ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

τίποτε παρά πάνω
Τίποτε δεν προσφέρουμε εμείς, παρά μόνο γίναμε διάκονοι και υπηρετήσαμε όσα μας έδωσε ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μίλησε (ο Παύλος) για «παροχή» ούτε για «χορηγία», αλλά για «διακονία».
Ε.Π.Ε. 19,234
όχι αυθέντες
Μη νομίζετε, ότι εμείς οι κληρικοί είμαστε οι κύριοι του έργου. Διάκονοι απλώς είμαστε. Εκείνος που είναι το παν και κάνει τα πάντα, είναι ο Θεός. Αυτός, που συμφιλίωσε όλο τον κόσμο με τον Μονογενή του Υιό.
Ε.Π.Ε. 19,310
αγάπης
Η φροντίδα για τους αγίους έχει όχι μόνο μικρά, αλλά και μεγάλα κέρδη. Μας κάνει μετόχους της αμοιβής, που είναι προωρισμένη γι’ αυτούς.
Ε.Π.Ε. 21,368
και οι επίσκοποι
Ήσαν πολλοί επίσκοποι σε μια πόλι; Ασφαλώς όχι.  Αλλά τους πρεσβυτέρους καλούσε έτσι, δηλαδή, τους επισκόπους. Τότε τα ονόματα (πρεσβύτερος και επίσκοπος) είχαν την ίδια σημασία, και ο επίσκοπος λεγόταν και διάκονος.
Ε.Π.Ε. 21,370
των χριστιανών
Αν με τόση προθυμία υπηρετούμε τους αγίους, θα είμαστε μέτοχοι των αμοιβών τους. Αυτό είπε ακριβώς και ο Χριστός: «Φροντίστε να κάνετε για το καλό σας φίλους από τον άδικο πλούτο, για να σάς υποδεχτούν στις αιώνιες κατοικίες του παραδείσου».
Ε.Π.Ε. 21,370-372
στην επισκοπική ανάγκη
Ο αγορασμένος με χρήματα υπηρέτης, όταν εκτελέση το διατεταγμένο έργο, γίνεται στη συνέχεια κύριος του εαυτού του. Οι ασχολίες όμως του διακόνου του Ευαγγελίου απλώνονται παντού και του ζητάνε πολλά πέρα από τις δυνάμεις του. Αν δε έχη την ικανότητα να κηρύττη, πολύ τον κατηγορούν. Αν έχη ικανότητα να μιλάη, πάλι τον κατηγορούν ως ματαιόδοξο. Αν δεν ανασταίνη νεκρούς, λένε, πως δεν αξίζει καθόλου. Λένε: Ο τάδε είναι ευσεβής, αυτός όχι. Αν τρώη με μέτρο, πάλι τον κατηγορούν. Έπρεπε, λένε, να είχε πεθάνει. Αν τον δουν να λούζεται, πολλές οι κατηγορίες. Λένε: Πρέπει να μη βλέπη καθόλου τον ήλιο. Αν κάνη όσα και εγώ κάνω, δηλαδή, λούζεται, τρώη, πίνη, φοράη ρούχα, φροντίζη για το σπίτι και τους υπηρέτες, πάλι τον κατηγορούν. Λένε: Για ποιο λόγο να το έχω προϊστάμενό μου.
Ε.Π.Ε. 24,28
του λόγου
Μεγάλη είναι η ανάγκη της διακονίας του λόγου. Όχι βέβαια του οποιουδήποτε λόγου, αλλά του δόκιμου λόγου, του τέλειου λόγου· του λόγου, που δεν αφήνει περιθώρια σ’ όσους ψάχνουν για αφορμές.
Ε.Π.Ε. 24,80

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 40-42)

