ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Αὐτοέλεγχος
Εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο πρὶν προσέλθουμε στὸν πνευματικό, νὰ καθίσουμε σ᾿ ἕνα ἥσυχο μέρος, νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ στὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει ἀληθινὴ μετάνοια, νὰ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τῶν καρδιῶν μας καὶ νὰ κάνουμε μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν τίμια βυθοσκόπηση. Στὴν προσπάθειά μας αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσουν πολὺ μερικὰ κείμενα τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως ἡ ἀνάγνωση τῶν Δέκα Ἐντολῶν, τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνας καθρέπτης, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο.
Τὴν ἐξαγόρευσή μας μποροῦμε νὰ τὴν ὑποδιαιρέσουμε σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς:
α) Ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό
β) Ἡ σχέση μας μὲ τὸν πλησίον
Στὴν οἰκογένεια:
Στὸ ἐπάγγελμα:
γ) Ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια, ἂς γράψουμε σ᾿ ἕνα χαρτί, ὅ,τι συλλέξαμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρευνα καὶ ὕστερα ἂς προστρέξουμε στὸν πνευματικό.
Ότι κι αν γράψεις λόγια θα’ναι.
Αυτά τα λόγια που ζητώ να εξαφανίσω
Κι είναι γι’αυτό που έχω κόψει το χέρι μου.
Κι είναι γι’αυτό που ζυμώνομαι
Νύχτα μέρα με τη φωτιά, που πατήθηκα
κ’ έλιωσα κάτω όπως ένα
τριαντάφυλλο κόκκινο.
Θέλω να γίνω ένα άλλου είδους
νερό. Μια άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
μες απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε,
προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο
Και βαθύτερα μες τις καρδιές σας, καθώς
Τις μαύρες στοές της γης
κατεβαίνοντας
ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα την βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν.
Το πιο καθαρό
πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε
ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη.
Είναι η αγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Νικηφόρος Βρεττάκος
... Καλοκαίρι, μην πίστεψες πως δε συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη.
Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.
Μη ρωτήστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.
Δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα.
Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου:
Αγαπώ, άρα υπάρχω.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Φίλη μου,
μόνος κατάμονος
χωρίς καταφύγιο
κοιτάζω με σπασμένα μάτια
τον απέραντο ουρανό.
Ζητώ άσυλο
στις λίμνες των ματιών σου
ζητώ στέγη στους κάμπους της ψυχής σου
μα το πρόσωπό σου, που μπαίνοντας μέσα μου
αραιώνει τη νύχτα της υπάρξεώς μου,
μόλις μου στέλνει μιαν αναλαμπή
από το σπίτι των αγγέλων.
Βουνά που ταξιδεύουν στους ορίζοντες
οι αιώνιες συννεφιές,
φαντάσματα που χορεύουν πατώντας
στα λεπίδια των κεραυνών,
τόξα τεντωμένα που παραφυλούν
μη βγω και δω τον ήλιο.
Σαν τον ωκεανό
που ταραγμένος περιστρέφεται
μελανιασμένος απ' τη δίνη της καρδιάς του
γυρεύω ν' αναρριχηθώ
πατώντας στα γαλάζια δάχτυλα,
να σπάσω των νεφών το τείχος
και ν' αλαλάξω εμπρός στον ήλιο.
Μα πέφτω με σπασμένο στήθος.
Φεύγει ο καπνός
από τα συγκρουσμένα σπλάχνα μου
κι η σελήνη της μορφής σου
ρίχνει λάδι στις πληγές μου.
Ακόμη
απ' το διάστημα
μου απλώνουν το χέρι τους
η θωπεία των θαλασσών
κι η ευλογία των άστρων.
Μα η σκοτεινή οροσειρά του Ταϋγέτου
άκαμπτη και ζωντανή
σαν παραταγμένος θάνατος
φρουρεί μες στα σύννεφα
το σιωπηλό μου ερημητήριο
αναφέροντας στους ουρανούς
όταν δύει ο ήλιος
την κατάσταση του εκπτώτου.
Όρη μεγαλοπρεπή
που οι λευκές κορυφές σας
κοιτάζουν μέσ' απ' τα γαλάζια πρίσματα
το μεγαλείο της δημιουργίας,
Ωκεανέ,
που αρχίζεις απ' τον ουρανό
και συνεχίζεσαι στ' άπειρο της ψυχής μου
στολίζοντας τη δυστυχία μου
με τα μαργαριτάρια των αφρών σου,
ρόδα των δύσεων
που σβήνατε
στα ποτήρια των αγγέλων
και στην ψυχή μου,
όλα όσα χορέψαμε μαζί
στο λευκό γάμο
της ενώσεώς μου με το σύμπαν
γιατί δεν γυρίζετε
στην πρωτινή κατοικία σας
γιατί εγκαταλείψατε
την παιδική μου ψυχή;
Είμαι η τύψη του αγγέλου
που αδίκησε ο Θεός...
