ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Οι Ψαλμοί του Δαβίδ είναι θεόπνευστοι
- Γέροντα, μου κάνει εντύπωση πώς τα παιδιά καταλαβαίνουν το Ψαλτήρι και θέλουν να το διαβάζουν.
- Το Ψαλτήρι αναπαύει όλες τις ηλικίες. Τα παιδιά μάλιστα μπορεί να τα αναπαύει περισσότερο από ό,τι αναπαύει εσένα κι εμένα. Το Ψαλτήρι είναι θεόπνευστο, είναι γραμμένο με θείο φωτισμό, γι’ αυτό έχει τόσο δυνατά, τόσο βαθιά νοήματα. Όλους τους θεολόγους και τους φιλολόγους να μαζέψεις, έναν Ψαλμό με τέτοια νοήματα δεν μπορούν να φτιάξουν. Κι αν φτιάξουν κάτι, θα είναι σαν ένα χάρτινο λουλούδι.
Αγράμματος ήταν ο Δαβίδ, αλλά με τι βάθος έγραφε! Φαίνεται καθαρά ότι τον οδηγούσε το Πνεύμα του Θεού.
- Γέροντα, δεν προλαβαίνω να διαβάσω το Ψαλτήρι.
- Καλά είναι να εξοικονομείς λίγη ώρα, για να το διαβάζεις μέσα στην ημέρα. Κι αν δεν έχεις πολύ χρόνο, καλύτερα είναι να διαβάσεις μισό Κάθισμα και να προσέχεις τα νοήματα, παρά ολόκληρο και να βιάζεσαι.
Αυτά τα νοήματα να τα έχεις μετά συνέχεια στον νου σου. Τα Ψαλτήρι είναι προσευχή.
Μερικοί παρεξηγούν τον Προφήτη Δαβίδ κα λένε ότι σε κάποιους Ψαλμούς καταριέται. Όταν όμως η Δαβίδ λέει: «Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς», δεν εννοεί να εξολοθρευθούν οι αμαρτωλοί, αλλά να μετανοήσουν και να μην υπάρχουν αμαρτωλοί πάνω στην γη.
Εγώ, με τα Ψαλτήρι νιώθω μια αγαλλίαση είναι όλο προφητεία, όλο παρηγοριά.
Σε μια δύσκολη κατάσταση, αν διαβάσεις Ψαλτήρι, νιώθεις ανακούφιση, λύτρωση, σιγουριά ότι θα βοηθήσει ο Θεός. «Σωτηρία λέει, των δικαίων παρά Κυρίου, και υπερασπιστής αυτών έστιν εν καιρώ θλίψεώς».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.149-150)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ(1)
κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς(2) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(3).
14 Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη,
και άρχισε κι αυτός να στερείται.
(1) Η ελευθερία της απόλαυσης δεν είναι απεριόριστη,
όπως φαντάζεται ο αμαρτωλός. Έχει 2 ειδών όρια. Τα μεν προέρχονται
από το ίδιο το άτομο και τέτοια είναι η αηδία, οι τύψεις της συνείδησης,
το συναίσθημα της μόνωσης, η κατάπτωση από τα ελαττώματα·
τα άλλα προέρχονται από κάποιες δυσμενείς περιστάσεις εξωτερικές,
τα οποία εδώ εκπροσωπούνται από την πείνα, η οποία ήλθε κατά τη στιγμή αυτή.
Οι δυσμενείς αυτές συνθήκες είναι συμφορές οικιακές ή δημόσιες, ατυχήματα,
ασθένειες κλπ. οι οποίες συντελούν ακόμη περισσότερο στο να πέσει
η ψυχή του αμαρτωλού, ο οποίος δοκιμάζει τώρα την έσχατη αθλιότητα
από την θεία εγκατάλειψη (g). Το έργο της θείας πρόνοιας εκδηλώνεται
με συμπτώσεις. Ακριβώς όταν ο άσωτος τα δαπάνησε όλα, τότε έπεσε η πείνα (p).
Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι
του θείου φόβου, εκεί υπάρχει πείνα ισχυρή, όχι ψωμιού, αλλά αρετής·
όπου υπάρχει ευφορία κάθε κακού, εκεί υπάρχει αφορία κάθε καλού» (Ζ).
«Πείνα ισχυρή γίνεται, όχι πείνα ψωμιού, αλλά πείνα του να ακούσει λόγο Κυρίου» (Θφ).
Παριστάνει αυτό την χειροτέρευση, στην οποία περιέρχεται ο αμαρτωλός,
που απέρριψε το έλεος που του επέδειξε ο Θεός, τις νύξεις του Πνεύματος
και τις προτροπές της συνείδησής του. Όλα αυτά απωθήθηκαν για την απόλαυση
των αισθήσεων με αποτέλεσμα την πλήρη φτώχεια του αμαρτωλού.
Η καρδιά του πλέον γίνεται στείρα και στερημένη από κάθε αγαθό,
και η κατάστασή του είναι όμοια με χώρα, στην οποία κυριαρχεί στέρηση
και πείνα ισχυρή και ξένη με κάθε ανακούφιση.
Διότι ο ουρανός έγινε για αυτόν χάλκινος. Οι δροσιές του Θεού αποσύρθηκαν
και αυτός έγινε σαν γη σιδερένια. Ο αμαρτωλός στερούμενος από κάθε
παρηγοριά και ενίσχυση θεία είναι ελεεινά και άθλια φτωχός. Εκείνο το οποίο
ονειρευόταν ως ευτυχία ο αμαρτωλός απομακρυνόμενος από το Θεό, για να ζει
ελεύθερος από τον έλεγχό του και την επιτήρησή του, αυτό ακριβώς υπήρξε
η δυστυχία του και προκάλεσε την απογοήτευσή του.
(2) Δεν ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που καταπιέζονταν από την πείνα (b).
(3) Η λέξη φανερώνει το απόλυτο κενό καρδιάς, η οποία αφού θυσίασε τα πάντα
στην ηδονή, δεν βρίσκει πλέον μέσα της και γύρω της παρά αντικείμενα λύπης
και απογοήτευσης (g). Άρχισε «να είναι φτωχός, αφού του ξεγλίστρησε κάθε αγαθό
και του απέμεινε μόνη η αδυναμία αυτοσυγκράτησης» (Ζ).
...Μετά εν έτος της αφίξεώς μου εις το Άγιον Όρος εκάρην μοναχός υπό του πνευματικού Χριστοφόρου Τσιμαράτου και ωνομάσθην Ιωακείμ.
Επεδόθην δε μετά ζήλου και αυταπαρνήσεως εις τους ασκητικούς κόπους και εις τους της καλύβης. Δεν είχον γνώσιν του «μηδέν υπέρ άγαν» [μην κάνεις κάτι υπερβολικό]. Δεν εβράδυνε δε ένεκα των υπερβολικών κόπων να διαταραχθή η υγεία μου.
Το 1880 ένεκα και μικρού κρυολογήματος ησθανόμην πόνον εις το στήθος. Το δε 1881 ο πόνος ηύξησε και μετά των φλεγμάτων εξήρχετο αίμα. Το δε 1882 έπασχον πολύ· η δε αιμοπτυσία ηύξησεν αρκετά.
Εξετάσας με δε ο ιατρός Χαριτάτος εν Καρυαίς, είπε μοι, ότι είμαι φθισικός. Έπασχον, ως είπον, ουχί μόνον εκ της ασθένειας, αλλά και εκ διαλογισμών, οίτινές με έφερον απελπισίαν, ώστε παρεκάλουν την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον να αποθάνω, διά να μη γίνω βάρος ένεκα της ασθενείας και εκ των διαφόρων διαλογισμών.
Η Δέσποινα του κόσμου δεν με εγκατέλειπεν, αλλ’ ήλθε προς βοήθειάν μου.