γ'. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Αν θελήση ένας βασιλεύς να κυριεύση μια εχθρική πόλη, πρώτα της κρατά το νερό και τα τρόφιμα. Και έτσι οι εχθροί, κινδυνεύοντας να χαθούν από την πείνα, του υποτάσσονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη της σαρκός. Αν ζή τινάς με νηστεία και πείνα, οι εχθροί χάνουν τη δύναμή τους στην ψυχή του».
δ'. Είπε πάλι: «Όποιος χορταίνει και κάνει συντροφιά με νέους, ήδη έχει αμαρτήσει σαρκικά στον λογισμό του».
ε ΄. Είπε πάλι: «Ανέβαινα κάποτε τον δρόμο της Σκήτης με την πλεξούδα και ο καμηλιέρης μιλούσε προκαλώντας μου οργή. Άφησα, λοιπόν, όλα τα πράγματά μου και έφυγα».
στ΄. Άλλοτε πάλι, κατά τον θερισμό, άκουσε έναν αδελφό να μιλά με οργή και να αποπαίρνει τον διπλανό του. Και αφήνοντας τον θερισμό, έφυγε.
ζ΄. Συνέβη κάποτε να τρώνε μαζί μερικοί γέροντες σε Σκήτη. Μαζί τους δε ήταν και ο Αββάς Ιωάννης. Και σηκώθηκε ένας πολύ σεβάσμιος πρεσβύτερος να δώση το κανάτι με το νερό. Και κανείς δεν τόλμησε να το πάρη από τα χέρια του, παρά μόνον ο Ιωάννης ο Κολοβός, θαύμασαν, λοιπόν, και του είπαν: «Πως συ, ο μικρότερος από όλους, τόλμησες να υπηρετηθής από τον πρεσβύτερο;». Και τους αποκρίνεται: «Όταν εγώ σηκώνωμαι για να προσφέρω το κανάτι, νοιώθω χαρά αν το πάρουν όλοι, για να έχω μισθό. Γι’ αυτό λοιπόν το δέχθηκα τώρα, για να του εξασφαλίσω μισθό. Μήπως λυπηθή οπού κανείς δεν το δέχθηκε απ’ αυτόν». Και σαν μίλησε έτσι, θαύμασαν και ωφελήθηκαν από τη διάκρισή του.
η΄. Ενώ καθόταν κάποτε μπροστά από την εκκλησία, τον τριγύρισαν οι αδελφοί και του εξέθεταν τους λογισμούς των. Βλέποντάς το αυτό ένας από τους γέροντες και κινημένος σε φθόνο, του λέγει: «Το κανάτι σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο από φαρμάκι». Του λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι είναι, Αββά. Και αυτό το είπες, βλέποντας μόνο τα έξω. Αν έβλεπες και τα μέσα, τί θα έλεγες;».
θ΄. Έλεγαν οι πατέρες, ότι, ενώ έτρωγαν κάποτε οι αδελφοί σε τραπέζι αγάπης, γέλασε ένας αδελφός. Βλέποντάς τον δε ο Αββάς Ιωάννης, έκλαψε και είπε: «Τί τάχα έχει ο αδελφός  αυτός στην καρδιά του, οπού γέλασε, ενώ θα έπρεπε μάλλον να κλάψη, τρώγοντας σε τραπέζι αγάπης;».
ι΄. Ήλθαν κάποτε μερικοί αδελφοί για να τον πειράξουν. Γιατί δεν άφηνε τον λογισμό του να περιπλανάται εδώ και εκεί ούτε μιλούσε για θέματα της παρούσης ζωής. Και του λέγουν: «Ευχαριστούμε τον Θεό, οπού έβρεξε εφέτος πολύ και ήπιαν οι φοινικιές και βγάζουν βλαστούς και βρίσκουν οι αδελφοί υλικό για το εργόχειρό τους». Τους λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Έτσι συμβαίνει με το Πνεύμα το Άγιο. Όταν κατεβή στις καρδιές των ανθρώπων, ανανεώνονται και ξαναβλασταίνουν μέσα στον φόβο του Θεού».
ια΄. Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι κάποτε έπλεξε από μια σειρά φοινικόφυλλα οπού ήταν για δυο ζεμπίλια, ένα μονάχα, χωρίς να πάρη είδηση, ωσότου έφτασε κοντά στον τοίχο. Γιατί ο λογισμός του ήταν βυθισμένος στη θεωρία.
ιβ'. Είπε ο Αββάς Ιωάννης: «Μοιάζω με άνθρωπο οπού κάθεται κάτω από μεγάλο δένδρο και βλέπει να έρχωνται προς το μέρος του πολλά θηρία και φίδια. Και όταν δεν μπορή να τα αντιμετωπίση, σκαρφαλώνει γρήγορα στο δένδρο και γλιτώνει. Έτσι και εγώ. Κάθομαι στο κελλί μου και βλέπω τους αμαρτωλούς λογισμούς να μου επιτίθενται. Και όταν δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους, καταφεύγω στον Θεό με την προσευχή και γλιτώνω από τον εχθρό»•
ιγ΄. Είπε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό ότι παρακάλεσε τον Θεό και σηκώθηκαν τα πάθη απ’ αυτόν και έγινε αμέριμνος. Και πήγε σ’ ένα γέροντα και του είπε: «Βλέπω τον εαυτό μου να αναπαύεται και να μη έχη κανένα πόλεμο». Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, παρακάλεσε τον Θεό, να σου ξαναφέρη τον πόλεμο, καθώς και τη συντριβή και την ταπείνωση οπού είχες πρώτα. Γιατί μες από τους πολέμους προοδεύει η ψυχή». Παρακάλεσε λοιπόν. Και σαν ήλθε ο πόλεμος, ποτέ δεν ξαναζήτησε πλέον να απαλλαγή απ’ αυτόν. Αλλά έλεγε: «Δός μου, Κύριε, υπομονή στους πειρασμούς».
ιδ΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης, ότι κάποιος από τους γέροντες βρέθηκε σε έκσταση και είδε. Και ιδού, τρεις μοναχοί στέκονταν πέρα από τη θάλασσα. Και άκουσαν φωνή από το άλλο μέρος, οπού τους έλεγε: «Πάρετε φτερά πύρινα και ελάτε προς εμένα». Και οι μεν δυο πήραν και πέταξαν αντίπερα. Ο δε άλλος έμεινε. Και έκλαιγε πολύ και φώναζε. Ύστερα δε, δόθηκαν και σ’ αυτόν φτερά, όχι όμως πύρινα, αλλά ασθενικά και αδύναμα. Και με πολύ κόπο, άλλοτε βουλιάζοντας και άλλοτε βγαίνοντας επάνω, μόλις και κατάφερε να φθάση αντίπερα. Έτσι και η γενεά αυτή, αν και της δίνονται φτερά, όμως δεν είναι πύρινα. Μόλις ασθενικά και αδύναμα παίρνει.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

