ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
«Ποια από τα αγαθά είναι δικά σου, πες μου; Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά;
Δε θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Και αυτά που έχεις από που προέρχονται;
Διότι, αν πεις από την τύχη, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον Κτίστη,
ούτε ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε. Εάν πάλι ομολογείς ότι προέρχονται από τον Θεό,
πες μου τον λόγο για τον οποίο τα πήρες.
Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος μας μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή;
Γιατί εσύ είσαι πλούσιος και εκείνος στερείται;
Για να δεχθείς εσύ μισθό αγαθότητας και αξιόπιστης διαχειρήσεως,
και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής».
(Μεγάλου Βασιλείου, Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας», P.G. 31, 276B-C)
72. Τι δίδασκαν οι Δοκήτες;
Επηρεαζόμενοι από τα πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί αντιθέσεως πνευματικού και υλικού, το οποίο (υλικό) θεωρούσαν εστία και έδρα του κακού, καθώς και από το θεωρητικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής, η οποία —όπως είδαμε— τόνιζε το θείο στοιχείο στο Χριστό εις βάρος του ανθρώπινου, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε σώμα υλικό. Εξωτερικά φαινόταν σαν άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν και φαντασίαν», και όχι στην πραγματικότητα αληθινός άνθρωπος. Το σώμα του είχε το εξωτερικό περίγραμμα της φύσεως, δεν ήταν όμως σώμα αληθινό όπως το έχουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ήταν ένα φάντασμα, μια οπτασία, μια ανυπόστατη εξωτερική περιγραφή.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αυτά τα πράγματα οι Δοκήτες. Αρνούνταν το πραγματικό σώμα του Χριστού, γιατί ως υλικό το θεωρούσαν από τη φύση του κακό. Πώς μπορούσε να έχει ένα τέτοιο σώμα ο Χριστός; Ο Δοκητισμός μείωνε το Χριστό, από τον οποίο αφαιρούσε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 101)
71. Τί δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υίοθετισμός;
Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.
Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν: Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποιος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αίρεσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.
Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιόχειας (260) και «δουκηνάριος» (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας.
Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμένος τη διακριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ’ αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ’ αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.
Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς του.
Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του άγιου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ΄ ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις». στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση «κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη όν μοναδικό και εξαίρετο. Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. 'Ως ανταμοιβή της αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική του αποθέωση.
Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 99-101)
70. Σε τι συνίσταται το χριστολογικό πρόβλημα;
Στην κατανόηση της σύνθεσης του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, στο οποίο ενώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη.
Το μυστήριο είναι μέγα. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς στο Χριστό, αν και υπήρχαν δυο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, που ήταν ο κοινός φορέας των θεανδρικών του ενεργειών. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε πώς μία φύση, πλήρης και ακέραιη, είναι συγχρόνως και απρόσωπη και πώς λαμβάνει υπόσταση στο πρόσωπο μιας άλλης φύσεως («ενυπόστατον»).
Αυτές είναι αντινομίες τις οποίες δεν μπορεί να συμβιβάσει η πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ανθρώπινη δεν μπορεί να διαφωτίσει και να διαλευκάνει το σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθούν να διασχίσουν το μυστηριώδη πέπλο του λίγοι όμως βγαίνουν φέροντας τη φωταύγεια της χάριτος. Οι περισσότεροι παραμένουν στη σκοτεινιά της διάνοιας, ασθμαίνοντας στην απειρία του υπέρλογου θαύματος. Όπως είπε ο θεοδόχος Συμεών, ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι το μεγάλο σκάνδαλο, που άλλους μεν εξυψώνει και λαμπρύνει στη φωτεινότητα της θείας βασιλείας και άλλους εξακοντίζει στη ζοφερότητα της πνευματικής απώλειας!
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 98)
69. Πώς κατέληγαν στις κακοδοξίες τους οι αιρετικοί;
Κατέληγαν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν δια του λόγου τα ακατανόητα και ανερμήνευτα. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα δόγματα της πίστεως, γιατί αυτά είναι αλήθειες μυστηριακές, που υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο άνθρωπος με μόνο το μυαλό του αδυνατεί να τις προσεγγίσει. Μόνο με την πίστη φωτιζόμενη από το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να έχει κάποια πρόσβαση στο μυστήριο του Θεού. Χωρίς αυτήν επιχειρεί το ακατόρθωτο. Προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του το άπειρο και απερίληπτο.
