαντήσεις 2,6,9, 10, 43, 54, 55, 57, 70, 90 κ.ά.), ενώ απέκλειε τον θρόνο της Κπόλεως από τους πατριαρχικούς θρόνους (απάντ. 92), αφού το προνόμιο αυτό ανήκε μόνο στους θρόνους Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιόχειας (PL 119, 978 κεξ.).
     Η παπική αποστολή έφθασε στη Βουλγαρία και άρχισε το έργο, αλλά συγχρόνως έφθασε και η αποστολή των Φράγκων, προς τους οποίους ο Βόρις είχε επίσης απευθυνθή με το ίδιο αίτημα. Οι φραγκο-βουλγαρικές σχέσεις ήσαν γνωστές, θα εξυπηρετούντο δε καλλίτερα από την αυτόνομη δράση της φραγκικής ιεραποστολής στη Βουλγαρία. Η παπική όμως αποστολή ζήτησε την εκδίωξη από τη Βουλγαρία τόσο των βυζαντινών, όσο και των φράγκων ιεραποστόλων, εισήγαγε τα ρωμαϊκά έθιμα και χρησιμοποίησε στο κήρυγμα τη φραγκική διδασκαλία περί του filioque, η οποία δεν είχε ακόμη υιοθετηθή από τον παπικό θρόνο. Ο Νικόλαος μαζί με την παπική αποστολή στη Βουλγαρία απέστειλε στην Κπολη τον επίσκοπο Όστιας Δονάτο, τον καρδινάλιο πρεσβύτερο Λέοντα και το διάκονο Μαρίνο με επιστολές προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, τον Φώτιο, τον Βάρδα, την Θεοδώρα και τη βασίλισσα Ευδοκία, στις οποίες επαναλάμβανε μετριοπαθέστερα τις παπικές θέσεις περί του ζητήματος Ιγνατίου και Φωτίου. Οι παπικοί όμως απεσταλμένοι δεν μπόρεσαν να μεταβούν στην Κπολη, αφού η παρέμβαση του παπικού θρόνου στη Βουλγαρία και η εκδίωξη από αυτή των βυζαντινών ιεραποστόλων θεωρήθηκαν απαράδεκτες αντικανονικές ενέργειες και δημιούργησαν νέα οξύτητα στις σχέσεις Ρώμης-Κπόλεως με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις. Η υπαγωγή της Βουλγαρίας στον παπικό θρόνο θα ενίσχυε την ανατολική πολιτική των Φράγκων, οι δε εκδιωχθέντες βυζαντινοί ιεραπόστολοι ενημέρωσαν τον πατριάρχη Φώτιο για τις ρωμαϊκές καινοτομίες, οι οποίες είχαν εισαχθή στη Βουλγαρία και μάλιστα για τη διδασκαλία και την προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως.
     Ο πατριάρχης Φώτιος αναγκάσθηκε να λύση τη μακροχρόνια σιγή και απέστειλε την περίφημη Εγκύκλια επιστολή του (867), με την οποία ανήγγειλε στους πατριάρχες της Ανατολής τη συνοδική καταδίκη τόσο των ρωμαϊκών εθίμων, τα οποία είχαν εισαχθή με την αντικανονική παρέμβαση στη Βουλγαρία, όσο και της αιρετικής διδασκαλίας του filioque, τους καλούσε δε να αποστείλουν αντιπροσώπους στη σύνοδο της Κπόλεως για την αυθεντικότερη διευθέτηση του δημιουργηθέντος εκκλ. ζητήματος (PG 102, 721-742). Η σύνοδος της Κπόλεως συνήλθε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 867, αλλά δυστυχώς τα πρακτικά δεν διασώθηκαν, λόγω της καταστροφής τους από την παπόφιλη σύνοδο του 869-870. Στη σύνοδο παρέστησαν ο αυτοκράτορας αυτοπροσώπως, η σύγκλητος και όλοι σχεδόν οι επίσκοποι της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού θρόνου, πυρήνας δε του κατηγορητηρίου ήταν το πρόσωπο και οι αντικανονικές ενέργειες του πάπα Νικολάου, η αιρετική διδασκαλία του filioque και η αυθαίρετη εισαγωγή των ρωμαϊκών εθίμων στη Βουλγαρία. Τα έθιμα αυτά είχαν θεωρηθή στη δεύτερη ("απολογητική") επιστολή του ι. Φωτίου ως ανεκτά μόνο εφόσον περιορίζοντο στα όρια της δικαιοδοσίας του παπικού θρόνου, αλλά ήσαν πλέον απαράδεκτα για την Εκκλησία της Ανατολής. Ο πάπας Νικόλαος καθαιρέθηκε για τις αντικανονικές του ενέργειες, ενώ η παρέμβασή του στη Βουλγαρία, η διδασκαλία του filioque και τα ρωμαϊκά έθιμα αποδοκιμάσθηκαν. Οι παπικοί απεσταλμένοι, οι οποίοι ανέμεναν στα σύνορα της αυτοκρατορίας για να μεταβούν στην Κπολη και να επιδώσουν τα γράμματα του Νικολάου στους αποδέκτες τους, έλαβαν την άδεια μόνο υπό τον όρο ότι θα υπέγραφαν τα πρακτικά της συνόδου και θα αναγνώριζαν τον Φώτιο ως τον κανονικό πατριάρχη Κπόλεως.
     Η πολιτική λοιπόν του Νικολάου έβλαπτε τελικώς το παπικό κύρος, η δε αποδοκιμασία της ήταν, κατά την ομολογία Αναστασίου του Βιβλιοθηκαρίου, γενική και σε αυτήν ακόμη τη Ρώμη (M.G.H., Ep., VII, 400 κεξ.). Άλλωστε, οι αρχιεπίσκοποι Κολωνίας και Τρεβήρων, οι οποίοι είχαν καθαιρεθή επειδή είχαν δεχθή το διαζύγιο του Λοθαρίου, απέστειλαν υπόμνημα προς τον πατριάρχη Φώτιο εναντίον του Νικολάου, ενώ ο αρχιεπίσκοπος Ραβέννας Ιωάννης συνδεόταν στενά με τον πατριάρχη Φώτιο. Οι προϋποθέσεις αυτές και οι γνωστές αντιθέσεις του Λουδοβίκου Β' και του Νικολάου καθιστούσαν δυνατή την εφαρμογή των αποφάσεων της συνόδου της Κπόλεως και στη Δύση. Η αποστολή αυτή ανατέθηκε στον δυναμικό μητροπολίτη Χαλκηδόνος Ζαχαρία, ο οποίος κόμιζε επιστολές του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και του πατριάρχη Φωτίου προς τον Λουδοβίκο Β' και τη σύζυγό του αντίστοιχα (PG 105, 537). Ανεξάρτητα όμως από την εφαρμογή ή μη των αποφάσεων της συνόδου του 867 και στη Δύση το ιδιότυπο "σχίσμα" των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως θεωρητικά τουλάχιστον ολοκληρώθηκε (863-867) με την απόφαση της συνόδου της Κπόλεως (867). Η Εγκύκλια επιστολή του ι. Φωτίου (PG 102, 721-741), μετά τη συνοδική κατοχύρωση του περιεχομένου της, κατέστη de facto ένα σταθερό πλέον κριτήριο για την αξιολόγηση των εκκλ. σχέσεων Ανατολής και Δύσεως. Η αμοιβαία υποχρέωση για τον σεβασμό των διαφορετικών εθίμων στη λατρεία και στη ζωή των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, καίτοι είχε διακηρυχθή ως αναγκαία από τον ι. Φώτιο στη λεγομένη "απολογητική" του Επιστολή (PG 102,593-617), δεν ίσχυε πλέον, αφού ο παπικός θρόνος προσπάθησε να τα επιβάλη αντικανονικώς και στην νεοσύστατη Εκκλησία της Βουλγαρίας, η οποία ανήκε στον χώρο της δικαιοδοσίας του πατριαρχείου Κπόλεως. Υπό το πνεύμα άλλωστε αυτό ο ι. Φώτιος είχε απορρίψει τη χρησιμοποίηση του κανόνα 10 της συνόδου της Σαρδικής (343), αφού ο κανόνας αυτός δεν είχε εφαρμοσθή στην Ανατολή. Οι παπικοί απεσταλμένοι "προς το νεοπαγές εις ευσέβειαν και νεοσύστατον έθνος" των Βουλγάρων αποδοκιμάζονται στην Επιστολή με σκληρούς λόγους, επειδή "ώσπερ κεραυνός ή σεισμός ή χαλάζης πλήθος, μάλλον δ’ οικειότερον ειπείν ώσπερ άγριος μονιός εμπηδήσαντες τον αμπελώνα Κυρίου τον ηγαπημένον και νεόφυτον και ποσί και οδούσιν, ήτοι τρίβοις αισχράς πολιτείας και διαφθορά δογμάτων, το γε εις τόλμαν ήκον την αυτών, κατανεμησάμενοι ελυμήναντο. Από γάρ των ορθών και καθαρών δογμάτων και της των χριστιανών αμωμήτου πίστεως παραφθείρειν τούτους και υποσπάν κατεπανουργήσαντο" (PG 102, 724).
     Βεβαίως, η επίθεση κατά των λατινικών εθίμων κάλυπτε πλέον όχι μόνο την αντικανονικότητα της επιβολής τους στη Βουλγαρία, αλλά και την αντίφασή τους προς την καθιερωμένη πατερική παράδοση και κανονική τάξη. Οι εθιμικές όμως καινοτομίες κορυφώθηκαν με τη δογματική παρέκκλιση της προσθήκης του filioque στο κοινό Σύμβολο πίστεως, η οποία δεν είχε γίνει μεν ακόμη δεκτή από τον παπικό θρόνο, αλλά είχε εισαχθή στη Βουλγαρία από τους φράγκους με την ανοχή και των λατίνων ιεραποστόλων. Το πνεύμα και οι συνέπειες της Επιστολής του ι. Φωτίου για τις σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως αποτυπώνονται με σαφήνεια στα κατωτέρω επιλεγμένα αποσπάσματα:

"Και πρώτον μεν αυτούς εκθέσμους, εις την των Σαββάτων νηστείαν μετέστησαν. Οίδε δε και η μικρά των παραδοθέντων αθέτησις και προς όλην του δόγματος επιτρίψαι καταφρόνησιν. Έπειτα δε την των νηστειών πρώτην εβδομάδα, της άλλης νηστείας περικόψαντες, εις γαλακτοποσίας και τυρού τροφήν και την των ομοίων αδηφαγίαν καθείλκυσαν. Εντεύθεν αυτοίς την οδόν των παραβάσεων εμπλατύνοντες και της ευθείας τρίβου και βασιλικής διαστρέφοντες και δη και τους ενθέσμω γάμω πρεσβυτέρους διαπρέποντας, οι πολλάς κόρας χωρίς ανδρός γυναίκας δεικνύντες και γυναίκας παίδας εκτρεφούσας, ων ουκ έστι πατέρα θεάσασθαι, ούτοι τους ως αληθώς Θεού ιερείς μυσάττεσθαί τε και αποστρέφεσθαι παρεσκεύασαν, της Μανού γεωργίας εν αυτοίς τα σπέρματα κατασπείροντες και ψυχάς, άρτι βλαστάνειν αρξαμένας τον σπόρον της ευσεβείας, τη των ζιζανίων επισπορά λυμαινόμενοι. Αλλά γε δη, και τους υπό πρεσβυτέρων μύρω χρισθέντας, αναμυρίζειν αυτοί ου πεφρίκασιν, επισκόπους εαυτούς αναγορεύοντες, και το των πρεσβυτέρων χρίσμα άχρηστον είναι και εις μάτην επιτελείσθαι τερατευόμενοι...
Αλλά γάρ ουχί μόνον εις ταύτα παρανομείν εξηνέχθησαν, αλλά και ει τις κακών έστι κορωνίς, ταύτην ανέδραμον. Προς γάρ τοι τοις ειρημένοις ατοπήμασι, και το ιερόν και άγιον Σύμβολον, ο πάσι τοις συνοδικοίς και οικουμενικοίς ψηφίσμασιν άμαχον έχει ισχύν, νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις λόγοις και θράσους υπερβολή κιβδηλεύειν επεχείρησαν˙ ω των του πονηρού μηχανημάτων! το Πνεύμα το άγιον ουκ εκ του Πατρός μόνον, αλλά γε και εκ του Υιού, εκπορεύεσθαι, καινολογήσαντες. Τις ποτέ τοιαύτην, παρά των πώποτε ασεβησάντων, φωνήν ήκουσεν ραγείσαν; ποιος σκολιός όφις εις τας εκείνων καρδίας τούτο ηρεύξατο; τις όλως ανάσχοιτο, των εν χριστιανοίς τελούντων, επί της αγίας Τριάδος δύο εισάγειν αίτια Υιού μεν και Πνεύματος τον Πατέρα, του Πνεύματος δε πάλιν τον Υιόν και εις διθεΐαν την μοναρχίαν λύειν, και μηδέ ήττον της ελληνικής μυθολογίας την των χριστιανών σπαράττειν θεολογίαν, και της υπερουσίου και μοναρχικής Τριάδος εξυβρίζειν το αξίωμα. Δια τι δε και εκπορευθείη του Υιού το Πνεύμα; Ει γαρ η εκ του Πατρός εκπόρευσις τελεία (τελεία δε, ότι Θεός τέλειος, εκ Θεού τελείου), τις η εκ του Υιού εκπόρευσις, και δια τι; Περιττόν γαρ αν είη τούτο και μάταιον... Πλείοσιν άρα ιδιότησι διαστέλλεται το Πνεύμα του Πατρός, ήπερ ο Υιός. Κοινόν μεν γάρ Πατρί και Υιώ η εξ αυτών του Πνεύματος πρόοδος, ιδία δε του Πνεύματος η τε εκ του Πατρός εκπόρευσις και μην και η εκ του Υιού. Ει δε πλείοσιν διαφοραίς διαστέλλεται το Πνεύμα, ήπερ ο Υιός, εγγυτέρω αν είη της πατρικής ουσίας ο Υιός, ήπερ το Πνεύμα και ούτως η Μακεδονίου πάλιν, κατά του Πνεύματος, παρακύψει τόλμα, το εκείνων υποδυομένη δράμα και την σκηνήν...

Αλλά και ει μόνου Πνεύματός εστι το εις αρχάς αναφέρεσθαι διαφόρους, πώς ουκ έστι μόνου Πνεύματος το πολύαρχον έχειν αρχήν; Έτι δε, ει εν οις Πατρί και Υιώ κοινωνίαν εκαινούργησαν, το Πνεύμα τούτοις αποτειχίζουσιν Πατήρ δε κατ’ ουσίαν Υιώ, αλλ’ ου κατά τι των ιδιωμάτων, εις κοινωνίαν συνάπτεται της κατ’ ουσίαν άρα συγγενείας, το Πνεύμα περιορίζουσιν... Και μύρια αν τις, την άθεον αυτών γνώμην διελέγχων, τοις ειρημένοις επιμετρήσειεν, α της επιστολής ο νόμος ουκ εα νυν εντάττειν, ουδέ παρατίθεσθαι. Δι’ ο και άπερ είρηται, στοιχειωδώς τε και εν τύπω απηγγέλθησαν των κατά μέρος ελέγχων και της εν πλάτει διδασκαλίας, Θεού διδόντος, εις την κοινήν ταμιευομένων συνέλευσιν. Ταύτην την ασέβειαν οι του σκότους εκείνοι επίσκοποι (επισκόπους γαρ εαυτούς επεφήμιζον) μετά των άλλων αθεμίτων, Βουλγάρων έθνος ενέσπειραν. Ήλθεν η τούτων φήμη εις τα ημετέρας ακοάς, επλήγημεν διά μέσων των σπλάγχνων καιρίαν πληγήν, ως ει τις τα έκγονα της κοιλίας αυτού κατ’ οφθαλμούς ίδοι υπό ερπετών και θηρίων σπαρασσόμενά τε και διασπώμενα. Και γάρ οις κόποι και πόνοι και ιδρώτες εις την εκείνων αναγέννησίν τε και τελείωσιν κατεβλήθησαν, αναλόγως αυτοίς συμπεσείν αφόρητον την λύπην και την συμφοράν, των γεννημάτων παραπολλυμένων, εξεγένετο" (PG 102,724-732).

γ’) Η αποκατάσταση του Ιγνατίου και η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (869-870)
     Η δολοφονία του Μιχαήλ Γ' (24 Σεπτ. 867) από τον Βασίλειο Α' τον Μακεδόνα (867-886) συνοδεύθηκε από την εσπευσμένη ανάκληση των απεσταλμένων του ι. Φωτίου στη Δύση. Ο νέος αυτοκράτορας δεν μπορούσε να στηριχθή στους οπαδούς του ι. Φωτίου ή των Βάρδα και Μιχαήλ, οι οποίοι είχαν δολοφονηθή από αυτόν, αναζήτησε δε ερείσματα στους ιγνατιανούς και τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως Κπόλεως και Ρώμης. Ο ι. Φώτιος υπήρξε το θύμα της νέας αυτής πολιτικής σκοπιμότητας του Βασιλείου, ο οποίος εκθρόνισε τον πατριάρχη και αποκατέστησε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ιγνάτιο (23 Νοεμβ. 867). Η εσωτερική όμως εκκλησιαστική αλλαγή συνεπαγόταν αλλαγή και στις σχέσεις με τον παπικό θρόνο, αφού ο Ιγνάτιος και οι ιγνατιανοί δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τον εναντίον του Φωτίου αγώνα του πάπα Νικολάου και μάλιστα μετά την καθαίρεση του Νικολάου από την σύνοδο της Κπόλεως του 867. Ο Βασίλειος απέστειλε στη Ρώμη τον σπαθάριο Ευθύμιο, ο οποίος κόμιζε επιστολή προς τον πάπα για την ενημέρωσή του περί της αλλαγής που πραγματοποιήθηκε στον θρόνο της Κπόλεως. Ο Αδριανός Β' (867-872), ο οποίος διαδέχθηκε τον αποθανόντα Νικόλαο στον παπικό θρόνο, παρά την αρχική διαφωνία του για την οξύτητα της εκκλ. πολιτικής του προκατόχου του, αναγκάσθηκε από τα γεγονότα να την υιοθετήση. Ο παραγκωνισμένος ιγνατιανός ηγούμενος Θεόγνωστος επανήλθε στο προσκήνιο και εστάλη από τον Αδριανό στην Κπολη, κομίζοντας δύο επιστολές προς τον αυτοκράτορα Βασίλειο και τον πατριάρχη Ιγνάτιο (868) αντίστοιχα, με τις οποίες επαινείτο ο Βασίλειος για την εφαρμογή της αποφάσεως του πάπα Νικολάου Α' στο ζήτημα του πατριαρχικού θρόνου της Κπόλεως (M.G.H., Ερ., 747-762). Η απομάκρυνση του Φωτίου και η επιστροφή του Ιγνατίου στον πατριαρχικό θρόνο είχαν σοβαρές επιπτώσεις και στη σύνθεση της ιεραρχίας του θρόνου της Κπόλεως, Ο Βασίλειος απέστειλε στη Ρώμη (869) τον σπαθάριο Βασίλειο και τους επισκόπους Ιωάννη Συλαίου και Πέτρο Σάρδεων ως εκπροσώπους των πατριαρχών Ιγνατίου και Φωτίου αντιστοίχως για την συζήτηση τόσο της επικυρώσεως της αλλαγής, όσο και της τύχης των επισκόπων, οι οποίοι είχαν χειροτονηθή από τον Φώτιο. Οι επιστολές του Βασιλείου και του Ιγνατίου, οι οποίες στάλθηκαν συγχρόνως, συνιστούσαν μετριοπάθεια. Ο εκπρόσωπος όμως του Φωτίου Πέτρος απέθανε καθ’ οδόν και δεν συμμετέσχε στη σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε τελικώς στη Ρώμη (Ιούνιος 869). Η σύνοδος αυτή αποδοκίμασε τις αποφάσεις της συνόδου της Κπόλεως του 867 και καθαίρεσε τον Φώτιο, όπως επίσης και τους υπογράψαντες τα πρακτικά της συνόδου εκείνης, τα οποία κάηκαν επίσημα προ του ναού του αγ. Πέτρου μετά την ανακοίνωση της αποφάσεως.
     Ο πάπας Αδριανός με επιστολές του προς τον Βασίλειο και τον Ιγνάτιο κοινοποίησε τις ποινές αυτές, ζήτησε τη σύγκληση συνόδου στην Κπολη για την υπογραφή των πρακτικών της συνόδου της Ρώμης και απέστειλε ως παπικούς εκπροσώπους τους επισκόπους Όστιας Δονάτο και Νέπης Στέφανο και τον διάκονο Μαρίνο. Η εξέλιξη των γεγονότων αποδείκνυε στον νέο αυτοκράτορα τη σοβαρότητα του σφάλματος, το οποίο είχε με τόση αφέλεια διαπραχθή, αλλά τα γεγονότα είχαν ήδη συντελεσθή και διέψευσαν τις προσδοκίες του. Ο Βασίλειος δεν είχε λόγους να στραφή κατά των οπαδών του Φωτίου επισκόπων, αφού η απλή εκθρόνιση του Φωτίου και η αποκατάσταση του Ιγνατίου ικανοποιούσαν πλήρως την παράταξη των ιγνατιανών. Ωστόσο, ο πάπας Αδριανός με την καθαίρεση όλων όσων υπέγραψαν τα πρακτικά της συνόδου του 867 προκαλούσε οξύτερο εκκλησιαστικό και πολιτικό ζήτημα. Η σύνοδος συγκλήθηκε τελικώς στο ναό της αγίας Σοφίας (5 Οκτωβρίου 869), ο δε αυτοκράτορας συμμετείχε σε μερικές μόνο συνεδρίες, ενώ στις λοιπές εξεπροσωπείτο από τον πατρίκιο Βαάνη και άλλους εξέχοντες αξιωματούχους. Στη σύνοδο εμφανίσθηκαν ως αντιπρόσωποι των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής ο αρχιδιάκονος Ιωσήφ για τον θρόνο της Αλεξανδρείας, ο τοποτηρητής του θρόνου της Αντιόχειας μητροπολίτης Τύρου Θωμάς και ο σύγκελλος Ηλίας για τον θρόνο των Ιεροσολύμων. Είχαν προφανώς μεταβή στην Κπολη για να μεσιτεύσουν υπέρ της απελευθερώσεως αράβων αιχμαλώτων, αλλ’ αφού βρέθηκαν στην Κπολη προσκλήθηκαν και στη σύνοδο. Η παρουσία εκπροσώπων των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής θα προσέδιδε στη σύνοδο στοιχεία αυθεντίας, τα οποία ήσαν σημαντικά για τη συνοδική συνείδηση της Ανατολής, ιδιαίτερα όταν είχε τεθή ζήτημα κρίσεως ενός Οικουμενικού πατριάρχη. Βεβαίως, η στάση τους αυτή αποδοκιμάσθηκε αργότερα από τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, αφού δεν είχαν πράγματι ορισθή ως εκπρόσωποι των πατριαρχείων τους για τη σύνοδο.
     Η αποδοκιμασία ή και η περιφρόνηση της συνόδου από τους επισκόπους του Οικουμενικού θρόνου υπήρξε γενική. Στην πρώτη συνεδρία συμμετείχαν μόνο ο πατριάρχης Ιγνάτιος και δώδεκα από τους οπαδούς του επισκόπους. Στη συνεδρία αυτή οι παπικοί αντιπρόσωποι παρουσίασαν Λίβελλο, ο οποίος προέβαλλε το παπικό πρωτείο και περιείχε τις αποφάσεις της πρόσφατης συνόδου της Ρώμης. Κατά τις παπικές οδηγίες τον Λίβελλο έπρεπε να υπογράψουν όλα τα μέλη της συνόδου πριν από την έναρξη των εργασιών. Ο Λίβελλος αυτός είχε συνταχθή με βάση τη Regula Fidei του πάπα Ρώμης Ορμίσδα (519), με την αποδοχή της οποίας είχε αρθή το λεγόμενο Ακακιανό σχίσμα (484-519). Στο πρότυπο αυτό έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις, προστέθηκε δε η απόφαση καθαιρέσεως του Φωτίου και των οπαδών του. Η συνοδική συνείδηση των επισκόπων της Ανατολής εξεγέρθηκε, αφού η συγκληθείσα σύνοδος καθίστατο κατ’ ουσίαν απλό βήμα κοινοποιήσεως των παπικών αποφάσεων, οι οποίες λήφθηκαν ερήμην του σώματος των επισκόπων της Ανατολής και μάλιστα μη παριστάμενου, αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου, του καταδικασθέντος πατριάρχη Κπόλεως. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος και ο πατριάρχης Ιγνάτιος θεώρησαν τον Λίβελλο ως κάτι νέο και ανήκουστο ("novum et inauditum"), ενώ τα ευάριθμα μέλη της συνόδου εξέφρασαν τη δυσφορία τους. Εν τούτοις, ο αυτοκράτορας, αφού είχε εμπλακή ασύνετα στην περιπέτεια αυτή, μερίμνησε, παρά την ενδόμυχη αντίθεσή του προς την όλη εξέλιξη των πραγμάτων, να πειθαναγκάση τα μέλη της συνόδου, ώστε με την υπογραφή του Λιβέλλου να κλείση εσπευσμένα το χρονίζον ζήτημα. Η γενική όμως αποχή των επισκόπων της Ανατολής από τη σύνοδο ανάγκασε τον αυτοκράτορα να μεριμνήση και για το ειδικότερο αυτό ζήτημα. Πίεσε πολλούς επισκόπους να συμμετάσχουν στη σύνοδο και να υπογράψουν τον Λίβελλο. Ωστόσο, κατά τη δεύτερη συνεδρία εμφανίσθηκαν μόνο δέκα νέα μέλη της συνόδου, τα οποία αναγκάσθηκαν βεβαίως να υπογράψουν και τον Λίβελλο. Στην τρίτη όμως συνεδρία οι μητροπολίτες Αγκύρας Θεόδουλος και Νίκαιας Νικηφόρος αρνήθηκαν να υπογράψουν το παπικό έγγραφο. Στην τετάρτη συνεδρία παρέστησαν 36, στην ενάτη 66 και στην τελευταία μόνο 103 επίσκοποι. Ο αριθμός των συμμετασχόντων στην τελευταία συνεδρία ήταν μόλις το 1/7 περίπου του συνολικού αριθμού των μητροπολιτών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων της δικαιοδοσίας του πατριαρχείου Κπόλεως.
     Η σθεναρή λοιπόν αντίδραση της ιεραρχίας του Οικουμενικού θρόνου ήταν αυθεντική έκφραση όχι μόνο του γενικού σεβασμού προς το πρόσωπο του Φωτίου, αλλά και της συνειδήσεως ευθύνης για την κανονική τάξη της Εκκλησίας. Η παπική πρόκληση του Λιβέλλου είχε ως στόχο την επιβολή όχι μόνο στον Οικουμενικό θρόνο, αλλά και στην όλη Εκκλησία της Ανατολής του πρωτείου του παπικού θρόνου. Αυτό κατενοείτο βεβαίως και από τους ιγνατιανούς επισκόπους, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να αντιδράσουν και τελικώς υπέκυψαν. Ωστόσο, οι εξωτερικές τους ενέργειες στη σύνοδο δεν συμφωνούσαν με τις εσωτερικές τους διαθέσεις. Τις κανονικές δυσχέρειες των ιγνατιανών επισκόπων συμμεριζόταν και ο ίδιος ο αυτοκράτορας, το δε βάρος της επωμιζόμενης ευθύνης επισήμαιναν αναμφίβολα τόσο ο Φώτιος, όσο και οι προσκείμενοι σε αυτόν επίσκοποι.