δ΄. Έλεγε πάλι η ίδια Αμμάς θεοδώρα, ότι κάποτε ένας ευσεβής άνθρωπος υβριζόταν από κάποιον. Και λέγει μέσα του: «Μπορούσα και εγώ να σου μιλήσω με την ίδια γλώσσα. Αλλά η εντολή του Θεού μού κλείνει το στόμα». Έλεγε δε και τούτο, ότι ένας χριστιανός, μιλώντας με κάποιον Μανιχαίο για το σώμα, είπε έτσι: «Δός τον νόμο στο σώμα και θα δής το σώμα στον δημιουργό του».
ε΄. Είπε πάλι η ίδια ότι ο διδάσκαλος οφείλει να είναι ξένος στη φιλαρχία και μακριά από την κενοδοξία και την υπερηφάνεια. Να μη είναι παίγνιο της κολακείας, να μη τον θαμπώνουν δώρα, να μη τον νικά η κοιλιοδουλεία, να μη τον κυριεύη η οργή. Αλλά να είναι μακρόθυμος, επιεικής και πολύ ταπεινόφρων. Να είναι λογικός και ανεκτικός. Να έχη φροντίδα και αγάπη για την ψυχή.
στ'. Έλεγε πάλι η ίδια, ότι δεν σώζει η άσκηση ούτε η αγρυπνία ούτε ο κάθε κόπος, αλλά η γνησία ταπεινοφροσύνη. Υπήρχε κάποιος αναχωρητής, οπού έδιωχνε δαίμονες. Και τους ρωτούσε: «Με τί φεύγετε; Με τη νηστεία;». Και του έλεγαν: «Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε». Τους ρωτούσε: «Με την αγρυπνία;». Και απαντούσαν: «Εμείς δεν κοιμόμαστε». «Με την αναχώρηση;». Και έλεγαν: «Εμείς στις ερήμους περνάμε τον καιρό μας». «Με τί λοιπόν φεύγετε;», τους ξαναρώτησε. Και του είπαν: «Μοναχά ένα μας νικά: Η ταπεινοφροσύνη». Βλέπεις ότι η ταπεινοφροσύνη είναι ο όλεθρος των δαιμόνων;
ζ΄. Είπε πάλι η Αμμάς θεοδώρα, ότι υπήρχε κάποιος μοναχός. Και επειδή είχε να κάνη με πλήθος πειρασμών, λέγει: «θα φύγω από εδώ». Καθώς, λοιπόν, φόρεσε τα σαντάλια του, βλέπει έναν άλλο άνθρωπο να φορά και αυτός τα δικά του και να του λέγη: «Δεν φεύγεις εξ’ αίτι ας μου; Λοιπόν, θα σε συνοδεύσω όπου και αν πάς».
Toυ  Αββά Ιωάννη του Κολοβού
α΄. Διηγήθηκαν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι έφυγε να πάη σ’ ένα Θηβαίο γέροντα, σε Σκήτη. Και έμενε στην έρημο. Πήρε, λοιπόν, ο Αββάς του ένα ξερό ξύλο, το φύτεψε και του είπε: «Κάθε μέρα να το ποτίζης με ένα λαγήνι νερό, έως ότου βγάλη καρπό». Ήταν δε το νερό μακριά απ’ αυτούς, έτσι οπού ξεκινώντας τινάς το βράδι, ερχόταν το πρωί. Μετά από τρία χρόνια λοιπόν, ανέλαβε ζωή και έβγαλε καρπό. Και παίρνοντας ο γέρων τον καρπό του, τον έφερε στη σύναξη και είπε στους αδελφούς: «Λάβετε, φάγετε καρπόν υπακοής».
β΄. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, ότι είπε κάποτε στον μεγαλύτερο αδελφό του: «Θα ήθελα να είμαι αμέριμνος, όπως είναι αμέριμνοι οι Άγγελοι οπού δεν εργάζονται, αλλά αδιάλειπτα λατρεύουν τον Θεό». Και βγάζοντας το ιμάτιο, πήγε στην έρημο. Αφού δε πέρασε εκεί μια εβδομάδα, γύρισε στον αδελφό του. Και σαν χτύπησε την πόρτα, τον ρώτησε εκείνος από μέσα, πριν ανοίξη: «Ποιός είσαι;». Και αποκρίθηκε: «Ο Ιωάννης ο αδελφός σου». Και του λέγει εκείνος: «Ο Ιωάννης έχει γίνει Άγγελος και δεν είναι πια ανάμεσα στους ανθρώπους». Αυτός όμως τον παρακαλούσε, λέγοντας: «Εγώ είμαι». Αλλά δεν του άνοιξε και τον άφησε έως το πρωί να υποφέρη. Ύστερα δε, του άνοιξε και του λέγει: «Άνθρωπος είσαι, ανάγκη έχεις πάλι να εργάζεσαι για την τροφή σου». Και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρησέ με».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

 

…Όταν λοιπόν λέμε «ελέησον», δεν ζητάμε μόνο από το Θεό να αποστρέψει από μας την οργή Του, αλλά Του ζητάμε να μας χαρίσει την αγάπη Του.

Αν γυρίσουμε πάλι στις λέξεις της προσευχής του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησέ με τον αμαρτωλό», θα δούμε ότι οι πρώτες εκφράζουν με ακρίβεια και πληρότητα την πίστη στο Χριστό, όπως την διδάσκουν τα Ευαγγέλια και ακόμα την ιστορική ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Το τέλος δε της προσευχής εκφράζει την πλούσια και πολύπλευρη σχέση της αγάπης του Θεού με τα δημιουργήματά του.

