ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ανέστη ο Κύριος όντως!Απάντηση στους αρνητές της Ανάστασης (μέρος Α)

(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα σελ. 548-617)

 

Α) Αι περί της Αναστάσεως ιστορικαί μαρτυρίαι.
α) Η μαρτυρία του Παύλου.

Η αρχαιοτέρα γραπτή μαρτυρία περί της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ευρίσκεται εις τας επιστολάς του Παύλου, αίτινες, ως γνωστόν, εγράφησαν προ των Συνοπτικών ευαγγελίων. Ποιαν σπουδαιότητα ενέχει η μαρτυρία του Παύλου, ανεπτύξαμεν ήδη εν τω Γ' κεφάλαιω. Περιοριζόμεθα δια τούτο να παρατηρήσωμεν ενταύθα ειδικώτερον, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία του Παύλου καθίσταται επί μάλλον αξιόλογος και σοβαρά δια τους κάτωθι λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει την αλήθειαν ταύτην της αναστάσεως ως βάσιν του απόστολικού του κηρύγματος και ως στοιχείον αυτού εκ των ων ουκ άνευ. Αρκεί να ρίψωμεν εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων του ιε' κεφαλαίου της Α' προς Κορινθίους επιστολής και θα πεισθώμεν ευθύς περί τούτου. Ομιλεί εκεί ο Απόστολος περί του Ευαγγελίου, ο ευηγγελίσατο τοις Κορινθίοις και εν τω οποίω παρέδωκεν αυτοίς εν πρώτοις, «ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς και ότι ετάφη και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν, έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απόστόλοις πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί». Ποιαν σπουδαιότητα απέδιδεν εις το σημείον τούτο του απόστολικού κηρύγματος ο θείος Παύλος, απόδεικνύεται ακόμη και εξ’ οόων ευθύς κατωτέρω διατείνεται, εν στίχοις 12-19, όπου, ως ήδη είπομεν, δεν δυσκολεύεται να διακηρύξη, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών».
2) Διότι εκ της μαρτυρίας του Παύλου απόδεικνύεται σαφέστατα, ότι το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των άλλων Απόστόλων. Καθ' όσον, όταν ο Παύλος διακηρύττη, ότι «είτε ούν εγώ, είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε», επάγων μάλιστα τους λόγους αυτούς ως συμπέρασμα των όσων περί του περιεχομένου του Ευαγγελίου του έγραψε προς τους Κορινθίους (ένθα ανωτ. στίχ. 11), δεν καταλείπει την ελαχίστην αμφιβολίαν περί του ότι τόσον το Ευαγγέλιον το κηρυττόμενον υπό του Παύλου, όσον και το Ευαγγέλιον το υπό των λοιπών Απόστόλων κηρυττόμενον, ήτο εν και το αυτό. Τούτο άλλως τε εμφαίνεται και εκ της προς Γαλάτας επιστολής (κεφ. β' 2 και 9), όπου ρητώς αναφέρεται ότι ο Παύλος μετά δεκατέσσαρα έτη από της επιστροφής αυτού εις Χριστόν ανελθών εις Ιεροσόλυμα εξέθεσε το υπ' αυτού κηρυττόμενον Ευαγγέλιον εις τους δοκούντας, τουτέστιν εις τον Ιάκωβον, εις τον Κηφάν και εις τον Ιωάννην, οίτινες δεξιάς έδωκαν αυτώ κοινωνίας, εύροντες κατά παάτα σύμφωνον προς το υπ’ αυτών κηρυττόμενον Ευαγγέλιον και το του Παύλου Ευαγγέλιον.