       Έτσι εξηγούνται και τα ακόλουθα γεγονότα: Πρώτον, η προεδρία της συνόδου ανατέθηκε όχι στους παπικούς αντιπροσώπους, αλλά στο εκπρόσωπο του βυζαντινού αυτοκράτορα πατρίκιο Βαάνη. Δεύτερον, οι παπικοί αντιπρόσωποι υποχρεώθηκαν, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις τους, να επιδείξουν τις συστατικές επιστολές του πάπα για να συμμετάσχουν στη σύνοδο. Τρίτον, οι κοινοποιούμενες με τον Λίβελλο παπικές αποφάσεις υποβλήθηκαν σε μία τυπική έστω συνοδική διαδικασία, παρά την ευνόητη αδυναμία της συνόδου να διαφωνήση προς αυτές ή και παρά την αυταρχική έμμονή των παπικών αντιπροσώπων για την αμετάβλητη υιοθέτηση του παπικού κειμένου από τη σύνοδο. Τέταρτον, επιβλήθηκε, παρά τις αντιρρήσεις των παπικών αντιπροσώπων, η τυπική έστω απολογία ενώπιον της συνόδου του πατριάρχη Φωτίου, χωρίς την οποία ο αυτοκράτορας δε θα υπέγραφε τα πρακτικά της συνόδου. Πέμπτον, προβλήθηκε ιδιαζόντως όχι μόνο από τους επισκόπους, αλλά και από τον πατρίκιο Βαάνη αντίθετα προς το παπικό πρωτείο ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών. Έκτον, έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια, μετά από εντολή μάλιστα του αυτοκράτορα, να αφαιρεθούν με δόλο τα έγγραφα, τα οποία υπογράφηκαν στη σύνοδο κ.λπ.
     Οι συμμετασχόντες στη σύνοδο επίσκοποι δεν μπορούσαν βεβαίως κατά συνείδηση να συμφωνήσουν προς τη διαδικασία, η οποία ακολουθήθηκε από τους παπικούς αντιπροσώπους. Εν τούτοις, τον μεν παπικό Λίβελλο ήσαν υποχρεωμένοι να υπογράψουν ή να απορρίψουν χωρίς τροποποίηση, τη δε διαδικασία, παρά τις αυταρχικές παρεμβάσεις των παπικών αντιπροσώπων, την κατέστησαν κατά το εφικτό συνοδικότερη με τη συμπαράσταση και του πατρικίου Βαάνη. Έτσι οι ανυπέρβλητες δυσχέρειες της συνόδου να τροποποιήση τον Λίβελλο οδήγησαν, καθ’ ημάς, στην έμμεση κατά τη διαδικασία αποψίλωσή του από όλες τις αρχές, οι οποίες θεμελίωναν τη θεωρία για το παπικό πρωτείο. Η αντίδραση αυτή των μελών της συνόδου κατά του περιεχομένου του Λιβέλλου οφειλόταν στην διαπιστωμένη ήδη αντίθεση της παπικής απολυταρχικής τάσεως προς την ακλόνητη συνοδική συνείδηση της Ανατολής, η οποία εκφραζόταν με τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών. Πράγματι, η σύνοδος α) αρνήθηκε να ψηφίση κανόνα, στον οποίο προβαλλόταν το παπικό πρωτείο, όπως αυτό διατυπωνόταν στον Λίβελλο και στις επιστολές των παπών Νικολάου και Αδριανού, και β) η προβαλλόμενη ως τελεσίδικη και αμετάκλητη παπική απόφαση καθαιρέσεως του πατριάρχη Φωτίου από τη σύνοδο της Ρώμης εντάχθηκε στο πνεύμα του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών. Υπό το πνεύμα αυτό διακηρύχθηκε στη σύνοδο από τον φερόμενο ως εκπρόσωπο του πατριαρχείου Ιεροσολύμων σύγκελλο Ηλία: "Διά τούτο τας πατριαρχικάς κεφαλάς εν τω κόσμω έθετο το Πνεύμα το άγιον, ίνα τα εν τη Εκκλησία του Θεού αναφυόμενα σκάνδαλα δι’ αυτών αφανίζωνται. Τοιγαρούν του προκαθημένου θρόνου της πρεσβυτέρας Ρώμης μηδαμώς αποδεξαμένου τον Φώτιον, μήτε μην των της ανατολικής τριών θρόνων, του Αλεξανδρείας, του Αντιόχειας, του Ιεροσολύμων, ουκ ην χρεία μετακαλείσθαι αυτόν εις εξέτασιν και ανάκρισιν" (Mansi XVI, 317-320).
     Ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, ο οποίος είχε εισαχθή στην εκκλησιαστική διοίκηση ήδη κατά τον Ε' αι. και καθιερώθηκε ως κανονική προϋπόθεση για τη συγκρότηση Οικουμενικής συνόδου ήδη κατά τη σύγκληση της Ε' Οικουμενικής συνόδου (553), ενισχύθηκε, όπως είδαμε, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας (Βλ. Ιω. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, τόμ. 2, Αθήναι 1969-1970). Η σύνοδος της Αγίας Σοφίας (869) συγκλήθηκε ως Οικουμενική και διεκδίκησε την επιβολή της νέας παπικής θεωρίας και στην Ανατολή. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι παπικές αξιώσεις, οι οποίες προβλήθηκαν με τον Λίβελλο για πρώτη φορά στην Ανατολή, προκάλεσαν μία σαφή τάση συνοδικής εξουδετερώσεως του παπικού πρωτείου με την αντιπαράθεση του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών. Τα γεγονότα επιβάλλοντο από τον αυτοκράτορα, αλλά η συνείδηση της Εκκλησίας εκφραζόταν από τους συμμετέχοντες στη σύνοδο επισκόπους. Ο παπικός θρόνος κέρδισε με τον Λίβελλο τη θεωρητική επιβολή των αξιώσεών του στην Ανατολική Εκκλησία για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά συγχρόνως έχασε κάθε δυνατότητα συνοδικής υποστηρίξεως του παπικού πρωτείου, λόγω της ρητής εντάξεως του παπικού θρόνου στο κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών. Στην Εκκλησία δεν υπήρχε μόνο μία διοικητική κεφαλή, αλλά το "πεντακόρυφον κράτος" της Εκκλησίας, ήτοι οι πέντε πατριάρχες, οι οποίοι ασκούσαν τη λειτουργία των πέντε αισθήσεων στο σώμα της Εκκλησίας και καταστάθηκαν από το άγιο Πνεύμα ως φύλακες της αυθεντικότητας τόσο της αλήθειας της πίστεως, όσο και της κανονικής τάξεως. Ο πατρίκιος Βαάνης τόνισε στην ογδόη συνεδρία της συνόδου, ότι "posuit Deus ecclesiam suam in quinque patriarchiis et definivit in evangeliis suis, ut nunquam aliquando penitus decidant, eo quod capita ecclesiae sunt (Mansi, XVI, 140-141).
     Η σύνοδος συμφώνησε με τις θέσεις, οι οποίες προβλήθηκαν περί της Πενταρχίας των πατριαρχών και τις συμπεριέλαβε στον 21 κανόνα του λατινικού κειμένου των πρακτικών της συνόδου (13 του ελληνικού συντετμημένου κειμένου) με την ειδικότερη αναφορά και στον 6 κανόνα της Α' Οικουμενικής συνόδου (325). Στον 21 κανόνα της συνόδου αναγνωρίζεται η κανονικώς καθιερωμένη τάξη του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών, η οποία προβάλλεται ως η ανώτατη εκκλησιαστική αυθεντία στο δίκαιο των χειροτονιών και κρίσεως επισκόπων της Εκκλησίας. Οι των πέντε αυτών πατριαρχικών θρόνων "praesules universorum metropolitanorum qui ab ipsis promoverunt et sive per manus impositionem, sive per palii dationem, episcopalis firmitatem accipiunt, habeant potestatem videlicet ad convocandium eos, urgente necessitate, ad synodalem conventum, vel etiam ad coercendum illos et corrigendum, cum fama cos super quibusdam delietis forsitam accusaverit" (Mansi XVI, 170-171). Στον κανόνα αυτόν οριζόταν επίσης ότι δεν θα έπρεπε ένας πατριάρχης να κατηγορή τον πάπα Ρώμης εγγράφως ή και προφορικώς, όπως λ.χ. έπραξαν οι Διόσκορος Αλεξανδρείας και Φώτιος Κπόλεως, ενώ απαγορευόταν με την απειλή της ποινής του αναθέματος ένας κοσμικός άρχοντας να εκδιώξη τον πάπα Ρώμης ή κάποιον από τους άλλους πατριάρχες από τους θρόνους τους. Το έργο αυτό ανήκει στην αρμοδιότητα της Οικουμενικής συνόδου, όπως την καθορίζει η κατακλείδα του κανόνα και αποδίδεται πιστά στο ελληνικό κείμενο: “Ει δε συγκροτηθείσης συνόδου οικουμενικής γένηταί τις και περί της εκκλησίας των Ρωμαίων αμφιβολία, έξεστιν ευλαβώς και μετά της προσηκούσης αιδούς διαπυνθάνεσθαι περί του προκειμένου ζητήματος και δέχεσθαι την λύσιν, και ή ωφελείσθαι ή ωφελείν, μη μέντοι θρασέως αποφέρεσθαι κατά των της πρεσβυτέρας Ρώμης ιεραρχών" (Mansi, XVI, 406). Η παραδοχή της κινήσεως συνοδικής διαδικασίας τόσο για τον έλεγχο κάθε "αμφιβολίας" περί της εκκλησίας της Ρώμης, όσο και για την "λύσιν" του ζητήματος αποσκοπεί στο "ωφελείσθαι ή ωφελείν" (κατά το λατινικό κείμενον "aut proficare aut profectum facere") ή με τη διόρθωση της Εκκλησίας της Ρώμης ή και των αντιφρονούντων (Mansi XVI, 174).
      Η αρχή αυτή θεμελιώνει κανονικώς την αναγνώριση από την παπόφιλη σύνοδο της Κπόλεως (869-870), η οποία αναγνωρίσθηκε μάλιστα και ως Η' Οικουμενική σύνοδος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, της δυνατότητας κανονικής κρίσεως των σφαλλόμενων παπών Ρώμης από τις Οικουμενικές συνόδους. Το θέμα αυτό θα απασχολήσει, όπως θα δούμε, τη Δύση κατά τους ΙΔ' και ΙΕ’ αιώνες. Η αναντίρρητη αποψίλωση στη σύνοδο του προβαλλόμενου με τον Λίβελλο παπικού πρωτείου καθιστά πρόδηλο, ότι ο παπικός θρόνος έχασε στην σύνοδο της Αγίας Σοφίας μεγάλο μέρος του διεκδικουμένου κύρους του στην Καθολική Εκκλησία, το οποίο είχε προβληθή κατά συνετό τρόπο από τους παπικούς αντιπροσώπους στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο (861). Η έναντι της συνόδου της Αγίας Σοφίας θέση του πατριάρχη Φωτίου υπήρξε αγέρωχη. Ο πατριάρχης Κπόλεως γνώριζε ότι η σύνοδος συγκλήθηκε απλώς για να επικυρώση τις αποφάσεις της συνόδου της Ρώμης (Mansi XVI, 860,889-892,894,948), γι’ αυτό και αρνήθηκε να δεχθή ως κριτές του τους παπικούς αντιπροσώπους και κατ’ επέκταση τον παπικό θρόνο. Κατά την εκκλ. συνείδηση της Ανατολής υπόδικος πατριάρχης μπορούσε να κριθή μόνο σε Οικουμενική σύνοδο από κανονικούς εκπροσώπους και των πέντε πατριαρχικών θρόνων. Η συνείδηση αυτή είχε προβληθή ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη περίοδο των εικονομαχικών ερίδων τόσο από τον εκθρονισθέντα πατριάρχη Νικηφόρο Α’ όσο και από τον Θεόδωρο Στουδίτη. Ο πατριάρχης Κπόλεως Νικηφόρος ήταν έτοιμος να δεχθή την κρίση και ενός εκάστου των πέντε πατριαρχών: “Ει ο της πρεσβυτέρας Ρώμης πηδαλιουχών οσίως τους οίακας επικαλεί, παρέσομαι˙ ει ο της Αλεξάνδρου ιεροκήρυξ επαιτιάται, ουκ απειθήσας εφέψομαι˙ ει ο Αντιόχου ιεροποίμην έλκει προς κρίσιν, ουκ απολειφθήσομαι˙ ει ο τα Ιεροσόλυμα διέπων εις ευθύνην ημάς καταστήναι προσκέκληται, ουκ απολείψομαι" (PG 100, 121-124). Βεβαίως, ο πατριάρχης Νικηφόρος αναγνώριζε το δικαίωμα κρίσεως στον κάθε πατριάρχη για να δηλώση όχι βεβαίως το μονομερές δικαίωμα του καθενός στην κρίση ενός πατριάρχη, αλλά την αποκλειστική τους αρμοδιότητα στην κρίση των πατριαρχών. Υπό το πνεύμα αυτό ο Θεόδωρος Στουδίτης απέκρουσε ως αντικανονική την εκθρόνιση του πατριάρχη Νικηφόρου και υποστήριξε, ότι "ει παρατραπή εις εκ των πατριαρχών, υπό των ομοταγών, καθά φησίν ο θείος Διονύσιος, την επανόρθωσιν λήψεσθαι"(PG 99,1420).
      Ο ι. Φώτιος στην παπόφιλη σύνοδο αρνήθηκε και αυτή ακόμη τη γνωστοποίηση από τους παπικούς αντιπροσώπους της ποινής της αντικανονικής καθαιρέσεώς του από μόνο τον παπικό θρόνο. Αρνήθηκε δηλαδή να δεχθή ως κανονικούς κριτές του τους παπικούς αντιπροσώπους και αξίωσε την αυθεντική εκπροσώπηση του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών για να δεχθή την κανονική συγκρότηση του συνοδικού οργάνου, το οποίο θα τον έκρινε. Η παπόφιλη σύνοδος ήταν αναρμόδια, αφού δεν είχε κανονική σύνθεση. Πράγματι, ο ι. Φώτιος αμφισβητούσε την περί του ζητήματος αυτού αρμοδιότητα των απεσταλμένων των πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, οι οποίοι είχαν μεταβή στην Κπόλη για άλλο σκοπό. Βεβαίως, οι ενστάσεις του ι. Φωτίου δεν εμπόδισαν τη συνέχιση της τυπικής άλλωστε διαδικασίας, η οποία, όπως ήταν ήδη γνωστό, θα κατέληγε στην επικύρωση των αποφάσεων της συνόδου της Ρώμης. Ο ι. Φώτιος δεν εδέχθη να παρουσιασθή στη σύνοδο και δήλωσε ευθέως την απόρριψη της κλητεύσεως ("εγώ προαιρέσει ουκ έρχομαι, βία δε ελεύσομαι"), οι δε παπικοί αντιπρόσωποι, επιβεβαίωσαν με τους λόγους τους την ορθότητα της επιλογής του: "Ημείς ου δι ’έτερόν τι προσκαλούμεθα αυτόν, αλλ’ ίνα ενώπιον αυτού περατώσωμεν τα πεπραγμένα". Κατά τη βίαιη προσαγωγή του ι. Φωτίου στη σύνοδο για να του απαγγελθή η ποινή, οι παπικοί αντιπρόσωποι συμπεριφέρθηκαν υποτιμητικά προς το πρόσωπό του, αλλά και οι απαντήσεις του πατριάρχη Κπόλεως υπήρξαν ανάλογοι της σημασίας των γεγονότων: "Και είπον οι τοποτηρηταί˙ Ούτός έστιν ο Φώτιος, δι’ ον η αγία των Ρωμαίων εκκλησία εν επτά έτεσι και πλέον υπέμεινε κόπους πολλούς, ομοίως δε οι ανατολικοί θρόνοι και η Κωνσταντινουπολιτών εκκλησία ανάστατος γέγονε; Και ηρώτησαν αυτόν, ει αποδέχεται τας διατάξεις των αγίων πατέρων. Ο δε ουκ απεκρίθη. Και πάλιν ρωτηθείς είπε˙ Της φωνής και σιγώντος ο Θεός ακούει. Οι τοποτηρηταί είπον˙ Δια της σιωπής ουκ εκφεύξη την προδηλοτέραν κατάκρισιν. Ο Φώτιος είπεν˙ Ουδέ Ιησούς σιωπών εξέφυγε την κατάκρισιν. Οι τοποτηρηταί είπον˙ Ουκ άξιόν εστιν απολογήσασθαί σοι, επεί τοις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τα σα παρωμοίωσας˙ ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος˙ Περί ων ηρωτήθης, απόκριναι. Και ουκ απεκρίθη. Οι τοποτηρηταί πάλιν είπον˙ Αναθεματισάτω τα αθέσμως γραφέντα και πραχθέντα κατά του αγίου ανδρός Ιγνατίου. Εξαγγειλάτω μηδεμίαν κατ’ αυτού κίνησιν ποιήσειν, αλλά τούτον ως αληθινόν αρχιερέα δέξασθαι και τας της αποστολικής καθέδρας περί αυτού κρίσεις στέρξαι. Φωτίου δε έτι σιωπώντος, ωρίσθη αναγνωσθήναι τας περί αυτού πεμφθείσας επιστολάς από της των Ρωμαίων εκκλησίας... Οι τοποτηρηταί της Ρώμης είπον˙ Ουκούν παρεγγυώμεθα αυτώ του προσπεσείν τη αγία ταύτη συνόδω και υποκλίναι τον αυχένα τω αγιωτάτω πατριάρχη Ιγνατίω και γενέσθαι μέλος της Εκκλησίας και συναφθήναι τη των χριστιανών κοινωνία ως ένα των πιστών λαϊκών. Βαάνης ο πραιπόσιτος είπε˙ Λάλησον κύριε Φώτιε, τι έχεις δίκαιον; Φώτιος είπε˙ Τα εμά δικαιώματα ουκ εισίν εν τω κόσμω τούτω. Βαάνης είπεν˙ Ανοηταίνεις Φώτιε νυν από αισχύνης... Απροσωπόληπτος γαρ η κρίσις, ως ουκ εξ ενός μόνου θρόνου, αλλά των τεσσάρων πατριαρχικών γενομένη. Και μετανόησον, ίνα λυθή η κατά σου εξενεχθείσα του αναθέματος απόφασις... Επί τούτοις ο Φώτιος ουδέν απεκρίνατο..." (Mansi, XVI, 340-344).
     Ο πατριάρχης Φώτιος αναθεματίσθηκε, όσοι δε επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμειναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν πιστοί οπαδοί του αφορίσθηκαν. Ο ι. Φώτιος καθ’ όλη τη διαδικασία και παρά την προκλητική στάση των παπικών αντιπροσώπων τήρησε αξιοπρεπή σιγή, τους υπέδειξε κατά την Ζ' συνεδρία να υποβληθούν σε μετάνοια για τις διαπραττόμενες αδικίες και αρνήθηκε να δεχθή την αντικανονική ποινή. Ο ιγνατιανός Νικήτας Δαυίδ ο Παφλαγών αναφέρει την παράδοση, ότι τα μέλη της συνόδου κατά την υπογραφή των πρακτικών χρησιμοποίησαν αντί μελάνης το αίμα του Σωτήρος, δηλαδή τη θ. ευχαριστία (PG 105, 545). Τα πρακτικά της συνόδου αυτής χάθηκαν, αφού το μεν ελληνικό κείμενο καταστράφηκε μετά την αποκατάσταση του Φωτίου, το δε λατινικό κείμενο κλάπηκε από Σλάβους πειρατές της Αδριατικής. Λατινική μετάφραση διέσωσε ο ευρισκόμενος τότε στην Κπολη ως απεσταλμένος του βασιλιά Λουδοβίκου Β' για τη σύναψη πριγκιπικού συνοικεσίου Αναστάσιος ο Βιβλιοθηκάριος (Mansi, XVI, 1-208). Το σωζόμενο ελληνικό κείμενο αποτελεί συνοπτική μεν, αλλά κατά βάση ορθή απόδοση του λατινικού κειμένου.

δ'. Το Βουλγαρικό ζήτημα
     Κατά την τελευταία συνεδρία της παπόφιλης συνόδου (Φεβρ. 870) εμφανίσθηκε επίσημα ενώπιον της συνόδου μία βουλγαρική πρεσβεία, η οποία ζήτησε από τη σύνοδο να αποφασίση για τη διοικητική αναφορά της νεοσύστατης Εκκλησίας Βουλγαρίας στον θρόνο της Πρεσβυτέρας ή της Νέας Ρώμης. Οι παπικοί αντιπρόσωποι προσπάθησαν να παρακάμψουν το ζήτημα, τονίζοντας την περάτωση των εργασιών της συνόδου και την έλλειψη σχετικής εντολής ή ειδικής για το θέμα εκπροσωπήσεως του παπικού θρόνου. Η αυθαίρετη υπαγωγή της Εκκλησίας Βουλγαρίας στη δικαιοδοσία του παπικού θρόνου είχε δημιουργήσει, όπως είδαμε, σοβαρό κανονικό πρόβλημα στη σύνοδο, η οποία, αφού είχε δεχθή τις περί του παπικού πρωτείου θέσεις του Λιβέλλου, δεν είχε πλέον την ευχέρεια να παρέμβη σε εσωτερικά ζητήματα του παπικού θρόνου. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες των παπικών αντιπροσώπων δεν εισακούσθηκαν, αφού ήταν σαφές ότι για τα μέλη της συνόδου η υπογραφή του Λιβέλλου δεν σήμαινε βεβαίως και την κατά συνείδηση αναγνώριση του παπικού πρωτείου. Οι παπικοί αντιπρόσωποι αναίρεσαν την προγενέστερη διαβεβαίωση, ότι δηλαδή δεν είχαν λάβει παπικές εντολές για το βουλγαρικό ζήτημα, παρουσίασαν δε σχετική επιστολή του Αδριανού προς τον νέο πατριάρχη Ιγνάτιο, με την οποία απαγορευόταν κάθε παρέμβαση του θρόνου της Κπόλεως στη Βουλγαρία. Ωστόσο, ο νέος πατριάρχης αρνήθηκε να την αναγνώση, η δε σύνοδος αποφάνθηκε, ότι η Εκκλησία Βουλγαρίας ανήκε πάντοτε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού θρόνου. Η έμμεση δηλαδή αποδοχή του παπικού πρωτείου κατά την υπογραφή του Λιβέλλου συνοδεύθηκε από την άμεση αναίρεσή του στην πράξη κατά την αντιμετώπιση του βουλγαρικού ζητήματος. Ο πάπας με επιστολές του τόσο προς τον αυτοκράτορα, όσο και προς τον πατριάρχη διαμαρτυρήθηκε έντονα για την δοθείσα λύση και αξίωσε να αποσυρθούν από τη Βουλγαρία όλοι οι επίσκοποι, οι οποίοι είχαν αποσταλή από τον Ιγνάτιο μετά την εκδίωξη των λατίνων ιεραποστόλων από τον Βόρη. Ο πατριάρχης Ιγνάτιος υπέδειξε στον πάπα: α) ότι πριν ακόμη μεταβούν οι λατίνοι ιεραπόστολοι η Βουλγαρία ανήκε κανονικώς στο θρόνο της Κπόλεως, β) ότι οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι εκδιώχθηκαν από τους λατίνους βιαίως και αντικανονικώς, και γ) ότι το όλο ζήτημα ανήκε στην αρμοδιότητα του αυτοκράτορα. Αγνόησε δηλαδή πλήρως τις επιστολιμαίες παπικές απειλές, τις οποίες απηύθυναν εναντίον του τόσο ο Αδριανός, όσο και ο διάδοχός του Ιωάννης Η' (872-882). Πράγματι, η Εκκλησία Βουλγαρίας οργανώθηκε αμέσως ως μία από τις μητροπόλεις του Οικουμενικού θρόνου και όχι, κατά τη συνήθως υποστηριζόμενη άποψη, ως μία αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Οι δυτικές μαρτυρίες των επιστολών του πάπα Ιωάννη Η' προς τον Βόρη και προς τον Κροάτη πρίγκηπα Ντομαγκόι περί αποστολής "αρχιεπισκόπου" στη Βουλγαρία από τον πατριάρχη Ιγνάτιο πρέπει να θεωρηθούν ευνόητες, λόγω της ταυτότητας της χρήσεως του λατινικού τίτλου "αρχιεπίσκοπος" στη Δύση προς τον ελληνικό τίτλο "μητροπολίτης" στην Ανατολή.
     Ο πατριάρχης Ιγνάτιος λοιπόν διέψευσε τις προσδοκίες του παπικού θρόνου, αλλά και αν υπαναχωρούσε δεν θα μπορούσε να προσφέρη τη Βουλγαρία στον παπικό θρόνο. Η τακτική μιας διοικητικής επιβολής του παπικού πρωτείου, η οποία εγκαινιάσθηκε από τον Νικόλαο Α' τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή, δεχόταν πλέον αλλεπάλληλα πλήγματα. Ο Ιγνάτιος δεν εφάρμοσε επίσης την απόφαση των συνόδων της Ρώμης και της Αγίας Σοφίας (869) για όλους τους οπαδούς του Φωτίου, σε ορισμένους δε από αυτούς εμπιστεύθηκε τη συνέχιση του διακοπέντος ιεραποστολικού και οργανωτικού έργου στη Βουλγαρία. Άλλωστε, ο ι. Φώτιος και οι κυριότεροι οπαδοί του δεν θεωρούσαν κανονική την ποινή της καθαιρέσεως, η οποία τους επιβλήθηκε από αναρμόδιο και αντικανονικό συνοδικό όργανο. Οι εναντίον τους όμως ποινές υπήρξαν ιδιαίτερα σκληρές τουλάχιστον κατά την πρώτη εφαρμογή τους. Ο ι. Φώτιος είχε εξορισθή και είχε υποβληθή σε ποικίλες και πολλαπλές στερήσεις, βρισκόταν δε σε συνεχή επικοινωνία με τους οπαδούς του και διεκτραγωδούσε τις κακουχίες του (PG 102, 765 κεξ.). Την ίδια με τον Φώτιο μεταχείριση είχαν και οι κυριότεροι οπαδοί του. Ο Φώτιος μιλούσε για εσωτερικό σχίσμα στην εκκλησία Κπόλεως (PG102,900), ήτοι μεταξύ των ιγνατιανών και των φωτιανών, αλλά ο Βασίλειος Α' αναγνωρίσθηκε και από τις δύο παρατάξεις. Ωστόσο, οι οπαδοί του ι. Φωτίου ήσαν περισσότεροι και χρησιμότεροι για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία, ενώ η διαίρεση διασπούσε τις δυνάμεις της, χωρίς να υπηρετή πλέον κάποια πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο ι. Φώτιος ανακλήθηκε από την εξορία και ανέλαβε την εκπαίδευση των τέκνων του Βασιλείου, διορίσθηκε δε πάλιν καθηγητής του Πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας. Επακολούθησε βεβαίως και η συμφιλίωση Ιγνατίου και Φωτίου, ο οποίος δεν θεωρούσε τον εαυτό του καθηρημένο και συμπεριφερόταν ως κανονικός επίσκοπος. Ο θάνατος του Ιγνατίου (23 Οκτωβρίου 877) άφησε ελεύθερο το πεδίο για την αποκατάσταση του ι. Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο, αφού ήδη πριν από το θάνατο του Ιγνατίου ο ι. Φώτιος είχε πείσει τον αυτοκράτορα για την ανάκληση από την εξορία όλων σχεδόν των οπαδών του επισκόπων, κληρικών και μοναχών. Πράγματι, ο Βασίλειος απέστειλε επιστολή προς τον πάπα Ιωάννη Η' (877) για την αποστολή αντιπροσώπων στη σύνοδο, η οποία θα συνεκαλείτο τόσο για την αποκατάσταση της ειρήνης και της ενότητας της Εκκλησίας, όσο και για την αναθεώρηση των αποφάσεων της συνόδου της Αγίας Σοφίας.

3. Η αποκατάσταση του ι. Φωτίου και η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (879-880)
α’. Η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (879-880)
      Ο ι. Φώτιος ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο τρεις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Ιγνατίου, χωρίς άλλη κανονική διαδικασία. Ο Ιγνάτιος είχε προφανώς συμφωνήσει στη διαδοχή του από τον Φώτιο, αφού είχε ήδη τεθή ζήτημα αποκαταστάσεώς του ήδη πριν αποθάνη ο Ιγνάτιος, αλλά ο Φώτιος είχε απορρίψει την πρόταση αυτή (Mansi XVII, 424). Είναι ευνόητο ότι μετά τη συμφιλίωσή τους ο Ιγνάτιος όχι μόνο δεν είχε αντίρρηση, αλλά και εμπιστεύθηκε στον Φώτιο τους οικειοτέρους του ιγνατιανούς κατά τις οδυνηρές ημέρες της ασθένειάς του (Mansi XVII, 424). Η αποκατάσταση του Φωτίου έγινε με την ευνόητη συμφωνία και του αυτοκράτορα Βασιλείου, ο οποίος τον κάλεσε με πατρικίους δύο φορές και έπειτα αυτοπροσώπως να αναλάβη τον πατριαρχικό θρόνο. Ο Φώτιος έθεσε ως όρους αφ’ ενός μεν την ανάκληση όλων των εξορίστων οπαδών του, αφ’ ετέρου δε την αποκατάσταση του προσώπου του από τις εναντίον του διατυπωθείσες συκοφαντίες (Mansi XVII, 425). Αναμφιβόλως εννοούσε το κατηγορητήριο της παπόφιλης συνόδου της Αγίας Σοφίας (869-870). Το περιεχόμενο των όρων, οι οποίοι τέθηκαν από τον Φώτιο, είχε απασχολήσει την εκκλησία Κπόλεως ήδη πριν από το θάνατο του γνατίου, ο δε αυτοκράτορας είχε αποστείλει επιστολή προς τον πάπα Ιωάννη Η' (872-882) και είχε ζητήσει την αποστολή εκπροσώπων για τη συνοδική διευθέτηση του θέματος των εξορίστων επισκόπων. Ο Ιωάννης Η' θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για την ανανέωση των διεκδικήσεων του παπικού θρόνου στη Βουλγαρία, όπως επίσης και στις επαρχίες του Ά. Ιλλυρικού και της Ν. Ιταλίας. Απέστειλε ως αντιπροσώπους του τους επισκόπους Παύλο Αγκώνας και Ευγένιο Οστίας, οι οποίοι μετέφεραν παπικές επιστολές προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη Ιγνάτιο , με τις οποίες εζητείτο πράγματι η επιστροφή της Βουλγαρίας στη δικαιοδοσία του παπικού θρόνου. Όταν έφθασαν όμως στην Κπολη είχε ήδη πεθάνει ο πατριάρχης Ιγνάτιος (23 Οκτ. 877), βρήκαν δε στον θρόνο της Κπόλεως τον Φώτιο. Φοβούμενοι τις τυχόν συνέπειες οποιασδήποτε πρωτοβουλίας τους, δεν εκοινώνησαν με τον πατριάρχη. Ανέμεναν προφανώς νέες παπικές εντολές.
     Ο αυτοκράτορας με νέα επιστολή του προς τον πάπα Ιωάννη επαναλάμβανε το περιεχόμενο της πρώτης, γνωστοποιούσε την αποκατάσταση του ι. Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο και αποδοκίμαζε τη διστακτική συμπεριφορά των παπικών αντιπροσώπων προς το πρόσωπο του πατριάρχη. Παρεμφερές περιεχόμενο είχαν και οι επιστολές, τις οποίες απέστειλαν στον πάπα ο πατριάρχης Φώτιος και ο κλήρος της Κπόλεως. Το περιεχόμενό τους είναι γνωστό κυρίως από τις απαντητικές επιστολές του πάπα Ιωάννη, οι οποίες αναγνώσθηκαν στη μεγάλη σύνοδο της Κπόλεως (879-880). Ο αυτοκράτορας ζητούσε από τον πάπα να γίνουν δεκτοί σε εκκλησιαστική κοινωνία όλοι οι καταδικασθέντες από τη σύνοδο της Αγίας Σοφίας (869-870) και ο ήδη αποκατασταθείς πατριάρχης Φώτιος (Mansi XVII, 397). Ο πατριάρχης Φώτιος είχε την πλήρη συνείδηση ότι με την κοινή επιθυμία της εκκλησίας Κπόλεως επέστρεψε πάλι στον ιδικόν του (“ίδιον”) πατριαρχικό θρόνο (Mansi XVII, 413), ήτοι δεν αναγνώριζε την καθαίρεσή του από την αντικανονική σύνοδο της Αγίας Σοφίας (869-870) και θεωρούσε άκυρες ή και ανυπόστατες όλες τις αποφάσεις της. Ο πάπας Ιωάννης Η' συγκάλεσε σύνοδο από 15 επισκόπους στη Ρώμη, στην οποία συζητήθηκαν τα θέματα του θρόνου της Κπόλεως, ορίσθηκε δε ως νέος παπικός αντιπρόσωπος ο καρδινάλιος - πρεσβύτερος Πέτρος, ο οποίος θα ενωνόταν με τους αναμένοντες στην Κπολη άλλους δύο παπικούς αντιπροσώπους και θα ακολουθούσε πιστά τις παρεχόμενες εντολές στο ειδικό παπικό έγγραφο (Commonitorium). Συγχρόνως μετέφερε και νέες επιστολές του πάπα προς τον αυτοκράτορα, τον πατριάρχη και τον κλήρο της Κπόλεως.

     Στην επιστολή προς τον αυτοκράτορα (Mansi XVII, 396 κεξ.) τονιζόταν: α) η θεωρία του παπικού πρωτείου, το εύλογο των αιτημάτων του αυτοκράτορα και η συμφωνία του παπικού θρόνου για την αποκατάσταση της ενότητας της εκκλησίας Κπόλεως, β) η πικρία του πάπα για την εσπευσμένη αποκατάσταση του Φωτίου πριν από τη μετάβαση των παπικών αντιπροσώπων: "ει και η υμετέρα ευσέβεια τον άνδρα εκβιασμένη έφθασεν αποκαταστήσασα και προ ημών, ήτοι προ του παραγενέσθαι τους ημετέρους τοποτηρητάς εν τοις αυτόθι" (Mansi XVII, 397), γ) η ρητή επικύρωση των ήδη γενομένων στην Κπολη (Mansi XVII, 397), δ) η αποδοχή του Φωτίου σε κοινωνία από τον παπικό θρόνο (Mansi XVII, 400,401), ε) η ανάγκη αποφυγής στο μέλλον οποιασδήποτε "αθρόον" χειροτονίας από την τάξη των λαϊκών (Mansi XVII, 404), στ) η αξίωση αναγνωρίσεως της παπικής δικαιοδοσίας στη Βουλγαρία και αποφυγής οποιασδήποτε παρεμβάσεως σε αυτήν από τον πατριάρχη Κπόλεως (Mansi XVII, 405), και ζ) η ακύρωση των συνόδων, οι οποίες συγκλήθηκαν εναντίον του Φωτίου επί των παπών Νικολάου και Αδριανού, "ου γάρ απεδέχθησαν παρ’ αυτών τα κατά του αγιωτάτου Φωτίου ευρεθέντα” (Mansi XVII, 401).
     Στην επιστολή προς τον πατριάρχη Φώτιο (Mansi XVII, 412 κεξ.) ο πάπας Ιωάννης: α) δεχόταν την ήδη γενομένη αποκατάστασή του και εξέφραζε τη λύπη του για την έναντι του Φωτίου συμπεριφορά των αντιπροσώπων του, οι οποίοι "ευθέως ουκ ηθέλησαν συλλειτουργήσαι" (Mansi XVII, 413), επειδή δεν είχαν λάβει σχετικές εντολές, β) προέτεινε την εφαρμογή της αρχής της επιεικείας στους ιγνατιανούς επισκόπους, οι οποίοι δεν τον αναγνώριζαν (Mansi XVII, 413416), γ) αξίωνε τη ρητή απαγόρευση της "αθρόον" χειροτονίας στο μέλλον (Mansi XVII, 416), και δ) ακύρωνε ρητώς τη σύνοδο της Αγίας Σοφίας, η οποία καταδίκασε τον Φώτιο, με τους χαρακτηριστικούς λόγους: "την δε γενομένην κατά της σης ευλαβείας σύνοδον εν τοις αυτόθι ηκυρώσαμεν και εξωστρακίσαμεν παντελώς και απεβαλόμεθα διά τε τα άλλα και ότι ο προ ημών μακάριος πάπας Αδριανός ουχ υπέγραψεν εν αυτή” (Mansi XVII, 416). Ο πρεσβύτερος Πέτρος παρουσίασε το νέο Μνημόνιον (Commonitorium) των παπικών εντολών προς τους αντιπροσώπους του πάπα (Mansi XVII, 468-472), το οποίο μάλιστα αναγνώσθηκε και υπογράφηκε στην τρίτη συνεδρία της συνόδου. Είναι πράγματι ένα πολύτιμο κείμενο για τη γνώση του τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας των παπικών αποστολών κατά τους μέσους χρόνους. Στο Κομμονιτόριο οριζόταν η συμπεριφορά των παπικών αντιπροσώπων κατά την επίσκεψή τους προς τον βασιλέα (κεφ. α-β) και προς τον πατριάρχη Φώτιο (κεφ. γ-δ), όπως επίσης και οι παπικές θέσεις στα ήδη γνωστά κύρια θέματα της συνόδου (κεφ. ε-ια), οι οποίες συμπίπτουν πλήρως προς τις αντίστοιχες παπικές θέσεις των επιστολών. Χαρακτηριστική όμως είναι η επίσημη θέση του παπικού θρόνου έναντι της παπόφιλης συνόδου της Αγίας Σοφίας: "Θέλομεν ενώπιον της Ενδημούσης συνόδου ανακηρυχθήναι, ίνα η σύνοδος η γεγονυΐα κατά του προρρηθέντος πατριάρχου Φωτίου εν τοις καιροίς του Αδριανού του αγιωτάτου πάπα εν τη Ρώμη και εν τη Κωνσταντινουπόλει από του παρόντος η ηξωστρακισμένη και άκυρος και αβέβαιος και μη συναριθμήται αύτη μεθ’ ετέρας αγίας συνόδου" (Mansi XVII, 472). Αναμφιβόλως τόσο οι επιστολές, όσο και το Κομμονιτόριο, κατά τη μεταγλώττισή τους από την λατινική υπέστησαν ορισμένες φραστικές τροποποιήσεις, χωρίς όμως και να αλλοιωθή κατ’ ουσίαν το περιεχόμενό τους. Μόνη ίσως εξαίρεση ήταν η παπική αξίωση να ζητήση ο Φώτιος ενώπιον της συνόδου συγγνώμη για την έναντι του παπικού θρόνου συμπεριφορά του, η οποία όμως αντικαταστάθηκε με μία απλή ευχαριστία του πατριάρχη Κπόλεως προς τον παπικό θρόνο. Ο ι. Φώτιος θεωρούσε αδιανόητη την αίτηση συγγνώμης από τον παπικό θρόνο, στον οποίο απέδιδε μεγάλη ευθύνη για τις εναντίον του αντικανονικές πράξεις.
     Στη σύνοδο, η οποία συγκροτήθηκε επίσης στον ναό της Αγίας Σοφίας, συμμετείχαν υπό την προεδρία του Φωτίου οι παπικοί αντιπρόσωποι, οι εκπρόσωποι των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής και 383 περίπου επίσκοποι. Ο αυτοκράτορας δεν παρέστη αυτοπροσώπως και δεν εκπροσωπήθηκε με αντιπροσώπους. Κατά την πρώτη συνεδρία (αρχές Νοεμ. 879), μετά τις φιλόφρονες προσρήσεις των παπικών αντιπροσώπων και τις φιλόφρονες απαντήσεις του Φωτίου για την αποκατάστασή του στον Οικουμενικό θρόνο, ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ζαχαρίας έπλεξε το εγκώμιο της προσωπικότητας του Φωτίου και αποδοκίμασε όλες τις εναντίον του προγενέστερες αντικανονικές αποφάσεις: “Πάντα δε τα κατ' αυτού γεγονότα λήρος μακρός και φλυαρία νομίζεται... Ολίγοι δε τινες και λίαν ευαρίθμητοι, φθονούντες τη της Εκκλησίας ειρήνη, κρατούμενοι δε και τω της φιλαυτίας πάθει, κατάκρας ελήφθησαν. Καν τις αυτούς έρηται την αιτίαν και ότου χάριν σφάς αυτούς του κοινού της Εκκλησίας αποτέμνουσι σώματος, πρόχειρος η απολογία ότι η των Ρωμαίων Εκκλησία ούτω βούλεται. Όμοιόν τι ποιούντες, ωσανεί και ιερόσυλος τις ων ή και φονεύς, εγκαλούμενος επί τούτοις, έλεγεν ότι επιτροπή των Ρωμαίων πράττω το κακόν" (Mansi XVII, 385).