Η «Προσευχή του Ιησού» είναι γνωστή σε πάρα πολλούς Ορθόδοξους χριστιανούς είτε σαν κανόνας προσευχής, είτε ακόμα σαν τρόπος λατρευτικής αφοσίωσης, σαν σύντομος και περιεκτικός τύπος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί παντού και πάντοτε.

Πολλοί συγγραφείς έχουν καταπιαστεί με τις φυσικές πλευρές της προσευχής. Δηλαδή την άσκηση κατά την αναπνοή, την προσοχή στους κτύπους της καρδιάς και μερικά αλλά δευτερεύοντα στοιχεία.

Η φιλοκαλία είναι γεμάτη από λεπτομερείς οδηγίες για την προσευχή της καρδιάς. Οι Πατέρες τόσο της πρώτης όσο και της σύγχρονης Εκκλησίας έχουν ασχοληθεί με το θέμα, καταλήγοντας πάντοτε στο ίδιο συμπέρασμα: Ποτέ να μην επιχειρούμε σωματικές ασκήσεις, χωρίς να έχουμε στενή παρακολούθηση από ένα πνευματικό πατέρα.

Εκείνο που είναι δοσμένο από το Θεό για κοινή χρήση είναι η προσευχή, η επανάληψη των λέξεων, χωρίς καμιά σωματική προσπάθεια - ούτε καν την κίνηση της γλώσσας - η οποία όταν λειτουργείται συστηματικά, μεταμορφώνει τον «έσω άνθρωπο». Περισσότερο από κάθε άλλη, η «Προσευχή του Ιησού», έχει σκοπό να μας φέρει ενώπιον του Θεού, χωρίς άλλο λογισμό, παρά μονάχα τη συναίσθηση του θαύματος, ότι δηλαδή βρισκόμαστε μαζί με το Θεό. Γιατί όταν προσευχόμαστε με την «ευχή του Ιησού» δεν υπάρχει τίποτα και κανείς άλλος, παρά μονάχα εμείς κι ο Θεός.

Η χρήση της «Προσευχής του Ιησού» είναι διπλή. Αρχικά είναι μια έκφραση λατρείας, όπως άλλωστε και κάθε άλλη προσευχή. Έπειτα, στη ζωή της ασκήσεως, λειτουργεί σαν εστία, η οποία κρατάει την προσοχή μας στραμμένη διαρκώς στην παρουσία του Θεού. Είναι, παρά τη μονότονη επανάληψή της, πολύ κατανυκτική, φιλική, πάντοτε πρόχειρη και πολύ προσωπική. Τόσο στη χαρά όσο και στη λύπη, όταν ταυτιστεί μαζί μας, γίνεται τόνωση της ψυχής και ανταπόκριση σε κάθε θεϊκό κάλεσμα. Για όλα δε τα πιθανά αποτελέσματα, που η προσευχή του Ιησού μπορεί να έχει σε μας, είναι σκόπιμο να θυμόμαστε τα λόγια του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Μην ανησυχείς για το τι θα επακολουθήσει. Θα το γευτείς, όταν θα ’ρθει» (παρμένο από το βιβλίο Guide of Pastoral Psychology, No 95 p. 91).

("Ζωντανή Προσευχή", Antony Bloom, σ. 110-111)

Το πύρινο στεφάνι 

Ο ηγούμενος της μονής των Ακοιμήτων όσιος Μάρκελλος (Ε΄αιών) προστάτευε τους αδύνατους και δεν φοβόταν τις απειλές των τυράννων. Αυτό φαίνεται από το ακόλουθο περιστατικό:

Ζούσε στις ημέρες του ένας άρχοντας πολύ πλούσιος και ισχυρός. Έκανε όμως πολλές παρανομίες. Ο βασιλιάς τον φοβόταν και δεν τον ενωχλούσε, για να τον έχη βοηθό στους πολέμους. Το όνομα του ήταν Αρδαβούριος. Αυτός λοιπόν οργίσθηκε με κάποιον Ιωάννη και σκεπτόταν να τον σκοτώση. Ο Ιωάννης, επειδή δεν έλπιζε από πουθενά βοήθεια, έτρεξε στη μονή του οσίου Μαρκέλλου, ο οποίος τον δέχθηκε με χαρά.

Μόλις το έμαθε ο Αρδαβούριος παρακάλεσε στην αρχή τον όσιο να τον παραδώση με το καλό. Επειδή όμως εκείνος αρνήθηκε, έστειλε στρατιώτες να τον πάρουν με τη βία. Οι στρατιώτες πλησίασαν στη μονή και μήνυσαν του οσίου για τελευταία φορά να παραδώση τον Ιωάννη. Εκείνος όμως απάντησε ότι δεν τον παραδίνει, έστω κι αν καταστρέψουν το μοναστήρι. Οι μοναχοί παρακαλούσαν να τον παραδώση για να μην κινδυνεύσουν. Ο όσιος όμως πρόσταξε να προσευχηθούν όλοι στον Θεό για να τους βοηθήση.