Αυτό πάθαιναν οι αιρετικοί. Εμπιστευόμενοι τις ανθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την υπερβατική αλήθεια του Θεού. Το εγχείρημά τους ήταν άνισο, όπως άνιση είναι η σχέση κτιστού και άκτιστου, πεπερασμένου και απείρου. Με την έλλειψη αισθήσεως των δυσαναλογιών και με πνεύμα φίλαυτο και εγωιστικό, αντί να ερμηνεύσουν τα δόγματα τα παραμόρφωναν και τα διέλυαν. Με το όχημα του φυσικού λόγου τους δεν έφθαναν ποτέ στο τέρμα του δρόμου τους, λοξοδρομούσαν και χάνονταν. Εγωπαθείς δε και εριστικοί, δημιουργούσαν κόμματα στην Εκκλησία, τη ζωή της οποίας έβλαπταν αφάνταστα. Κατέλυαν την αγάπη, την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση του σώματος του Χριστού. Οι αιρέσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της Εκκλησίας, τα ζιζανια που σπείρει ο εχθρός στη φυτεία της θείας βασιλείας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 98)
68. Ποιά ήταν η επίδραση των αρχαίων θεολογικών σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας στη διαμόρφωση των χριστολογικών αιρεσεων;
Ως γνωστόν, η αρχαία Αλεξανδρινή Σχολή είχε ιδιαίτερες θεωρητικές τάσεις και προκαταλήψεις. Οι θεολόγοι της τόνιζαν πιο πολύ το θείο στοιχείο στο Χριστό, αφήνοντας στη σκιά το ανθρώπινο. Ομοίως εξηγούσαν αλληγορικά τις Γραφές (έβλεπαν συμβολική έννοια σε πολλές από τις διηγήσεις της) και έμεναν αδιάφοροι στην ιστορική γραμματική ερμηνεία του κειμένου της. Από τους κόλπους της προήλθαν αιρετικοί, οι οποίοι είτε αρνούνταν την πραγματικότητα, είτε την ολοκληρία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. (Δοκήτες, Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, Άφθαρτοδοκήτες).
Στο αντίθετο άκρο βρισκόταν η Αντιοχειανή Σχολή, της οποίας οι θεολόγοι είχαν πρακτικότερες τάσεις. Τόνιζαν πιο πολύ το ανθρώπινο στοιχείο στο Χριστό, και άφηναν στο περιθώριο το θείο. Οι Αντιοχείς θεολόγοι ερμήνευαν τις Γραφές χρησιμοποιώντας την ιστορικογραμματική μεθοδο και αποστρεφόμενοι την αλληγορία. Από τις τάσεις της Σχολής προήλθε ο Νεστοριανισμός.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 97-98)
67. Ποιά είναι η έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού;
Είναι προϊόν της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, συγκεκριμένα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δέχεται όλα τα αυχήματα της θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιείται. Στη βάση της θεώσεως αυτής θεοποιούνται εν δυνάμει και όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μυστικά ενσωματωμένοι στην ανθρώπινη φύση του δια του βαπτίσματος. Σαν παράδειγμα της θεώσεως αυτής φέρεται ο πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά και σίδηρος δεν χάνουν μεν τη φυσική τους ποιότητα, όμως είναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ώστε να μη ξεχωρίζονται το ένα από το άλλο. Έτσι και η φύση του ανθρώπου διαπεράται από τη φωτιά της θείας ενέργειας, χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί απ’ αυτήν. Η φύση του ανθρώπου βέβαια δεν χάνεται, ούτε απορροφάται ούτε και αναλύεται πανθεϊστικά στη θεότητα, όπως θα διδάξουν ορισμένοι αιρετικοί (Μονοφυσίτες).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 97)
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
66. Ποιά είναι στον πυρήνα της η ορθόδοξη χριστολογία;
Το δόγμα περί Χρίστου είναι εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί 'Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς —χωρίς να χάσει το θεοπρεπες του αξίωμα— και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του πνευματικού θανάτου.
Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αιδίου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αΐδιο πρόσωπο του Λόγου.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν υπερφυσικές. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ’ αυτήν. Ο Χριστός είναι ο καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.
Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ου και το όνομα) ή το πρόσωπο του Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω Ααπό το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η μία την άλλη, δεν μετατράπηκες η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο εξής ν’ αποχωρίζονται η μία από την άλλη. 'Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ήθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν’ αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τα ανθρώπινα, χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.
Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες:
1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τα ιδιώματά της στην άλλη. Τα ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ’ ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ’ εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ΄ ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά: «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία (ρύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι το αντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.
2) Τον όρο «Θεοτόκος» που αποδίδεται στη Μητέρα τον Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο όν, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.
3) Τη μια υιότητα και λατρεία τον Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αΐδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υίότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υίότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ’ αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.
4) Την απόλυτη αναμαρτησία του Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει (non potuit peccare). Αυτό απαιτεί η σύνθεση του προσώπου του. Δεν μπορούσε ν’ άμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν’ άμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν’ αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν’ αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα ασεβής και βλάσφημη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 91-96)
65. Η άρνηση των θείων ενεργειών στο Θεό παραβλάπτει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος;
Ναι, το παραβλάπτει. Φθείρει την έννοια του αληθινού Θεού. Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο, στον Τριαδικό Θεό υπάρχουν: η ουσία, οι υποστάσεις και οι θείες ενέργειες. Αν λείψει ένα από τα τρία αυτά, φθείρεται η έννοια του αληθινού Θεού. Αίρεση δεν είναι μόνο η άρνηση ή η παρεκδοχή της θείας ουσίας ή των τριαδικών υποστάσεων, αλλά και η άρνηση ή παρεκδοχή των άκτιστων θείων ενεργειών.
Τις θείες ενέργειες αρνείται από το Θεό η Ρωμαίική Εκκλησία. Τις απορρίπτει γιατί κατ’ αυτήν η ύπαρξη των θείων ενεργειών συνθέτει τη φύση του Θεού, της οποίας καταλύει την άπειρη απλότητα. Βεβαίως υπάρχουν δυνάμεις στο Θεό· όμως αυτές δεν είναι άκτιστες, όπως άκτιστη δεν είναι και η θεία χάρη και το φως του Χριστού. Όλα αυτά κατά τη λατινική θεολογία είναι μεγέθη κτιστά, τα οποία δημιουργεί ο υπερβατικός Θεός για να σώσει τον άνθρωπο. Γύρω από το ζήτημα των άκτιστων θείων ενεργειών διεξήχθησαν σκληροί αγώνες μεταξύ της ορθόδοξης Ανατολής και της λατινικής Δύσεως. Ο μοναχός Βαρλαάμ, εκπρόσωπος του λατινικού πνεύματος, καταπολέμησε σφοδρώς την ορθόδοξη διδασκαλία· αυτόν δε αντιμετώπισε σθεναρά ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι της Εκκλησίας δικαίωσαν τους αγώνες και τη διδασκαλία του Αγίου, και καταδίκασαν τον λατινόφρονα Βαρλαάμ.