     Στη δεύτερη συνεδρία (17 Νοεμβρίου 879) αναγνώσθηκαν οι μεταγλωττισθείσες στην ελληνική επιστολές του πάπα Ιωάννη Η' προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη Φώτιο, τις οποίες έπρεπε να δεχθή και η σύνοδος. Ο παπικός αντιπρόσωπος Πέτρος, απευθυνόμενος προς τον πατριάρχη Φώτιο, προέτεινε την αποκατάσταση στους οικείους θρόνους τουλάχιστον των κατά την πρώτη πατριαρχία του εκθρονισθέντων ιγνατιανών (Mansi XVII, 417). Η πρόταση αυτή ήταν προφανώς καρπός προγενεστέρων μακρών συζητήσεων του Φωτίου και των παπικών αντιπροσώπων, αφού ο πάπας Ιωάννης δεν περιορίζεται στην ειδική μεταχείριση μόνο των "προχειροτονηθέντων" επισκόπων κατά την αποκατάσταση των ιγνατιανών επισκόπων. Ο πατριάρχης Φώτιος απάντησε ότι στην περίπτωση αυτή ανήκουν πλέον μόνο δύο εξόριστοι επίσκοποι, οι οποίοι όμως εξορίσθηκαν ως πρόξενοι ταραχών και όχι για καθαρώς εκκλησιαστικά ζητήματα.
      Η συζήτηση για το κρίσιμο Βουλγαρικό ζήτημα ήταν πολύ σημαντική. Το έθεσε επίσης ο παπικός αντιπρόσωπος Πέτρος με τη φράση του Κομμονιτορίου, σύμφωνα με την οποία ο πατριάρχης Κπόλεως δεν θα έπρεπε να τελή χειροτονία ή να στέλλη ωμόφορο (pallium) στη Βουλγαρία ("όπως εν τη των Βουλγάρων χώρα μήτε ωμόφορον αποστείλητε, μήτε χειροτονίαν ποιήσητε"). Τούτο σήμαινε πλήρη παραίτηση του Οικουμενικού θρόνου από τη διοικητική του δικαιοδοσία στη Βουλγαρία. Την ίδια αξίωση είχε ήδη προβάλει ο πάπας Νικόλαος στην πρώτη επιστολή του προς τον πατριάρχη Φώτιο και είχε λάβει, όπως είδαμε, αρνητική απάντηση με τη γνωστή λεπτή βυζαντινή ευγένεια. Ανάλογη υπήρξε η απάντηση και στη σύνοδο. Ο πατριάρχης Φώτιος δήλωσε ότι ο ίδιος δεν προέβη μεν σε παρεμφερή ενέργεια, "καίτοι δικαιολογίας ίσως και της προς ετέρους μιμήσεως πάντα ημίν εις κράτος εγχειριζούσης" (Mansi XVII, 417-420), και ότι ήταν πρόθυμος "και τα οικεία..., όσον εις ημών ανήκε γνώμην, θεσμών παλαιών ου λυομένων, τοις φίλοις χαρίζεσθαι", αλλά δεν ήταν πλέον εύκολο, γιατί οι διεκδικούμενες από τον παπικό θρόνο εκκλησίες "τη της βασιλικής ανατολή συμπεριέχονται αρχή". Ο πατριάρχης Κπόλεως δηλαδή απέκρουσε κατ’ ουσίαν το αίτημα των παπικών αντιπροσώπων με τον υπαινιγμό των δυσχερειών για την ικανοποίησή του: "ει δε ...μη ταις βασιλικαίς εστενοχωρείτο ανάγκαις, μηδέ τις άλλη με κανονική αναχαίτιζε δίκη, είχον δε και το υποτελούν ιερατικόν συμπνέον επί τούτω, ουχ ούστινας λέγεις υπό τον Ρώμης θρόνον τελέσαι ποτέ, αλλά και οι μηδέποτε υπ’ εκείνον γεγόνασι, και τούτους έτοιμος αν κατέστην ... αιτουμένω σοι παρασχείν" (Mansi XVII, 420).
Η διπλωματική όμως άρνηση του Φωτίου οδήγησε σε αδιέξοδο, αφού οι παπικοί αντιπρόσωποι είχαν για το ζήτημα αυτό ρητές παπικές εντολές, αλλά η σχετική συζήτηση περατώθηκε με την ενθουσιαστική εισήγηση του μητροπολίτη Καισαρείας της Καππαδοκίας Προκοπίου και του μητροπολίτη Εφέσου Γρηγορίου. Ο μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας Προκόπιος είπε, ότι "πάντα τα έθνη υποταγήναι έχουσι τω ευσεβεί κράτει των θεοπροβλήτων και μεγάλων βασιλέων ημών˙ και τούτου γενομένου, τότε, ως κελεύει η κραταιοτάτη αυτού βασιλεία, ποιεί τακτικά και αποδίδωσιν εκάστω τας οικείας ενορίας ακαινοτομήτους". Υπό ανάλογο πνεύμα ο μητροπολίτης Εφέσου Γρηγόριος υποστήριξε, ότι "ο περί ενοριών λόγος ουκ έχει νυν χώραν, μη συγκεφαλαιουμένων εις μίαν βασιλείαν ομοιότροπον πάντων των αρχιερατικών θρόνων..." Η σύνοδος διακήρυξε τελικώς ότι "ουκ επί τω διαστέλλειν ενορίας η άγια σύνοδος αύτη συνηθροίσθη ταύτα καιρός έτερος δοκιμάσει "(Mansi XVII, 420). Το οξύτατο δηλαδή ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν χωρίς να ληφθή οποιαδήποτε σχετική απόφαση.
      Η συζήτηση στράφηκε πλέον στο ζήτημα της άμεσης αποκαταστάσεως του Φωτίου, κυρίως μετά τη δήλωση του παπικού αντιπροσώπου, ότι "ουκ ην καλόν προ της ελεύσεως ημών ανελθείν αυτόν" στον πατριαρχικό θρόνο (Mansi XVII, 420). Η θέση της συνόδου στο ζήτημα αυτό υπήρξε σαφής. Ο εκπρόσωπος του πατριαρχείου Ιεροσολύμων πρεσβύτερος Ηλίας απάντησε με ρητορικό ερώτημα ότι, παρά τις αντίθετες αποφάσεις των συνόδων Ρώμης και Κπόλεως (863,869-870), "τα τρία της Ανατολής πατριαρχεία αεί πατριάρχην αυτόν είχον. Οι εν Κωνσταντινουπόλει αρχιερείς και ιερείς μικρού πάντες πατριάρχην αυτόν έχουσι. Και τί εκώλυε του ανελθείν αυτόν;" (Mansi XVII, 420). Ο πατριάρχης Φώτιος όμως ανέφερε όλα όσα συνέβησαν κατά την αποκατάστασή του (Mansi XVII, 421-425), αναγνώσθηκαν δε και οι προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη επιστολές των πατριαρχών Αλεξανδρείας (Mansi XVII, 428-440), Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (Mansi XVII, 441-448). Με τις επιστολές αυτές αποδοκιμάζοντο μεν οι καθ’ υπέρβαση αρμοδιοτήτων συμμετασχόντες ως εκπρόσωποι των πατριαρχών της Ανατολής στη σύνοδο της Κπόλεως, η οποία καταδίκασε τον πατριάρχη Φώτιο (869-870), προτεινόταν δε η συγχώρηση από τη σύνοδο του μόνου επιζώντος μητροπολίτη Τύρου Θωμά. Το ζήτημα όμως της συγνώμης του Τύρου Θωμά προκάλεσε νέες αντιθέσεις, επειδή ο παπικός αντιπρόσωπος Πέτρος προέτεινε να μη δοθή από τη σύνοδο, αλλά να ανατεθή "τούτο τω αγιωτάτω και οικουμενικώ πάπα Ιωάννη και το αρεστόν τοις οφθαλμοίς αυτού ποιησάτω". Η πρόταση αυτή ήταν ισοδύναμη με τη συνοδική αναγνώριση από την Ανατολή μιας μορφής εκκλήτου προς τον παπικό θρόνο, γι’ αυτό και αποκρούσθηκε από τη σύνοδο με τη δήλωση, ότι "εις Θεόν μεν οίδαμεν ότι ανατρέχει το αμάρτημα, πλην κατά πρώτον λόγον εις τον αρχιερέα ημών εγένετο και αυτός προ πάντων μάλλον, διά το εις αυτόν γενέσθαι το αμάρτημα, την εξουσίαν έχει του λύσαι αυτόν".
Ο Φώτιος δέχθηκε το αίτημα της συνόδου και συγχώρησε τον Τύρου Θωμά, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι συμφώνησαν με τη δήλωση, ότι "ουδέ εν τούτω ο αγιώτατος και οικουμενικός πάπας Ιωάννης έχει προς την υμετέραν αγιωσύνην διαφρονήσαι " (Mansi XVII, 440-441).
     Στην τρίτη συνεδρία της συνόδου αναγνώσθηκε η επιστολή του πάπα Ιωάννη προς τους επισκόπους της εκκλησίας Κπόλεως και των λοιπών πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής (Mansi XVII, 449-456), η οποία επαναλαμβάνει τις ίδιες περίπου παπικές αντιλήψεις προς όσες διατυπώθηκαν στις παπικές επιστολές προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της "αθρόον" χειροτονίας οι Καισαρείας της Καππαδοκίας Προκόπιος και Χαλκηδόνος Ζαχαρίας αμφισβήτησαν ρητώς την παπική ερμηνεία στον κανόνα 10 της συνόδου της Σαρδικής, ως δήθεν εισάγοντος γενική απαγόρευση της "αθρόον" χειροτονίας λαϊκών. Ο Καισαρείας Προκόπιος υποστήριξε ορθώς ότι ο κανόνας της Σαρδικής υπονοεί όχι όλους τους λαϊκούς, αλλά μόνο "ωρισμένα πρόσωπα, τουτέστιν τον από αγοράς σχολαστικόν", ενώ ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας παρατήρησε επίσης ορθώς, ότι "ο κανών φανερώς και διαρρήδην λέγει την αιτίαν, δι’ ην τινα κωλύει από λαϊκών επί τον μέγαν τούτον αναβιβάζεσθαι θρόνον... Εάν η ικανά της οικείας αρετής έργα παρεσχηκώς και τον τρόπον έχει δοκιμασθέντα, ο κανών τον τοιούτον (= λαϊκόν) ου κωλύει". Ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος ανέφερε σχετικά παραδείγματα (Νεκταρίου Κπόλεως, Αμβροσίου Μεδιολάνων, Ευφραιμίου Αντιοχείας, Ευσεβίου Καισαρείας), τα οποία θεμελίωναν το συμπέρασμά του, ότι δηλαδή η Εκκλησία μπορούσε "ου μόνον από λαϊκών προβιβάζει ν εις αρχιερατικόν αξίωμα, αλλά και από νεοφωτίστων". Η ερμηνεία αυτή ήταν καθιερωμένη στην κανονική θεωρία της Ανατολής, παραμένει δε περίεργο γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως από τον Φώτιο στις επιστολές του προς τον πάπα Νικόλαο Α'. Ωστόσο, και κατά τη συνοδική συζήτηση ο Φώτιος απέφυγε να αναφερθή στην αυθεντική ερμηνεία του κανόνα της Σαρδικής. Ίσως επειδή αφορούσε στην προσωπική του περίπτωση. Το εγειρόμενο όμως κανονικό ζήτημα αποσκοπούσε στην απογύμνωση της αντικανονικής καθαιρέσεως του πατριάρχη Φωτίου από κάθε κανονικό έρεισμα και στην απόκρουση του παλαιότερου χαρακτηρισμού της χειροτονίας του από τους πάπες Ρώμης ως αντικανονικής. Οι παπικοί αντιπρόσωποι δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν ενεργώς στην κανονική αυτή συζήτηση (Mansi XVII, 456-460), ο δε πατριάρχης Φώτιος συνέστησε απλώς "τα μεν τότε γεγονότα Θεός λήθη βαθεία παραδοίη και ημάς αυτούς αμνηστίαν τε και αμνησικακίαν διατηρείν ενισχύσαι, πολλώ γαρ αμείνονα ποιεί η σιγή ή και βραχεία τις και συντετμημένη περί τούτων διάλεξις" (Mansi XVII, 465).
     Κατά την τετάρτη συνεδρία (παραμονή Χριστουγέννων 879) έφθασε και ο εκπρόσωπος του πατριαχείου Αντιοχείας μητροπολίτης Βασίλειος, ο οποίος δήλωσε στη σύνοδο, ότι ο Αντιοχείας Θεοδόσιος δεν δέχθηκε ποτέ την απόφαση καθαιρέσεως του Φωτίου και παρέδωσε τις αναγνωσθείσες επιστολές των πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (Mansi XVII, 477-481). Στις επιστολές αυτές αποδοκιμάζοντο οι εμφανισθέντες στη σύνοδο του 869-870 ως εκπρόσωποι των πατριαρχών της Ανατολής ως πλαστογράφοι των πατριαρχικών έγγραφων, τα οποία επιδόθηκαν στη σύνοδο της Αγίας Σοφίας (869-870), και τονιζόταν πάλιν η μη αποδοχή της καθαιρέσεως του Φωτίου από τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής. Πάντως με την ευκαιρία της αναγνώσεως των επιστολών αυτών δηλώθηκε από τη σύνοδο η συνείδηση της πλήρους αυτοτέλειας και της κανονικής ανεξαρτησίας του θρόνου της Κπόλεως κατά τη διαδικασία αποκαταστάσεως του Φωτίου, ανεξαρτήτως μάλιστα από τη γνώμη των άλλων πατριαρχικών θρόνων: "Ημείς ουκ εδεήθημεν των επιστολών εις το την σην αρχιερωσύνην αποδέξασθαι˙ ημείς και προ αυτών ηνώθημεν και συνεδέθημεν πνευματικώς" (Mansi XVII, 484). Η θέση των άλλων πατριαρχικών θρόνων κατά την εκλογή ενός πατριάρχη περιοριζόταν απλώς και μόνο στην κρίση της ορθοδοξίας και της κανονικότητας της διαδικασίας εκλογής του με κύριο κριτήριο τις συνοδικές επιστολές του. Είναι ευνόητο ότι δεν διατυπώθηκε ποτέ επιφύλαξη ως προς την ομολογία πίστεως του Φωτίου, η δε κατηγορία περί αντικανονικής "αθρόον" χειροτονίας διαφορετικά ερμηνευόταν στη Δύση και διαφορετικά στην Ανατολή, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να αποτελέση παραδεκτό κανονικό έρεισμα για την επιβολή της ποινής της καθαιρέσεως. Διαφωνία όμως διαπιστώθηκε και κατά την πρόταση των παπικών αντιπροσώπων να απαγορευθή πλέον επίσημα από τη σύνοδο η "αθρόον" χειροτονία λαϊκών. Οι εκπρόσωποι των τριών πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής αρνήθηκαν να δεχθούν την πρόταση αυτή, επειδή "τούτο κατ’ ουδέν εναντιούται τω εκκλησιαστικώ θεσμώ" (Mansi XVII, 488-489). Υπήρχε λοιπόν μία σαφής διαφωνία όχι μόνο ως προς την κατανόηση ή την ερμηνεία του κανόνα 10 της Σαρδικής, αλλά και ως προς τη γενικότερη κανονική αξιολόγηση της "αθρόον" χειροτονίας. Πράγματι, στον κανόνα 17 της Πρωτοδευτέρας συνόδου (861), ο οποίος θεσπίσθηκε κατά φιλόφρονα παραχώρηση του Φωτίου προς τον παπικό θρόνο, απαγορευόταν η "αθρόον" χειροτονία λαϊκού ή μοναχού σε επίσκοπο, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Ωστόσο, ο κανόνας δεν θεωρήθηκε υποχρεωτικός για κάθε χειροτονία ή και για όλες τις εκκλησίες, οι οποίες μπορούσαν να έχουν διάφορα έθιμα σε αδιάφορα ή δευτερεύοντα θέματα. Συνεπώς, όλες οι εναντίον του Φωτίου σύνοδοι αποψιλώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο από κάθε κανονικό έρεισμα και αποδοκιμάσθηκαν, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι δήλωσαν ότι η καθαιρέσασα τον Φώτιο σύνοδος της Αγίας Σοφίας (869-870) αποκηρύχθηκε ήδη από τον παπικό θρόνο και δεν μπορούσε πλέον να χαρακτηρίζεται καν σύνοδος: "μήτε μην σύνοδον όλως καλείσθαι ή ονομάζεσθαι, μη γένοιτο" (Mansi XVII, 489). Στην αποκήρυξη αυτή συμφώνησαν ομοφώνως όλα τα μέλη της συνόδου (Mansi XVII, 489-492).
     Η πέμπτη συνεδρία της συνόδου (26 Ιαν. 880) άρχισε με τη γενική επιδοκιμασία της παλαιότερης προτάσεως του πατριάρχη Φωτίου να αναγνωρισθή η σύνοδος της Νίκαιας (787) ως Οικουμενική και να συναριθμηθή ως εβδόμη μετά τις έξι πρώτες Οικουμενικές συνόδους (Mansi XVII, 493). Η Ζ' Οικουμενική σύνοδος, καίτοι είχε γίνει δεκτή ως προς τις αποφάσεις της για την τιμή των εικόνων, εν τούτοις δεν συναριθμείτο, όπως είδαμε (Εκκλ. Ιστορία, Α', 880 κεξ.), ως εβδόμη μεταξύ των Οικουμενικών συνόδων τόσο από το παπικό θρόνο, όσο και από τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής (Βλ. Ιω. Φειδά, Αποδοχή και συναρίθμησις της Ζ' Οικουμενικής σύνοδου, 787, εις την Ανατολήν και εις την Δύσιν, Etudes Theologiques, 9, 1990, 67-84. Του αυτού, The Ecumenicity of the Seventh Ecumenical Council, στον τόμο ICONS, Windows on Eternity, Geneva 1990, 10-22). Με ιδιαίτερη ευαισθησία αντιμετωπίσθηκε και το ζήτημα του μη κοινωνούντος με τον Φώτιο Μητροφάνους Σμύρνης, ο οποίος, καίτοι κλήθηκε τρεις φορές κανονικώς να παρουσιασθή ενώπιον της συνόδου, προσποιήθηκε ασθένεια και αποκόπηκε "πάσης εκκλησιαστικής και κοινωνίας και συναυλίας έως εάν επιστρέψη εις τον ίδιον ποιμένα". Με ερέθισμα το ζήτημα αυτό οι παπικοί αντιπρόσωποι προέτειναν παραδόξως, "ίνα ους αν έχη ο αγιώτατος και οικουμενικός πάπας Ιωάννης κανονικώς καθηρημένους εν οιωδήποτε τάγματι ή τόπω, έχει αυτούς και Φώτιος ο αγιώτατος πατριάρχης καθηρημένους. Ομοίως και ους αν έχη Φώτιος ο αγιώτατος πατριάρχης καθηρημένους ή ηθωωμένους, έχη αυτούς και ο αγιώτατος και οικουμενικός πάπας Ιωάννης κατακεκριμένους ή ηθωωμένους" (Mansi XVII, 496-497).

     Η πρόταση αυτή των παπικών αντιπροσώπων αποτελούσε ουσιαστική παραίτηση από όλες σχεδόν τις παπικές διεκδικήσεις. Το περιεχόμενο της προτάσεως αυτής, αφού υιοθετήθηκε ομόφωνα από όλα τα μέλη, αποτέλεσε τον πυρήνα του κανόνα 1 της συνόδου, με τον οποίο αναγνωριζόταν κανονικώς η πλήρης διοικητική αυτονομία των θρόνων Ρώμης και Κπόλεως, κατ’ επέκταση δε και των άλλων πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής. Η παρέμβαση λοιπόν του παπικού θρόνου στο ζήτημα της κανονικότητας της χειροτονίας του πατριάρχη Κπόλεως Φωτίου με σκοπό τη διοικητική επιβολή του παπικού πρωτείου κατέληξε στην πλήρη συνοδική εγκατάλειψη όχι μόνο των νέων διοικητικών διεκδικήσεων, αλλά και των παλαιότερων τάσεων επιβολής της θεωρίας του παπικού πρωτείου στην Ανατολή. Ο παπικός θρόνος αναγκάσθηκε τελικώς να δεχθή την ένταξη τον παπικού πρωτείου στον κανονικό Θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών τόσο κατά την παπόφιλη (869-870), όσο και στην αποκαταστήσασα τον Φώτιο σύνοδο της Αγίας Σοφίας (879-880). Η εξέλιξη αυτή των γεγονότων κατέστησε πλέον σαφή στη Ρώμη την αμετακίνητη θέση των πατριαρχών της Ανατολής υπέρ του κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών και απέκλεισε εφεξής κάθε δυνατότητα αναγνωρίσεως του παπικού πρωτείου στην Ανατολή.
     Από τις αντιθέσεις όμως αυτές της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης ανεφύη, όπως είδαμε, και το θεολογικό ζήτημα του filioque, το οποίο δεν εμπόδισε μεν τότε την αποκατάσταση της κοινωνίας Ρώμης και Κπόλεως, αφού δεν είχε περιληφθή στο Σύμβολο πίστεως από τον παπικό θρόνο, αλλά προσέδωσε πλέον και δογματικό χαρακτήρα στην έκδηλη τάση διαφοροποιήσεως της Δύσεως από την Ανατολή. Οι αποφάσεις υπογράφηκαν από όλα τα συμμετασχόντα μέλη της συνόδου εκτός από τον Φώτιο, ο οποίος δεν υπέγραψε τα πρακτικά. Ήταν το πρόσωπο για το οποίο είχε συγκληθή η σύνοδος (Mansi XVII, 508-512). Η υπογραφή και η επικύρωση των πρακτικών από τον αυτοκράτορα έγινε στο Παλάτι, όπου στις 3 Μαρτίου (880) πραγματοποιήθηκε η έκτη συνεδρία της συνόδου. Στη συνεδρία αυτή συμμετείχαν ο πατριάρχης Φώτιος, οι παπικοί αντιπρόσωποι, οι εκπρόσωποι των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής και 18 επίλεκτοι επίσκοποι ως εκπρόσωποι της συνόδου (Mansi XVII, 512-520). Ακολούθησε αμέσως μετά και η εβδόμη συνεδρία στην Αγία Σοφία για την ενημέρωση της συνόδου επί των λαβόντων χώρα κατά την έκτη συνεδρία στο Παλάτι. Οι νεώτερες τάσεις αμφισβητήσεως των δύο αυτών συνεδριών από ρωμαιοκαθολικούς κυρίως ιστορικούς δεν έγιναν δεκτές, αφού δεν είχαν ερείσματα στις πηγές. Κατά την έκτη συνεδρία με πρόταση του αυτοκράτορα αποφασίσθηκε να αναγνωσθή και να επικυρωθή το Σύμβολο Νικαίας-Κπόλεως αντί της συντάξεως νέου Όρου της συνόδου, αφού η σύνοδος είχε συγκληθή ως Οικουμενική: "Εξ άπαντος τρόπον οφείλει ο της Νίκαιας συνόδου Όρος, όν και αι λοιπαί άγιαι και οικουμενικαί σύνοδοι επεκύρωσάν τε και επωκοδόμησαν, τούτον και εν ταύτη τη μεγάλη και οικουμενική συνόδω αναγνωσθήναι". Πράγματι, οι παπικοί αντιπρόσωποι συμφώνησαν με την πρόταση αυτή και δήλωσαν, ότι "πρέπον εστί μη έτερον Όρον καινουργηθήναι, αλλ’ αυτόν τον αρχαίον και ανά πάσαν την οικουμένην κρατουμένόν τε και δοξαζόμενον αναγνωσθήναί τε και επιβεβαιωθήναι". Προφανώς οι παπικοί αντιπρόσωποι δεν είχαν αντιληφθή την σκοπιμότητα της γενομένης προτάσεως και την έμμεση σύνδεσή της με την εκ των προτέρων καταδίκη της προσθήκης του filioque στο Σύμβολο Νικαίας-Κπόλεως, η οποία είχε ήδη πραγματοποιηθή στη Δύση από τους Φράγκους. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ο σχετικός "Όρος" της συνόδου είχε ήδη συνταχθή και αναγνώσθηκε από τον πρωτονοτάριο διάκονο Πέτρο:
"...Στέργομεν δε και αποδοχής άξιους έχομεν, ους οία δη ομοδόξους ή και της ευσεβείας καθηγητάς τιμήν και σέβας όσιον οφειλομένους απέφηναν, ούτω περί τούτων φρονούντές τε και κηρύττοντες τον άνωθεν εκ Πατέρων και μέχρι ημών κατεληλυθότα της ακραιφνεστάτης των χριστιανών πίστεως Όρον και διανοία και γλώσση στέργομέν τε και πάσι διαπρυσία τη φωνή περιαγγέλλομεν, ουδέν αφαιρούντες, ουδέν προστιθέντες, ουδέν αμείβοντες, ουδέν κιβδηλεύοντες. Η μεν γαρ αφαίρεσις και η πρόσθεσις μηδεμιάς από των του πονηρού τεχνασμάτων ανακινουμένης αιρέσεως κατάγνωσιν εισάγει των ακαταγνώστων και ύβριν των Πατέρων αναπολόγητον, το δε κιβδήλοις αμείβειν ρήμασιν όρους Πατέρων πολύ του προτέρου χαλεπώτερον... Πιστεύω εις ένα Θεόν ... Ούτω φρονούμεν, εν ταύτη τη ομολογία πίστεως εβαπτίσθημεν, δι’ αυτής πάσαν αίρεσιν θραυομένην τε και καταλυομένην ο της αληθείας λόγος απέδειξεν... Ει δε τις ετέραν έκθεσιν παρά τούτο δη το ιερόν σύμβολον... τολμήσειεν αναγράψασθαι και Όρον πίστεως ονομάσαι, συλήσαι το αξίωμα της των θεσπεσίων εκείνων ανδρών ομολογίας και ταις ιδίαις ευρεσιλογίαις τούτο περιάψαι, κοινόν τε μάθημα τούτο προθείναι ή και τοις εξ αιρέσεως τίνος επιστρέφουσι και ρήμασι νόθοις ή προσθήκαις ή αφαιρέσεσι την αρχαιότητα του ιερού τούτου και σεβασμίου Όρου κατακιβδηλεύσαι αποθρασυνθείη"(Mansi XVII, 516).
     Όλοι οι συμμετασχόντες επίσκοποι κατανόησαν τον "Όρον" αυτό της συνόδου ως καταδικάζοντα την προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως. Αυτό βεβαιώνει και ο Φώτιος στην ειδική μελέτη του "Περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας" (PG 102, 380, 820). Ο πάπας Ιωάννης Η' δέχθηκε τις αποφάσεις της συνόδου για την αποκατάσταση του Φωτίου με την αόριστη επιφύλαξη, ότι δεν θα αναγνώριζε ο,τιδήποτε θεσπίσθηκε στη σύνοδο αυτή καθ’ υπέρβαση των εντολών, οι οποίες είχαν δοθή στους αντιπροσώπους του. Ήταν μία παλαιά, συνηθισμένη και κατά συνέπειαν αδιάφορη παπική επιφύλαξη. Προφανώς τα ερείσματα του Φωτίου στον παπικό θρόνο ήσαν πλέον πολύ ισχυρά και συνεδέοντο με τη μεγάλη επιρροή του παλαιού φίλου του και νέου Βιβλιοθηκάριου Ζαχαρία Ανάγνης. Ο Ζαχαρίας είχε συμμετάσχει στην Πρωτοδευτέρα σύνοδο (861) ως παπικός αντιπρόσωπος και είχε καθαιρεθή από τη σύνοδο της Ρώμης (863) για υπέρβαση των παπικών εντολών, αποκαταστάθηκε δε όχι μόνο στην εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά και στον οικείο θρόνο από τον πάπα Αδριανό, ενώ διαδέχθηκε τον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο στην παπική αυλή ως ευνοούμενος προφανώς του πάπα Ιωάννη Η' (Mansi XVII, 425). Η επιρροή του Ζαχαρία στη μετριοπαθή πολιτική του πάπα Ιωάννη έναντι του Φωτίου υπήρξε οπωσδήποτε τεράστια και αναγνωρίσθηκε από τον πατριάρχη Κπόλεως σε ευχαριστήρια επιστολή του προς αυτόν (Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Φωτιακά, Πετρούπολις 1897,6 κεξ.). Οι υποθέσεις, ότι ο πάπας Ιωάννης δεν επικύρωσε όλες τις αποφάσεις της συνόδου της Αγίας Σοφίας (879-880) ή ότι ο Φώτιος αναθεματίσθηκε από τους διαδόχους του Ιωάννη πάπες Ρώμης Μαρίνο Α' (882-884) και Στέφανο Ε' (885-891) ή και ότι προκλήθηκε δεύτερο σχίσμα, αποδείχθηκαν ανέρειστες στις πηγές από τον ρωμαιοκαθολικό ιστορικό Fr. Dvornik (Le schisme de Photius, Paris 1950, 284-328). Βεβαίως, τόσο ο Μαρίνος, όσο και ο Στέφανος δεν συμφωνούσαν πλήρως με όλες τις παπικές υποχωρήσεις, οι οποίες έγιναν στη σύνοδο της Αγίας Σοφίας (879-880), αφού από τις υποχωρήσεις αυτές δεν ικανοποιήθηκαν οι παπικές διεκδικήσεις στη Βουλγαρία, στο Α. Ιλλυρικό και στη Ν. Ιταλία. Η αποκατάσταση όμως από τον πάπα Μαρίνο του Φορμόζου, ο οποίος είχε ηγηθή της παπικής ιεραποστολής στη Βουλγαρία και είχε αποκοπή της εκκλ. κοινωνίας από τον πάπα Ιωάννη Η', αποδεικνύει ότι το κέντρο βάρους στις σχέσεις του παπικού θρόνου και του θρόνου της Κπόλεως επί των διαδόχων του Ιωάννη Η' ήταν κυρίως η αναγνώριση των παπικών διεκδικήσεων στη Βουλγαρία. Ήταν όμως πολύ αργά.
      Η έναντι του Φωτίου κανονική θέση του παπικού θρόνου δεν μεταβλήθηκε, όπως φαίνεται και από την παραμονή του φίλου του Ζαχαρία Ανάγνης στην υψηλή θέση του Βιβλιοθηκαρίου του παπικού θρόνου, την οποία διατήρησε προφανώς και επί των παπών Μαρίνου Α', Αδριανού Γ' και Στεφάνου Ε'. Ο πάπας Αδριανός Γ' (884-885) απέστειλε αντιπροσωπία στην Κπολη με επικεφαλής τον επίσκοπο Ορίας Θεοδόσιο, ο οποίος έφερε τα καθιερωμένα συνοδικά γράμματα του πάπα προς τον αυτοκράτορα, προφανώς δε και προς τον πατριάρχη Φώτιο, ενώ ο Στέφανος Ε' ζήτησε τη βοήθεια των βυζαντινών για την απόκρουση των αραβικών επιδρομών στην Ιταλία, υποσχόμενος πιθανότατα και την αναγνώριση της βυζαντινής κυριαρχίας στη Ν. Ιταλία. Εν τούτοις, οι διαδεχθέντες τον Ιωάννη Η' πάπες Ρώμης έβλεπαν πάντοτε στο πρόσωπο του πατριάρχη Κπόλεως Φωτίου ένα πανίσχυρο αντίπαλο για τις παπικές διεκδικήσεις όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, αφού οι επαρχίες της Ν. Ιταλίας, οι οποίες ανακαταλήφθηκαν μετά την εκδίωξη των Αράβων, υπήχθησαν πάλιν στη δικαιοδοσία του θρόνου της Κπόλεως. Η εκκλησιαστική αναδιοργάνωση των επαρχιών αυτών από τον Οικουμενικό θρόνο έφερε σε αντίθεση τον πάπα Ρώμης Στέφανο Ε' και το διοικητή της Καλαβρίας πατρίκιο Γεώργιο, ιδιαίτερα ως προς την εκλογή και τη χειροτονία του επισκόπου Τάραντος. Ο πάπας Ρώμης διεκδικούσε τη χειροτονία του επισκόπου Τάραντος και θεωρούσε αντικανονική την προβολή από τον πατρίκιο, αντί του εκλεγέντος από τον τοπικό πληθυσμό, άλλου υποψηφίου, ο οποίος μάλιστα θα έπρεπε να χειροτονηθή από τον πατριάρχη Κπόλεως. Η αναβίωση του βυζαντινού ενδιαφέροντος για τις βυζαντινές κτήσεις στη Ν. Ιταλία και το συνεχώς επιδεικνυόμενο κατά το I' αι. ενδιαφέρον των βυζαντινών για την αρτιότερη πολιτική και εκκλησιαστική οργάνωση των επαρχιών αυτών προκαλούσαν ευνόητη ένταση στις σχέσεις Ρώμης και Κπόλεως, αποτελούσαν δε σαφή προμηνύματα του επερχόμενου μεγάλου σχίσματος του ΙΑ' αιώνα.

