Ο ΑΒΒΑΣ Τιμόθεος, ο νέος Πρεσβύτερος της σκήτης, είπε μια μέρα που συζητούσε με τον Όσιο Ποιμένα για μια γνωστή του γυναίκα στην Αλεξάνδρεια, πως πόρνευε και τον μισθό της τον έδινε ελεημοσύνη. - Ο Θεός θα την ελεήσει και τελικά θα σωθεί, είπε ο Όσιος. Ύστερα από λίγο καιρό ανέβηκε στην σκήτη η μητέρα του Αββά Τιμοθέου, να δει τον γιό της. Εκείνος τότε την ρώτησε για την αμαρτωλή γυναίκα. - Εξακολουθεί, δυστυχώς, την ίδια ζωή, του είπε εκείνη. Η πελατεία της έχει πολύ αυξηθεί, αλλά κι αυτή έχει υπερβολικά αυξήσει τις ελεημοσύνες της. Ο Αββάς Τιμόθεος το ανέφερε…
α’. Είπε ο Αββάς Θεόδωρος του Ενάτου: «Όταν ήμουν νεώτερος, έμενα στην έρημο. Πήγα λοιπόν στο αρτοποιείο για να φτιάξω δύο ψωμιά και βρήκα εκεί έναν αδελφό πού ήθελε να κάμη ψωμιά , άλλα δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει. Άφησα εγώ τα δικά μου και τον βοήθησα. Μόλις όμως σχόλασα, ήρθε άλλος αδελφός και πάλι τον βοήθησα και έκαμα τα ψωμιά. Και ξανά τρίτος έρχεται και έκαμα το ίδιο. Και έτσι έκανα με τον καθέναν οπού ερχόταν. Έτσι έκαμα έξη ψωμιά. Ύστερα δε έφτιαξα τα δυό δικά μου ψωμιά, αφού έπαυσαν να έρχωνται άλλοι». β’. Έλεγαν για τους μοναχούς…
κε’. Λεγόταν για αυτόν (τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης) ότι, σαν έγινε διάκονος σε Σκήτη, δεν δεχόταν να διακονή, αλλά έφυγε σε διάφορα μέρη. Οι γέροντες όμως τον έφεραν πάλι, λέγοντας του: «Μην παρατάς την διακονία σου». Τους αποκρίνεται ο Αββάς Θεόδωρος: «Αφήστε με να ζητήσω από το Θεό να με πληροφορήσει αν πρέπει να μείνω στον τόπο του λειτουργήματος αυτού». Και παρακαλώντας το Θεό έλεγε: «Αν είναι θέλημα σου να μείνω στη θέση αυτού του λειτουργήματος, πληροφόρησε με». Και του φανερώθηκε κολόνα φωτιάς από τη γη έως τον ουρανό και άκουσε φωνή να του λέγη: «Αν μπορῆς να γίνεις…
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το κοινόβιο του οσίου Θεοδοσίου (423-529) στην Παλαιστίνη, ήταν πολύ φτωχό και συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία για τη συντήρηση των μοναχών. Μια χρονιά, καθώς περίμεναν να γιορτάσουν το Πάσχα, οι αδελφοί έψαχναν απελπισμένα ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για κάτι φαγώσιμο ούτε συζήτηση πια δεν γινόταν. Ένα μικρό πρόσφορο κοίταζαν να βρουν, για να μη στερηθούν τη θεία κοινωνία. Αδύνατον όμως να βρουν! Το ανέφεραν στον γέροντα τους, στον όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία, σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος…
ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, κάθε Κυριακή, μετά την Λειτουργία, μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών». Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερέας την λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο, με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του.Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε…
ΈΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και χτυπούσαν στην καλύβη του Ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήταν πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ’ ό,τι τύχαινε να έχει. Ο υποτακτικός όμως, που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύει, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στον Γέροντα: - Αββά, δεν μου ξεχωρίζεις τα ψωμιά που μου αναλογούν; Κι από δώ και πέρα μοίραζε από τα δικά σου έλεημοσύνη. Έτσι όπως πάμε…
ΑΝ ΣΟΥ πει ο λογισμός σου, λέει κάποιος Πατήρ, πως σήμερα είναι γιορτή, γι’ αυτό φάε καλύτερα, μην τον ακούσεις, αδελφέ, γιατί έτσι εορτάζεις Ιουδαϊκώς και όχι χριστιανικώς. Οι Εβραίοι ετοίμαζαν πολλών ειδών φαγητά για να γιορτάσουν. Η καλοφαγία του μοναχού ας είναι το πένθος και τα δάκρυα. Ο ΑΒΒΑΣ Ελλάδιος έτρωγε σ’ όλη του την ζωή μόνο ψωμί κι αλάτι, όπως όλοι οι σκητιώτες. Όταν έφτανε το Πάσχα, έλεγε στον εαυτό του;- Σήμερα, χάριν της μεγάλης γιορτής, πρέπει να κοπιάσω περισσότερο.Ενώ λοιπόν τις άλλες μέρες έτρωγε καθιστός, την ημέρα του Πάσχα συνήθιζε να τρώει όρθιος. ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΑΣΙΜΕΣ ημέρες έλεγε…
ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ μέρα, που το κρύο ήταν τσουχτερό, ο Αββάς Νισθερώ έβαλε πάνω από το συνηθισμένο του ένδυμα έναν χοντρό σακκο, για να πάει στην εκκλησία. Ένας άλλος Ερημίτης, που τον συνάντησε στον δρόμο, τον ρώτησε πειραχτικά: - Αν έρθει τώρα ένας φτωχός, Αββά, και σου ζητήσει ένα ρούχο, ποιό από τα δύο θα του δώσεις; - Το πιο ζεστό, αποκρίθηκε ο Γέροντας. Κι αν πιο πέρα σε δει και δεύτερος και σου ζητήσει; - Θα του δώσω ευχαρίστως και το άλλο και θα γυρίσω πίσω στο κελλί μου, έως ότου στείλει ο Κύριός μου να με σκεπάσει, είπε γεμάτος…
ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ ακόμη για τον Άγιο Μαρκιανό -γιατί αγίασε ο καλός εκείνος ιερέας της Αγίας Αναστασίας- ότι τις νύχτες γύριζε στις φτωχές συνοικίες της πόλεως και περιμάζευε τους εγκαταλελειμμένους νεκρούς. Τους έπλενε με τα χέρια του, τους σαβάνωνε και τους πήγαινε στην εκκλησία για να τους διαβάσει και να τους θάψει το άλλο πρωί. Κι είχε αποκτήσει την συνήθεια να μην αφήνει μόνο στην εκκλησία τον νεκρό προτού τον ασπασθεί. Κάποτε λοιπόν έγινε αυτό το παράδοξο: Ο νεκρός ήταν ένας πολυβασανισμένος γέρος, χτυπημένος από την ζωή. Έμοιαζε σαν να είχε αντικρίσει με ανακούφιση τον θάνατο. Ο Άγιος Μαρκιανός τον περιποιήθηκε μ’…
Μια μέρα περνούσε ο όσιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν σαλός, μπροστά από τα σπίτια της αμαρτίας και έκανε πως παίζει. Τον είδε κάποια από τις άσεμνες γυναίκες να συμπεριφέρεται έτσι και τον έσυρε στο καταγώγιο της. Εκείνος τότε δεν αντέδρασε, αλλά την ακολούθησε. Καθώς μπήκε μέσα, μαζεύτηκαν γύρω του και οι άλλες πόρνες. -Πώς το έπαθες αυτό; τον ρώτησαν κοροϊδευτικά. Εκείνος χαμογέλασε, αλλά δεν αποκρίθηκε τίποτε. Μερικές τον χτύπησαν, ενώ άλλες δοκίμαζαν με πολλά χάδια και φιλήματα να τον παρασύρουν στην αμαρτία. Όταν τον είδαν τελείως απαθή, έλεγαν: -Αυτός ή νεκρός είναι ή ξύλινος ή πέτρινος! Ο όσιος έβλεπε ανάμεσα…

katafigioti

lifecoaching