Εφανερώθη και το σκότος εκείνο της απελπισίας διελύθη· εφανερώθη δε ούτω πως.
Το δεύτερον Σάββατον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ηγέρθημεν το μεσονύκτιον, κατά το σύνηθες, όπως αναγνώσωμεν την ακουλουθίαν του όρθρου. Και ο μεν γέρων Χριστοφόρος μετά του Ιερομόναχου Συνεσίου εισήλθον εις την μικράν εκκλησίαν της καλύβης και ανεγίνωσκον την ακολουθίαν, εγώ δε έξωθεν της εκκλησίας εζύμωνα το άλευρον, ίνα ποιήσωμεν άρτον.
Ενώ δε εζύμωνα, έπασχον δεινώς εκ των απελπιστικών διαλογισμών. Περί την 4ην του μεσονυκτίου ετελείωσεν η ακολουθία και εξήλθον της εκκλησίας ο Χριστόφορος και ο ιερομόναχος Συνέσιος και εκάθησαν εις τον διάδρομον έξωθι της εκκλησίας, έως να έλθη η ώρα και πορευθώσιν εις το Κοιμητήριον, ίνα λειτουργήση ο Συνέσιος, κοινωνήση δε ο πνευματικός Χριστοφόρος.
Εγώ καλύψας την ζύμην, ίνα γίνη, εισήλθον εις το δωμάτιόν μου, ίνα αναπαυθώ ολίγον.
Εκάθησα επί της κλίνης μου και εστηρίχθην εις τον τοίχον και παρεκάλουν την Κυρίαν ημών Θεοτοκόν ίνα αποθάνω, διότι την στιγμήν εκείνην ευρισκόμην εις δεινήν ψυχικήν οδύνην.
Ενώ δε εστέναζον βαρύθυμος [περίλυπος], αίφνης έλαμψεν ενώπιόν μου άπλετον φως.
Εγώ δε φοβηθείς εβόησα: «Παναγία μου».
Και ατενήσας βλέπω εντός του φωτός την Δέσποιναν του κόσμου, την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, όλην φωτεινήν και ανεδίδοντο εκ τε του προσώπου αυτής και των ιματίων αυτής λάμψεις φωτειναί.
Ενώ δε ητένιζον [κοιτούσα] προς την Θεοτόκον, αίφνης ηρπάγην [αρπάχτηκα] εις τον αέρα και έστην [στάθηκα] εις τα δεξιά της Θεοτόκου.
Τότε η Θεοτόκος εκτείνασα [απλώσας] την χείρα λέγει μοι·
– Βλέπεις;
Ατενίσας δε ένθα εδείκνυεν [κοιτάζοντας εκεί που έδειχνε] η χειρ της Θεοτόκου, βλέπω εις το έδαφος του δωματίου το σώμα μου ύπτιον [ανάσκελα]! Εκ δε του στόματός μου εξήρχοντο δύο κρίνοι έχοντες μόνον φύλλα ξιφοειδή, επιμήκη και καμπύλα· εις έκαστον δε φύλλον ήσαν γεγραμμέναι διά χρυσών γραμμάτων αι λέξεις· «Υπεραγία Θεοτόκε». (Είδον και ανέγνωσα τας λέξεις ταύτας).
Η δε Θεοτόκος λέγει μοι:
– Εις κρίνος της ψυχής και εις του σώματος· όστις έχει την ελπίδα του προς με δεν φοβείται ούτε εδώ, ούτε εις την άλλην ζωήν.
Και συν τω λόγω έγινεν άφαντος, εγώ δε ευρέθην, ένθα εξ αρχής ήμη ακουμβισμένος εις τον τοίχον· πώς δε εγώ ήμην εις τον αέρα και το σώμα μου εις το έδαφος του δωματίου και πώς συγχρόνως ήκουον τας ομιλίας του γέροντος Χριστοφόρου και ιερομόναχου Συνεσίου και τους λόγους της Θεοτόκου δεν γνωρίζω.