β’. Παραίτηση Φωτίου και συνέπειες της συγκρούσεως Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης
     Οι αποφάσεις της συνόδου της Κπόλεως (879-880), οι οποίες κύρωσαν την αποκατάσταση του Φωτίου, έγιναν δεκτές από όλους στο Βυζάντιο με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις. Αντέδρασαν μόνο οι φανατικοί ιγνατιανοί επίσκοποι, οι οποίοι και εξορίσθηκαν από τον αυτοκράτορα. Αντιθέτως, οι μετριοπαθείς ιγνατιανοί αναγνώρισαν την αποκατάσταση του Φωτίου. Οι φανατικοί όμως ιγνατιανοί με επικεφαλής τους μητροπολίτες Νεοκαισαρείας Στυλιανό Μάπα και Σμύρνης Μητροφάνη επέμειναν και αποσχίσθηκαν από την εκκλησιαστική κοινωνία, παρά τις ειρηνικές προσπάθειες του Φωτίου. Ωστόσο, ο Φώτιος εξαναγκάσθηκε τελικώς σε παραίτηση (886) από τον διαδεχθέντα τον Βασίλειο δευτερότοκο γιό του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό (886-912). Η παραίτηση αναγνώσθηκε από το μάγιστρο Ανδρέα και τον λογοθέτη Ιωάννη Αγιοπολίτη επίσημα από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας και εκτελέσθηκε αμέσως. Τα αίτια της δεύτερης εκθρονίσεως του Φωτίου δεν είναι σαφή. Προφανώς πρέπει να αναζητηθούν αφ’ ενός μεν στις σχέσεις Βασιλείου Α' και Λέοντος ΣΤ', αφ’ ετέρου δε στη θέση του Φωτίου έναντι στον Λέοντα, ο οποίος ήταν νόθο τέκνο του Βασιλείου και δεν είχε ίσως την ανεπιφύλακτη στοργή του πατέρα του. Ο Βασίλειος Α' προόριζε ως διάδοχό του τον γνήσιο πρωτότοκο γιό του Κωνσταντίνο, ο θάνατος του οποίου κατά τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου του 879-880 έφερε στο προσκήνιο τον Λέοντα με τη στέψη του ως συμβασιλέως (880). Η εξέλιξη αυτή των πολιτικών πραγμάτων δεν θεράπευσε βεβαίως και τα παλαιοτέρα συναισθηματικά τραύματα του Λέοντα. Η οξύτητα στις σχέσεις πατέρα και γιού οφειλόταν προφανώς και στον εξαναγκασμό του Λέοντα από τον πατέρα του να εγκαταλείψη την ερωμένη του Ζωή Καρβονοψίνα για να νυμφευθή τη Θεοφανώ, η οποία όμως, όταν πληροφορήθηκε τη συνέχιση των σχέσεων Λέοντος και Ζωής, παραπονέθηκε στον αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος για να δώση οριστική λύση στο ζήτημα εξανάγκασε την Ζωή να παντρευθή κάποιον Θεόδωρο παρά τη θέλησή της. Ο Φώτιος επίσης, τόσο ως διδάσκαλος των τέκνων του Βασιλείου, όσο και ως πατριάρχης Κπόλεως, δεν ενέπνεε προφανώς εμπιστοσύνη στον Λέοντα, επειδή ως διδάσκαλος μεν δεν θα συμμεριζόταν τη ζηλοφθονία του Λέοντα εναντίον του ετεροθαλή αδελφού του και διαδόχου του θρόνου Κωνσταντίνου, ως πατριάρχης δε θα συντάχθηκε προφανώς με τον αυτοκράτορα Βασίλειο κατά τη ρήξη του προς τον γιό του. Το ανέκφραστο μίσος προς τον αυτοκράτορα εκδηλωνόταν από τον Λέοντα και προς όλους εκείνους, οι οποίοι υποστήριξαν τις απόψεις του πατέρα του, αφού αυτοί θεωρήθηκαν ότι τον επηρέαζαν εναντίον του. Ο Φώτιος κατατασσόταν βεβαίως από τον Λέοντα στην κατηγορία αυτή.
     Ο μητροπολίτης Ευχαΐτων Θεόδωρος Σανταβαρηνός, ο οποίος είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Βασιλείου Α' και του πατριάρχη Φωτίου, ήταν πολέμιος των φανατικών ιγνατιανών και διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στη σκλήρυνση των σχέσεων Λέοντος και Φωτίου. Είναι βέβαιο ότι τον αντιπαθούντα τον Φώτιο νόμιμο πλέον διάδοχο του θρόνου προσπάθησαν να προσεταιρισθούν και οι φανατικοί ιγνατιανοί, επωφελούμενοι του κοινού μίσους τους εναντίον του Φωτίου. Τη στροφή αυτή του Λέοντα πληροφορήθηκε ο Θεόδωρος Σανταβαρηνός, ο οποίος επιθυμούσε την απαγγίστρωση του διαδόχου του θρόνου από τους ιγνατιανούς, παρουσίασε δε στον Βασίλειο A' τις απλές ίσως σχέσεις τους υπό την μορφή συνωμοσίας εναντίον του αυτοκράτορα με την κατηγορία ότι αποσκοπούσαν στην οργάνωση της δολοφονίας του. Ο Βασίλειος εξοργίσθηκε και φυλάκισε τον γιό του, αποφάσισε δε να τον τιμωρήση με τύφλωση, αλλά ο πατριάρχης Φώτιος και η σύγκλητος παρενέβησαν και απέτρεψαν την αυστηρότατη τιμωρία. Οι προσκείμενοι στον Λέοντα ανώτατοι αξιωματούχου υποβλήθηκαν σε βασανιστικές ανακρίσεις, ορισμένοι δε από αυτούς εξορίσθηκαν, καίτοι οι σπασμωδικές αυτές εκρήξεις καχυποψίας και οι βίαιες αντιδράσεις του Βασιλείου δεν επιβεβαιώνουν την οργάνωση συνωμοσίας από τον Λέοντα. Το γεγονός ότι ανατρεπτικές τάσεις καλλιεργήθηκαν στον στρατό και ότι ο Λέων ή ορισμένοι από τους προσκείμενους σε αυτόν θα συνδέθηκαν ανύποπτα με αντιπάλους του αυτοκράτορα στρατιωτικούς εξηγεί προφανώς τη σκληρότητα της τιμωρίας, η οποία επιβλήθηκε από τον Βασίλειο στον Λέοντα. Ο θάνατος όμως του Βασιλείου (886) και η άνοδος στον θρόνο του Λέοντα ανέδειξε ολόκληρο το βάθος τόσο της έχθρας του προς τον πατέρα του, όσο και της αντιπάθειας προς τους ευνοουμένους του. Πράγματι, οι πρώτες ενέργειες της βασιλείας του υπήρξαν: α) η επίσημη και τιμητική μεταφορά των λειψάνων του Μιχαήλ Γ', ο οποίος είχε δολοφονηθή από τον πατέρα του, β) η αποκατάσταση των εξορισθέντων από τον πατέρα του αξιωματούχων, γ) η απονομή του αξιώματος του "λογοθέτη του δρόμου" στον πατέρα της Ζωής Στυλιανό Ζαουτζή, δ) η έγκλειση του Θεοδώρου Σανταβαρηνού σε μοναστήρι, ε) η εκθρόνιση του Φωτίου, και στ) η ιδιαίτερη εύνοια προς τους αντιπάλους του Φωτίου ιγνατιανούς.
     Κοινός παρονομαστής όλων των πρωτοβουλιών του αυτών ήταν το βαθύτατο μίσος εναντίον του πατέρα του και της μνήμης του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το δικαστήριο, το οποίο συγκροτήθηκε για την κρίση του Θεοδώρου Σανταβαρηνού, αναγνώρισε την αθωότητα του Φωτίου, αλλά ο πατριάρχης απομονώθηκε σε μονή της Ιερείας και ο Θεόδωρος Σανταβαρηνός εξορίσθηκε στην Αθήνα. Όλα τα ηγετικά στελέχη της παρατάξεως των Πολιτικών διώχθηκαν, ενώ οι φανατικοί ιγνατιανοί ανακλήθηκαν από την εξορία. Η αρχική όμως σκληρότητα του Λέοντα κατά των αντιπάλων του δεν επηρέασε την ελεύθερη διαβίωση του Φωτίου στη μονή, όπου ασχολήθηκε με θεολογικές μελέτες, όπως η πραγματεία του "Περί της του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας" κ.ά.. Άλλωστε, η εναντίον του Φωτίου αρχική δυσμένεια του Λέοντα προοδευτικά χαλαρώθηκε, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι ο ανεψιός του Νικόλαος όχι μόνο ανακλήθηκε από την εξορία, αλλά και διορίσθηκε προσωπικός γραμματέας του αυτοκράτορα ("μυστικός"). Η ίδια αλλαγή παρατηρήθηκε και στα συναισθήματα του Λέοντα έναντι της μνήμης του πατέρα του. Η μεταστροφή αυτή οφειλόταν αναμφιβόλως και σε πολιτικές σκοπιμότητες. Ο Λέων διαπίστωσε προφανώς ότι οι διωκόμενοι όχι μόνο ήσαν τα ικανότερα στελέχη, αλλά και εκπροσωπούσαν τις τάσεις της πλειονότητας του λαού της αυτοκρατορίας. Υπό το πνεύμα αυτό ο Λέων ΣΤ', παρά τις πιέσεις των ανακληθέντων από την εξορία ιγνατιανών, δεν υιοθέτησε τη σκληρή γραμμή τους. Αντιθέτως, αναζήτησε ερείσματα για να προβάλη το νεώτερο αδελφό του Στέφανο, ηλικίας μόλις 18 ετών, στον πατριαρχικό θρόνο αντί του παραιτηθέντος Φωτίου. Είναι ευνόητο ότι στην απόφασή του αυτή δεν μπορούσε να αναμένη τη συμπαράσταση των οπαδών του ι. Φωτίου, αλλά λόγω και της δυσκολίας αυτής δεν ήταν δυνατόν να ανακινήση το ζήτημα της εγκυρότητας των χειροτονιών, οι οποίες είχαν τελεσθή από τον Φώτιο, όπως επιθυμούσαν οι φανατικοί ιγνατιανοί. Άλλωστε και ο αδελφός του Στέφανος είχε χειροτονηθή διάκονος από τον Φώτιο, ο δε Καισαρείας της Καππαδοκίας Θεοφάνης, ο οποίος χειροτόνησε τον Στέφανο για τον πατριαρχικό θρόνο, είχε επίσης χειροτονηθή από τον Φώτιο. Κατά την περίοδο αυτή η επιστολογραφία των ιγνατιανών με τους διαδόχους του Ιωάννη Η' πάπες Ρώμης αναπτύχθηκε για να προβάλη τις αξιώσεις των φανατικών κυρίως ιγνατιανών εναντίον του Φωτίου και των οπαδών του, αλλά οι υποθέσεις για την ανανέωση της παπικής καταδίκης εναντίον του Φωτίου επί τη βάσει της επιστολογραφίας αυτής αποδείχθηκαν από τον Fr. Dvornik ως μη ανταποκρινόμενες στα πράγματα και κατά συνέπειαν ως μη αξιόπιστες τουλάχιστον ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Τα αυτά ισχύουν και για την υπόθεση ότι ο πάπας Φόρμοζος (891-896) και όχι οι προκάτοχοί του αναγνώρισε την κανονικότητα των χειροτονιών, οι οποίες είχαν τελεσθή από τον Φώτιο κατά τη δεύτερη πατριαρχία του, και κατά συνέπειαν αυτός ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την αποκατάσταση του Φωτίου από τη σύνοδο της Αγίας Σοφίας (879-880).
     Ο Φώτιος πέθανε στις 6 Φεβρουάριου 892, οι δε απεσταλμένοι του πάπα Φορμόζου, Λανδούλφος Καπούης και Ρωμανός, οι οποίοι έφθασαν μετά από λίγο στην Κπολη, δεν υιοθέτησαν τις ακραίες θέσεις των φανατικών ιγνατιανών, επιβεβαίωσαν δε την κανονικότητα των χειροτονιών του Φωτίου, αφού συμφώνησαν πλήρως με τη θέση της εκκλησίας της Κπόλεως. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο ιγνατιανός Στυλιανός Νεοκαισαρείας συμφιλιώθηκε με τον πάπα Ιωάννη Θ' (898-900) μόλις το 899, όταν δηλαδή συμφιλιώθηκε και με τους οπαδούς του Φωτίου επί της πατριαρχίας του Αντωνίου Β' Καυλέα (893-901), οπότε αποκαταστάθηκε πλήρως η ειρήνη της εκκλησίας στο Βυζάντιο με τη συμφιλίωση όλων των φωτιανών και των ιγνατιανών. Το ζήτημα λοιπόν του πατριάρχη Φωτίου, το οποίο προκάλεσε τη ρήξη Πολιτικών και Ζηλωτών στο Βυζάντιο, ευνόησε μεν την προβολή του πρωτείου εξουσίας του παπικού θρόνου στις σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, αλλά κατέληξε τελικώς στην πλήρη επιβολή των θέσεων του Φωτίου τόσο έναντι των Ζηλωτών, όσο και έναντι των διεκδικήσεων του παπικού θρόνου. Ενώ όμως η ρήξη Πολιτικών και Ζηλωτών αποτελούσε αναπόφευκτη διαλεκτική των φιλελευθέρων και των συντηρητικών τάσεων στο Βυζάντιο και κατέληγε σχεδόν πάντοτε σε μία σύνθεση των αντιθέσεων με την τελική απόκρουση των ακραίων θέσεων των δύο πλευρών, η ρήξη των θρόνων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης δεν μπορούσε πλέον να ενταχθή πλήρως στις συνήθεις κατά το παρελθόν αντιθέσεις των δύο θρόνων. Η Εκκλησία της Δύσεως κατέληξε στην τελική αποδοχή της θεωρίας του παπικού πρωτείου και αξιοποίησε χαλκευμένα κείμενα (ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά) για την επιβολή της στην Εκκλησία τόσο της Δύσεως, όσο και της Ανατολής. Αντιθέτως, η Εκκλησία της Ανατολής διακήρυσσε ομόφωνα την αμετακίνητη εμμονή της στη συνοδική της συνείδηση, η οποία εκφραζόταν με την αντιπαράθεση στην παπική θεωρία της κανονικής παραδόσεως περί του θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών. Η μεγάλη σύνοδος της Κπόλεως (879-880) επισήμανε και αποδοκίμασε έμμεσα τις οποιεσδήποτε τάσεις εισαγωγής καινοτομιών, ιδιαίτερα δε τη διδασκαλία και την προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως.
     Το χάσμα λοιπόν Ανατολής και Δύσεως διευρυνόταν συνεχώς, λόγω κυρίως της αδυναμίας των Φράγκων να κατανοήσουν ορθά την κοινή πατερική παράδοση των πρώτων αιώνων, η οποία είχε διατυπωθή υπό την επίδραση του ελληνορωμαϊκού πνεύματος. Η αποδοκιμασία του filioque από τον πάπα Λέοντα Γ' (795-816) αποτελούσε πλέον μία ασθενική κραυγή στην αχανή φραγκική Δύση, ο αντίλαλος της οποίας δεν ήταν δυνατόν να διαπεράση τα όρια της Ιταλίας. Η δύναμη των Φράγκων βασιλέων και η παράλληλη ανάπτυξη της κοσμικής εξουσίας του παπισμού επιτάχυναν την προϊούσα αποσύνδεση της Εκκλησίας της Δύσεως από τις πηγές της κοινής παραδόσεως των πρώτων αιώνων. Πράγματι, οι Καρολίνειοι Βίβλοι (Libri Carolini): α) καταδίκαζαν την Ανατολή για έκπτωση στην αιρετική πλάνη της "λατρείας" των εικόνων, καίτοι η Εκκλησία της Δύσεως διατηρούσε ακαινοτόμητη την ίδια αλήθεια της πίστεως, β) αποδοκίμαζαν ως βλασφημία την δήλωση της Ζ' Οικουμενικής συνόδου (787) ότι ο Θεός συμβασιλεύει με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ενώ διακήρυσσαν ότι ο Θεός εξέλεξε τον συνδέοντα τη δόξα με την αλήθεια Καρλομάγνο, γ) απέδιδαν στον δήθεν αντικανονικώς ("αθρόον") χειροτονηθέντα πατριάρχη Κπόλεως Ταράσιο την αποδοχή της εσφαλμένης διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος από μόνο τον Πατέρα και όχι και από τον Υιό (filioque) κ.λπ. Η επιρροή των Καρολινείων Βίβλων (Libri Carolini) για τη διαμόρφωση της θεολογικής κινήσεως στη Δύση, παρά την απόκρουση του εναντίον της Ζ' Οικουμενικής συνόδου (787) περιεχομένου τους από τον πάπα Αδριανό Α, αποδεικνύεται και από την περί αυτής θέση του λόγιου αρχιεπισκόπου Ρείμων Χίνκμαρ. Ο αξιόλογος κανονολόγος του Θ' αι. δεν δεχόταν την οικουμενικότητα της Ζ' Οικουμενικής συνόδου ("septima apud Graccos vocata universalis pseudosynodus de imaginibus"), αφού η "Εκκλησία των Ελλήνων" (Graecorum ecclesia) δεν συμβουλεύθηκε για το ζήτημα αυτό τον παπικό θρόνο και τις άλλες εκκλησίες της Δύσεως (Opuseulum LV capitolorum. PL 126,360). Άγνοια ιστορική ή ανιστόρητη κρίση, αφού ο μεν παπικός θρόνος εκπροσωπήθηκε στη σύνοδο, οι δε εκκλησίες της Δύσεως είχαν ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στη Ζ' Οικουμενική σύνοδο.
     Ο παπικός θρόνος δεν μπόρεσε βεβαίως να μείνη ανεπηρέαστος από τις ανθελληνικές αυτές τάσεις του φραγκικού κράτους, παρά δε τις αρχικές αντιρρήσεις προοδευτικά τις υιοθέτησε. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο πάπας Νικόλαος Α', παράλληλα με τη γνωστοποίηση των αποφάσεων της συνόδου της Κπόλεως (867), ζήτησε με επιστολές του προς τους βασιλείς της Δύσεως Κάρολο τον Φαλακρό και Λουδοβίκο τον Γερμανικό την αναίρεση των εναντίον της Δυτικής Εκκλησίας κατηγοριών των Ελλήνων από τους λογίους επισκόπους των κρατών τους (Jaffe, Regesta Pontificum Romanorum, 2879, 28-82). Ο πάπας Νικόλαος ειδικότερα ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο Μογουντίας (Mainz) Λιουτβέρτο να συγκαλέση σύνοδο και να καταδικάση τις κατηγορίες αυτές των Ελλήνων. Ο Λιουτβέρτος συγκάλεσε πράγματι σύνοδο των γερμανών επισκόπων στη Βορματία (Worms) τοv Μάιο του 868, η οποία έδωσε τη "δέουσα απάντηση στις συκοφαντίες των Ελλήνων " ( Annales Fulda a. 868. M.G.H., SS, I, 380). Οι επίσκοποι του γερμανικού τμήματος του φραγκικού κράτους συνέταξαν επίσης απάντηση, με την οποία εξέθεσαν τη διδασκαλία της Δύσεως για το τριαδικό δόγμα, για την αγαμία του κλήρου, για τη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής, για την "αθρόον" χειροτονία, για τα άζυμα, για τη γενειάδα των κληρικών κ.ά. (PL 119, 1201-1212), απέφυγαν όμως συστηματικά να προβάλουν το παπικό πρωτείο. Ανάλογη απάντηση συνέταξε και ο αρχιεπίσκοπος Παρισίων Αινείας υπό τον τίτλο "Adversus Graccos" (PL 121, 685-762), ιδιαίτερα δε ο ηγούμενος της Κορμπίας Ρατράμνος υπό τον τίτλο "Contra Graecorum opposita" (PL 121,225-346). Τόσο ο Αινείας Παρισίων, όσο και ο Ρατράμνος ανέπτυξαν τη φραγκική διδασκαλία περί της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος, της νηστείας της Μ. Τεσσαρακοστής, του χρίσματος, της γενειάδας των κληρικών, της αγαμίας του κλήρου κ.ά.. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο πάπας Νικόλαος ανέθεσε στον αρχιεπίσκοπο Ρείμων Χίνκμαρ την οργάνωση του όλου αγώνα εναντίον των Ελλήνων στο φραγκικό κράτος (Hinemari, Annales, a. 867. M.G.H., SS, I, 475). Οι επίσκοποι της μητροπόλεως Ρείμων ζήτησαν τη συμβολή του επισκόπου του Μπωβαί Odon, ο οποίος συνέταξε μία απολεσθείσα απάντηση. Ο Χίνκμαρ όμως έγραψε νέα ειδική πραγματεία κατά των Ελλήνων και καταπολέμησε ως ανέρειστες τις αξιώσεις του θρόνου της Κπόλεως, κατά τις οποίες η εγκατάσταση των ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Κπολη αφ’ ενός μεν είχε ως συνέπεια τη μεταφορά στη νέα πρωτεύουσα μαζί με τη βασιλική τιμή και των προνομίων του παπικού θρόνου ("romanae ecclesiae privilegia"), αφ’ ετέρου δε αιτιολογούσε πλήρως τη χρησιμοποίηση από τον πατριάρχη Κπόλεως Φώτιο του τίτλου "αρχιεπίσκοπος και οικουμενικός πατριάρχης" (M.G.Η., Ep., VI, 605). Η ενότητα της Εκκλησίας εξηρτάτο πλέον από τη δύναμη του παπικού θρόνου να εναρμονίση την παραδοσιακή, αλλά αδύναμη, λατινική με την ενθουσιώδη, αλλά ανερμάτιστη, φραγκική θεολογία μέσα στα πλαίσια της κοινής εκκλησιαστικής παραδόσεως τόσο της Ανατολής, όσο και της Δύσεως. Η αποδυνάμωση του παπικού θρόνου δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελπίδων για την ενότητα της Εκκλησίας.