Η νύχτα προχωρούσε… Την ώρα του όρθρου, ενώ οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να εφορμήσουν, φάνηκε στον ουρανό ένα πύρινο στεφάνι μ’ ένα σταυρό στη μέση που έλαμπε σαν τον ήλιο. Το στεφάνι έζωσε τη μονή με τρόπο θαυμαστό και τόξευε φωτιές στους στρατιώτες. Εκείνοι τρομαγμένοι άρχισαν να φωνάζουν «Κύριε ελέησον». Έπεσαν μάλιστα στη γη και ζητούσαν συγχώρησι. Μόλις έμαθε το θαύμα αυτό ο Αρδαβούριος, δεν ενώχλησε πλέον τον Ιωάννη.

(Συναξαριστής ΙΒ΄)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 120-121)

«Έτσι θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο». 

(Ιω. ιγ΄ 35)

«Τίποτε δεν είναι τόσο αγαπητό στο Θεό, όσο η αγάπη,

εξαιτίας της οποίας έγινε άνθρωπος και έδειξε υπακοή μέχρι θανάτου.

Για τον λόγο αυτό και οι πρώτοι μαθητές που κάλεσε ήταν δυο αδέλφια,

δείχνοντας έτσι από την αρχή ο πάνσοφος Σωτήρας, ότι θέλει όλοι οι μαθητές του

να συνδέονται μεταξύ τους με αδελφική αγάπη.

Ας μη θεωρούμε, λοιπόν, τίποτε προτιμότερο από την αγάπη,

η οποία συνδέει τα πάντα μεταξύ τους και τα κρατάει σε ομόνοια, που είναι το συμφέρον τους».

(Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Επιστολές, ΕΠΕ Α', 35-37)

[Ο Χρυσόστομος επαινεί το ποίμνιό του που δεν δέχτηκε τους επισκόπους που τον εξόρισαν,αλλά αγωνίστηκε με δύναμη για την επιστροφή του]
Αν ζήσω, αν πεθάνω, δε με μέλει πια. Κοιτάξτε τα κατορθώματα της δοκιμασίας.
Τί να κάμω για να σας ανταποδώσω αντάξια την αμοιβή της αγάπης σας;
Αντάξια βέβαια δεν μπορώ, αυτήν όμως που έχω τη δίνω.
Από αγάπη είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου για τη δική σας σωτηρία.
Κανένας δεν έχει τέτοια τέκνα,
κανένας δεν έχει τέτοιο ποίμνιο,
κανένας δεν έχει τόσο ανθηρή γη.
Δε χρειάζεται να την καλλιεργώ· εγώ κοιμάμαι και τα στάχυα ωριμάζουν.
Δε χρειάζεται να κοπιάζω· εγώ ησυχάζω, και τα πρόβατα νικούν τους λύκους.
Τί να σας ονομάσω; πρόβατα ή ποιμένες,
κυβερνήτες ή στρατιώτες και στρατηγούς;
Όλα τα ονόματα αποδεικνύονται αληθινά σε σας.
Όταν δω την πειθαρχία σας, σας καλώ πρόβατα·
όταν δω την πρόνοιά σας, σας προσφωνώ ποιμένες·
όταν δω τη σοφία σας, σας ονομάζω κυβερνήτες·
όταν δω την ανδρεία και τη γενναιότητά σας, σας λέγω όλους στρατιώτες και στρατηγούς.
Τί κόπος, τί πρόνοια λαού! Απομακρύνατε τους λύκους και δεν αδιαφορήσατε.
Οι ναύτες που ήταν μαζί σας στράφηκαν εναντίον σας, αυτοί προετοίμασαν τον πόλεμο κατά του πλοίου. Φωνάζετε ‘έξω ο κλήρος και άλλος κλήρος στην Εκκλησία’. Τί χρειάζονται οι φωνές; Έφυγαν και απομακρύνθηκαν, χωρίς κανένας να τους διώκει τράπηκαν σε φυγή. Δεν τους κατηγορεί αυτούς άνθρωπος, αλλά η συνείδησή τους. «Αν με κατηγορούσε εχθρός, θα υπέφερα την κατηγορία».
Αυτοί που ήταν μαζί μας στράφηκαν εναντίον μας· αυτοί που κυβερνούσαν μαζί μας το πλοίο, θέλησαν να καταποντίσουν το πλοίο. Θαύμασα τη σύνεσή σας.
Αυτά τα λέγω όχι για να σας ετοιμάσω για στάση. Γιατί στάση ήταν οι δικές τους ενέργειες, ενώ οι δικές σας ζήλος. Γιατί δεν αξιώσατε να θανατωθούν αυτοί, αλλά να εμποδισθεί κάτι τέτοιο και για σας και για την Εκκλησία, για να μη βυθισθεί πάλι. Η ανδρεία σας λοιπόν δεν άφησε να γίνει η τρικυμία, αλλά η δική τους διάθεση προκάλεσε τη θαλασσοταραχή. (ΕΠΕ 33,430)