Συνέβη άρα εις εμέ; Ως λέγει δ απόστολος Παύλος· «Οίδα άνθρωπον, λέγει, εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων… ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 2-4).
Ομολογώ ότι την στιγμήν εκείνη, τι συνέβη εις εμέ δεν δύναμαι να εννοήσω.
Από της στιγμής όμως εκείνης το σκότος εκείνο της ψυχής διελύθη και οι δεινοί διαλογισμοί εξηφανίσθησαν.
Η δε καρδία μου επληρώθη χαράς· εκ δε της συγκινήσεως έχυνεν άφθονα δάκρυα.
(από το βιβλίο, Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη, «Απομνημονεύματα, Άγιον Όρος-Ιεροσόλυμα», έκδοση Ιεράς Καλύβης Σύναξις των Αγίων Αναργύρων, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος)
Δώσε στον νου σου, λένε οι Πατέρες, σαν εργασία την αδιάλειπτο προσευχή και
ουδέποτε ο νους θα στερηθεί του θείου φωτός.
Η ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει αυτή τη μέθοδο της προσευχής.
Η μονολόγιστος νοερά προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
είναι απλή μεν στην ακοή, αλλά στην εφαρμογή είναι δύσκολη και θέλει αγώνα,
όμως παράγει πολλούς πνευματικούς καρπούς.
Επαναλαμβανόμενο το όνομα του Χριστού μέσα στον νου του ανθρώπου τον εξαγιάζει
και του δίνει πνευματική εργασία, ώστε να εκδιώκονται οι ακάθαρτοι και πονηροί λογισμοί.
Η προσευχή ήταν η κύρια εργασία του νου του ανθρώπου μέσα στον Παράδεισο.
(Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος)
676. «Αγιασθήτων (δηλαδή: ας δοξασθή) το όνομά σου». Αυτή είναι η πρώτη μας επιθυμία και το πρώτο μας αίτημα: να δοξασθή το όνομα του Θεού μες από την ίδια μας τη ζωή. Ας μη λησμονούμε ότι κτισθήκαμε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Αλλά αλλοίμονο, πέσαμε, χάσαμε τη θεία μας δόξα και τώρα ερχόμαστε στον κόσμο δεμένοι με την αμαρτία. Η κατάστασίς μας είναι «νόθων και ουχ υιών» (Εβρ. ιβ’ 8). Πρωτίστη λοιπόν φροντίδα μας ας είναι να μοιάσουμε ξανά στον Ουράνιο Πατέρα μας, το θείο Πρωτότυπό μας. Ο Ίδιος ο Κύριος μας το απαιτεί: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16). Δοξάζοντας τον Θεό με μία αγία ζωή, θα δοξάσουμε και τον εαυτό μας. Το αίτημα λοιπόν «Αγιασθήτω το όνομά σου» είναι αίτημα διπλό.
677. Η καρδιά μας κάθε μέρα πεθαίνει πνευματικά. Μονάχα η φλογερά και πηγαία προσευχή την κάνει να αναπνεή πάλι. Αν δεν προσευχώμαστε καθημερινά με ζήλο, ο πνευματικός μας θάνατος είναι βέβαιος.
678. Η αναισθησία της καρδιάς κατά την προσευχή, ως προς τις αλήθειες των λόγων της προσευχής, προέρχεται από ένα βαθύτερο αίτιο: την κρυμμένη στην καρδιά υπερηφάνεια. Ανάλογα με το τι αισθάνεται κανείς κατά την προσευχή, μπορεί να διακρίνη αν είναι υπερήφανος ή ταπεινός. Όσο πιο θερμή είναι η προσευχή σου, τόσο πιο ταπεινός είσαι. Όσο πιο ψυχρή είναι, τόσο πιο υπερήφανος είσαι.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 265-266)
674. Αν η καρδιά σου είναι ταραγμένη από την επήρεια του πονηρού πνεύματος, καλύτερα να μη μιλάς στους άλλους. Προ πάντος, για να τους διορθώσης. Θα προκαλέσης πιθανώτατα θυμό και όχι διόρθωσι. Μια τέτοια εσωτερική κατάστασις σημαίνει ότι είμαστε ανάξιοι να διδάξουμε τους άλλους. Πρώτα διώξε τον εχθρό, ειρήνευσε την καρδιά σου και κατόπιν μίλα.