4. Το μέγα σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054)
α'. Το ζήτημα της τετραγαμίας Λέοντος ΣΤ 'του Σοφού (886-912)
     Στον θρόνο της Κπόλεως ανήλθε μετά το θάνατο του πατριάρχη Αντωνίου Β' Καυλέα (893-901) ο συγγενής του Φωτίου και έμπιστος του αυτοκράτορα Νικόλαος A' ο Μυστικός (901-907,912-925), ο οποίος είχε ως ιδανικό του πρότυπο τον θείο του Φώτιο. Η απόφαση όμως του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' να συνάψη και τέταρτο γάμο με τη Ζωή Καρβονοψίνα, λόγω του θανάτου των προηγουμένων τριών συζύγων του, προκάλεσε τη σθεναρή αντίδραση του πατριάρχη Νικολάου. Ο αυτοκράτορας από τους τρεις πρώτους γάμους δεν είχε αποκτήσει διάδοχο, ενώ πριν από τον τέταρτο γάμο είχε ήδη αποκτήσει έναν έκθεσμο γιό, τον Κωνσταντίνο Ζ' τον Πορφυρογέννητο (912-959). Ο πατριάρχης Νικόλαος δέχθηκε μεν να βαπτίση το νόθο γιό του Λέοντα στον ναό της Αγίας Σοφίας κατά την εορτή των Θεοφανείων (906), υπό τον όρο όμως ότι θα εγκατέλειπε την Ζωή, με την οποία ήδη συζούσε παράνομα στο Παλάτι. Ο Λέων δέχθηκε υποκριτικά τον όρο του πατριάρχη, αλλά τρεις μέρες μετά το βάπτισμα του Κωνσταντίνου η Ζωή "εν τοις βασιλείοις εισήγετο βασιλικώς δορυφορουμένη" (Νικολάου Μυστικού, Επιστ. 32. PG 111, 197). Με τον τέταρτο γάμο ο Λέων αποκτούσε τελικώς όχι μόνο την επιθυμητή σύζυγο, αλλά και τον ποθητό νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Ο πατριάρχης Νικόλαος Α' απέκρουσε βεβαίως τον αντίθετο προς την κανονική παράδοση της Εκκλησίας τέταρτο γάμο, αλλά και ο Λέων ήταν πλέον ανυποχώρητος, ανάγκασε δε τον πρεσβύτερο Θωμά να τελέση τον γάμο του με την Ζωή ερήμην του πατριάρχη. Μετά τον γάμο έθεσε, απόντος και πάλιν του πατριάρχη, ο ίδιος στο κεφάλι της Ζωής το βασιλικό στέμμα (Νικολάου Μυστικού, Επιστ. 32. PG 111, 197). Το ζήτημα ήταν πλέον όχι μόνο θεολογικό, αλλά και κανονικό. Ο πατριάρχης απέκοψε τους νεονύμφους από την εκκλ. κοινωνία και καθαίρεσε τον πρεσβύτερο, ο οποίος είχε τελέσει το μυστήριο. Ο αυτοκράτορας όμως απευθύνθηκε προς τους λοιπούς πατριαρχικούς θρόνους και προς τον πάπα Ρώμης Σέργιο Γ' (904-911). Οι πατριάρχες της Ανατολής συντάχθηκαν, προφανώς κατ’ οικονομίαν, με το αίτημα του αυτοκράτορα, ο δε πάπας Σέργιος απέστειλε αντιπροσώπους στην Κπολη. Στη σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε για το ζήτημα αυτό (907), συμμετείχαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και εκπρόσωποι των πατριαρχείων Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, αναγνωρίσθηκε δε η εγκυρότητα του τελεσθέντος τετάρτου γάμου του Λέοντα ΣΤ', ενώ απαλλάχθηκαν οι βασιλείς από την επαχθή ποινή του πατριαρχικού αφορισμού.
     Είναι ευνόητο ότι οι παπικοί αντιπρόσωποι τιμήθηκαν ιδιαίτερα στην Κπολη, σε αυτούς δε αναφέρεται προφανώς το κείμενο, το οποίο παρεμβλήθηκε στο Κλητορολόγιον, ότι δηλαδή "ετιμήθησαν οι από Ρώμης ελθόντες διά την ένωσιν της Εκκλησίας επί Λέοντος του φιλοχρίστου δεσπότου, οίον ο επίσκοπος Νικόλαος και καρδινάλιος Ιωάννης, επάνω πάσης της τάξεως των μαγίστρων" (Μ.Ρ. Maas, Der Interpolator des Philotheos, Byz. Zeitschrift, 34,1934,258 κεξ.). Στη σύνοδο δεν συμμετείχαν εκπρόσωποι του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, παρά την αντίθετη μαρτυρία του λόγιου πατριάρχη Αλεξανδρείας Ευτυχίου (PG 111,1144). Πράγματι, στα πατριαρχεία της Ανατολής είχε αποσταλή ο διπλωμάτης Λέων ο Χοιροσφάκτης, ο οποίος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Λέοντα δεν αναφέρει εκπροσώπους του πατριάρχη Αλεξανδρείας. Στην επιστολή του ο Λέων αναφέρει μόνο ότι "και τους ιερείς Αντιοχέων και τους της Θεουπόλεως (= Ιεροσολύμων), ους διά την επί σοι σύνοδον ηγαγόμην συνοδοιπόρους, άρας μέχρι της πόλεως" (Γ. Κόλλια, Leon Choerosphactes, Athenes 1939, 133). Προφανώς ο πατριάρχης Αλεξανδρείας ή απέστειλε επιστολή, με την οποία δεχόταν την εγκυρότητα του τελεσθέντος γάμου, ή ο εκπρόσωπος του πατριάρχη Αλεξανδρείας έφθασε αργότερα στην Κπολη και υπέγραψε τις συνοδικές αποφάσεις. Ωστόσο, ο τέταρτος γάμος, ενώ επιτρεπόταν στην Εκκλησία της Δύσεως, δεν ήταν ανεκτός στην κανονική παράδοση της Ανατολής. Ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να εισαγάγη με διάταγμα και στην Ανατολή το λατινικό αυτό έθιμο, αλλά η αντίδραση θα ήταν σοβαρή. Άλλωστε, η νομιμοποίηση του δικού του τέταρτου γάμου αποτελούσε πλέον μία αναγνώριση της δυνατότητας ασκήσεως εκκλ. οικονομίας και για τον τέταρτο γάμο. Ο πατριάρχης Νικόλαος τήρησε μεν αξιοπρεπή στάση, αλλά αρνήθηκε να συναντηθή με τους παπικούς αντιπροσώπους. Ο αυτοκράτορας όμως εκθρόνισε και εξόρισε τον πατριάρχη, ο οποίος είχε αποδοκιμάσει τις συνοδικές αποφάσεις για το ζήτημα του τετάρτου γάμου του. Ο πατριάρχης Νικόλαος εγκλείσθηκε στην ανακαινισθείσα μονή των Γαλακρηνών, μαζί του δε φυλακίσθηκαν ή και εξορίσθηκαν όλοι οι ομόφρονές του (Νικολάου Μυστικού, Επιστ. 32. PG 111, 204). Ο πατριάρχης εξαναγκάσθηκε προφανώς σε παραίτηση από τον πατριαρχικό θρόνο με την απειλή ότι θα κατηγορείτο για έγκλημα καθοσιώσεως. Στον πατριαρχικό θρόνο προωθήθηκε ο ιγνατιανός ηγούμενος της Ψαμαθίας Ευθύμιος (907-912), ο οποίος, καίτοι ανήκε στην τάξη των Ζηλωτών, αναγνώρισε τον τέταρτο γάμο κατ’ οικονομίαν, λόγω και των στενών σχέσεων του με τον αυτοκράτορα.
     Το ζήτημα όμως της τετραγαμίας του Λέοντα αναρρίπισε και πάλι τις παλαιότερες αντιθέσεις ιγνατιανών και φωτιανών, οι δε οπαδοί του πατριάρχη Νικολάου αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Ευθύμιο. Οι διαμάχες των οπαδών του Ευθυμίου και του Νικολάου επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, είχαν δε ως θέμα την κανονικότητα του τετάρτου γάμου του Λέοντα και της παρεμβάσεως του παπικού θρόνου για τη ρύθμιση του ζητήματος. Οι αντιθέσεις αυτές σε μία εποχή, κατά την οποία ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Συμεών λυμαινόταν με αλλεπάλληλες επιδρομές τις ελλαδικές επαρχίες, εξασθένιζαν την εσωτερική συνοχή των δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Ο πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός ήταν συμμαθητής και φίλος του ηγεμόνα των Βουλγάρων, τα δε ερείσματά του στον κλήρο της αυτοκρατορίας καθιστούσαν αναγκαία όχι μόνο την ανάκλησή του από την εξορία, αλλά και την ανάθεση σε αυτόν του ευρύτερου τομέα των διπλωματικών διαπραγματεύσεων με τους Βουλγάρους. Πράγματι, λίγο πριν από το θάνατό του ο Λέων ανακάλεσε από την εξορία τον Νικόλαο και τον αποκατέστησε στον πατριαρχικό θρόνο (912). Αυτό βεβαιώνεται από τον ίδιο τον πατριάρχη Νικόλαο, ο οποίος αναφέρει, ότι ο Λέων "προς το τέλος της ζωής γεγονώς,... το μεν οικείον αμάρτημα επιγνούς, συγγνώμην δε και λύσιν της καταδίκης εξαιτησάμενος, η παρ’ ημών υποβέβλητο, και αποδούς και ημίν το ποίμνιον εξ ούπερ ηλάθημεν, και πάντα διοικήσαι ημίν επιτρέψας, καθώς συνορώμεν και θεώ αρέσκον και τοις θείοις και ιεροίς κανόσιν αρμόδιον"(PG 111,217), Οι βυζαντινοί όμως χρονογράφοι αποδίδουν την αποκατάσταση του Νικολάου στον διαδεχθέντα τον Λέοντα αδελφό του Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν συμβασιλεύς με τον ανήλικο Κωνσταντίνο Ζ' τον Πορφυρογέννητο. Οι απόψεις διχάζονται, αλλά δεν είναι δυνατόν να αγνοηθή η προσεγμένη μαρτυρία του Νικολάου Μυστικού. Κατά την άποψή μας, η ανάκληση από την εξορία και η αποκατάστασή του στο θρόνο αποφασίσθηκε από τον ασθενή αυτοκράτορα Λέοντα, αλλά η συνοδική επικύρωση της εκθρονίσεως του Ευθυμίου και της επανόδου του Νικολάου έγινε επί του Αλεξάνδρου, ο οποίος απλώς συνέχισε την ήδη αρξαμένη κανονική διαδικασία. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η εκθρόνιση του Ευθυμίου προηγήθηκε της συνοδικής καθαιρέσεώς του. Πράγματι, ο Ευθύμιος είχε ήδη εγκλεισθή στη μονή του Αγαθού, όταν κλήθηκε να απολογηθή ενώπιον της συνόδου, η οποία συγκλήθηκε στο Παλάτι της Μαγναύρας υπό την προεδρία του πατριάρχη Νικολάου του Μυστικού. Ο Ευθύμιος καθαιρέθηκε και εγκλείσθηκε πάλι στη μονή του Αγαθού, αργότερα δε στη μονή της Ψαμαθίας, όπου και πέθανε την 5 Αυγούστου 917.
     Οι οπαδοί του Νικολάου εξετράπησαν σε βιαιότητες εναντίον του Ευθυμίου και των ευαρίθμων οπαδών του, οι οποίοι δεν αναγνώρισαν την καθαίρεσή του. Ο πατριάρχης Νικόλαος με επιστολή του προς τον πάπα Αναστάσιο Γ' (911-913) αποδοκίμασε τη συμπεριφορά των παπικών αντιπροσώπων στη σύνοδο του 907 και έθεσε ως όρο για την επανεγγραφή του ονόματος του πάπα Ρώμης στα Δίπτυχα της εκκλησίας Κπόλεως την καταδίκη του τετάρτου γάμου. Οι αντιδράσεις όμως για την αποκατάσταση του Νικολάου συνεχίσθηκαν. Ηγέτης των αντιδρώντων ήταν ο λόγιος μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας, ο οποίος θεωρούσε αντικανονική την αποκατάστασή του στο θρόνο με το πρόσχημα ότι είχε προηγηθή παραίτηση του Νικολάου από τον πατριαρχικό θρόνο. Η παραίτηση είχε χαρακτηρισθή από τη Γ' Οικουμενική σύνοδο (431) αξιόποινο κανονικό παράπτωμα, ο δε Νικόλαος εθεωρείτο ένοχος για την παραίτησή του αυτή. Στους αντιδρώντες προστέθηκαν βεβαίως και όσοι ήσαν για διαφόρους λόγους δυσαρεστημένοι. Η οδυνηρή περίοδος των βυζαντινοβουλγαρικών πολέμων και οι ευθύνες, οι οποίες είχαν αναληφθή από τον πατριάρχη και επίτροπο του ανήλικου Κωνσταντίνου Ζ' για την ανεύρεση μιας ειρηνικής διευθετήσεως των αξιώσεων του ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών, εμπόδισαν την ταχεία αντιμετώπιση του νέου εκκλησιαστικού ζητήματος. Όταν όμως η βασιλεία περιήλθε στον βασιλεοπάτορα (919) και συμβασιλέα (920) Ρωμανό Λακαπηνό, ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός αποφάσισε να αντιμετωπίση το χρονίζον εκκλησιαστικό ζήτημα της "τετραγαμίας". Ζήτησε με επιστολές του από τον πάπα Ιωάννη Γ (915-928) και από τους πατριάρχες της Ανατολής την αποστολή αντιπροσώπων στη μέλλουσα να συγκληθή σύνοδο. Στην επιστολή του προς τον πάπα ζητούσε την αποστολή του επισκόπου Ιωάννου (Ιακώβου), ο οποίος ήταν αντάξιος του παπικού θρόνου και στην προγενέστερη αποστολή του στην Κπολη. Είχε προφανώς διαφωνήσει με τη συνοδική απόφαση του 907 και είχε επικοινωνήσει με τον τότε εκθρονισμένο πατριάρχη. Η επιστολή αυτή γράφηκε αναμφιβόλως μετά την αποκατάσταση της ενότητας στην Εκκλησία, ήτοι μετά την αποδοχή του "Τόμου Ενώσεως", ζητούσε δε την αποκατάσταση της κοινωνίας των εκκλησιών Ρώμης και Κπόλεως με την αποδοκιμασία από τον παπικό θρόνο όλων των αντικανονικώς θεσπιθέντων στη σύνοδο του 907 (PG 111,248-252).
     Πριν από την άφιξη των παπικών αντιπροσώπων συγκλήθηκε συνοδική συνέλευση των αντιτιθεμένων παρατάξεων (Ιούλιος 920) με την πρωτοβουλία του βασιλεοπάτορα Ρωμανού, κατά την οποία και τα δύο μέρη συμφώνησαν να αναγνωρισθή μεν κατ’ οικονομίαν ο τέταρτος γάμος του Λέοντα ΣΤ', αλλά να καταδικασθή εκ των προτέρων κάθε μελλοντική απόπειρα ως αντίθετη προς την κανονική τάξη της Εκκλησίας ("από του παρόντος έτους... τέταρτον γάμον μηδενί τολμάσθαι, αλλ’ είναι απόβλητον παντελώς"). Η συμφωνία επισφραγίσθηκε και με την υπογραφή του "Τόμου ενώσεως". Ο "Τόμος" επικυρώθηκε αργότερα και από τους παπικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη συνοδική αυτή συνέλευση. Προφανώς, οι παπικοί αντιπρόσωποι συμμετέσχον σε μία ειδικώς συγκληθείσα Πατριαρχική σύνοδο, στην οποία δέχθηκαν και τις αποφάσεις για τον τέταρτο γάμο (921). Το όνομα του πάπα Ρώμης αναγράφηκε πάλι στα Δίπτυχα, οι δε παπικοί αντιπρόσωποι συλλειτούργησαν με τον πατριάρχη Κπόλεως. Η αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας και της κοινωνίας των θρόνων Ρώμης και Κπόλεως πραγματοποιήθηκε και πάλι με την επιβολή της ορθόδοξης κανονικής παραδόσεως, ο δε παπικός θρόνος αναγκάσθηκε να υποχωρήση και να καταδικάση τις παλαιότερες αντικανονικές αποφάσεις για τον τέταρτο γάμο, οι οποίες είχαν ληφθή με τη συνδρομή και των παπικών αντιπροσώπων στη σύνοδο του 907. Ο Νικόλαος Μυστικός αναφέρεται ρητώς στην αποδοχή των συνοδικών αποφάσεων περί του τετάρτου γάμου και από τους παπικούς αντιπροσώπους, τονίζει δε ότι αυτοί "χάριτι Θεού τα ενταύθα καταλαβόντες, ει τι σκάνδαλον εκ του τετάρτου γάμου εν τη Εκκλησία συμβέβηκε, τούτο μετά της ημών ταπεινότητος τω αναθέματι παραδεδώκασι και πάντα όσα εδείτο θεραπείας έτυχε της οφειλομένης ιάσεως, και λοιπόν κοινή τοις αχράντοις υπηρετήσαμεν μυστηρίοις και της κοινωνίας αυτών μετέσχομεν και του αγιασμού και γέγονε λοιπόν η Ρωμαίων και η Κωνσταντινουπολιτών Εκκλησία μίας σύμπνοιας και ομονοίας" (PG 111,180).

β'. Η παρακμή του παπικού θρόνου και η διαφοροποίηση Ανατολής και Δύσεως
     Η εξέλιξη του παπικού θρόνου και της Εκκλησίας της Δύσεως μετά την Εικονομαχία και μέχρι το μέγα Σχίσμα (843-1054) χαρακτηρίζεται, όπως είδαμε, τόσο από την προϊούσα αποσύνδεση των παπών Ρώμης από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, όσο και από τη στροφή τους προς την ταχέως ανερχόμενη δύναμη των φράγκων ηγεμόνων. Τα γεγονότα αυτά ευνόησαν την προβολή από τους πάπες Ρώμης αφ’ ενός μεν μιας χαλκευμένης θεμελιώσεως του παπικού πρωτείου, αφ’ ετέρου δε μιας νέας θεωρίας περί της υπεροχής της ιερατικής έναντι της βασιλικής εξουσίας. Η θεωρητική θεμελίωση της αρμονικής συνυπάρξεως των δύο αυτοτελών εξουσιών δεν κρινόταν πλέον ως μία ασφαλής βάση για τις σχέσεις του παπικού θρόνου προς τους ηγεμόνες της Δύσεως. Ο παπικός θρόνος έπρεπε να διαφυλάξη την πλήρη αυτονομία των επαρχιών της δικαιοδοσίας του όχι μόνο με τη θεωρία των δύο εξουσιών, αλλά και με την οργανικότερη σύνδεση προς τον θρόνο του αποστόλου Πέτρου της υπεροχής της ιερατικής έναντι της βασιλικής εξουσίας. Είναι ευνόητο ότι η θέση αυτή του παπικού θρόνου προϋπέθετε την περιφρούρηση της ανεξαρτησίας του από τους ηγεμόνες της Δύσεως, οι οποίοι επιδίωκαν τόσο την υποταγή του πάπα, όσο και την κατάκτηση της Ιταλίας. Οι πάπες Ρώμης προέβαλλαν τη βασιλική εξουσία του Ιησού Χριστού και απέφευγαν συνήθως να ταυτίζουν την εξουσία κάποιου ηγεμόνα της Δύσεως με τη θεοδώρητη βασιλική εξουσία. Υπό το πνεύμα αυτό ο πάπας Αδριανός Α' (771-795) ήδη από τον Δεκέμβριο του 781 δεν χρησιμοποιούσε πλέον ως χρονολογική βάση τη βασιλεία του βυζαντινού αυτοκράτορα, εισήγαγε δε τη φράση: "βασιλεύοντος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού". Αργότερα όμως ο πάπας Λέων Γ' (795-816) χρονολογούσε τα γεγονότα με το συνδυασμό της αρχιερατείας του στη Ρώμη και της βασιλείας του Καρλομάγνου, ενώ ο Λέων Θ' (1049-1054) κατάργησε την καθιερωμένη μνεία της βασιλείας του γερμανού αυτοκράτορα (1048). Από την πληρότητα όμως της βασιλικής εξουσίας του Χριστού προερχόταν και η επί μέρους άσκησή της από τους κοσμικούς βασιλείς, γι’ αυτό και ο Καρλομάγνος σκανδαλιζόταν από το γεγονός ότι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες υποστήριζαν ότι συμβασιλεύουν με τον Θεό (Deum sibi conregnare etiam dicunt. Libri Carolini 1,1 και 3). Ο ίδιος ο Καρλομάγνος σε Καπιτουλάριο της 23 Μαρτίου 789 χρησιμοποίησε τη φράση "βασιλεύοντος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού αιωνίως".
     Η μερική όμως άσκηση της βασιλικής εξουσίας του Ιησού Χριστού ανετίθετο στους χριστιανούς βασιλείς των διαφόρων λαών, οι οποίοι εξελέγοντο από το Θεό και επωμίζοντο την ευθύνη της προστασίας της Εκκλησίας. Ο πάπας προβαλλόταν συνήθως ως η "κεφαλή” της Εκκλησίας της Δύσεως, ως ο αντιπρόσωπος του Ιησού Χριστού σε αυτήν (vicarius Christi) και ως ο κάτοχος, όπως ο Πέτρος, των κλειδών της Βασιλείας του Θεού. Η εξάρτηση της εξουσίας των "υπερασπιστών" και των προστατών της Εκκλησίας βασιλέων της Δύσεως από την "κεφαλή" της Εκκλησίας υποστηριζόταν ήδη κατά τον Η' αιώνα, αφού η "Καθέδρα" του Πέτρου εθεωρείτο ως η ανεξάντλητη πηγή, από την οποία απέρρεε όχι μόνο η ιερατική, αλλά και αυτή ακόμη η βασιλική εξουσία. Υπό την έννοια αυτή ο παπικός θρόνος μπορούσε να παρουσιασθή ως ο κύριος φορέας της προβαλλομένης "μοναρχίας" του αποστόλου Πέτρου, η οποία θα ήταν κατά προέκταση και μοναρχία των παπών Ρώμης, αφού οι πάπες προεκτείνουν την παρουσία του Πέτρου στη ζωή της Εκκλησίας και υποστήριζαν ότι ενεργούν στην Εκκλησία ως ο ίδιος ο Πέτρος (Petrus ipse). Από τον κύκλο αυτών των ιδεών αναδύθηκε η τάση της αξιώσεως του παπικού θρόνου αφ’ ενός μεν να παραχωρή κατά τη στέψη τη βασιλική εξουσία, αφ’ ετέρου δε να κρίνη την ορθή άσκησή της από τους κατά τόπους φορείς της βασιλείς της Δύσεως. Οι τάσεις αυτές αποσκοπούσαν κατ’ αρχήν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του παπικού θρόνου από κάθε κοσμική εξουσία της Δύσεως, θεμελιώθηκαν δε αργότερα με την ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά, η οποία διαμορφώθηκε προοδευτικά περί τα τέλη του Η' αιώνα. Με το πλαστό αυτό κείμενο προβαλλόταν, όπως θα δούμε, η παράδοση, κατά την οποία ο Μ. Κωνσταντίνος όταν εγκατέλειψε τη Ρώμη άφησε στον πάπα Ρώμης το στέμμα της βασιλείας, το οποίο θα μπορούσε πλέον αυτός να διαθέτη κατά την κρίση του στους ηγεμόνες της Δύσεως. Βεβαίως, οι πάπες δεν επιδίωκαν ακόμη με την ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά να σφετερισθούν οι ίδιοι τη βασιλική εξουσία, αλλά να τη χρησιμοποιήσουν αφ’ ενός μεν για να κατοχυρώσουν τις κτήσεις του παπικού θρόνου στην περιοχή της Ρώμης, της Καμπανίας και της Τουσκίας ή και να τις διευρύνουν, αφ’ ετέρου δε για να διασφαλίσουν την εξάρτηση των ηγεμόνων της Δύσεως από την αυθεντία του παπικού θρόνου, ως του μόνου αρμοδίου να παρέχη το νόμιμο χρίσμα της βασιλείας. Υπό την έννοια αυτή ο στεφθείς "πατρίκιος των Ρωμαίων" Πιπίνος ο Βραχύς αναγνώρισε τις κτήσεις της Καθέδρας του Πέτρου και παραχώρησε σε αυτήν όσες επαρχίες κατέκτησε κατά τις δύο εκστρατείες του στην Ιταλία, θεώρησε δε τον εαυτό του προστάτη όχι μόνο της Καθέδρας του Πέτρου, αλλά και των περιοχών της Ιταλίας, οι οποίες παραχωρήθηκαν στον παπικό θρόνο (Restitutio).
     Ο Καρλομάγνος αναγνώρισε και διηύρυνε τις δωρεές αυτές του Πιπίνου προς την Καθέδρα του Πέτρου, αλλά όταν στέφθηκε βασιλεύς διεξεδίκησε την υποταγή του παπικού θρόνου στην εξουσία του και αρνήθηκε να περιορισθή στις αρμοδιότητες ενός απλού προστάτη του παπικού θρόνου. Οι σχέσεις του Καρλομάγνου προς τον παπικό θρόνο απέδειξαν τους κινδύνους, τους οποίους διέτρεχε ο παπικός θεσμός από τον ενθουσιαστικό εναγκαλισμό των φράγκων ηγεμόνων. Τότε προφανώς αναπτύχθηκε το περιεχόμενο της ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς για να αντιπαρατεθούν οι νέες θεωρίες τόσο περί της υπεροχής της ιερατικής εξουσίας, όσο και περί της εξαρτήσεως της βασιλικής εξουσίας από τον πάπα Ρώμης, ο οποίος τη μετέδιδε κατά τη στέψη και είχε κατά συνέπειαν το δικαίωμα να την άρη. Είναι ευνόητο ότι κανένας ηγεμόνας δεν εθεωρείτο πλέον κάτοχος της βασιλικής εξουσίας πριν από τη στέψη του από τον πάπα Ρώμης, ο οποίος μπορούσε έτσι να ελέγχη τους βασιλείς και ως προς τον τρόπο ασκήσεως της βασιλικής εξουσίας. Ο παπικός λοιπόν θρόνος επεδίωκε όχι μόνο να προβάλη, ιδιαίτερα επί των παπών Νικολάου Α' και Ιωάννου Η', την παπική εξουσία επί των ηγεμόνων της Δύσεως, αλλά και να διεκδίκηση την επιβολή της σε ολόκληρη την Οικουμένη. Πράγματι, ο πάπας Νικόλαος Α' συμπεριφερόταν ως εάν ήταν κύριος όλου του κόσμου: "regihus ac tyrannis imperavit eisque ac si dominus orbis terrarum auctoritaec pracfuit" (M.G.H., SS, I, 579). Η σημασία της τελετής της στέψεως των βασιλέων από τους πάπες προέβαλλε τον πάπα Ρώμης όχι βεβαίως ως ένα απλό τελετουργικό όργανο, αλλά και ως υπεύθυνο έναντι του Θεού χορηγό της βασιλικής εξουσίας. Το ζήτημα του διαζυγίου του Λοθαρίου Β' της Λωρραίνης απέδειξε την ισχύ του παπικού θρόνου στη Δύση. Ο Λοθάριος, είχε εγκαταλείψει τη νόμιμη σύζυγό του και πέτυχε τόσο την έγκριση του διαζυγίου του από τη σύνοδο του Ακυϊσγράνου (860) με τη συμπαράσταση των αρχιεπισκόπων Κολωνίας και Τρεβήρων, όσο και την έγκριση της τελέσεως του νέου γάμου του με την παλλακή του. Εν τούτοις, ο κανονολόγος αρχιεπίσκοπος Ρείμων Χίνκμαρ αντέδρασε βίαια στην απόφαση αυτή, συνέταξε δε ειδική πραγματεία υπό τον τίτλο "De divortio Lotharii regis". H σύνοδος όμως του Μέτς (863), παρά την παρουσία παπικών αντιπροσώπων, ακύρωσε τον πρώτο γάμο του Λοθαρίου, αλλά ο πάπας Νικόλαος επέμεινε στην εγκυρότητα του πρώτου γάμου του Λοθαρίου. Πράγματι, ακύρωσε τις αποφάσεις των συνόδων Ακυϊσγράνου και Μέτς και αφόρισε τους αρχιεπισκόπους Κολωνίας και Τρεβήρων. Ο Λοθάριος υπέκυψε τελικώς και δέχθηκε πάλι την πρώτη του σύζυγο (865), χωρίς όμως να εγκαταλείψη τις ελπίδες για έναν ευθετώτερο χρόνο. Ο αιφνίδιος θάνατος του Λοθαρίου έδωσε τέλος τόσο στο ζήτημα του διαζυγίου, όσο και στο κράτος του (869), το οποίο κατακτήθηκε από τους θείους του Λουδοβίκο τον Γερμανικό και Κάρολο τον Φαλακρό.
      Η προσπάθεια του πάπα Αδριανού Β' (867-872) να υποστηρίξη ως νόμιμες τις διεκδικήσεις του Λουδοβίκου Β' (855-875), αδελφού και διαδόχου του Λοθαρίου, δεν στέφθηκε από επιτυχία. Η συνθήκη του Μέρσεν (870), με την οποία ρυθμίσθηκε το όλο ζήτημα, κατέστησε οξύτερο το χωρισμό του φραγκικού κράτους σε ένα γερμανικό και σε ένα γαλλικό κράτος. Ο πάπας Ιωάννης Η' παραθεώρησε το δικαίωμα διαδοχής του πρωτότοκου και έστεψε αυτοκράτορα Κάρολο τον Φαλακρό (875-878), ο οποίος αναγνώρισε όλα τα προνόμια του παπικού θρόνου και προέβη σε περαιτέρω παραχωρήσεις, αλλά δεν μπόρεσε να διασφαλίση τις παπικές κτήσεις και από τις επιδρομές των Σαρακηνών. Στη Ρώμη εντάθηκε η δυσφορία του λαού εναντίον του πάπα και του αυτοκράτορα, η οποία υποθάλπετο από το δούκα του Σπολέτου Λαμβέρτο και από τον μαργκράβο της Τουσκίας Αδαλβέρτο, ο δε πάπας αναγκάσθηκε να καταφυγή στη Γαλλία. Η στέψη του Καρόλου Γ' (882-887) ευνόησε την προσωρινή ενοποίηση του κράτους του Καρλομάγνου, αλλά η ανικανότητα του Καρόλου προκάλεσε την αγανάκτηση των υπηκόων του και την εκθρόνισή του από τον Αρνούλφο. Στην Ιταλία η διαμάχη του δούκα του Σπολέτου Γουΐδου και του μαργκράβου του Φριούλου Βερεγγαρίου έληξε υπέρ του πρώτου, ο οποίος στέφθηκε με το αυτοκρατορικό στέμμα από τον πάπα Στέφανο Ε' (891), ενώ ο πάπας Φόρμοζος έστεψε με το αυτοκρατορικό στέμμα τον γιό του Γουΐδου Λαμβέρτο (892). Οι δούκες όμως του Σπολέτου δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από την παπική εύνοια, ο δε Φόρμοζος ζήτησε τη βοήθεια του βασιλέως της Γερμανίας Αρνούλφου, στον οποίο προσέφερε επίσης το στέμμα του αυτοκράτορα (896).

      Ωστόσο, η ενέργεια αυτή δεν ωφέλησε τον παπικό θρόνο, αφού ο Αρνούλφος 15 ημέρες μετά τη στέψη του εγκατέλειψε την Ιταλία. Ο παπικός θρόνος έγινε πλέον το μήλο της έριδας μεταξύ των αντιζήλων τοπικών ηγεμόνων της Ιταλίας. Ο πάπας Στέφανος ΣΤ' (896-897) επιβλήθηκε στον παπικό θρόνο από το δούκα του Σπολέτου, ο δε διάδοχός του Ρωμανός (897-898) εκθρονίσθηκε ένα τετράμηνο μετά την εκλογή του. Ως διάδοχός του εκλέχθηκε ο Θεόδωρος Β' (898), τον οποίο διαδέχθηκε ο Σέργιος (898). Ο Σέργιος εκθρονίσθηκε από τον Λαμβέρτο, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του αυτοκράτορα και απέβαλε στον παπικό θρόνο τον Ιωάννη Θ' (898-900). Μετά τον θάνατο του Λαμβέρτου οι διαμάχες των ηγεμόνων για την κυριαρχία στην Ιταλία είχαν δυσμενή απήχηση και στον παπικό θρόνο, αφού, όταν ο Βερεγγάριος αγωνιζόταν να επιβληθή στην Ιταλία, ο πάπας Βενέδικτος Δ' (900-903) έστεψε αυτοκράτορα τον Λουδοβίκο Γ' της Προβηγκίας (900), ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να εξουδετερώση τον φιλόδοξο Βερεγγάριο. Οι πάπες Λέων Ε' (903) και Χριστόφορος (903-904) δεν μπόρεσαν να παραμείνουν για πολύ στον παπικό θρόνο, στον οποίο ανήλθε ο ευνοούμενος του συγκλητικού Θεοφύλακτου και της πανίσχυρης συζύγου του Θεοδώρας Σέργιος Γ' (904-911).
     Με την περίοδο αυτή συνδέεται προφανώς η μεταγενέστερη παράδοση για την άνοδο στον παπικό θρόνο της "Πάπισσας Ιωάννας". Πρόκειται για μία περίεργη πράγματι παράδοση, η οποία κυκλοφορούσε στους κύκλους της παπικής αυλής πολύ πριν χρησιμοποιηθή στην πολεμική εναντίον του παπικού θρόνου κατά την περίοδο της Μεταρρυθμίσεως. Όλες οι σχετικές μαρτυρίες είναι του ΙΑ' και του ΙΒ' αιώνα, ήτοι του μοναχού της περίφημης μονής της Φούλντας Μαρτίνου Σκώτου και του μοναχού της μονής Γενμπλού Σιγκεμπέρτου, και του ΙΓ' αιώνα, ήτοι των δομινικανών μοναχών Ιωάννου του Μαϊλλύ, Στεφάνου της Βουρβώνης και Μαρτίνου του Πολωνού, όπως επίσης και ενός ανώνυμου φραγκισκανού μοναχού της Ερφούρτης. Πληρέστερη είναι η περιγραφή του δομινικανού μοναχού Ιωάννου του Μαϊλλύ, η οποία επαναλαμβάνεται και στην πραγματεία του Στεφάνου της Βουρβώνης. Σύμφωνα με την περιγραφή του δομινικανού μοναχού: "Κατά τα έτη εκείνα (=τέλη του ΙΑ' αιώνα) υπήρχε ένας πάπας ή μάλλον μία πάπισσα, αφού ήταν γυναίκα. Εμφανίσθηκε ως άνδρας, οι δε μεγάλες της ικανότητες της επέτρεψαν να γίνη γραμματέας στην παπική αυλή (curia), μετά καρδινάλιος και τέλος πάπας. Κάποια μέρα και ενώ ίππευε ίππο γέννησε. Αμέσως η ρωμαϊκή δικαιοσύνη της έδεσε τα πόδια και την προσέδεσε στην ουρά ενός ίππου, σύρθηκε δε έτσι και λιθοβολήθηκε από τον λαό σε ένα απόκεντρο τόπο. Τάφηκε εκεί, όπου απέθανε, στο ίδιο δε σημείο γράφηκε η επιγραφή: Petre, Pater Patrum, Papisse, Prodito Patrum (P. P. P. P. P). Κατά την περίοδο της παποσύνης της καθιερώθηκε η νηστεία των Τεσσάρων Εποχών, η οποία καλείται νηστεία της πάπισσας" (M.G.H., XXIV,514). Η περιγραφή Μαρτίνου του Πολωνού, ο οποίος υπηρέτησε στην παπική αυλή πέντε πάπες (1265-1280), είναι λεπτομερέστερη: "Μετά τον Λέοντα αυτόν (= Λέοντα Δ', 847-855) Ιωάννης ο Άγγλος (Ιωάννης Η';), ο οποίος είλκε την καταγωγή του από τη Μογουντία, επάπευσε δύο έτη, ένα μήνα, τέσσαρες ημέρες και πέθανε στη Ρώμη. Λέγεται ότι ήταν γυναίκα. Ήδη από τη νεότητά της μετέβη στην Αθήνα μαζί με τον εραστή της με ανδρικά ενδύματα. Απέκτησε μία τέτοια μόρφωση στις διάφορες επιστήμες, ώστε δεν υπήρχε όμοιός της. Μετά δίδαξε στη Ρώμη trivium -γραμματική, ρητορική, λογική- και είχε μαθητές και ακροατές μεγάλους διδασκάλους. Επειδή η ζωή της και η παιδεία της ήσαν επιβλητικές, εκλέχθηκε ομόφωνα πάπας, αλλά έμεινε έγγυος και δεν γνώριζε πότε θα γεννήση. Κατά τη μετάβασή της από τον Άγιο Πέτρο στο Λατερανό την έπιασαν οι ώδινες του τοκετού και γέννησε μεταξύ του Κολοσσαίου και του ναού του Αγίου Κλήμη. Μετά τον θάνατό της λέγεται ότι τάφηκε επί τόπου. Το γεγονός ότι ο πάπας δεν περνά ποτέ από το σημείο αυτό θεωρείται ότι αποτελεί απόδειξη αποδοκιμασίας της, δεν συναριθμείται δε στον κατάλογο των παπών λόγω τον φύλου της" (M.G.H., SS., XXII, 428).
     Ο βιβλιοθηκάριος όμως του παπικού θρόνου Βαρθολομαίος Σάκκι (Sacchi), γνωστός ως Πλατίνα (+ 1481), κατέτασσε την πάπισσα Ιωάννα (De vitis ac gestis summorum pontificum) προ του πάπα Ιωάννη Η' (872-882), τον οποίο αριθμεί ως Ιωάννη Θ'. Το κείμενο Μαρτίνου ταυ Πολωνού εντάχθηκε κατά τον ΙΔ' αιώνα ως γλωσσάριο στο Liber pontificalis (εκδ. L. Duchesne, Paris 1892, τόμ. II, σελ. 560-561), το δε γεγονός αυτό υποδηλώνει την επίσημη και γενικότερη παραδοχή της παραδόσεως αυτής ακόμη και στην παπική αυλή. Ο μοναχός Αλμαρίκ του Ωζιέ (Augier), σύμβουλος του πάπα Ουρβανού Ε' (1362-1370), συναρίθμησε την πάπισσα Ιωάννα ως 110η στον κατάλογο των παπών Ρώμης (Acta pontificum romanorum), οι δε πολέμιοι της παπικής αυθεντίας μεταρρυθμιστές του ΙΔ' αιώνα χρησιμοποίησαν την παράδοση αυτή για να μειώσουν το κύρος των παπών. Ο υπέρμαχος της υπεροχής της αυθεντίας της Οικουμενικής συνόδου έναντι του πάπα στη μεταρρυθμιστική σύνοδο της Βασιλείας (1431-1449) Γκέρσον υποστήριξε σε κήρυγμά του ενώπιον του πάπα Βενεδίκτου ΙΓ' στην Ταρασκόν (1 Ιαν. 1404), ότι η Εκκλησία "είναι δυνατόν να πλανηθή, ως τούτο συνέβη προ πολλού χρόνου, όταν είχε ως πάπα μία γυναίκα". Ο μεταρρυθμιστής Ιωάννης Χους αναφέρθηκε επίσης στην παράδοση αυτή με μετριοπάθεια κατά τη μεταρρυθμιστική σύνοδο της Κωνσταντίας (1414-1418): "Μπορεί να συμβή, χωρίς να είναι γι’ αυτό ένοχοι, οι εκλέκτορες του πάπα να εκλέξουν στον παπικό θρόνο μία γυναίκα, όπως τούτο συνέβη πράγματι στο πρόσωπο της Άννας, καλουμένης Ιωάννας, η οποία κατέλαβε το θρόνο για περισσότερα από δύο έτη". Και αυτός ακόμη ο πολέμιος των μεταρρυθμιστών "συνοδικών" καρδινάλιος Ιωάννης Τορκουεμάδα δεχόταν την παράδοση αυτή, αλλά υποστήριζε ότι, "καίτοι κάποτε μία γυναίκα αναγνωρίσθηκε πάπας από όλους τους καθολικούς, δεν ανατράπηκε η τάξη της Εκκλησίας".