Ειμαι 72 χρόνων, γυναίκα χωρισμένη μ ένα κορίτσι 42 χρόνων. Ο γάμος κράτησε μόνο 1,5
χρόνο. Έκτοτε ζω μόνη μου.
Προέρχομαι από μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ορθοδοξία
Ακολουθούσε τυπολατρικά κάποιες νηστείες τη Μεγάλη βδομάδα, κοινωνούσε 2-3 φορές
το χρόνο, είχε ένα εικονοστάσι ψηλά κοντά στο ταβάνι κάποιου δωματίου, για προστασία
άκουγα, στο οποίο απευθύνονταν όταν ζητούσαν να γίνει η να αποτραπεί κάτι.
Δεν μιλούσαν για το Θεό παρά μόνο για να με φοβίσουν, δεν υπήρχαν εκκλησιαστικά
βιβλία, εκτός από την Καινή διαθήκη του Τρεμπέλα, κάπου παρατημένη.
Πήγαινα στο κατηχητικό στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις πρώτες του
Γυμνασίου επειδή μας υποχρέωναν οι δάσκαλοι.Το βαριόμουνα, όλα μου φαινόντουσαν
αδιάφορα, δεν με συγκινούσε τίποτε, ήμουνα πολύ κλεισμένη στον εαυτό μου ως παιδί
μονάκριβο που δεν ήξερε το μοίρασμα, το άνοιγμα στους ανθρώπους.
Όταν πέρασα στη Νομική Σχολή Αθηνών, συναναστράφηκα κύκλους της αριστεράς ,
μυήθηκα στο Μαρξισμό, συμμετείχα σε αριστερές φεμινιστικές ομάδες κι έτσι για μια
εικοσαετία έζησα την αθεΐα, ενώ είχα αρχίσει να διερευνώ και διάφορα ρεύματα
συμμετέχοντας σε ομάδες μελέτης Θεοσοφίας, Στωικών, Πλατωνιστών, Αριστοτελικών.
Κατά τα 50 άρχισα να σπουδάζω εναλλακτικές θεραπείες, βελονισμό, ρεφλεξολογία, ινδική,
θιβετάνικη ιατρική, γιόγκα, ται-τσι, οι οποίες μ έφεραν σ επαφή με τον πολιτισμό και τις
θρησκείες αυτών των χωρών, Ινδουισμό και Βουδισμό. Θέλησα να γνωρίσω τι μπορούν να
προσφέρουν στον άνθρωπο για να ‘χει καλλίτερη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους ,
ποιο είναι κατ αυτούς το νόημα ζωής, ποια η σχέση τους με το Θεό ,πως προσεύχονταν, τι
σκέφτονταν για τη μετά θάνατον ζωή . Όταν συνταξιοδοτήθηκα ,άρχισα να ταξιδεύω Ινδία
Κίνα , Ιαπωνία, Θιβέτ και άλλες ασιατικές χώρες , μένοντας σε άσραμ και μοναστήρια
ακολουθώντας τα ειδικά προγράμματα διδασκαλίας στα αγγλικά αυτών των Θρησκειών για
ξένους . Όταν επέστρεφα στην Ελλάδα πήγαινα σε ομάδες Βουδιστικές και Ινδουιστικές
όπου μελετούσαμε ιερά κείμενα ,ακούγαμε Θιβετάνους δασκάλους που κατά καιρούς
έρχονταν για να μας εκπαιδεύσουν ,παρακολουθούσαμε τελετές.
Οι αλλαγές που ήρθαν στον εαυτό μου από αυτές τις επιρροές ήταν η δημιουργία ανάγκης
να μιλάω σ ένα Θεό και να του απευθύνω τα αιτήματά μου ,κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή
μου πιστεύοντας μέχρι τότε ότι όλα είναι ύλη , κόσμος προερχόμενος από Κοσμική έκρηξη
κλπ. Κατά δεύτερον έμαθα μέσω της διαλογιστικής γαλήνης να κρατάω απόσταση απ’ ότι
συνέβαινε , και να το θεωρώ ως μάθημα για να γίνω καλλίτερη, πλησιάζοντας τις αρετές
του Θεού .Αυτό θα με βοηθούσε ν αποφύγω κύκλο πολλών επαναγεννήσεων [σαμσάρα
λεγόμενη] στον οποίο μπαίνουν όσοι δεν βελτιώνονται στον κάθε κύκλο ζωής και χάνουν
τις ευκαιρίες- μαθήματα.
Κατά τρίτον έμαθα να στηρίζομαι στον εαυτόν μου την εσωτερική
μου δύναμη,για ότι κάνω να νοιώθω αυτόνομη ν αποφασίζω, χωρίς να ρωτάω το Θεό, παρά μόνο στα δύσκολα .
Η επαφή μου με το Βουδισμό κράτησε περίπου 8 χρόνια μέσα σε ομάδες που κλονίζονταν
από έριδες και ανταγωνισμούς και λίγο- λίγο απογοητευμένη αραίωσα.
Πέρασα κάποιο διάστημα μελετώντας μόνη μου τα Βουδιστικά βιβλία και ερχόμενη σ επαφή με ομάδες αυτογνωσίας.

Ένιωθα ότι κάτι έλειπε, κενό , που γινότανε πιο έντονο και από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις από τις οποίες ζητούσα νόημα ζωής,