675. Μερικοί νομίζουν ότι είναι εν τάξει απέναντι του Θεού αν λένε τις καθωρισμένες προσευχές, χωρίς να προσέχουν στην προετοιμασία της καρδιάς τους για την προσευχή. Πολλοί, λόγου χάριν, διαβάζουν την προ της Θείας Μεταλήψεως Ακολουθία, ενώ κατά το διάστημα αυτό θα έπρεπε να ετοιμάσουν την καρδιά τους ώστε να προσέλθουν αξίως στη θεία κοινωνία. Αν η καρδιά σου είναι καλοπροαίρετη, αν με το έλεος του Θεού, είναι έτοιμη να υποδεχθή τον Νυμφίο, τότε, ακόμη και αν δεν διαβάσης όλη εκείνη την Ακολουθία, είσαι εν τάξει. «Ου γαρ εν λόγω η βασιλεία του Θεού, αλλ’ εν δυνάμει» (Α’ Κορ. δ’ 20). Καλό είναι να υπακούμε σε όλα τη μητέρα μας Εκκλησία. Αν μπορή κάποιος να «χωρή» μακρά προσευχή, ας κάμη προσευχή μακρά. Αλλά «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον» (Ματθ. ιθ’ 11). Αν η μακρά προσευχή δεν συνδυάζεται με ζέσι πνευματική, είναι προτιμότερο να προσευχηθή κανείς σύντομα, αλλά με ζέσι. Θυμήσου ότι ο Τελώνης είπε όλη και όλη μία μικρή φράσι και όμως δικαιώθηκε από τον Θεό. Ο Θεός δεν αποβλέπει στο πλήθος των λέξεων, αλλά στη διάθεσι της καρδιάς. Το ουσιώδες και απαραίτητο είναι η ζώσα πίστις και η πραγματική μετάνοια.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 264-265)
670. Η προσοχή και η αντίληψις της καρδιάς απονεκρώνονται βαθμιαία σε όσους δεν προσεύχονται θερμά, με όλο τους το είναι. Τότε, βλέπουν χωρίς να βλέπουν και ακούουν χωρίς να καταλαβαίνουν (Λουκ. η’ 10) τα λόγια της προσευχής. «Προφάσει μακρά προσευχόμενοι», τα φτωχά αυτά πλάσματα δεν αντιλαμβάνονται ότι, αυξάνοντας τον αριθμό των λέξεών τους, «λήψονται περισσότερον κρίμα» (Μαρκ. ιβ’ 40)
671. Ζήσε με όλη σου την καρδιά τα λόγια της προσευχής του Σωτήρος προς τον Πατέρα του: «Καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν» (Ιω. ιζ’ 21). Βάλε λοιπόν σκοπό σου να ενωθής ο ίδιος με τον Θεό και να ενώσης τους άλλους μαζί του. Να διατηρής πάση θυσία την αμοιβαία, ευσεβή ένωσι, την ένωσι της αγάπης. Ο Θεός είναι ο Ζωοδότης μας και ο Δοτήρ όλων των αγαθών. Θα υποβαστάση όλη μας τη ζωή αν κοπιάζουμε και κάνουμε θυσίες για το καλό του πλησίον μας. Θα μας αναπληρώση ό,τι ξοδεύουμε για τη διατήρησι της αμοιβαίας αγάπης.
672. Όπως ο Χριστός βρίσκεται ολόκληρος σε κάθε μερίδα των καθαγιασμένων Τιμίων Δώρων, έτσι ολόκληρος βρίσκεται και σε κάθε καλή σκέψι ή λέξι.