     Υπό το πνεύμα αυτό είχε καθιερωθή ήδη κατά τον ΙΓ' αιώνα μία ειδική διαδικασία για τον έλεγχο της ανδρότητας των εκλεγομένων παπών, οι οποίοι έπρεπε να καθήσουν σε ειδικό κάθισμα χωρίς βάση προ του ναού του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού για να υποβληθούν δημόσια στον έλεγχο αυτό από ένα διάκονο πριν εισέλθουν στον καθεδρικό ναό. Η τελετή ήταν γνωστή και στο Βυζάντιο, ο δε χρονογράφος Λαόνικος Χαλκοκονδύλης τη θεωρούσε εύλογη, αφού οι δυτικοί κληρικοί δεν έφεραν γενειάδα.
     Η διαδικασία αυτή καταργήθηκε επί του πάπα Λέοντα I' (1513-1521), αφού είχαν πλέον ενεργοποιηθή άλλοι τρόποι αποδείξεως της ανδρότητας των καρδιναλίων κατά την περίοδο της Αναγεννήσεως. Είναι προφανές ότι η μεταγενέστερη αυτή παράδοση για την εκλογή της πάπισσας Ιωάννας δεν πρέπει να συνδεθή προς συγκεκριμένο πραγματικό πρόσωπο του Θ ’ ή του I’ αιώνα, όχι μόνο γιατί η ύπαρξή της δεν ευοδώνεται από τις πηγές, αλλά και γιατί η δημιουργία μιας τέτοιας παραδόσεως μπορούσε να προκύψη και από άλλες καταστάσεις. Η διαδοχική κυριαρχία στον παπικό θρόνο των θελκτικών γυναικών της ρωμαϊκής αριστοκρατίας από τις αρχές ήδη του I' αιώνα, της Μαροκίας και της Θεοδώρας, εκδηλωνόταν με την επιβολή των εκλεκτών τους στον παπικό θρόνο, οι οποίοι λειτουργούσαν ως άβουλα όργανα των αθεμίτων συνήθως επιθυμιών τους. Οι περισσότεροι πάπες της περιόδου αυτής έφεραν το όνομα Ιωάννης, αλλά η πραγματική διοίκηση του παπικού θρόνου είχε περιέλθει στις πανίσχυρες γυναίκες κατά την περίοδο της παρακμής του παπισμού, η οποία χαρακτηρίσθηκε από δυτικούς ιστορικούς ως "εποχή της πορνοκρατίας". Είναι ευνόητο ότι οι λαϊκές παραδόσεις της διεσπασμένης και αντιφατικής ρωμαϊκής κοινωνίας χρησιμοποιήθηκαν μετά τα μέσα του ΙΑ' αιώνα για να ενισχύσουν τις διεκδικήσεις των βασιλέων της Γερμανίας στην εκλογή των παπών Ρώμης, οι οποίες αποκρούσθηκαν από τους πάπες Ρώμης με ιδιαίτερη οξύτητα κατά την περίοδο του περί "περιβολής" αγώνα (ΙΑ'-ΙΓ' αι.). Η επίσημη προβολή των λαϊκών αυτών παραδόσεων και από εκκλησιαστικούς κύκλους περιόριζε την οποιαδήποτε τάση για έλεγχο της αξιοπιστίας τους και προκάλεσε την επίσημη διαδικασία ελέγχου της ανδρότητος των εκλεγομένων παπών (ΙΓ'-ΙΕ' αι.). Ωστόσο, η σκόπιμη χρησιμοποίηση του επιχειρήματος αυτού εναντίον του κύρους του παπικού θρόνου, κατά την πάλη κυρίως Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως (ΙΣΤ’ αι.), προκάλεσε μία συστηματική πλέον αξιολόγηση των στοιχείων της παραδόσεως (Baronius, Bellarmin, Labbe κ.ά.), η οποία κλόνισε την αξιοπιστία της στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, χωρίς όμως να περιορίση την αξία της για τη μυθιστοριογραφία (Ε. Ροΐδη, Η πάπισσα Ιωάννα, γαλλ. μετάφρ. A. Jarry - J. Saltas, 1908. Ιταλ. μετάφρ., 1979. Μ. Pratz, La leggenda della papessa Giovanna, 1979. F. Vernet, Jeanne, la papesse, στο D. A. F. C., II, 1253-1270).
     Στα έργα του επισκόπου Κρεμώνας Λιουτπράνδου (Antapodosis και De rebus regis Ottonis magni) περιέχονται πολλές ειδήσεις, οι οποίες απηχούν την έκρυθμη κατάσταση του παπικού θρόνου κατά την εν λόγω εποχή. Ο Λιουτπράνδος (Relatio., 5) στην απάντησή του προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) για την υπεράσπιση της εισβολής του βασιλιά της Γερμανίας Όθωνα Α' στην Ιταλία (961) περιέγραψε την τραγική κατάσταση της Ρώμης: "Ο Κύριός μου (= ο Όθων) δεν εισέβαλε στη Ρώμη βιαίως και τυραννικώς, αλλά την απάλλαξε από τον ζυγό τυράννου ή μάλλον τυράννων. Μήπως δεν την κυβερνούσαν θηλυπρεπείς ή, και αυτό είναι ακόμη χειρότερο και αισχρότερο, πόρνες; Νομίζω ότι κοιμόταν τότε η εξουσία σου ή καλλίτερα η εξουσία των προκατόχων σου, οι οποίοι ονομάζοντο όχι στην πραγματικότητα αυτοκράτορες των Ρωμαίων. “Αν ήσαν ισχυροί, αν ήσαν αυτοκράτορες των Ρωμαίων, γιατί άφησαν τη Ρώμη να πέση στην εξουσία των πορνών; "(cur Romam in merctricum potestate sinebant?)". Πράγματι, οι μαρτυρίες για τις αθέμιτες σχέσεις του πάπα Ιωάννη Γ (914-928) και της Θεοδώρας, και αν ακόμη δεν θεωρούν αξιόπιστες στο σύνολό τους, είναι χαρακτηριστικές. Πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι τουλάχιστον η εκλογή του οφειλόταν στην επιρροή, η οποία ασκήθηκε από τις πανίσχυρες αυτές γυναίκες και ιδιαίτερα από την Θεοδώρα. Ο πάπας Ιωάννης Ι’ έστεψε αυτοκράτορα τον Βερεγγάριο (916) και απέκρουσε την εισβολή των Σαρακηνών, αλλά εκθρονίσθηκε από τον δεύτερο σύζυγο της Μαροκίας Γουΐδο της Τουσκίας. Τον διαδέχθηκαν ο Λέων ΣΤ' (928) και ο Στέφανος Ζ' (928-931), μετά το θάνατο του οποίου η Μαροκία προώθησε στον παπικό θρόνο το γιό της ως Ιωάννη ΙΑ' (931-935). Η προσπάθεια όμως της Μαροκίας να διευρύνη τον κύκλο των φιλοδοξιών της με τον γάμο της προς τον βασιλιά της Προβηγκίας και της Ιταλίας Ούγο απέτυχε, λόγω της εξεγέρσεως του γιου της Αλμπερίκου, ο οποίος ανακηρύχθηκε "συγκλητικός και πρίγκιπας των Ρωμαίων" (Senator et princeps omnium Romanorum). Υπό την επιρροή του εκλέχθηκαν και οι διαδεχθέντες τον αδελφό του στον παπικό θρόνο Λέων Ζ' (936-939), Στέφανος Η' (939-942), Μαρίνος Β' (942-946) και Αγαπητός Β' (946-955). Τον Αλμπέρικο διαδέχθηκε στην πολιτική εξουσία ο δεκαπενταετής γιός του Οκταβιανός (954), ο οποίος όμως μετά το θάνατο του Αγαπητού ανήλθε και στον παπικό θρόνο ως Ιωάννης ΙΒ' (955-964), για να συνενώση έτσι και τις δύο εξουσίες.
     Κατά την περίοδο αυτή στο προσκήνιο των διαμαχών για την κυριαρχία στην Ιταλία εμφανίσθηκε και ο φιλόδοξος βασιλιάς της Γερμανίας Όθων Α' (936-973). Η ανάμιξη του Όθωνα προκλήθηκε από τις φιλοδοξίες του Βερεγγαρίου του Μεθύσου, ο οποίος είχε λάβει το στέμμα της Ιταλίας και, για να παγιώση τα δικαιώματά του στο θρόνο, εκβίαζε τη χήρα του αποθανόντος βασιλέως Λοθαρίου Αδελαΐδα να πανδρευθή το γιό του Αδαλβέρτο. Η Αδελαΐδα όμως αρνήθηκε και ζήτησε την προστασία του Όθωνα, ο οποίος εισέβαλε στην Ιταλία (951), νίκησε το Βερεγγάριο, νυμφεύθηκε ο ίδιος την Αδελαΐδα, προσάρτησε στις κτήσεις του το δουκάτο του Φριούλου και επέστρεψε στη Γερμανία, αφού παραχώρησε την υπόλοιπη Ιταλία ως φέουδο στον Βερεγγάριο και στον Αδαλβέρτο. Ο πάπας Ιωάννης ΙΒ' επιδίωξε ανεπιτυχώς την ανακατάληψη των απολεσθέντων εδαφών του παπικού θρόνου και ήλθε σε σύγκρουση με τον Βερεγγάριο, ζήτησε δε και αυτός τη βοήθεια του Όθωνα. Ο βασιλιάς της Γερμανίας έσπευσε πράγματι στη Ρώμη (961), στέφθηκε αυτοκράτορας (962) και διηύρυνε τις δωρεές, οι οποίες είχαν γίνει από τον Πιπίνο και τον Καρλομάγνο προς τον παπικό θρόνο. Ωστόσο, αμέσως μετά την αναχώρηση του Όθωνα ο πάπας προσπάθησε να προσεταιρισθή τους αντιπάλους του γερμανού αυτοκράτορα, ο οποίος επέστρεψε και πάλι στη Ρώμη (963), όπου συγκάλεσε σύνοδο στον ναό του αποστόλου Πέτρου, καθαίρεσε τον Ιωάννη ΙΒ' και επέβαλε στον παπικό Θρόνο τον Λέοντα Η' (963-965). ΟΙ αποφάσεις αυτές προκάλεσαν νέες αντιδράσεις, οι οποίες εξουδετερώθηκαν βίαια από τον αυτοκράτορα, αλλά μετά την αποχώρησή του ο Ιωάννης ΙΒ' συγκάλεσε νέα σύνοδο στον ναό του αποστόλου Πέτρου και ακύρωσε τις αποφάσεις της προγενέστερης συνόδου (964). Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πάπα Ιωάννη ΙΒ' οι ρωμαίοι εξέλεξαν ως πάπα τον Βενέδικτο Ε' (964-966), μολονότι είχαν υποσχεθή στον Όθωνα ότι δεν θα προέβαιναν σε εκλογή πάπα χωρίς τη συγκατάθεση του γερμανού αυτοκράτορα. Ο Όθων αποφάσισε την τρίτη μετάβασή του στη Ρώμη και κατοχύρωσε τα δικαιώματα του αυτοκράτορα στην εκλογή των παπών. Άλλωστε, ο πάπας Ιωάννης ΙΓ' (965-972) υπήρξε υπέρμαχος των δικαίων του γερμανού αυτοκράτορα και πολέμιος των αξιώσεων των ευγενών της Ρώμης, αλλά μόλις εκλέχθηκε φυλακίσθηκε από τους αντιπάλους του Όθωνα.
     Ο έλεγχος της εκλογής του πάπα (Privilegium Ottonis, 13 Φεβρουάριου 963) συνεπαγόταν, όπως θα δούμε, και το δικαίωμα κρίσεώς του, αλλά πάντοτε από σύνοδο. Πράγματι, το ζήτημα της κρίσεως των παπών είχε καταστή πολύπλοκο ζήτημα, λόγω κυρίως της προβαλλόμενης στη θεωρία του παπικού πρωτείου μυστικής σχέσεως πάπα και αποστόλου Πέτρου. Οι πάπες Λέων Γ' (800), Πασχάλης Α' (823) και Λέων Δ' (855) κατά την κρίση τους αρκέσθηκαν να διαβεβαιώσουν ενόρκως για την αθωότητά τους τις συνόδους, ενώ ο πάπας Φόρμοζος ανακομίσθηκε νεκρός από τον τάφο του για να κριθή (Ιανουάριος 897). Συνεπώς, ο πάπας Ιωάννης ΙΒ', ο οποίος κατηγορήθηκε από τον Όθωνα για εσχάτη προδοσία, κρίθηκε από σύνοδο και καθαιρέθηκε (4 Δεκεμβρίου 963). Η επανεμφάνιση λοιπόν της ιδέας της γερμανικής αυτοκρατορίας επί του Όθωνα Α' ακολούθησε νέα οδό στην αξιολόγηση της παπικής αυθεντίας. Η παλαιότερη παπική θεωρία περί της εξαρτήσεως της βασιλικής από την ιερατική εξουσία δεν γινόταν δεκτή κατά το δεύτερο ήμισυ του I' αι., αφού οι δύο εξουσίες ήσαν πλέον όχι υπάλληλες, αλλά παράλληλες. Ο Όθων αναγκάσθηκε να παραμείνη για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Ρώμη και στην Ιταλία (966-972) με κύριο στόχο να επιβάλη οριστικώς τη θέλησή του στους ευγενείς της Ρώμης, των οποίων ηγείτο η ισχυρή οικογένεια των Κρησκεντίων. Ο πάπας Βενέδικτος ΣΤ' (973-974) ρίφθηκε στις φυλακές αμέσως μετά το θάνατο του Όθωνα Α' (973) και στη θέση του εκλέχθηκε από τους ευγενείς ο Βονιφάτιος Ζ' (974). Ωστόσο, ο Όθων Β' (973-983) εισέβαλε στην Ιταλία, ο δε Βονιφάτιος Ζ' αναγκάσθηκε να καταφύγη στην Κπολη. Τον διαδέχθηκαν οι Βενέδικτος Ζ' (974-983) και Ιωάννης ΙΔ' (983-984), αλλά μετά το θάνατο του Όθωνα Β' (983) ο Βονιφάτιος επέστρεψε από την Κπολη στη Ρώμη και έκλεισε τον Ιωάννη ΙΔ', με τη συμπαράσταση των ευγενών, στο Φρούριο του Αγγέλου, όπου πέθανε από πείνα. Ο Βονιφάτιος, καίτοι αποκαταστάθηκε στον παπικό θρόνο από τους ρωμαίους ευγενείς, φονεύθηκε κατά τη διάρκεια στάσεως, διάδοχός του δε εκλέχθηκε με την υπόδειξη του πανίσχυρου ευγενή Νουμεντάνου Κρησκεντίου ο Ιωάννης ΙΕ' (985-996). Η ρήξη όμως Ιωάννη ΙΕ' και Κρησκεντίου (995) ανάγκασε τον πάπα να ζητήση πάλι τη βοήθεια του γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Γ' (983-1002), ο οποίος επέβαλε στον παπικό θρόνο αντί του παραιτηθέντος Ιωάννη ΙΕ' τον εξάδελφό του Μπρούνο ως Γρηγόριο Ε' (996-997). Ο Νουμεντάνος Κρησκέντιος επωφελήθηκε από την αναχώρηση του Όθωνα Γ' και ανέβασε στον παπικό θρόνο τον Έλληνα από την Καλαβρία Ιωάννη Φιλάγαθο ως Ιωάννη ΙΣΤ' (997-998), αλλά ο Όθων Γ' επέστρεψε στη Ρώμη, διέταξε την εκτέλεση του Κρησκεντίου και επέβαλε στον παπικό θρόνο τον Σίλβεστρο Β' (999-1003).

     Μετά το θάνατο του Όθωνα Γ' (1002), ο διαδεχθείς τον Νουμεντάνο Ιωάννης Κρησκέντιος επέβαλε διαδοχικά στον παπικό θρόνο τους πάπες Ιωάννη ΪΖ' (1003), Ιωάννη ΙΗ' (1004-1009) και Σέργιο Δ' (1009-1012). Για την εκλογή όμως του διαδόχου του Σέργιου Δ' επήλθε σύγκρουση μεταξύ του Ιωάννη Κρησκεντίου και του Αλμπερίκου του Τουσκούλου, απογόνου του Θεοφυλάκτου και της Θεοδώρας, ο οποίος προκάλεσε την παρέμβαση του γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Β' (1002-1024). Ο Ιωάννης Κρησκέντιος επέβαλε στον παπικό θρόνο κάποιο Γρηγόριο, ο δε Αλμπέρικος τον Βενέδικτο Η' (1012-1024). Και οι δύο όμως προσέφυγαν στον Ερρίκο Β', ο οποίος μετέβη στη Ρώμη και τάχθηκε υπέρ του Βενεδίκτου, στέφθηκε δε από αυτόν αυτοκράτορας (1014). Εφεξής όμως επιβλήθηκε στην εκλογή των παπών η οικογένεια των κομήτων του Τουσκούλου. Τον Βενέδικτο Η' διαδέχθηκε ο αδελφός του Ρωμανός ως Ιωάννης ΙΘ' (1024-1032) και μετά από αυτόν ο δωδεκαετής ανεψιός του Θεοφύλακτος ως Βενέδικτος Θ' (1032-1044), ο οποίος ζούσε ακόλαστο βίο και προκάλεσε την εξέγερση των ρωμαίων με συνέπεια την εκλογή ως πάπα του Σιλβέστρου Γ' (1045). Το παπικό σχίσμα προκάλεσε, όπως θα δούμε, νέα ανάμιξη του γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Γ' (1039-1056), ο οποίος υποστήριξε τις μεταρρυθμιστικές ιδέες για την εξυγίανση του παπικού θρόνου.
     Ο παπικός λοιπόν θρόνος γνώρισε μεγάλη παρακμή κατά την περίοδο αυτή της "πορνοκρατίας" του I' και των αρχών του ΙΑ' αιώνα. Η εκλογή των παπών έγινε κατά περίπτωση προνόμιο ή του γερμανού βασιλιά ή των αντιμαχόμενων ισχυρών οικογενειών των ευγενών της Ρώμης. Ως πάπες εξελέγοντο συνήθως ανάξια λόγου πρόσωπα, στερούμενα παντελώς εκκλησιαστικού φρονήματος. Η παρακμή, η οποία επήλθε σε όλους σχεδόν τους τομείς του εκκλ. βίου, ήταν απερίγραπτη και προέβαλλε την επιτακτική ανάγκη αναγεννήσεως του παπισμού και της Δυτικής Εκκλησίας. Τα ανωτέρω λεχθέντα καθιστούν σαφέστερη τη διαφοροποίηση της Δύσεως, αφ’ ενός μεν λόγω της ρήξεως Βυζαντίου και παπικού θρόνου, αφ’ ετέρου δε λόγω των στενών σχέσεων, οι οποίες αναπτύχθηκαν μεταξύ του παπικού θρόνου και του φραγκικού κράτους. Η γέφυρα του Α. Ιλλυρικού, η οποία ένωνε παλαιότερα Ανατολή και Δύση, κατέρρευσε με τη βεβιασμένη απόφαση του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος Γ' για την προσάρτησή του στη διοικητική δικαιοδοσία του θρόνου της Κπόλεως (732/3). Το Α. Ιλλυρικό υπήρξε πλέον η οδός της Κπόλεως προς τη Δύση, αλλά σπανίως και της Δύσεως προς την Ανατολή, καίτοι οι διεκδικήσεις του παπικού θρόνου είχαν προβληθή εντονώτατες κατά τον Θ' αιώνα. Άλλωστε, η αθρόα διείσδυση σλαβικών φύλων στο χώρο της Βαλκανικής ήδη από τον Ζ' αι. ηύξανε την απόσταση μεταξύ της λατινικής Δύσεως και της ελληνικής Ανατολής, ενώ οι βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας, καίτοι είχαν ενταχθή επίσης στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κπόλεως, αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα. Η μεγάλη απόσταση από την εκκλησιαστική τους μητρόπολη, η πλημμελής διοικητική τους οργάνωση και η βραδεία ή και χαλαρή επικοινωνία τους με τα λοιπά μέλη και την κεφαλή του εκκλ. σώματος του Οικουμενικού θρόνου αποτελούσαν τα βασικά προβλήματα για την επιβίωσή τους. Οι εκκλησιαστικές αυτές επαρχίες αποτελούσαν, όπως θα δούμε, ήδη κατά τον I' αιώνα, όχι μόνο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού Βυζαντινών και Φράγκων, αλλά και μόνιμο ερέθισμα των αντιθέσεων των θρόνων Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης. Στα πλαίσια αυτά ο αγώνας τους να αντιμετωπίσουν τα χρονίζοντα πολλές φορές εκκλησιαστικά τους προβλήματα δεν μπορούσε να αποτελέση ισχυρό αντέρεισμα στην στροφή του παπικού θρόνου προς το φραγκικό κράτος, ιδιαίτερα μετά την πλήρη κατάρρευση του βυζαντινού εξαρχάτου της Ραβέννας κατά τον Η' αιώνα.
     Η έξοδος λοιπόν του παπικού θρόνου από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο αποτελούσε βεβαίως μία σταδιακή ιστορική εξέλιξη, η οποία συνειδητοποιήθηκε πληρέστερα μετά την κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλία. Η ιστορική διαδικασία ήταν αναπόφευκτη, αλλά το μεγάλο πρόβλημα ήταν αν ο παπικός θρόνος θα διατηρούσε την κοινή εκκλησιαστική παράδοση, η οποία είχε διατυπωθή στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Είναι γεγονός ότι η μεταφορά της ι. παραδόσεως στους νέους χριστιανικούς λαούς της Δύσεως προκαλούσε προβλήματα αφομοιώσεως και μάλιστα σε μία εποχή, κατά την οποία ο παπικός θρόνος δεν διέθετε τις αναγκαίες πνευματικές προϋποθέσεις για να χειραγωγήση με ασφάλεια τους λαούς αυτούς. Η παπική εποπτεία δεν επαρκούσε για την ορθή προβολή της διδασκαλίας της Εκκλησίας, γι’ αυτό και παρεισέφρησαν διδασκαλίες, οι οποίες ή απέκλιναν από την αυθεντική παράδοση της ρωμαϊκής εκκλησίας ή εξέφραζαν μία ιδιότυπη ερμηνεία της παραδόσεως αυτής από τα γερμανικά κυρίως φύλα. Αμέσως μετά τον εναγκαλισμό του παπικού θρόνου και του φραγκικού κράτους άρχισε η μακροχρόνια διαδικασία συνθέσεως των ευνόητων ουσιωδών ή δευτερευουσών αντιθέσεων μεταξύ του ρωμαϊκού και του φραγκικού πνεύματος. Η απήχηση της διαδικασίας αυτής επηρέασε όλους σχεδόν τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου της Δύσεως:
     Πρώτον, στο ζήτημα των σχέσεων του παπικού θρόνου και των φράγκων βασιλέων διαμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου, επί τη βάσει κυρίως της αυγουστίνειας διδασκαλίας, μία νέα εκκλησιαστική προσέγγιση, η οποία διαφύλασσε μεν τα βασικά στοιχεία της προγενέστερης παραδόσεως ως προς τις σχέσεις παπικού θρόνου και βυζαντινού αυτοκράτορα, αλλά συγχρόνως θεμελίωνε μία νέα θεωρητική βάση για την υποταγή στην ιερατική εξουσία του πάπα όλων των φορέων της βασιλικής εξουσίας, όπως λ.χ. με την ιδιάζουσα ανάπτυξη του παπικού πρωτείου, με την ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά, με τη διαμόρφωση της ιδέας περί κοσμικής εξουσίας των παπών στην Ιταλία, με τη στέψη των βασιλέων από τις αρχές του Ι’ αιώνα με χρίσμα όχι της κεφαλής, αλλά μόνο των ώμων και των βραχιόνων, με τη χρίση όχι με το άγιο μύρο, αλλά με το έλαιο των κατηχουμένων, με τη θεωρία των δύο ξιφών κ.ά.
      Δεύτερον, στην παράδοση περί του παπικού πρωτείου τονίσθηκε ισχυρότερα πλέον το στοιχείο της κατανοήσεως του πάπα ως της ζώσας και δρώσας παρουσίας του αποστόλου Πέτρου στην Εκκλησία. Οι νέοι λαοί, οι οποίοι δέχθηκαν τον Χριστιανισμό από τη Ρώμη, γνώρισαν την Εκκλησία ως θεμελιωμένη πάνω στον απόστολο Πέτρο. Διά μέσου αυτού, ο οποίος μάλιστα είχε και τις κλείδες της Βασιλείας των ουρανών, ήλπιζαν να τύχουν της σωτηρίας. Στα ιεραποστολικά αυτά πλαίσια το παπικό πρωτείο προσέλαβε πράγματι μία νέα διάσταση για την εκκλησιαστική ζωή της Δύσεως, εκφράσθηκε δε με την απόλυτη αγγλο-σαξωνική, φραγκική και γερμανική αφοσίωση προς τον απόστολο Πέτρο και κατά συνέπειαν προς τον τοποτηρητή του στον θρόνο της Ρώμης, ο οποίος ενσαρκώνει και διασφαλίζει τη δρώσα παρουσία του Πέτρου στην Εκκλησία. Οι πάπες Ρώμης επωφελήθηκαν από τις ευνοϊκές αυτές προϋποθέσεις της Δύσεως και τόνισαν ιδιαίτερα την παράδοση του αποστόλου Πέτρου ως κατόχου των κλειδών της Βασιλείας των ουρανών, επεξέτειναν δε και στον ουρανό την παράδοση αυτή περί της μυστικής ταυτίσεως Πέτρου και πάπα Ρώμης. Πράγματι, ενώ ο παπικός θρόνος περιέπεσε κατά τον Ι’ αιώνα σε μία χωρίς προηγούμενο παρακμή, το θεωρητικό του κύρος στη Δύση δεν μειώθηκε αισθητά, αφού οι αποφάσεις του παπικού θρόνου εθεωρούντο αποφάσεις του ιδίου του Πέτρου.
     Τρίτον, στο αρχαίο γερμανικό δίκαιο, το οποίο είχε τις ρίζες του στο γραπτό βησιγοτθικό δίκαιο (Breviarium Alarichorum), δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός, όπως υπήρχε στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο (Επαναγωγή), μεταξύ της εξουσίας και του φορέα της, γι’ αυτό άλλωστε δεν υπήρχε στους Φράγκους και σαφής διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου. Οι ιδέες αυτές ευνόησαν την προϊούσα ένταξη της εκκλησιαστικής οργανώσεως στο φραγκικό σύστημα με τη σταδιακή απομάκρυνση, όπως θα δούμε, από την κανονική βάση της ενοριακής, της επισκοπικής, της μητροπολιτικής και της υπερμητροπολιτικής εκκλησιαστικής διοργανώσεως, εναντίον της οποίας στράφηκε κυρίως αργότερα ο περί "περιβολής" αγώνας του παπισμού.
      Τέταρτον, η θεολογική ανάπτυξη γνώρισε μεν μεγάλη, αλλά οπωσδήποτε μονομερή ανάπτυξη, χάρη κυρίως στο ενδιαφέρον του Καρλομάγνου. Ο Αλκουΐνος (735-804) συνδέθηκε, όπως είδαμε, από το 781 με τη βασιλική αυλή και θεμελίωσε την οργάνωση των σχολών για την ανάπτυξη της φραγκικής παιδείας με επίκεντρο το Παλάτι. Η θεολογική όμως ανάπτυξη οδήγησε σε σοβαρές θεολογικές έριδες υπό την επίδραση της θεολογίας των απορροφηθέντων αρειανικών γερμανικών φύλων (Βησιγότθων, Οστρογότθων, Βανδάλων, Βουργουνδιών, Σουηβών κ.ά.). Οι ισπανοί λ.χ. επίσκοποι Ελιπάνδος του Τολέδο και Φήλιξ του Ούργκελ υποστήριξαν τον ήδη κατά τον Γ' αιώνα καταδικασμένο Υιοθετισμό (Adoptionismus) και δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν ήταν Υιός του Θεού κατά τη θεία φύση, αλλά μόνο κατά την ανθρώπινη, ήταν δηλαδή Υιός του Θεού κατά υιοθεσία. Βεβαίως, οι δοξασίες αυτές αποδοκιμάσθηκαν από τις συνόδους του Regensburg (792) και της Φραγκφούρτης (796), αλλ’ υποδηλώνουν την αρειανική υποδομή και αυτής ακόμη της διδασκαλίας περί του filioque.
      Πέμπτον, η ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη μελέτη των έργων του ι. Αυγουστίνου προκάλεσε νέες θεολογικές έριδες. Ο μοναχός της Κορμπίας Πασχάσιος Ραδβέρτος με το έργο του "Decorpore et sanguini Domini" υποστήριξε ότι της θ. ευχαριστίας κοινωνούν μόνο οι μετέχοντες με πίστη και ότι ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας μετουσιώνονται στο ίδιο το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ο Ραβανός Μαύρος (776-856) αντέδρασε, αλλά εκτενέστερη υπήρξε η απάντηση ενός άλλου μοναχού της Κορμπίας, του Ρατράμνου, ο οποίος υποστήριξε ότι τα στοιχεία του άρτου και του οίνου παραμένουν κατ’ ουσίαν ό,τι ήσαν και πριν από τον καθαγιασμό τους, αλλά καθίστανται στην ευχαριστία σώμα και αίμα Χριστού. Εν τούτοις, η αόρατη χάρη του μυστηρίου λαμβάνεται μόνο από τους μετέχοντες με πίστη, τα δε στοιχεία δεν μετουσιώνονται στο ίδιο το σώμα, το οποίο γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Οι πιστοί μεταλαμβάνουν απλώς το "πνεύμα" του Χριστού, τη "δύναμη του θείου Λόγου", το συνδεόμενο με το μυστήριο "πνευματικό" σώμα του Χριστού. Βεβαίως, η απάντηση στο πρόβλημα δεν δόθηκε από την Εκκλησία κατά τον Θ’ αιώνα, αφού υπήρχε γενικότερη σύγχυση θεολογικών κριτηρίων. Πράγματι, ο μοναχός της Φούλντας Γκόττσαλκ (808-868) υποστήριξε, υπό τη μονομερή επίδραση της αυγουστίνειας θεολογίας, διπλό απόλυτο προορισμό για τη ζωή ή και τον πνευματικό θάνατο, αποδοκιμάσθηκε δε τόσο από τον Ραβανό Μαύρο και τον Αρχιεπίσκοπο Ρείμων Χίνκμαρ (805-882), όσο και από τη σύνοδο της Μογουντίας (848). Η άγνοια της ελληνικής γλώσσας απέκοπτε τη φραγκική θεολογία από τον πλούτο της πατερικής παραδόσεως της Ανατολής, οι δε λατινικές μεταφράσεις πατερικών έργων δεν ήσαν πάντοτε προσιτές. Ο Ιωάννης Σκώτος ή Εριγένης(+ 877) κατείχε στην αυλή του Καρόλου του Φαλακρού την ίδια θέση προς εκείνη, την οποία κατείχε ο Αλκουίνος στην αυλή του Καρλομάγνου, χρησιμοποίησε δε τη νεοπλατωνική φιλοσοφία στις θεολογικές του πραγματείες και μεταγλώττισε τα έργα του ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Αναμφιβόλως, η θεολογική κίνηση στο φραγκικό κράτος ήταν απομονωμένη από την κοινή εκκλησιαστική παράδοση της Ανατολής και της Δύσεως των επτά πρώτων αιώνων, στηρίχθηκε δε κυρίως στην αυγουστίνεια θεολογία, γι’ αυτό και οι θεολογικές πραγματείες της εποχής δεν μπόρεσαν να εκφράσουν την καθολική εκκλησιαστική συνείδηση για τα αντιμετωπιζόμενα σοβαρά θεολογικά προβλήματα.
      Έκτον, στη λατρευτική ζωή όσοι λαοί ασπάσθηκαν το Χριστιανισμό από τη Ρώμη δέχθηκαν κατά κανόνα και τον ρωμαϊκό τύπο της θ. λειτουργίας, Αλλά σε αυτόν εναπέθεσαν τη δική τους ιδιαίτερη σφραγίδα με πολλές προσθήκες ή τροποποιήσεις. Διαμόρφωσαν δηλαδή ένα νέο λειτουργικό τύπο, τον οποίο αποδέχθηκε τελικώς και η Ρώμη κατά τον I' αιώνα. Η διαδικασία προσλήψεως από τον παπικό θρόνο των νέων μορφών λατρείας και θεολογίας του φραγκικού κόσμου επιταχύνθηκε μετά τα μέσα του I' αιώνα. Υπό το πνεύμα αυτό ο παπικός θρόνος δέχθηκε λ.χ. από τους Φράγκους τη διδασκαλία περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος "και εκ του Υιού" (filioque) και την προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως (1014), από τους Αγγλοσάξωνες τη διδασκαλία περί της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και από τα άλλα γερμανικά φύλα πολλά στοιχεία της Μαριολογίας, η οποία είχε αναπτυχθή ιδιαζόντως στη Δύση κ.λπ.
Έβδομον, η προοδευτική μορφοποίηση της τάσεως μιας νέας φραγκολατινικής θεολογικής συνθέσεως, η οποία αναφερόταν σε όλους σχεδόν τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου, επιτάχυνε την απομάκρυνση Ανατολής και Δύσεως. Η νέα φραγκολατινική σύνθεση απέκτησε, όπως είδαμε, σαφώς πολεμικό χαρακτήρα εναντίον της Ανατολικής Εκκλησίας, υπό την επίδραση και του οξύτατου αντιβυζαντινού πνεύματος των φράγκων βασιλέων. Η ρήξη Ανατολής και Δύσεως αποτελούσε πλέον ζήτημα απλής ανταγωνιστικής συναντήσεως των διοικητικών διεκδικήσεων των θρόνων Ρώμης και Κπόλεως, γι’ αυτό και το μέγα σχίσμα (1054) είχε ως αφετηρία τις επαρχίες της Ν. Ιταλίας, οι οποίες, καίτοι υπήγοντο στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού πατριαρχείου, παρέμεναν πάντοτε στη σφαίρα των διεκδικήσεων του παπικού θρόνου και των Φράγκων ήγε μόνων.