Το ζήτημα των θείων ενεργειών είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, όχι μονάχα για την ολοκληρία της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας της, αλλά και για όλη την υπόστασή της και το λυτρωτικό έργο της. Η άκτιστη θεία ενέργεια (η χάρη) αποτελεί τον ζωτικό και αγιαστικό της ’Ορθοδοξίας δεσμό. Με τη βαθιά ένωση μαζί της θεοποιείται ο άνθρωπος. Θα μπορούσε να επιτευχθεί η θέωση, αν η θεία ενέργεια (η χάρη) δεν ήταν μέγεθος άκτιστο αλλά κτιστό; Αλήθεια, πώς θα μπορούσαν να συνοικήσουν Ορθοδοξία και Ρωμαιοπαπισμός με τόσο έντονες σωτηριολογικές και εσχατολογικές αποκλίσεις και διαφορές; Οι μεν Ορθόδοξοι να οραματίζονται και να σπεύδουν προς τη θέωση, οι δε Ρωμαιοκαθολικοί να είναι ανίδεοι του σημαντικού αυτού πράγματος;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 88-89)
Αφού ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α το 511 μ.Χ. επανήλθε στην αρχική του (αιρετική) στάση, όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία και απορία τι να πράξουν. Έτσι άλλοι υποστήριζαν τη βλασφημία, ενώ άλλοι, από το άλλο μέρος, φοβούνταν και δεν προέβαλλαν ούτε τον παραμικρό αντίλογο· και τούτο, διότι ίσως και στην υπόθεση αυτή παραχωρούσαν την πρωτοβουλία και παρρησία στον κοινό Πατέρα (τον Θεοδόσιο) και περίμεναν από αυτόν, σαν από στρατηγό, το σύνθημα. Τότε λοιπόν, τότε έγινε φανερό πόσο πολύ και τα γηρατειά όταν ενισχύονται και ενδυναμώνονται από τον ζήλο, ενεργούν νεανικά και γενναία εναντίον εκείνων που αποτελούν κίνδυνο για το καλό και την αλήθεια. Δηλαδή ο όσιος δεν λογάριασε εκείνα τα αυτοκρατορικά γράμματα και θεσπίσματα, ούτε τις μύριες απειλές, ούτε τους όχλους που ευλαβούνταν τα θεσπίσματα του βασιλιά εξίσου προς τα θεία, ούτε τους στρατιώτες που περιφρουρούσαν εκείνους που είχαν μεταφέρει τα βασιλικά παραγγέλματα· όλα αυτά τα καταφρόνησε σαν να επρόκειτο για κακόγουστος ήχους, και είπε ότι τέτοιες βροντές τρομάζουν τα παιδιά και όχι τον ίδιο.
Έτσι λοιπόν όρμησε σαν λέοντας, μπήκε στον Ιερό Ναό, ανέβηκε στο βήμα, πάνω στο οποίο οι ιερείς διαβάζουν συνήθως τα αναγνώσματα, και, αφού έκανε νόημα με το χέρι του στο πλήθος να σταματήσει να μιλάει, ύψωσε τη φωνή του και είπε: «Αν κάποιος απορρίπτει τις τέσσερις άγιες Συνόδους και δεν τις θεωρεί σαν τα τέσσερα Ευαγγέλια, να είναι ανάθεμα, δηλαδή καταραμένος και αφορισμένος». Αυτά μόνο είπε, και κατέπληξε το πλήθος σαν άγγελος και με το μέγεθος της θαυμαστής του ενέργειας, τους άφησε όλους άφωνους. Ακολούθως εξήλθε από τον Ιερό Ναό προχωρώντας ανάμεσά τους αμίλητος. Αλλά και εκείνοι σιωπούσαν και κατά κάποιο τρόπο κοιμούνταν και νόμιζαν πως έβλεπαν όνειρο, σαν να μην ήταν πραγματικό εκείνο που έγινε. Και βέβαια υπήρξε τέτοιο το στρατήγημα εκείνο του ανδρός, που νόμισαν πως από αυτό κατέταξαν στα ιερά δίπτυχα τις άγιες Συνόδους.
Μετά από αυτά ο Όσιος Θεοδόσιος χωρίς καμία χρονοτριβή και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, περιερχόταν τις πόλεις που ήταν ολόγυρα, τους μαθητές και άλλους ζηλωτές από την ερημιά και τους καθοδηγούσε, επιβάλλοντας τη γνώμη του σαν άλλος στρατηγός· Ο πρώτος στην πολιά (στις άσπρες τρίχες, στη γεροντική ηλικία) δείχνοντας και πρώτος στην προθυμία. Τριγύρισε σε όλους και έγινε στους πάντες τα πάντα· πληροφορούσε και ενημέρωνε εκείνους που είχαν αμφιβολίες· στήριζε ακόμη περισσότερο τους ευσταθείς, ξεσήκωνε τους νωθρούς και ράθυμους, επέτεινε την επιμέλεια των προθύμων, ενθάρρυνε και ενίσχυε εκείνους που δείλιαζαν, παραινούσε τους αγωνιζόμενους, κατατρόμαζε τους αντιπάλους με την εξαιρετική του γενναιότητα, προλάμβανε κάθε αιρετική νόσο με την ταχύτητα της ιατρείας» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 94-95)