673. Αν θέλης να είσαι αληθινά ταπεινός, ας καλλιεργείς την αυτομεμψία με ζήλο.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 264)
Εκείνο που θα μας οδηγήσει στον κήπο της Γεθσημανή, όπου ο Χριστός προσευχόταν για ολόκληρο τον κόσμο, είναι το να αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού.
Όταν κατηγορείται κανείς από τους ανθρώπους, να το αντιμετωπίζει με σιωπή, διότι, όπως λέγει ο Ιωάννης της Κλίµακος, η σιωπή του Χριστού κατήσχυνε τον Πιλάτο.
– Ο πόλεμος που δεχόμαστε είναι πολύ μεγάλος. Όλοι είναι εναντίον µας: η επιστήμη και η πολιτική. Δεν είμαι απαισιόδοξος, αλλά νομίζω ότι ζούμε στους τελευταίους καιρούς. Η δική µας στάση πρέπει να είναι μαρτυρική: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός άµωµος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (Ησ. νγ’ 7). Όταν εξασκήσουμε βία στην βία, δεν κάνουμε τίποτε. Η μαρτυρική (σιωπηλή) στάση θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια νίκης.
Ο άνθρωπος αρχίζει από την αίσθηση της αµαρτωλότητος και το πένθος, και φθάνει στην σύγκρουση με τον κόσμο: «Μακάριοι οι δεδιωγµένοι… » (Ματθ. ε10). Αυτό είναι φυσικό. Τότε ο άνθρωπος θεολογεί. Η αυτάρκεια σταματά κάθε πνευματική πρόοδο.
– Όταν ο άνθρωπος περιφρονείται, τότε είναι ελεύθερος. Αυτό συμβαίνει και στο Μοναστήρι. Όταν τον περιφρονούν μπορεί να ζει ησυχαστικά. Όταν κάποιος θεωρείται σπουδαίος, τότε κρίνεται αυστηρά από τους άλλους μοναχούς, αλλά και ο ίδιος προσέχει να µη χαθεί η καλή ιδέα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Έτσι δεν είναι ελεύθερος.
Οι Χριστιανοί θα είναι πάντοτε παρεξηγημένοι από τους γύρω τους ανθρώπους.
Πολλές φορές αισθάνθηκα τον εαυτό μου σταυρωμένο πάνω σε αόρατο σταυρό…. Σε οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν πήγαινα, υπήρχε κάποιος που θα φώναζε από τον πόνο. Αυτό μου αποκάλυψε τα παθήματα των σύγχρονων ανθρώπων, των συντετριμμένων από την αγριότητα του περιβόητου πολιτισμού μας. Η κολοσσιαία κρατική μηχανή, παρόλο που δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους, έχει εντούτοις χαρακτήρα απρόσωπης, για να μην πω απάνθρωπης συσκευής, η οποία με αδιαφορία καταπιέζει εκατομμύρια ανθρωπίνων υπάρξεων. Ανίσχυρος να αλλάξω τα κατ’ ουσίαν ανυπόφορα και όμως νόμιμα εγκλήματα της κοινωνικής ζωής των λαών, κατά την έξω από κάθε ορατή εικόνα προσευχή μου αισθάνθηκα την παρουσία του εσταυρωμένου Χριστού. Ζούσα πνευματικά το Πάθος Του τόσο καθαρά, ώστε η φυσική όραση του "υψούμενου εκ της γης" (Ιωαν. 12, 32) δεν θα ενίσχυε καθόλου τη συμμετοχή μου στον πόνο Του…..
Ζούμε και πάλι στην ατμόσφαιρα των πρώτων αιώνων της χριστιανικής εποχής: «Ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. Α΄ 29). Αρκετές φορές χάρηκα με τη σκέψη ότι η ζωή μου κατά το μεγαλύτερο μέρος της συνέπεσε με διωγμούς κατά του Χριστιανισμού. Αυτό μου επιτρέπει να αισθανθώ καθαρότερα τον εαυτό μου ως χριστιανό, να συνειδητοποιήσω την ασύγκριτη τιμή κατά τους χρόνους μας να ακολουθώ τον Μονογενή Υιό του Πατρός στην πορεία Του προς τον Γολγοθά.