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ' αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ' άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ' αγάπησε τίποτε.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.
Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Εκείνους λοιπόν που χάσκουν στα παρόντα πράγματα και αφοσιώνονται σ΄αυτά, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τα μέλλοντα, και τρέχουν χωρίς διακοπή στις σωματικές απολαύσεις, ενώ αφήνουν τις ψυχές τους να λειώνουν από την πείνα και να ταλαιπωρούνται από μύρια κακά, αυτούς τους παρομοιάζω με τον άνδρα εκείνο που έφευγε μπροστά από μαινόμενο ρινόκερω επειδή δεν άντεχε το θόρυβο της βοής και το τρομακτικό μούγκρισμα του, φεύγοντας όμως γρήγορα για να μην τον καταβροχθίσει ο ρινόκερος και τρέχοντας με ταχύτητα, έπεσε μέσα σε ένα μεγάλο βόθρο.
Ενώ δε έπεφτε μέσα σ΄αυτόν, άπλωσε τα χέρια του και πιάστηκε απο ένα φυτό το οποίο κρατούσε γερά, και αφού στήριξε και τα πόδια του σε κάποια βάση, νόμιζε ότι βρίσκεται σε ειρήνη και ασφάλεια.
Καθώς κοιτούσε όμως, βλέπει δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο, που έτρωγαν αδιάκοπα τη ρίζα του φυτού, από το οποίο ήταν κρεμασμένος, και κόντευαν σε λίγο να την κόψουν.
Κοιτάζοντας τότε τον πυθμένα του βόθρου, είδε ένα δράκο τρομερό στην όψη, που έβγαζε φωτιά από τα ρουθούνια του, ήταν πολύ άγριος, είχε πολύ φρικτά ανοιχτό το στόμα του στη βάση εκείνη που είχε στηριγμένα τα πόδια του, είδε να προβάλλουν τα κεφάλια τεσσάρων ασπίδων από τον τοίχο στον οποίο στηριζόταν, ενώ στρέφοντας τα μάτια προς τα επάνω, βλέπει να στάζει από τα κλαδιά του φυτού εκείνου λίγο μέλι.
Αφήνοντας λοιπόν τις σκέψεις για τις συμφορές που τον περικύκλωναν, ότι δηλαδή απ’ έξω ο ρινόκερος μανιασμένος ήθελε να τον κατασπαράξει, από κάτω ο φοβερός δράκος περίμενε με ανοιχτό το στόμα για να τον καταπιεί, το φυτό από το οποίο ήταν πιασμένος όπου νά ΄ναι θα κοβόταν, καί ότι τα πόδια του στηρίζονταν σε γλυστερή και άστατη βάση, ξεχνώντας ασυλλόγιστα τα τόσα και τέτοιου είδους φρικτά θεάματα, προσηλώθηκε μ΄όλη τη σκέψη του στη γλυκύτητα της μικρής εκείνης σταγόνας του μελιού.
Αυτή είναι η παρομοίωση αυτών που προσκολλώνται στην απάτη του κόσμου αυτού, τη σημασία της οποίας θα σου εξηγήσω αμέσως.
Ο ρινόκερος είναι σύμβολο του θανάτου, ο οποίος καταδιώκει διαρκώς και βιάζεται να συλλάβει το ανθρώπινο γένος.
Ο βόθρος είναι σύμβολο του κόσμου, που είναι γεμάτος από κάθε είδους κακά και θανατηφόρες παγίδες.
Το φυτό που διαρκώς το έκοβαν τα δύο ποντίκια, από το οποίο είχε πιαστεί, είναι η περίοδος της ζωής του καθενός, η οποία ξοδεύεται και καταναλώνεται όλες τις ώρες του ημερονυκτίου και κοντεύει λίγο-λίγο να κοπεί.
Οι τέσσερις πάλι ασπίδες σημαίνουν τη σύσταση του ανθρώπινου σώματος από τέσσερα αβέβαια και ασταθή στοιχεία, τα οποία όταν ατακτούν και ταράζονται, καταστρέφουν τη σύσταση του σώματος.
Επί πλέον, ο φλογώδης εκείνος σκληρός δράκος εικονίζει τη φοβερή κοιλιά του άδη, η οποία επιθυμεί πάρα πολύ να δεχθεί αυτούς που προτιμούν τα τωρινά ευχάριστα, από τα μελλοντικά αγαθά.
Τέλος η σταγόνα του μελιού φανερώνει τη γλυκύτητα που έχουν οι χαρές του κόσμου, με την οποία, απατώντας τους φίλους του, δεν τους αφήνει να προνοήσουν για τη σωτηρία τους.
(Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Βίος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, εκδόσεις ΕΠΕ τ. 10, σελ. 163-167)