σκοπό να υπάρχω, κι αν δεν βρισκόμουνα σε ερωτική σχέση ήμουνα θλιμμένη και η αποκτηθείσα αταραξία μου πήγαινε περίπατο.
Μια Κυριακή πρωί, πριν 4 χρόνια, ακούγοντας την καμπάνα σηκώθηκα με τη διάθεση να
πάω εκκλησία. Πήγα στην Πλάκα, στον Αγιο Νικόλαο το Ραγκαβα που μου ήταν γνώριμη
από χρόνια, γιατί ήταν μια φίλη μου νεωκόρος και πήγαινα κάποιες φορές .
Αισθάνθηκα γαλήνια και απ’ όλη τη λειτουργία και τον κηρυγματικό λόγο του π.
Καριώτογλου μου γεννήθηκε η περιέργεια να γνωρίσω την Ορθοδοξία σε βάθος, να βρω
απαντήσεις στα ερωτήματα που ήδη έχω αναφέρει προηγουμένως.
Αρχισα να πηγαίνω τις Κυριακές ,περιόρισα τις Κυριακάτικες εκδρομές, τις έκανα Σάββατα,
τους χορούς τα Σαββατόβραδα γιατί με ανάπαυση είχα αυτή την προτεραιότητα .
Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλο αυτό τον καιρό των αλλόθρησκων επιρροών, πήγαινα
αραιά και που στον Ραγκαβά ,να δω τη φίλη μου και καθόμουνα και στη λειτουργία ,τη
Μεγάλη Βδομάδα , μου άρεσαν οι ύμνοι. Θεωρούσα τον Χριστό σαν ένα ιστορικό πρόσωπο
που δίδασκε τους ανθρώπους να κάνουν το καλό ,να συγχωρούν , να μην έχουν απληστία.
Μέσα σ αυτά τα τέσσερα χρόνια μελέτησα ασκητές πατέρες κι εντυπωσιάσθηκα βλέποντας
να μιλούν για τα ανθρώπινα και να προτείνουν συμπεριφορές ευεργετικές για τον άνθρωπο
σεβόμενοι την ιδιοσυγκρασία αυτού που θ’ ασκηθεί, με τον τρόπο που είχα διδαχθεί τόσα
χρόνια στις ομάδες αυτογνωσίας, με ποικίλες ψυχολογικές μεθόδους.
Αυτή η γνώση είχε βαθιά επίδραση μέσα μου, μ’ έπεισε ότι βρίσκομαι με κάτι αυθεντικό,

αληθινό, αισθάνθηκα την ουτοπία να ψάχνω σε λάθος δρόμους αυτά που θα με
ωφελήσουν στη πνευματική μου πορεία, δρόμοι που μου τα πρόσφεραν και
παραποιημένα, π χ σε μια ομάδα διδασκόμουνα ότι ο Χριστός είναι δάσκαλος, φίλος
αδερφός, μάθαινα τη συγχώρεση, αλλά και την μετεμψύχωση και ότι είμαι αθώα και
αναμάρτητη δεν υπήρχε η έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και της μετάνοιας.
Η γνώση ότι ο Χριστός ήρθε ως νέος Αδάμ να εξαγνίσει την ανθρωπότητα και με τη θυσία
Του στο Σταυρό ήρθε να σώσει αυτούς που θα τον πιστέψουν και θα μετανοήσουν στάθηκε
η αρχή της προσωπικής μου σχέσης μαζί Του. Η συναίσθηση ότι δεν είμαι αναμάρτητη και
αθώα, όπως πίστευα, αλλά φέρω από τη σύλληψή μου το προπατορικό αμάρτημα που
εξαγνίσθηκε με το βάπτισμα αλλά χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση να μην παραβαίνω το
λόγο του Θεού και ότι έχω μια μόνο, αυτή τη ζωή να εξαγνισθώ, μ έκανε να καταλάβω τη
βαθιά μου πλάνη που ζούσα κοντά στις άλλες διδασκαλίες. Αλλά μ έκανε πιο υπεύθυνη
απέναντί Του να θέλω να τηρώ τον λόγο Του και για να μην Τον στεναχωρήσω Εκείνον που
έχει υποστεί τόσα βάσανα για μένα κι έχει τόση υπομονή να περιμένει να συνειδητοποιώ
τα λάθη μου, να περιμένει να είμαι έτοιμη να μετανοήσω. Με πόση υπομονή προς τους
άλλους με έχει οπλίσει αυτή η στάση Του!! Κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Η ανάγκη μου να Του απευθύνομαι σε ότι κάνω, κόβει πολύ από την περηφάνειά μου
Γιατί πίστευα ότι όλα μπορώ να τα κάνω μόνη μου με την δύναμή μου ,και αγνοούσα ότι
ό,τι έχω Εκείνος μου το έχει δώσει, όσο θέλει μου το διατηρεί κι όταν θέλει μου το παίρνει.
Η δύναμή μου βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που Του έχω, ότι Εκείνος ξέρει προς τα πού με
κατευθύνει, και μου δίνει τη διάκριση να αναγνωρίζω πόσο να αφαιρώ με κάθε νέα
συνειδητοποίηση, από τον παλιό μου εαυτό, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μου, ώστε
κάθε αλλαγή να γίνεται με ανάπαυση και όχι πίεση, αλλά και με την βοήθεια του
πνευματικού μου .