Παντού διωγμοί, αλλά σε ποικίλες μορφές. Εν τούτοις κανέναν από αυτούς δεν μπορεί κάποιος να υπομείνη εύκολα. Είθε ο Θεός της αγάπης να λυτρώσει κάθε ψυχή από τη συμφορά να γίνει διώκτης έστω και «ενός των μικρών τούτων».
Στο «υπέρ Αυτού πάσχειν» περικλείεται ιδιαίτερη ευλογία ή ακόμη και εκλογή. Ο πάσχων δια της πορείας αυτής των εξωτερικών περιστάσεων βρίσκεται σε αδιάκοπη σχέση μετά τον Ιησού Χριστό, εισάγεται στη σφαίρα της Θείας αγάπης, γίνεται θεοφόρος.
Πεθαίνοντας μαζί με Αυτόν και εν Αυτώ, ήδη από εδώ προγευόμαστε την ανάσταση.
Ο Κύριος έπαθε για όλους εμάς. Τα παθήματά Του καλύπτουν όλες τις ασθένειες της ζωής μας μετά την πτώση του Αδάμ. Για να γνωρίσουμε όπως πρέπει τον Χριστό, είναι απαραίτητο να συμμετάσχουμε κι εμείς στα παθήματά Του και να βιώσουμε, αν είναι δυνατόν, το παν, όπως και Αυτός ο Ίδιος. Έτσι και μόνο έτσι γνωρίζεται ο Χριστός – Αλήθεια, δηλαδή υπαρξιακά, όχι αφηρημένα, όχι με ψυχολογική ή θεωρητική πίστη που στερείται βιωματικής πείρας.
(Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, "Περί Προσευχής", Δ’ για την έμπονη προσευχή, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας)
Ο Κύριος είναι λαμπρότερος από τον ήλιο και καθαρότερος από το κρύσταλλο, γι’ αυτό και μέσα Του δε χωρούσε υποκρισία.
Ο κόσμος δεν καρφώνει στον σταυρό εκείνον που συμφιλιώνει την αλήθεια με το ψέμα, το φως με το σκοτάδι και το καλό με το κακό.
Τον Χριστό όμως ο κόσμος Τον σταύρωσε επειδή δεν εξίσωσε, δεν ανακάτωσε, δεν έκανε πολιτική με την αλήθεια.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", ιεραποστολικές επιστολές Α΄, Εκδόσεις Εν Πλω, σ. 113)
Η μετάσταση του αγίου ενδόξου και πανεύφημου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου (†26 Σεπτεμβρίου)
«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο.
Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων».
Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό.
Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο.
Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση.
Ο Θεός του παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους.
Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης.
Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή.
Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του.
Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’ όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς.
Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».
Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας. Αυτός άλλωστε είναι ο κατεξοχήν χαρακτηρισμός του: Ιωάννης ο θεολόγος. Άλλοι που τιμήθηκαν από την Εκκλησία μας με τον τίτλο αυτόν είναι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος.
Για την Εκκλησία μας λοιπόν ελάχιστοι έχουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής.
Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Και επιμένουμε στο σημείο αυτό, διότι η υμνολογία της Εκκλησίας κατεξοχήν στο σημείο αυτό επικεντρώνει την προσοχή της.
«Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον».
Δηλαδή, ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο.
Με άλλα λόγια, θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.
Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας του είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;»
«Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού) κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος.
Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.
Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι χαρακτηρίζεται από το Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο, στην οποία αγάπη του ανταποκρίθηκε και Εκείνος.
Διότι ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων, εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του. Ήταν, όπως είπαμε, και ο πιο κοντινός Του μαθητής, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία.
Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’ αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου».
Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» – κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός.
Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.
παπα Γιώργης Δορμπαράκης