γ’. Οι σχέσεις των εκκλησιών Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης μέχρι το μέγα σχίσμα (1054)
     Το ενδιαφέρον του παπικού θρόνου για τις επαρχίες της Ν. Ιταλίας ατόνησε κατά τις πρώτες δεκαετίες του Ι’ αιώνα, αλλά ανανεώθηκε μετά τα μέσα του I' αιώνα στα πλαίσια της φραγκικής πολιτικής. Τον Νικόλαο Μυστικό διαδέχθηκαν οι πατριάρχες Στέφανος Β' (925-928) και Τρύφων (928-931), αλλά ο τελευταίος εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση για την προώθηση στον πατριαρχικό θρόνο του γιου του αυτοκράτορα Ρωμανού Λαπακηνού (920-944), του Θεοφυλάκτου (933-956). Ο Θεοφύλακτος με επιστολές προς τους πατριάρχες Αλεξανδρείας Ευτύχιο, Αντιόχειας Θεοδόσιο και Ιεροσολύμων Χριστόδουλο γνωστοποιούσε τα της εκλογής του και ζητούσε την αναγραφή του ονόματός του στα Δίπτυχα των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής. Το ίδιο έκανε κατά το κανονικό έθος και προς τον πάπα Ρώμης Ιωάννη ΙΑ’ (931-936). Ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος, αγνοώντας προφανώς το κανονικό αυτό έθος, υπέθεσε από παχυλή άγνοια στη Relatio (968), ότι ο αυτοκράτορας εξαγόρασε από τον παπικό θρόνο την ανεξαρτησία του θρόνου της Κπόλεως με την παπική αναγνώριση στον Θεοφύλακτο του δικαιώματος να φέρη το ωμοφόριο χωρίς την άδεια των παπών: "Scimus, immo videmus Constantinopolitanum episcopum pallio non uti, nisi sancti patris nostri permissu... Romanus imperator filium suum Theophylactum eunuchum patriarcham constituit, cumque cum AIberici cupiditas non lateret, missis ei muneribus satis magnis effecit, ut ex papae nomine Theofylacto patriarchae literae mitterentur, quarum auctoritate cum ipse turn successores eius absque paparum permissu palliis uterentur" (Relatio, 62). Η αποστολή του παλλίου ήταν συνδεδεμένη με τη θεωρία του παπικού πρωτείου και συμβόλιζε την απόδοση της επισκοπικής αυθεντίας από τον πάπα στους παραλήπτες του. Στα πλαίσια της παπικής αυτής θεωρίας είχε χαλκευθή κατά τον Ι’ αι. στη Δύση η παράδοση ότι και ο θρόνος της Κπόλεως υπαγόταν στη Ρώμη και ότι δεχόταν το πάλλιο από τον παπικό θρόνο μέχρι τις αρχές του Ι’ αιώνα. Ο Λιουτπράνδος είναι θύμα της ψευδούς αυτής παπικής παραδόσεως, γι’ αυτό ήταν βέβαιος ότι "και η ίδια η εκκλησία Κπόλεως δικαίως υπόκειται στην ημέτερη αγία, καθολική και αποστολική εκκλησία της Ρώμης" (ipsa Constantinopolitana ecclestia nostrae sanctae, catholicac atque apostolicae ecclesiae Romanae merito sit subjecta). Η προπαγάνδα αυτή ήταν χρήσιμη κυρίως για τις παπικές διεκδικήσεις στις βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας.
      Ο πατριάρχης Κπόλεως Θεοφύλακτος επέδειξε ανοχή στους περιορισμούς, οι οποίοι τέθηκαν από τον πατέρα του στη μοναστηριακή περιουσία και οι οποίοι διηυρύνθηκαν από τον Νικηφόρο Φωκά (963-969) με την περίφημη Νεαρά του 964. Ο διαδεχθείς όμως τον Θεοφύλακτο στον πατριαρχικό θρόνο Πολύευκτος (956-970) αναδείχθηκε σε υπέρμαχο των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής αυτονομίας. Η μακρά πατριαρχία του επί των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Ζ' (912-959), Ρωμανού Β' (959-963), Νικηφόρου Φωκά (963-969) και Ιωάννη Τσιμισκή (969-976) υπήρξε αξιόλογη τόσο ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, όσο και ως προς την εκκλησιαστική αναδιοργάνωση των βυζαντινών επαρχιών της Ν. Ιταλίας. Κατά την περίοδο της πατριαρχίας του Πολυεύκτου αποκαταστάθηκε το όνομα του πατριάρχη Ευθυμίου στα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου, βαπτίσθηκε στην Κπολη η μάμμη του αγ. Βλαδιμήρου ηγεμονίδα του Κιέβου Όλγα (957) και ενισχύθηκε το κύρος του Οικουμενικού πατριάρχη. Ο Πολύευκτος ήλθε σε σύγκρουση με τον πανίσχυρο παρακοιμώμενο Ιωσήφ για να σώση τον καταφυγόντα στον ναό της αγίας Σοφίας στρατηγό και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, αφού προηγουμένως αυτός βεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του πατριάρχη ότι δε θα επιδίωκε να σφετερισθή το θρόνο της αυτοκρατορίας. Βεβαίως, ο πατριάρχης ευνόησε την κατάληψη του θρόνου από τον Νικηφόρο Φωκά και τον έστεψε αυτοκράτορα, αλλά ήλθε σε σύγκρουση μαζί του, του επέβαλε το επιτίμιο της ακοινωνησίας για τους δευτερογαμούντες και του απαγόρευσε την προσέγγιση στην αγία Τράπεζα. Αξίωνε την άμεση διάζευξη της Θεοφανούς με την απειλή αφορισμού, επειδή είχε πνευματική συγγένεια με την αυτοκράτειρα, ως ανάδοχος τέκνου της από τον Ρωμανό. Ο Νικηφόρος Φωκάς αναγκάσθηκε να δεχθή το επιτίμιο, αλλά πέτυχε να μεταπείση τον πατριάρχη στο ζήτημα της πνευματικής συγγένειας με τη Θεοφανώ, λαμβάνοντας συγχρόνως συνοδική επικύρωση και της κανονικότητας του γάμου του. Εν τούτοις, ο πατριάρχης συγκρούσθηκε πάλι με τον Νικηφόρο Φωκά, λόγω των αξιώσεων του αυτοκράτορα να εκλέξη τους υποψηφίους των χηρευουσών επισκοπών και να επιβάλη στην Εκκλησία την αναγνώριση ως μαρτύρων της πίστεως όλων των πεσόντων στους πολέμους κατά των Αράβων. Ο πατριάρχης αντέδρασε σθεναρά και στις δύο αξιώσεις αυτές, ανάγκασε δε τον αυτοκράτορα να υποχωρήση. Παραδόξως ο Πολύευκτος δεν αντέδρασε αμέσως κατά της Νεαράς του 964, με την οποία επλήττετο καίρια η μοναστηριακή περιουσία. Η στάση του οφειλόταν προφανώς στις αντιθέσεις, οι οποίες προκλήθηκαν επί του ζητήματος αυτού και μεταξύ των επισκόπων του Οικουμενικού θρόνου. Ο διάδοχος όμως του Νικηφόρου Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) εμποδίσθηκε να εισέλθη στο ναό της αγ. Σοφίας πριν εκδιώξη από το Παλάτι τη Θεοφανώ, έγινε δε δεκτός σε εκκλησιαστική κοινωνία μετά την αποπομπή της και τη ρητή υπόσχεση περί της ακυρώσεως της κατά της μοναστηριακής περιουσίας Νεαράς του Νικηφόρου Φωκά. Ο πατριάρχης Πολύευκτος επιχείρησε και την αναδιοργάνωση των βυζαντινών επαρχιών της Ν. Ιταλίας με την προαγωγή της αρχιεπισκοπής Υδρούντος (Οτράντο) σε μητρόπολη και με το αυτονόητο δικαίωμα να χειροτονή τους επισκόπους των πέντε υποκειμένων επισκοπών.
     Η πρωτοβουλία του πατριάρχη Κπόλεως υπήρξε ιδιαίτερα ενοχλητική για τις φιλοδοξίες τόσο του παπικού θρόνου, όσο και του ανανεωμένου γερμανικού κράτους. Οι αντιδράσεις της Δύσεως εκφράζονται από τον λόγιο Λογγοβάρδο Λιουτπράνδο, ο οποίος επισκέφθηκε το 968 την Κπολη ως απεσταλμένος του Όθωνα Α' (936-973) για τη διαπραγμάτευση του συνοικεσίου με την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ. Ο Λιουτπράνδος είχε γεννηθή στην Παβία (920) από αριστοκρατική οικογένεια και υπηρέτησε στην αυλή των ηγεμόνων της Ιταλίας Ούγου και Βερεγγαρίου Β’, από τον οποίο χρησιμοποιήθηκε και σε διπλωματική αποστολή στην Κπολη (949). Η θερμή υποδοχή και η φιλοξενία του από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' περιγράφεται με θαυμασμό στο έκτο βιβλίο του έργου του Antapodosis. Ωστόσο, περιέπεσε στη δυσμένεια του Βερεγγαρίου και, παρά το γεγονός ότι είχε χειροτονηθή διάκονος της εκκλησίας της Παβίας (945), κατέφυγε στην αυλή του Όθωνα Α', στον οποίο προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες και τιμήθηκε με την εκλογή του ως επισκόπου Κρεμώνας. Στο έργο του "Βιβλίο των πράξεων του αυτοκράτορα Όθωνα του μεγάλου" (Liber de rebus gestis Ottonis magni imperatoris) αποδεικνύεται η ταύτισή του με τα φιλόδοξα σχέδια του Όθωνα Α' και ερμηνεύεται το αντιβυζαντινό μένος στο έργο του "Αναφορά περί της πρεσβείας στην Κπολη" (Relatio de legatione constantinopolitana), στο οποίο αποδοκιμάζεται και η εκκλ. πολιτική του πατριαρχείου Κπόλεως στις βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας (βλ. ειδικότερα το έργο του Βασ. Καραγεώργου, Λιουτπράνδος, ο επίσκοπος Κρεμώνης, ως ιστορικός και διπλωμάτης, 1978). Υπό το πνεύμα αυτό κατακρίνει τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά και τον πατριάρχη Πολύευκτο τόσο για την προαγωγή της αρχιεπισκοπής Υδρούντος σε μητρόπολη, όσο και για την απαγόρευση της τελέσεως της θ. λατρείας στη λατινική γλώσσα: "Nicephorus cum omnibus ecclesiis homo sit impius, livore quod in vos (= Όθωνα) abundat, Constantinopolitano patriarchae praecepit, ut Hydrontinam ecclesiam in archiepiscopatus honorem (= μητρόπολη) dilatet, nec permittat in omni Apulia seu Calabria latine amplius, sed grece divina mysteria celebrare" (Relatio, 62).
Συνεπώς, ο μεν βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος έτρεφε κατά τον Λιουτπράνδο μεγάλο μίσος εναντίον του Όθωνα A' ("livore quod in vos abundat"), οι δε βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας επιλέχθηκαν για την έκφραση της πολιτικής του βυζαντινού αυτοκράτορα τόσο εναντίον του Όθωνα, όσο και εναντίον των διεκδικήσεων του παπικού θρόνου. Η ανάθεση των επισκοπικών χειροτονιών της Ν. Ιταλίας στον μητροπολίτη Υδρούντος και η απαγόρευση της λατινικής γλώσσας στη θ, λατρεία υποδηλώνουν αφ’ ενός μεν τις αντίθετες προσπάθειες του παπικού θρόνου, αφ’ ετέρου δε τη χαλαρή μέχρι τότε στάση του Οικουμενικού πατριαρχείου έναντι τω παπικών διεκδικήσεων.

     Είναι ευνόητο ότι η πολιτική του Όθωνα Α' για την ίδρυση της '"Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους” (Sacrum Romanum imperium germanicae nationis), η οποία θεμελιώθηκε κυρίως με την ένωση του λογγοβαρδικού (951) και του ρωμαϊκού στέμματος (962) μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Ιταλία (961), είχε ως προοπτική την κατάκτηση και των επαρχιών της Ν. Ιταλίας, οι οποίες ανήκαν στην πολιτική και στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Στις αρχές του 967 ο Όθων υπέταξε τις ανεξάρτητες λογγοβαρδικές ηγεμονίες της Καπύης, του Βενεβέντου και του Σαλέρνου και απειλούσε άμεσα τις βυζαντινές αυτές επαρχίες. Η προσπάθεια του Νικηφόρου Φωκά να εξουδετερώση τη γερμανική απειλή με βυζαντινογερμανική συμμαχία κατέληξε σε συμφωνία τόσο για τον γάμο του ομώνυμου γιού του Όθωνα Α' με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, όσο και για την παραχώρηση της Ν. Ιταλίας ως προίκας. Ωστόσο, η αποτυχημένη προσπάθεια του Όθωνα να καταλάβη το Μπάρι (968) ενίσχυσε την καχυποψία των βυζαντινών έναντι του γερμανού βασιλιά, ο οποίος διεκδικούσε συγχρόνως και την αναγνώριση από το Βυζάντιο του τίτλου του "βασιλέως των Ρωμαίων". Ο Νικηφόρος Φωκάς αντέδρασε τότε άμεσα με την αναθεώρηση της όλης βυζαντινής πολιτικής στη Ν. Ιταλία. Ο Λιουτπράνδος με τις υπερβολικές και αδόκιμες ψυχολογικές του αντιδράσεις κατέγραψε στη Relatio την πράγματι εχθρική διάθεση του βυζαντινού αυτοκράτορα έναντι των Φράγκων. Βεβαίως, ο διάδοχός του Νικηφόρου Φωκά Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) ακολούθησε διαλλακτικότερη στάση και συμφώνησε στην επιγαμία της πριγκίπισσας Θεοφανούς με τον Όθωνα Β', χωρίς όμως να εμπλέξη και τα ζητήματα των επαρχιών της Ν. Ιταλίας. Ο πάπας Ιωάννης ΙΓ' ευλόγησε τον γάμο αυτό στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης (972), αλλά οι βυζαντινοφραγκικές σχέσεις δεν βελτιώθηκαν σημαντικά. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα Β' (973-983) αποδυναμώθηκε η αυθεντία του γερμανού βασιλιά τόσο στο εσωτερικό, όσο και στις εξωτερικές σχέσεις του κράτους του.

δ'. Σύγκρουση Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως και τα αναθέματα του 1054
     Οι ειρηνικές σχέσεις Ρώμης και Κπόλεως διαταράχθηκαν στις αρχές του ΙΑ' αιώνα για σοβαρό θεολογικό ζήτημα, όταν ο πατριάρχης Σέργιος Β' (1000-1019) ήλθε σε ρήξη με τον παπικό θρόνο και διέγραψε το όνομα του πάπα από τα Δίπτυχα της εκκλησίας Κπόλεως, λόγω τόσο της χρησιμοποιήσεως του filioque στην ομολογία πίστεως από τον πάπα Σέργιο Γ' (1009), όσο και της παρεμβολής του στο Σύμβολο της πίστεως από τον πάπα Βενέδικτο ΙΗ' (1014) υπό την πίεση του αυτοκράτορα Ερρίκου Β' ("Σχίσμα των δύο Σεργίων"). Η διακοπή από τον πατριάρχη Σέργιο της εκκλησιαστικής κοινωνίας προς τον παπικό θρόνο κοινοποιήθηκε και στους άλλους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής με την αποστολή συγχρόνως και της περίφημης Εγκυκλίου επιστολής του πατριάρχη Φωτίου υπό το όνομα του Σεργίου. Τα πράγματα οξύνθηκαν με επίκεντρο της κρίσεως τις βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας. Τα αίτια της συγκρούσεως του μεγάλου σχίσματος (1054) δεν είναι δυνατόν βεβαίως να συνδεθούν αποκλειστικά και μόνο με τους πρωταγωνιστές πάπα Ρώμης Λέοντα Θ' και πατριάρχη Κπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο. Τα πρόσωπα όμως αυτά αποτελούν αναμφιβόλως τους ιστορικούς εκφραστές γενικοτέρων τάσεων, οι οποίες επικρατούσαν τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή. Από την ιστορική έρευνα συνάγεται η διαπίστωση, ότι κατά τη νέα σύγκρουση Ρώμης και Κπόλεως τονίσθηκαν ιδιαιτέρως όχι τόσο οι παλαιές παπικές αξιώσεις ή οι νέες ακραιφνώς θεολογικές αντιθέσεις (filioque), αλλά κυρίως οι απλές λειτουργικές ή και εθιμικές διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, οι οποίες όμως αποτελούσαν πλέον σαφή και επίσημα στοιχεία διακρίσεως μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Όπως κατά τον Θ' αι. η εισαγωγή των λατινικών εθίμων στη Βουλγαρία είχε οδηγήσει στη ρήξη Ρώμης και Κπόλεως, έτσι και κατά τον Ι’ αι. η προσπάθεια του παπικού θρόνου να εισαγάγη τα λατινικά έθιμα και με αυτά να υποτάξη τις υπαγόμενες στον Οικουμενικό θρόνο εκκλησιαστικές επαρχίες Απουλίας, Καλαβρίας και Σικελίας της Ν. Ιταλίας προκαλούσε την ευνόητη αντίδραση του πατριαρχείου Κπόλεως ως υπερμάχου όχι μόνο των εκκλησιαστικών δικαίων, αλλά και των πολιτικών συμφερόντων του Βυζαντίου στην περιοχή αυτή. Η σύγκρουση προερχόταν σαφώς από τον ανταγωνισμό των εκκλησιαστικών διεκδικήσεων Ρώμης και Κπόλεως στις επαρχίες της Ν. Ιταλίας, αλλά κατέληξε σε οξύτατη ρήξη μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Η ρήξη ήταν αναπόφευκτη, αλλά η ένταση και οι συνέπειές της προσδιορίσθηκαν κυρίως από το νέο ήθος των προσώπων εκείνων, τα οποία ανέλαβαν την ευθύνη για την εξυγίανση του παπικού θρόνου.
     Ο βασιλιάς της Γερμανίας Ερρίκος Γ' (1039-1056) διεκδικούσε τις βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας ως κληρονομικό δικαίωμα, η δε επιβολή από τον ίδιο στον παπικό θρόνο του δευτέρου εξαδέλφου του Λέοντα Θ' (1049-1054) ενίσχυε τη συνεργασία του παπικού θρόνου και των Φράγκων για την απόσπαση των επαρχιών αυτών από την πολιτική και την εκκλησιαστική επιρροή του Βυζαντίου. Η κατάπτωση όμως του παπισμού κατά τον I' αιώνα είχε ενισχύσει στους μοναχικούς κυρίως κύκλους την αγωνιώδη αναζήτηση τόσο της επιστροφής της Εκκλησίας στην κανονική τάξη, όσο και της εσωτερικής της πνευματικής αναγεννήσεως. Κύριος φορέας της τάσεως αυτής υπήρξε το μοναχικό τάγμα του Κλουνιακού της Βουργουνδίας, το οποίο ιδρύθηκε το 910 και σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρη σχεδόν τη Δύση. Είναι πολύ χαρακτηριστικό, όπως θα δούμε, ότι από το τάγμα αυτό αναδείχθηκαν ή με αυτό συνδέθηκαν όλοι σχεδόν οι ηγέτες όχι μόνο του σχίσματος Ανατολής και Δύσεως, αλλά και του περί "περιβολής" αγώνα του παπισμού στη Δύση. Ο πάπας Λέων Θ' ήταν, προ της εκλογής του από τον αυτοκράτορα, επίσκοπος Τούλ, κατά δε τη μετάβασή του στη Ρώμη συνοδεύθηκε από ειδικά επιλεγμένους συμβούλους. Ο Ουμβέρτος, ήταν ένας από τους συμβούλους του και χειροτονήθηκε το Πάσχα του 1049 καρδινάλιος-επίσκοπος της Σίλβα-Κάνδιδα της Σικελίας. Στην Ανατολή η κατάλυση του πρώτου Βουλγαρικού κράτους από τον Βασίλειο Β' τον Βουλγαροκτόνο (1018), η αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στη Βαλκανική χερσόνησο και το επιτυχές ιεραποστολικό έργο στη Ρωσία είχαν ανανεώσει την ακτινοβολία του Οικουμενικού θρόνου. Κατά το πρώτο ήμισυ του ΙΑ' αιώνα το ενδιαφέρον της αυτοκρατορίας για τις βυζαντινές κτήσεις στη Ν. Ιταλία ενισχύθηκε, λόγω κυρίως της απειλής από τις κατακτητικές τάσεις του λογγοβάρδου ευγενή από την Απουλία Μέλο, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον των βυζαντινών (1020). Στα πλαίσια αυτά κατανοούνται τόσο η ίδρυση της αρχιεπισκοπής Σιπόντου στην Απουλία από τον πατριάρχη Ευστάθιο (1020-1025), κατ’ εντολήν προφανώς του βυζαντινού αυτοκράτορα (1023), όσο και η συμφωνία του με τον πάπα Ιωάννη ΙΘ' μετά από πρωτοβουλία και πάλι του αυτοκράτορα. Κατά τη συμφωνία αυτή ο μεν πατριάρχης Κπόλεως έπρεπε να αναγνωρίζεται ως "Οικουμενικός" στην Ανατολή, ο δε πάπας ως "Οικουμενικός" παντού ("quatemus cum consensu romani pontificis liceret Ecclesiam constantinopolitanam in suo orbe, sicut romana in universo, universalem dici et haberi" (PL, 142, 670-672). Η ρύθμιση αυτή δεν θα μπορούσε να διεκδικήση κανονική θεμελίωση, αλλά ήταν μία περιστασιακή σύμβαση για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων στη Ν. Ιταλία.
     Ωστόσο, οι μετά το 1040 έντονες κατακτητικές τάσεις των Νορμανδών οδήγησαν σε μία μεγαλύτερη προσέγγιση του παπικού θρόνου προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα, ο οποίος ανέθεσε την ηγεσία των βυζαντινών δυνάμεων της Ν. Ιταλίας στον γιό του Μέλο λογγοβάρδο Αργυρό. Ο Αργυρός είχε ζήσει στην Κπολη, αλλά ήταν λατινόφρων. Λατινόφρονες όμως ήσαν και οι Νορμανδοί, οι οποίοι ενέτασσαν τις κατακτώμενες περιοχές στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του παπικού θρόνου. Ο πάπας Λέων Θ' θεώρησε μοναδική την ευκαιρία για να εισαγάγη τα λατινικά έθιμα στις βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας. Πράγματι, παρά τη συμμαχία με τον βυζαντινό αυτοκράτορα, καθαίρεσε τον βυζαντινό αρχιεπίσκοπο Σιπόντου, κατάργησε την αρχιεπισκοπή και την υπήγαγε στην λατινική αρχιεπισκοπή Βενεβέντου. Ο Aργυρός δεν αντέδρασε, αφού ήταν υπέρμαχος των αγαθών σχέσεων Βυζαντίου και παπικού θρόνου, ο δε αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος (1042-1055) δεν ανησύχησε, αφού είχε επηρεασθή από τις απόψεις και τις εισηγήσεις του Αργυρού. Ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1058) όμως δεν συμμεριζόταν τη διστακτικότητα του αυτοκράτορα, γιατί αφ’ ενός μεν υποπτευόταν τον Aργυρό, αφ’ ετέρου δε γνώριζε καλά τις παπικές επιδιώξεις. Άλλωστε, μετά την αυθαίρετη κατάργηση της αρχιεπισκοπής Σιπόντου, η οποία ανήκε στην κανονική δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κπόλεως, είχε ήδη δημιουργηθή ένα σοβαρό εκκλησιαστικό ζήτημα, η λύση του οποίου ανήκε αποκλειστικά στον πατριάρχη Κπόλεως.
     Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος καταγόταν από συγκλητική οικογένεια της Κπόλεως, είχε λάβει ευρεία μόρφωση και εμφανίσθηκε στο δημόσιο βίο της αυτοκρατορίας ως ύποπτος για συμμετοχή σε συνωμοσία της βυζαντινής αριστοκρατίας εναντίον του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ' Παφλαγόνα (1034-1041). Όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία, ο Μιχαήλ Κηρουλάριος συνελήφθη με τον αδελφό του και εξορίσθηκαν σε διαφορετικούς τόπους. Είτε επειδή πιέσθηκε από τους κρατούντες ή και επειδή συγκλονίσθηκε από την αυτοκτονία του αδελφού του έλαβε το μοναχικό σχήμα. Όταν ο διάδοχος του Μιχαήλ Δ' αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε' ο Καλαφάτης (1041-1042) αμνήστευσε και ανακάλεσε όλους τους εξορίστους, ο Μιχαήλ Κηρουλάριος εθεωρείτο ακόμη ύποπτος. Ωστόσο, μετά την πτώση της δυναστείας των Παφλαγόνων και την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-1055) απέκτησε μεγάλη ισχύ στο Παλάτι και έστρεψε τις φιλοδοξίες του προς τον πατριαρχικό θρόνο. Πράγματι, όταν πέθανε ο πατριάρχης Αλέξιος Στουδίτης (1025-1043), ο Μιχαήλ Κηρουλάριος παρουσιάσθηκε ως ο κυριότερος υποψήφιος και τελικώς ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο στις 25 Μαρτίου του ιδίου έτους. Άνδρας λαμπρής μορφώσεως, ευφυής και φιλόδοξος, γνώριζε τον τρόπο όχι μόνο να δέχεται, αλλά και να προσφέρη τη συμπαράστασή του. Η ισχυρή του θέληση τον ανέδειξε ως μία από τις σταθερώτερες προσωπικότητες στην ευμετάβολη και αντιφατική βυζαντινή κοινωνία της εποχής του, γι’ αυτό και μπόρεσε να επιβληθή τόσο στον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όσο και στην αλλοπρόσαλλη αυλή του Παλατιού. Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος αντέδρασε βίαια, όταν πληροφορήθηκε ότι οι Νορμανδοί, κατά προτροπή και του παπικού θρόνου, απαγόρευσαν τα ανατολικά έθιμα σε όσες βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας κατακτήθηκαν από αυτούς και ότι ο παπικός θρόνος με σειρά τοπικών συνόδων στην Ιταλία αποδοκίμασε τα ανατολικά έθιμα και όσες εκκλησίες τα τηρούσαν. Αποφάσισε την αυστηρή απαγόρευση της τηρήσεως των λατινικών εθίμων από τους Λατίνους της Κπόλεως και τη βίαιη προσαρμογή τους στα ανατολικά έθιμα, σε περίπτωση δε αρνήσεώς τους να πειθαρχήσουν έδωσε εντολή να κλείσουν τα λατινικά μοναστήρια και οι ναοί στη βασιλεύουσα (1052). Συγχρόνως, ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ζήτησε από τον βυζαντινό αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Λέοντα να γράψη επιστολή προς τον χρηματίσαντα σύγκελλο του Οικουμενικού θρόνου αρχιεπίσκοπο Τρανίας της Απουλίας Ιωάννη, με την οποία θα αποδοκίμαζε τις καινοτομίες των λατινικών εθίμων. Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε αφ’ ενός μεν στην τόνωση του φρονήματος όσων εκκλησιών της Ν. Ιταλίας ακολουθούσαν τα ανατολικά έθιμα, αφ’ ετέρου δε στην ανάσχεση της συστηματικής τάσεως του παπικού θρόνου για την πλήρη επιβολή των λατινικών εθίμων. Υπό το πνεύμα αυτό η επιστολή θα έπρεπε να κοινοποιηθή τόσο στον παπικό θρόνο, όσο και σε όλους τους επισκόπους των Φράγκων.
     Το περιεχόμενο της επιστολής του Λέοντα Αχρίδος (PG 120, 836 κεξ.) υποδείχθηκε προφανώς από τον Κηρουλάριο, αλλά είχε ως βασική πηγή την καταδίκη των λατινικών εθίμων τόσο από την Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδο (691-692), όσο και από την Εγκύκλια Επιστολή του ι. Φωτίου (867). Αναφερόταν βεβαίως όχι σε όλα, αλλά μόνο στα δευτερεύουσας σημασίας έθιμα (νηστεία Σαββάτων Μ. Τεσσαρακοστής, παράλειψη του Αλληλούια στην ψαλμωδία της Μ. Τεσσαρακοστής, χρήση πνικτών κ.λπ.). Παραλείφθηκαν δηλαδή σπουδαιότερες γνωστές διαφορές, όπως η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, η τέλεση του χρίσματος μόνο από τους επισκόπους και ιδιαίτερα η προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της πίστεως, τα οποία είχαν επίσης αποδοκιμασθή από τον ι. Φώτιο. Αντιθέτως, καταπολεμείται με εντυπωσιακή έμφαση το έθιμο της χρήσεως αζύμων στη θ. ευχαριστία, το οποίο είχε εισαχθή μόλις κατά τον Θ' αιώνα. Η συμμαχία όμως του παπικού θρόνου και του Αργυρού εναντίον των Νορμανδών αποδυναμώθηκε μετά τη νίκη των Νορμανδών κατά των παπικών στρατευμάτων, των οποίων ηγείτο ο ίδιος ο πάπας Λέων Θ' (Φεβρ. 1053). Ο πάπας συνελήφθη και εγκλείσθηκε στο κάστρο του Βενεβέντου, ο δε καρδινάλιος Ουμβέρτος έσπευσε από τη Ρώμη για να συναντήση τον εμπερίστατο πάπα. Κατά τη μετάβασή του προς το Βενεβέντο διήλθε από την Απουλία για να συνεννοηθή προφανώς με τον Αργυρό, αλλά επισκέφθηκε και τον Τρανίας Ιωάννη, ο οποίος του επέδειξε την επιστολή του Αχρίδος Λέοντα. Ο Ουμβέρτος ενοχλήθηκε από το περιεχόμενό της επιστολής, κατά δε τη συνάντησή του με τον πάπα Λέοντα του γνωστοποίησε το περιεχόμενό της. Χρησιμοποίησε οξύτερη προφανώς από το πρωτότυπο λατινική μετάφραση και έλαβε την παπική εντολή να συντάξη αφ’ ενός μεν απάντηση προς τον πατριάρχη Κπόλεως και προς τον Αχρίδος Λέοντα (PL143,744-769), αφ’ ετέρου δε αναίρεση των κατά των λατινικών εθίμων κατηγοριών της Ανατολής (Ad Graecorum calumnias. PL 143,931,974). Και τα δύο αυτά κείμενα συντάχθηκαν από τον Ουμβέρτο με τα γνωστά στην παπική αυλή στοιχεία, αλλά συγχρόνως ο Ουμβέρτος υπερασπίσθηκε το παπικό πρωτείο εξουσίας με " την Πέτρειο παράδοση και την ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά, ενώ προέβαλε και το αλάθητο της φυλασσόμενης από τον παπικό θρόνο διδασκαλίας του αποστόλου Πέτρου.
     Το επίπεδο της θεολογικής παιδείας του Ουμβέρτου θα μπορούσε να αξιολογηθή από την ατυχή πρωτοβουλία του στην Κπολη να κατηγορήση τους ανατολικούς ότι αφαίρεσαν αυθαιρέτως το filioque από το σύμβολο Νικαίας-Κπόλεως! Είναι προφανές ότι η θεολογική του υποδομή είχε τις ρίζες της μόνο στην πολεμική γραμματεία των Φράγκων εναντίον των Βυζαντινών. Ο Ουμβέρτος θεωρούσε την Εκκλησία ως ένα οργανισμό υπαγόμενο στην παπική μοναρχία, της οποίας μέτοχοι είναι και οι ανά την οικουμένη επίσκοποι, εισήγε δε έναν οξύτατο διαχωρισμό μεταξύ κλήρου και λαού, μέχρι τότε ξένο προς το πνεύμα της λατινικής παραδόσεως. Παράλληλα λοιπόν προς τη θεμελίωση της διεκδικούμενης παπικής εξουσίας αναπτύχθηκε πλέον από τον παπικό θρόνο και μία ιεροκρατική κατοχύρωσή της, η οποία κυριάρχησε κατά τον ΙΑ' αιώνα. Η νέα ερμηνεία θεμελιωνόταν στις αρχές του δημοσίου δικαίου και προέβαλλε τον παπικό θρόνο ως μία συνήθη μεν εξουσία, παράλληλα υφιστάμενη προς τις άλλες, αλλά και ως υπερέχουσα έναντι όλων των άλλων εξουσιών. Ανεξάρτητα όμως από τις εξελίξεις αυτές, ο Αργυρός απέστειλε στην Κπόλη τον Τρανίας Ιωάννη, ο οποίος ενημέρωσε τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη για την πολιτική και την εκκλησιαστική κατάσταση στην Ιταλία. Προς τον πάπα απευθύνθηκαν δύο ακόμη Επιστολές από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, συντεταγμένες σε μετριοπαθέστερο ύφος, οι οποίες καλούσαν τον παπικό θρόνο να ενισχύση τη σύσφιγξη των πολιτικών και των εκκλησιαστικών σχέσεων με την Κπολη. Παρά τη μετριοπάθεια της επιστολής του Κηρουλαρίου ο πάπας Ρώμης εξεπλάγη από τη φράση, ότι η σύσφιγξη των σχέσεων θα συντελούσε στο "μνημόσυνον" του πάπα "in toto orbe terrarum". Τέτοιες ιδέες δεν εναρμονίζοντο με τις νέες απολυταρχικές τάσεις του παπικού θρόνου κατά την εν λόγω εποχή. Υπό οποιαδήποτε όμως προϋπόθεση το ζήτημα των σχέσεων Ρώμης και Κπόλεως είχε περιέλθει πλέον στην αρμοδιότητα του αδιαλλάκτου και ανθέλληνα Ουμβέρτου, ο οποίος με τον καρδινάλιο-διάκονο Φρειδερίκο, μετέπειτα πάπα Στέφανο Θ' (1057-1058), και τον μητροπολίτη Αμάλφης Πέτρο μετέβησαν στην Κπολη κομίζοντας επιστολές του πάπα προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Στις επιστολές αυτές (PL 141, 773-881) ο Μιχαήλ Κηρουλάριος κατηγορείτο, ότι ανήλθε "αθρόον” και αντικανονικώς στον πατριαρχικό θρόνο, ότι επιδίωκε την υποταγή των θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων υπό τη δικαιοδοσία του θρόνου της Κπόλεως, ότι από φιλαρχία χρησιμοποιούσε τον τίτλο "Οικουμενικός” και ότι ασύνετα αποδοκίμαζε τα λατινικά έθιμα και ιδιαίτερα τη χρήση των αζύμων. Συγχρόνως προβαλλόταν η γνωστή θεωρία του παπικού πρωτείου και αποδοκιμαζόταν η τόλμη του Κηρουλαρίου να ελέγξη τον παπικό θρόνο και τη διδασκαλία του. Υποστήριζαν ότι η ρωμαϊκή εκκλησία, ως καθέδρα του Πέτρου και ως πρώτος θρόνος, διδάσκει και δεν διδάσκεται, κρίνει και δεν κρίνεται από κανένα. Η εκκλησιαστική και η κοσμική εξουσία του πάπα θεμελιωνόταν πλέον στην ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά, ενώ καλείτο ο πατριάρχης Κπόλεως να μετανοήση, να δεχθή τη διδασκαλία του παπικού θρόνου και να υπαχθή σε αυτόν, αφού οποιαδήποτε εκκλησία δεν συμφωνούσε με τον παπικό θρόνο καθίστατο φατρία αιρετικών ή σχισματικών.
      Η υπερφύαλη συμπεριφορά των παπικών αντιπροσώπων, οι οποίοι μετέβησαν στην Κπολη κατά τον Απρίλιο του 1054, δημιούργησε μεγαλύτερη ψυχρότητα μεταξύ αυτών και του πατριάρχη. Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος τους υποπτευόταν ως όργανα του προσωπικού του αντιπάλου Αργυρού. Πράγματι, τόσο το περιεχόμενο των επιστολών, όσο και η απρεπής συμπεριφορά των παπικών αντιπροσώπων εξέπληξαν τον πατριάρχη, ο οποίος θεμελίωσε τις υποψίες του στη σκέψη ότι ο αιχμάλωτος στο Βενεβέντο πάπας δεν θα μπορούσε να οργανώση με ευχέρεια τέτοια αποστολή και ότι οι παπικές σφραγίδες των επιστολών διέφεραν από τις γνωστές παπικές σφραγίδες του παρελθόντος. Ο Κηρουλάριος γνώριζε ότι ο Αργυρός είχε σφετερισθή χρήματα, τα οποία είχαν αποσταλή από τον αυτοκράτορα προς τον πάπα, υπέθεσε δε ότι στην παπική αποστολή ήταν αναμεμιγμένος και ο Αργυρός. Άλλωστε, ο πάπας Λέων Θ' είχε ήδη πεθάνει στις 15 Απριλίου 1054, το δε γεγονός πρέπει να έγινε γνωστό στην Κπολη το αργότερο μετά ένα δίμηνο, δηλαδή οπωσδήποτε προ της επιδόσεως του αναθεματισμού προς τον πατριάρχη από τους παπικούς αντιπροσώπους (16 Ιουλίου 1054). Είναι ευνόητο ότι ο Κηρουλάριος θεωρούσε τους παπικούς αντιπροσώπους όχι μόνο ως μη εκφράζοντες τις παπικές θέσεις, αλλά προφανώς και ως εκπεσόντες πλέον της αποστολής τους μετά το θάνατο του Λέοντα. Κατά τη μακρά παραμονή των παπικών αντιπροσώπων στην Κπολη υπό τη φιλόξενη μέριμνα του αυτοκράτορα προκλήθηκαν οξύτατες θεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ του στουδίτη μοναχού Νικήτα Στηθάτου και του Ουμβέρτου. Ο Νικήτας Στηθάτος επιχείρησε μία συστηματική αναίρεση των λατινικών εθίμων (A.Michel, Humbert und Kerularios, II, 322-342), ο δε Ουμβέρτος εκτράπηκε σε απαράδεκτες, αφελείς ή και χυδαίες, προσωπικές ύβρεις εναντίον όχι μόνο του στουδίτη μοναχού (PL 143, 973-983. PG 120,1012-1022), αλλά και της Ανατολικής Εκκλησίας (PG 143,983-1000). Οι αντιθέσεις αυτές προκάλεσαν την παρέμβαση του αυτοκράτορα υπέρ των παπικών αντιπροσώπων, ο δε Νικήτας Στηθάτος αναγκάσθηκε να απολογηθή για την σκληρότητα των λόγων του.