«Δεν υπάρχει κανένα δημιούργημα αδιερεύνητο για το Θεό, κι είναι όλα γυμνά και διάφανα μπροστά στα μάτια του, στον οποίο και θα δώσουμε λόγο» (Εβραίους 4:13)

Τα βλέπει όλα

    Είναι για την ασφάλειά μας ή πρόκειται για παραβίαση της προσωπικότητάς μας; Το θέμα προέκυψε για το σύστημα επισκόπησης του ανθρώπινου σώματος με ειδικά μηχανήματα στα αεροδρόμια. Ελέγχουν «σαρωτικά» το ανθρώπινο σώμα του επιβάτη και τον βλέπουν γυμνό όσα ρούχα κι αν φοράει. Έτσι, οι αρχές μπορούν να εντοπίσουν αν ο ταξιδιώτης έχει κρύψει κάτι κάτω από τα ρούχα του. Από τη σάρωση αυτή δεν εξαιρείται κανένας: άντρες, γυναίκες, παιδιά, επιχειρηματίες, στρατιωτικοί ή ιερείς…

    Πολλοί νομίζουν ότι μπορούν να ζουν ανενόχλητοι σ’ αυτήν τη ζωή, να κάνουν ό,τι θέλουν, να σκέφτονται ό,τι θέλουν, να πάνε όπου θέλουν. Η Γραφή όμως λέει ότι μπροστά στα μάτια του Θεού είναι όλα γυμνά και διάφανα και κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί. Τι βλέπει, αλήθεια, ο Θεός όταν κοιτάει μέσα στην καρδιά μας; Ο σαρωτής του Θεού βλέπει πολύ βαθύτερα και θέλει να αφαιρέσει από μέσα μας την αμαρτωλή καρδιά και να μας δώσει μια καινούρια. Θα Του το επιτρέψουμε;

(Χ.Ι.ΝΤ.)

 

«Γιατί είναι μέγας ο Θεός, ο Κύριος» (Ψαλμός 95:3)

«Γιατί πραγματικά, σας λέω, αν έχετε πίστη ίσα μ’ έναν κόκκο σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: Πήγαινε απ’ εδώ εκεί, και θα πάει» (Ματθαίος 17:20)

Η μικρή πίστη του ανθρώπου και η μεγάλη δύναμη του Θεού

    Σ’ ένα χωριό υπήρχε μια θεοσεβής γυναίκα που η φήμη της για την πίστη και την αγιότητά της, αλλά και για τις μεγάλες δοκιμασίες στη ζωή της, είχε απλωθεί στα γύρω χωριά. Μια άλλη γυναίκα από ένα άλλο χωριό αποφάσισε να πάει να τη γνωρίσει. Όταν τη συνάντησε, τη ρώτησε: «Εσύ είσαι η γυναίκα με τη μεγάλη πίστη, για την οποία ακούμε»; «Όχι», απάντησε εκείνη, «δεν είμαι η γυναίκα με τη μεγάλη πίστη, αλλά η γυναίκα με τη μικρή σ’ ένα Μεγάλο Θεό».

    Τέτοια είναι η ομολογία των πραγματικών χριστιανών, που δεν ανυψώνουν τον εαυτό τους, αλλά τον Κύριο στον οποίο πιστεύουν. Γιατί γνωρίζουν τη δική τους μηδαμινότητα και το μεγαλείο του Θεού, που τους δίνει όλη τη δύναμη να βγαίνουν νικητές μέσα από όλες τις περιστάσεις της ζωής, όποιες κι αν είναι αυτές, όσο δύσκολες κι ανυπέρβλητες κι αν φαίνονται.

(Σ.Α.Ι.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

155. Είναι αδύνατο να φαντασθούμε και να σκεφθούμε τον Σταυρό χωρίς αγάπη. Όπου είναι ο Σταυρός, εκεί είναι και η αγάπη. Στην εκκλησία, βλέπουμε παντού το σημείο του Σταυρού. Έτσι, από παντού μας γίνεται η υπόμνησις ότι βρισκόμαστε στο σπίτι του Θεού της αγάπης, στο σπίτι της ίδιας της αγάπης, που σταυρώθηκε για μας.

156. Λένε μερικοί ότι αν δεν νοιώθουμε διάθεσι για προσευχή, καλύτερα να μην προσευχηθούμε. Είναι μία σοφιστεία της σαρκός. Η σάρκα δεν θέλει την προσευχή. Αλλά «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται» (Ματθ. ια’ 12). Δεν μπορούμε να εργασθούμε τη σωτηρία χωρίς να εκβιάσουμε τον εαυτό μας.

157. Κατά την ανατροφή που δίνουμε στα παιδιά μας, είναι πολύ επικίνδυνο να αναπτύσσουμε την αντίληψι και τη διάνοια, χωρίς να προσέχουμε την καρδιά. Πρέπει να έχουμε συγκεντρωμένο το ενδιαφέρον μας στην καρδιά, γιατί η καρδιά είναι ζωή, αλλά ζωή φθαρμένη από την αμαρτία. Είναι ανάγκη να καθαρίσουμε αυτή την πηγή της ζωής, να ανάψουμε στην καρδιά τη φλόγα της ζωής, ώστε να καίη και να λάμπη αέναα, χωρίς να σβήνεται. Η κοινωνία είναι διεφθαρμένη ακριβώς γιατί της λείπει η χριστιανική αγωγή. Είναι καιρός οι χριστιανοί να καταλάβουν τον Κύριο, να καταλάβουν τι ζητεί από μας. Ζητεί καθαρές καρδιές. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» (Ματθ. ε’ 8). Ας ακούσουμε τη γλυκύτατη φωνή του Ευαγγελίου. Η αληθινή ζωή της καρδιάς μας είναι ο Χριστός. «Ζη εν εμοί ο Χριστός» (Γαλάτ. β’ 20). Αυτό είναι το κοινό πρόβλημα όλων μας: να φέρουμε τον Χριστό να κατοικήση μέσα στις καρδιές, καρδιές που να τον πιστεύουν αληθινά.

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 83-84)

katafigioti

lifecoaching