     Η τροπή αυτή των γεγονότων κατέστη νέο κίνητρο σκληρύνσεως της θέσεως του Ουμβέρτου, ο οποίος συνέδεσε ατυχώς ή και αφελώς το ζήτημα της διαφωνίας Ανατολής και Δύσεως με το ζήτημα της εκπορεύσεως του αγ. Πνεύματος και την αφαίρεση του filioque από το σύμβολο της πίστεως στην Ανατολή. Ο πατριάρχης αγνόησε συστηματικά και τη νέα αυτή ανόητη πρόκληση του Ουμβέρτου, ο οποίος όμως αποθρασύνθηκε και αποφάσισε να επισπεύση τις πιέσεις. Στις 16 Ιουλίου 1054, ημέρα Σάββατο, μετέβη με τους συνοδούς του στον ναό της άγιας Σοφίας κατά τη διάρκεια εσπερινής ακολουθίας και άφησε ενώπιον του εκκλησιαζομένου λαού με αγέρωχο ύφος επάνω στην αγία τράπεζα τον έγγραφο αναθεματισμό του πατριάρχη, του Λέοντα Αχρίδος και όλων των ομοφρόνων τους και ανεχώρησε επιδεικτικά. Ένας διάκονος ζήτησε από τους παπικούς αντιπροσώπους να παραλάβουν το έγγραφο, μετά δε τη ρητή άρνησή τους πέταξε το έγγραφο έξω από τον ναό. Το περιεχόμενο του εγγράφου (PL 143,1002-1004. PG 120,741-746) αποτελούσε πράγματι μία συγκεχυμένη σύνθεση πολλών πεπλανημένων θέσεων περί της Εκκλησίας της Ανατολής, οι οποίες ίσχυαν πολύ περισσότερο για τη Δυτική Εκκλησία:
      "Όστις αν τη πίστει και τη θυσία της ρωμαϊκής και αποστολικής καθέδρας αντιλέγοι, ανάθεμα έστω και μήτε δεχέσθω ορθόδοξος, αλλά λεγέσθω προζυμίτης και νέος αντίχριστος... Η αγία ρωμαϊκή πρώτη και αποστολική καθέδρα, προς ην, άτε δη προς κεφαλήν, η φροντίς πασών των εκκλησιών ιδικώς εφαρμόζει, της εκκλησιαστικής ειρήνης και χρείας χάριν, προς ταύτην την βασιλικήν πόλιν ημάς αποκρισιαρίους αυτής ποιήσαι κατηξίωσεν προς τον Μιχαήλ τον καταχρηστικώς λεγόμενον πατριάρχην και της αυτού ανοίας συνεργούς, πλείστα ζιζάνια των αιρέσεων καθ’ εκάστην διασπείρεται εν μέσω αυτής, ότι καθώς οι Σιμωνιανοί την δωρεάν του Χριστού πιπράσκουσι, και ως Βαλέσιοι τους παροίκους αυτών εξευνουχίζουσι και ου μόνον προς κληρικάτα, αλλά και προς επισκοπάτα ανάγουσιν, ως οι Αρειανοί αναβαπτίζουσι τους εν ονόματι της αγίας Τριάδος βεβαπτισμένους και μάλιστα τους λατίνους, ως οι Δονατισταί επικορούσιν ότι εκτός της Εκκλησίας των Γραικών την Εκκλησίαν του Χριστού και η αληθινή θυσία και το βάπτισμα εξ όλου του κόσμου απολωλεκέναι, ως οι Νικολαΐται τους σαρκικούς γόμους παραχωρούσι και διεκδικούσι τοις του ιερού θυσιαστηρίου υπηρέταις, ως οι Σεβηριανοί επικατάρατόν φασι τον νόμον του Μωϋσέως, ως οι Πνευματομάχοι ή θεομάχοι απέκοψαν από του συμβόλου του αγίου Πνεύματος την εκπόρευσιν εκ του Υιού, ως οι Ναζωρηνοί τον σαρκικόν των Ιουδαίων καθαρισμόν επί τοσούτον τηρούσιν, ώστε τα βρέφη τα θνησκόγεννα προ της ογδόης ημέρας από της γεννήσεως βαπτίζεσθαι αντιλέγειν και τας γυναίκας τας εν τοις καταμηνίοις αυτών, είτε εν τη γέννα κινδυνευούσας κοινωνήσασθαι, είτε αβάπτιστοί εισι βαπτίζεσθαι διακωλύειν, και την κόμην της κεφαλής και του πώγωνος, ως οι Ναζωρηνοί, τρέφοντες τους τας κόμας κείροντας και κατά την διάταξιν της ρωμαϊκής Εκκλησίας τους πώγωνας ξυρίζοντας εις την κοινωνίαν ου καταδέχονται... Όθεν ημείς της αγίας αυτής και πρώτης αποστολικής καθέδρας την εξάκουστον βίαν και ύβριν ουχ υποφέροντες, την τε καθολικήν πίστιν καταδύεσθαι πολυτρόπως υφορώμενοι,... ούτω καθυπογράφομεν˙ Μιχαήλ ο καταχρηστικώς πατριάρχης... και μετ’ αυτού Λέων ο της Αχρίδος επιλεγόμενος και ο σακελλάριος του αυτού Μιχαήλ Νικηφόρος... και πάντες οι επόμενοι αυτοίς εν τοις προκειμένοις πλανίσμασι και τολμήμασιν, έστωσαν ανάθεμα, μαραναθά, συν τοις Σιμωνιακοίς, Βαλεσίοις, Αρειανοίς, Δονατισταίς, Νικολαΐταις, Σεβηριανοίς, Μανιχαίοις, συν οις δογματίζουσι, και τοις άλλοις ότι το ένζυμον έμψυχον είναι και συν πάσι τοις αιρετικοίς, μάλλον δε και μετά του διαβόλου και των αγγέλων, εάν μη πεισθώσιν. Αμήν, Αμήν, Αμήν".
     Είναι σαφές ότι το κείμενο αυτό παρουσιάζει ανάγλυφη την άγνοια των πραγμάτων από τους παπικούς εκπροσώπους: Πρώτον, χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό εναντίον της Ανατολικής Εκκλησίας τελείως εσφαλμένες κατηγορίες, ήτοι α) ότι επέτρεπε τον γάμο των ήδη χειροτονημένων κληρικών, β) ότι θεωρούσε έμψυχο κάθε πράγμα σε ζύμωση, γ) ότι αναβάπτιζε τους λατίνους, δ) ότι θεωρούσε έγκυρα μόνο τα τελούμενα από τους Ανατολικούς μυστήρια, ε) ότι οι κληρικοί της έτρεφαν γενειάδα, και στ) ότι δεν παρείχαν τη θ. κοινωνία στους αγένειους λατίνους.

     Δεύτερον, αποδοκιμάσθηκαν παλαιά κοινά έθιμα της Εκκλησίας, όπως: α) η μη παροχή της θ. κοινωνίας σε γυναίκες, οι οποίες κινδύνευαν ή ευρίσκοντο σε έμμηνο ρύση ή και σε τοκετό, β) η μη βάπτιση των κυνδυνευόντων νηπίων πριν από την ογδόη ημέρα του καθαρμού, και γ) η χειροτονία ευνούχων στον κλήρο.

    Τρίτον, αποδόθηκαν στην Εκκλησία της Ανατολής βαρύτατες κατηγορίες, οι οποίες χαρακτήριζαν μάλλον τη Δύση παρά την Ανατολή, όπως: α) το κανονικό παράπτωμα της σιμωνίας, β) η ενθάρρυνση του ευνουχισμού, και γ) η δήθεν αφαίρεση από τους ανατολικούς του filioque από το σύμβολο της πίστεως κ.λπ. Οι παπικοί αντιπρόσωποι δεν αναγνώριζαν βεβαίως στον Μιχαήλ Κηρουλάριο και στον θρόνο της Κπόλεως την πατριαρχική τιμή και αξία, κατηγορούσαν δε τον πατριάρχη ότι δεν μετανόησε για τις ύβρεις, τις οποίες εξετόξευσε εναντίον των λατινικών εθίμων.
     Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος συγκάλεσε αμέσως Ενδημούσα σύνοδο (Κυριακή, 24 Ιουλίου 1054), η οποία αναθεμάτισε το έγγραφο, τους συντάκτες του, τους επιδόντες (Ουμβέρτο, Φρειδερίκο και Πέτρο) και όλους τους συνεργήσαντες σε αυτό. Οι παπικοί αντιπρόσωποι είχαν εγκαταλείψει την Κπολη, αλλά ανακλήθηκαν με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα από τη Σηλυμβρία, για να συμμετάσχουν σε σύνοδο και να αποφευχθή η κρίση. Ωστόσο, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη σύνοδο, επειδή "ου βούλονται τη ημετέρα μετριότητι προσελθείν ή τη ιερά και μεγάλη συνόδω εις όψιν ελθείν και απόκρισίν τινα δούναι περί ων ασεβών απηρεύξαντο, αλλ’ ακολούθως μεν τω παρόντι αυτών εκτεθέντι εγγράφω και πλείω δε των εν αυτώ γραφέντων κατά της της ημετέρας πίστεως έχειν ειπείν διατείνονται, αιρείσθαι δε θανείν μάλλον ή εις όψιν ημίν και τη συνόδω ελθείν" (PG 120, 745). Στη σύνοδο έγιναν δεκτές οι υποψίες του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ότι δηλαδή οι παπικοί αντιπρόσωποι δεν εξέφραζαν τις απόψεις του παπικού θρόνου και ότι ήσαν όργανα του προσωπικού αντιπάλου του πατριάρχη Αργυρού: ”Εκ της Ρώμης μεν αφικέσθαι και παρά του πάπα αποσταλήναι σκηψάμενοι, ταις δε αληθείαις ταις παρά του Αργυρού δολεραίς υποθήκαις και συμβουλαίς. Ούτοί τε αφ’ εαυτών αφικόμενοι και μήτε παρά του πάπα αποσταλέντες, αλλά και τα γράμματα, ά ως απ’ εκείνον δήθεν επεφέροντο πλασάμενοι. Τούτο γαρ από τε άλλων διεγνώσθη πολλών και από του τας των γραμμάτων σφραγίδας νενοθευμένας φανερώς φοραθήναι" (PG 120, 741). Την υποψία του πατριάρχη υιοθέτησε και ο αυτοκράτορας, ο οποίος επίσης "εύρε την ρίζαν του κακού γενομένην από των ερμηνευτών και του μέρους του Αργυρού" (PG 120, 745). Είναι σαφές, ότι η απόφαση της συνόδου δεν είχε τη συνείδηση ότι καταδίκαζε τον παπικό θρόνο, αλλά μόνο τους συνδεομένους με το έγγραφο αόριστα, γι’ αυτό και μόνο "οι τούτο εκθέμενοι και η γνώμην εις την τούτου ποίησιν δεδωκότες, ή αυτοίς τοις ποιήσασι συναράμενοι επί παρουσία των προς βασιλέως απεσταλμένων εν τω μεγάλω σεκρέτω αναθέματι υπεβλήθησαν" (PG 120, 748).
      Το παπικό έγγραφο αναγνώσθηκε ενώπιον του πλήθους και καταστράφηκε διά πυράς. Στη συνοδική απόφαση αναιρούντο επί τη βάσει της ι. παραδόσεως οι κατά της Εκκλησίας της Ανατολής κατηγορίες, οι οποίες είχαν περιληφθή στο παπικό έγγραφο, ιδιαίτερα δε η περί της δήθεν απαλείψεως του filioque από το σύμβολο της πίστεως: "προς δ’ επί πάσι τούτοις και ότι το ιερόν και άγιον σύμβολον, ο πάσιν τοις συνοδικοίς και οικουμενικοίς ψηφίσμασιν άμαχον έχει την ισχύν, νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις λόγοις και θράσους υπερβολή μη κιβδηλεύειν εθέλομεν, μηδέ παραπλησίως εκείνοις εκ του Πατρός και του Υιού το Πνεύμα το άγιον, ώ των του πονηρού μηχανημάτων, αλλ’ εκ του Πατρός φαμεν εκπορεύεσθαι... ούτε από ευαγγελιστών την φωνήν έχουσι ταύτην, ούτε από οικουμενικής συνόδου το βλάσφημον τούτο κέκτηνται δόγμα" (PG 120, 736-740). Οι αποφάσεις της συνόδου κοινοποιήθηκαν με τις καθιερωμένες συνοδικές επιστολές προς τον πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο Γ' (1052-1056) και δι’ αυτού προς τους πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων (PG 120, 820). Η Αλληλογραφία Μιχαήλ Κηρουλάριου και Πέτρου Αντιοχείας επιβεβαιώνει, ότι στη ρήξη του 1054 δεν απεδίδοντο ακόμη οι πραγματικές διαστάσεις ενός οριστικού σχίσματος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Ο πατριάρχης Πέτρος Γ’ καταγόταν από την Αντιόχεια, αλλά είχε μορφωθή στην Κπολη και είχε διατελέσει σκευοφύλακας του ναού της Αγ. Σοφίας. Κατά την περίοδο αυτή είχε συνδεθή με τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο, από τον οποίο και χειροτονήθηκε μετά την εκλογή του για το θρόνο της Αντιόχειας.

      Στις επιστολές του πατριάρχη Κπόλεως προς τον Πέτρο Αντιόχειας αναδεικνύεται η σαφής πεποίθησή του, ότι οι εμφανισθέντες ως παπικοί αντιπρόσωποι ήσαν οπωσδήποτε όργανα του Αργυρού (PG 120, 784-785), στιγματίζεται δε και η απρεπής συμπεριφορά τους. Εν τούτοις, ζητείται η διαγραφή του ονόματος του πάπα από τα Δίπτυχα των θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (PG 120, 788-789) και αποδοκιμάζονται οι λατινικές καινοτομίες (PG 120,789-793).Η επέκταση λοιπόν των συνεπειών των προσωπικών αναθεμάτων και στον παπικό θρόνο επιβεβαιώνεται με την απόφαση της συνόδου για τη διαγραφή του ονόματος του πάπα από τα Δίπτυχα των πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής. Αν ο Μιχαήλ Κηρουλάριος πίστευε πράγματι ότι οι παπικοί αντιπρόσωποι ενεργούσαν απλώς και μόνο ως όργανα του Αργυρού, όπως τουλάχιστον διαβεβαίωνε τη σύνοδο, τότε δεν θα έπρεπε να ζητηθή η επέκταση των συνεπειών του αναθεματισμού και στον παπικό θρόνο.
      Βεβαίως, η σύνοδος είχε δεχθή τις επιφυλάξεις του Μιχαήλ Κηρουλαρίου για τη σχέση των παπικών αντιπροσώπων προς τον Αργυρό, ενώ ο πατριάρχης Αντιόχειας Πέτρος είχε ήδη διατυπώσει τις μετριοπαθείς θέσεις του έναντι των λατινικών εθίμων και ιδιαίτερα έναντι των αζύμων. Πράγματι, αμέσως μετά τη χειροτονία του είχε αποστείλει κοινωνικό γράμμα προς όλους τους πατριαρχικούς θρόνους και προς τον πάπα Ρώμης Λέοντα Θ', αλλά ο πάπας ήταν προφανώς απορροφημένος στους αγώνες εναντίον των Νορμανδών και δεν απάντησε. Η εντολή του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου να κλείσουν οι λατινικοί ναοί και τα μοναστήρια στην Κπολη είχε προκαλέσει γενικότερες αντιδράσεις στη Δύση, η οποία αντιμετώπιζε με ενδιάθετη καχυποψία τις αποφάσεις του Οικουμενικού θρόνου. Ο Αρχιεπίσκοπος Grado Δομίνικος, αυτοτιτλοφορούμενος "πατριάρχης" Ακυληίας, έγραψε προς τον Αντιόχειας Πέτρο (PG 120,752-756), διαμαρτυρόμενος για τις δήθεν τάσεις του Οικουμενικού θρόνου να υποτάξη τα πατριαρχεία της Ανατολής, για την μη αναγνώριση σε αυτόν του τίτλου "πατριάρχης" και για την απαγόρευση από την εκκλησία Κπόλεως των λατινικών λειτουργικών εθίμων στην Ανατολή (PG 120,753 κεξ.). Ο πατριάρχης Αντιοχείας στην απαντητική επιστολή του (PG120,756-781) αντέκρουσε ως ανέρειστο το αίτημα αναγνωρίσεως της πατριαρχικής τιμής στον επίσκοπο του Grado και προέβαλε τον κλειστό χαρακτήρα του κανονικού θεσμού της Πενταρχίας των πατριαρχών (PG 120,757-761), προέτρεψε δε τους λατίνους με επιχειρήματα από τη σχετική πατερική παράδοση της Ανατολής να εγκαταλείψουν κυρίως το νέο έθιμο των αζύμων, επειδή οι "των αζύμων μετέχοντες κινδυνεύουσι λανθανόντως εις την Απολιναρίου περιπίπτειν αίρεσιν... και οι τα άζυμα προσκομίζοντες νεκρόν σάρκα και ουχί ζώσαν προσφέρουσιν" (PG 120, 764-777). Ο πατριάρχης Πέτρος ζήτησε μάλιστα από τον Δομίνικο να διαβίβαση προς τον πάπα Ρώμης και το αντίγραφο του συναποστελλομένου κοινωνικού γράμματός του, με την ελπίδα ότι ο πάπας "προσδέξηται τα αναγεγραμμένα και αποδέξηται και συνέλθη τοις περιποθούσι την αυτού σεβασμιότητα τιμίοις αδελφοίς και πατράσιν" (PG 120,781).
      Στις επιστολές του Μιχαήλ Κηρουλαρίου ο πατριάρχης Αντιόχειας απάντησε με την πεποίθηση ότι η ρήξη Ρώμης και Κπόλεως προήλθε από τις ήδη ως βέβαιες παρουσιαζόμενες υποψίες του πατριάρχη Κπόλεως και ότι τα λαβόντα χώρα στη βασιλεύουσα αποτελούσαν ραδιουργίες του Αργυρού. Υπό την έννοια αυτή εκπλήσσεται και διερωτάται, "όθεν κινηθείς ή τί βουλόμενος ο Ιταλός εις τοσαύτην ανοδίαν εξέκλινεν Αργυρός και τοις ιεροίς επεχείρει ανίερος ών..." (PG 120, 796). Η μετριοπαθής και οπωσδήποτε φιλειρηνική διάθεση του πατριάρχη Αντιόχειας οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι αξιολογούσε τα λατινικά έθιμα χωρίς να τα συνδέη με τα συγκεκριμένα γεγονότα του 1054. Αποσκοπούσε στην αποκατάσταση και στην ενίσχυση της ενότητας των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, η οποία είχε κλονισθή ήδη προ πολλού και όχι βεβαίως κατά την κρίση των πραγματικών γεγονότων του σχίσματος, γι’ αυτό και συνιστούσε στον πατριάρχη Κπόλεως σύνεση και μετριοπάθεια: "Δέος γάρ μήποτε ράψαι το διερρωγός βουλομένη χείρον το σχίσμα ποίηση και το καταπεπτωκός ανορθώσαι σπουδάζουσα μείζονα την πτώσιν εργάσηται. Σκόπησον δε, ει μη φανερώς εντεύθεν, ήγουν εκ της μικράς ταύτης διαστάσεως και διχονοίας, του της καθ’ ημάς αγίας Εκκλησίας τον μέγα τούτον και αποστολικόν θρόνον απορραγήναι..." (PG 120 812). Υπό το πνεύμα αυτό, επιχείρησε μία διάκριση μεταξύ των σοβαρών παρεκκλίσεων της Δύσεως (filioque, υποχρεωτική αγαμία των κληρικών και χρήση αζύμων στη θ. ευχαριστία) και των δευτερεύουσας σημασίας ιάσιμων ή και αδιάφορων εθίμων: "Και τα μεν τούτων εδόκει απευκταία και φευκτά, τα δε ιάσιμα, τα δε παροράσεως άξια..."(PG 120, 800 κεξ.). Την προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως τη χαρακτήρισε "κακόν και κακών κάκιστον"(Ρθ 120 804), αφού, "περί ων φανερώτατα η θεία Γραφή εθέσπισεν, ου δει ψηφίζεσθαι, αλλά μάλλον έπεσθαι", "του της αληθείας λόγου μηδέν εξ αυτών καταβλαπτομένου" (PG 120, 805). Συγκλονισμένος από τη χαλεπότητα των καιρών και από την ανάγκη διαφυλάξεως της ενότητας της Εκκλησίας ή και αγνοώντας το βάθος των νέων διαφοροποιήσεων, ο ειρηνοποιός πατριάρχης Αντιόχειας προχωρούσε ακόμη και στην κατ’ οικονομίαν άσκηση της επιείκειας για την περιφρούρηση της ενότητας της Εκκλησίας, διατύπωσε δε την προσωπική του πρόταση, ότι "ει την εν τω αγίω Συμβόλω προσθήκην διορθώσαιντο, ουδ’ αν έτερον επεζήτουν αδιάφορον, καταλιπών συν τοις άλλοις και το περί των αζύμων ζήτημα..., ίνα μη το πάν εκζητήσαντες, το πάν απολέσωμεν"(ΡΩ 120,812-813). Την περί επιεικείας εισήγησή του αυτή θεμελίωσε στην πλημμελή γνώση των πραγμάτων της Δύσεως, τονίζοντας ότι "αδελφοί γάρ ημών και ούτοι καν εξ αγροικίας συμβαίνη τούτους πολλάκις εκπίπτειν του εικότως τω εαυτών στοιχούντες θελήματι και μη τοσαύτην ακρίβειαν επιζητείν εν βαρβάροις έθνεσιν, ην αυτοί περί λόγους αναστρεφόμενοι απαιτούμεθα. Μέγα γάρ καν παρ’ αυτοίς ασφαλώς η ζωαρχική Τριάς ανακηρύττοιτο και το της ενσάρκου οικονομίας κατά την ημετέραν δόξαν ανομολογείται μυστήριον" (PG 120, 805-808).
      Το σχίσμα όμως Ανατολής και Δύσεως, παρά τις μετριοπαθείς θέσεις της Ανατολής, συνειδητοποιήθηκε ταχύτερα στη Δύση, αφού η αντιβυζαντινή προπαγάνδα των Φράγκων καλλιεργούσε, όπως είδαμε, την ιδέα ότι η ορθή πίστη είχε διαφθαρή από τους Έλληνες στην Ανατολή. Ο Ουμβέρτος ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα των συνεπειών της προπαγάνδας αυτής, ιδιαίτερα όταν στον παπικό θρόνο κυριάρχησαν οι ομόφρονες του Ουμβέρτου, ο οποίος διατήρησε ισχυρή επιρροή στα εκκλησιαστικά πράγματα της Δύσεως μέχρι το θάνατό του (1061). Το άλλο μέλος της παπικής αντιπροσωπίας Φρειδερίκος εκλέχθηκε πάπας υπό το όνομα Στέφανος Θ' (1057-1058), ενώ ο στενός φίλος του Ουμβέρτου Ιλδεμβράνδης κατηύθυνε την όλη πολιτική του παπικού θρόνου στον περί "περιβολής" αγώνα εναντίον του γερμανού αυτοκράτορα. Η ρήξη προς το Βυζάντιο ήταν βαθύτατη. Ο πάπας Νικόλαος Β’ (1059-1061) συμμάχησε με τους Νορμανδούς και αναγνώρισε τον Ροβέρτο Γισκάρδο ως κύριο των βυζαντινών επαρχιών της Απουλίας και της Καλαβρίας, όπως επίσης και των λομβαρδικών περιοχών, οι οποίες υπήχθησαν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του παπικού θρόνου (1050). Η πολεμική εναντίον των Ανατολικών συνεχιζόταν πλέον εντονώτερα και πυκνότερα στη Δύση. Ο Πέτρος Damiani (+ 1072) έγραψε ειδική πολεμική πραγματεία υπό τον τίτλο "Contra Graccorum errorem de processione Spiritus sancti" (PL 145,633 κεξ.), ενώ η σύνοδος της Βάρεως (1098) καταδίκασε ως αίρεση τη μη αποδοχή της διδασκαλίας και της προσθήκης του filioque στο Σύμβολο της πίστεως. Τη διδασκαλία αυτή ανέπτυξε συστηματικότερα ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπουρυ Άνσελμος στην πραγματεία του "Contra Graccos". Η αντιρρητική και η πολεμική γραμματεία όμως αναπτύχθηκε, όπως θα δούμε, και από τα δύο μέρη, αποτελούσε δε εφεξής σοβαρό εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια για την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας.

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (600) Αγάπη Θεού (340) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (166) άγγελοι (68) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (228) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (96) Άγιο Φως (1) άγιοι (178) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (268) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (362) αιωνιότητα (14) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (111) αμαρτία (339) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (142) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (322) άνθρωπος (303) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (9) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (199) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (108) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (147) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (9) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (31) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (30) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (32) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (1) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (25) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (9) γυναίκα (36) δάκρυα (57) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (26) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (233) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (38) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (68) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (248) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (54) εκκλησία (235) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (16) ελεημοσύνη (114) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (58) εντολές (12) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (167) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (79) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (182) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (191) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (15) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (53) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (25) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (34) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (299) θάρρος (99) θαύμα (253) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (127) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (54) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (330) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (5) θέωση (6) θλίψεις (280) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (6) ιεραποστολή (47) ιερέας (177) ιερωσύνη (16) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (58) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (8) Ιστορία Παγκόσμια (14) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (329) Ιωάννης Χρυσόστομος (397) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (6) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (137) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (116) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (25) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (47) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (115) λόγος Θεού (21) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (1) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (101) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (364) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (2) μίσος (11) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (7) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (1) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (2) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (54) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (32) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (292) όρκος (1) πάθη (266) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (333) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (22) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (27) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (539) πλησἰον (69) πλούτος (73) Πνευματικές Νουθεσίες (92) πνευματική ζωή (278) πνευματικός πατέρας (120) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (28) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (271) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (90) προορισμός (15) προσευχή (805) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (11) Σιλουανός Άγιος (2) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (84) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (52) συγχώρηση (92) συκοφαντία (2) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (25) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (47) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (35) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (270) ταπείνωση (195) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (19) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (124) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (25) υπομονή (222) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (10) φιλία (30) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φως (44) Φώτιος άγιος (1) χαρά (123) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (119) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (361) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (22) ψυχαγωγία (10) ψυχή (270) ψυχολογία (25)