Αυτός άλλως τε ο Harnack ([1]) ομολογεί «ότι ανήκει εις τα πλέον βέβαια χριστιανικά γεγονότα, ότι ο απόστολος Παύλος δεν υπήρξεν ο πρώτος θέσας επί της πρώτης γραμμής την σπουδαιότητα του θανάτου του Χριστού και την σπουδαιότητα της αναστάσεώς του, αλλά συνηντήθη εν τη ομολογία ταύτη μετά της αρχεγόνου κοινότητος». «Τα γεγονότα αυτά του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού ο κύκλος των προσωπικών μαθητών του Ιησού και η πρώτη Χριστιανική κοινότης εκράτουν ως θεμελιώδη». «Επί του διπλού δε θεμελίου των λίθων τούτων εστηρίχθη ολόκληρος η Χριστολογία». «Ότι αι δύο αύται βεβαιώσεις («απέθανε δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών») υπήρξαν δια την αρχέγονον κοινότητα τα ουσιώδη σημεία της πίστεώς της, ουδεις ακόμη εξεδήλωσεν αμφιβολίαν τινά . Αυτός ο Strauss δεν το αμφισβητεί και ο F. C. Baur αναγνωρίζει ότι η αρχαιοτάτη Χριστιανωσύνη ωκοδομήθη επί της ομολογίας τούτων».
3) Διότι η μαρτυρία του Παύλου βασισθειςα επί της συμμαρτυρίας των αυτοπτών της αναστάσεως παρουσιάζεται π α λ α ι ο τ ά τ η, δυναμένη να αναχθή και εις αυτήν την πρώτην πενταετίαν μετά την ανάστασιν του Ιησού. Και Ιδού πώς. Η Α' προς Κορινθίους εγράφη κατά μεν τους ενωρίτερον χρονολογούντας αυτήν τω 53 μ.Χ., κατά δε τους βραδύτερον τω 57, η εν αυτή δε μαρτυρία αναφέρεται εις προηγούμενον κήρυγμα του Παύλου γενόμενον κατά την πρώτην και επίσκεψιν αυτού εις Κόρινθον, σημειωθειςαν περί το 50 μ.Χ. Ούτω φθάνομεν εις είκοσι περίπου έτη μετά το πάθος του Κυρίου. Αλλ' ως δύναται να συναχθή εκ της μαρτυρίας ταύτης, ο Παύλος είχεν επικοινωνήσει προς τους αυτόπτας της αναστάσεως και από του στόματος αυτών έμαθε τα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Η φράσις «ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ών οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν», αποδεικνύει σαφώς και αδιαμφισβητήτως ότι ο Παύλος εγνώρισε καλώς τους πεντακοσίους τούτους αυτόπτας, άρα δε και επεκοινώνησε προς αυτούς. Έχομεν λοιπόν πάντα λόγον να πειθώμεθα, ότι μάρτυς, μάλιστα τόσης περιωπής, οποίος υπήρξεν ο Παύλος, βεβαιών, ότι ο αναστάς Κύριος ενεφανίσθη τω Κηφά και τω Ιακώβω, εφρόντισε να εξακριβώση τούτο εξ’ αυτού του στόματος του Κηφά και του Ιακώβου, τους οποίους άλλως τε συνήντησεν, ως βέβαιοι ο ίδιος, τρία μόλις έτη μετά την επιστροφήν αυτού εις Χριστόν, και επέμεινε προς αυτούς η μέρας δεκαπέντε (Γαλατ. α' 18) ([2]). Λαμβανομένου δε υπ' όψει, ότι η επιστροφή του Παύλου, εάν δεν εγένετο εν έτος μετά την σταύρωσιν του Χριστού, ως διατείνεται ο Harnack ([3]), πάντως όμως εγένετο περί το 36 μ. Χ., η πρώτη συνάντησις του Παύλου προς τους κορυφαίους Αποστόλους συνέπεσε το πέμπτον ή το πολύ το όγδοον από της αναστάσεως του Ιησού έτος ([4]). Ούτω η μαρτυρία την οποίαν δίδει ο Παύλος εις την Α' προς Κορινθίους επιστολήν ανάγεται εις χρόνους παλαιοτάτους και μικρόν της αναστάσεως του Κυρίου απέχοντας.
4) Η εις παλαιοτάτους χρόνους αναγωγή της μαρτυρίας του Παύλου επιμαρτυρείται και εκ της φράσεως «τη τρίτη ημέρα», καθώς και εκ της φράσεως «κ α τ ά τ α ς
γ ρ α φ ά ς», ήτις επαναλαμβάνεται εν αυτή δις. Και είναι μεν αληθές, ότι ισχυρίσθησαν τινές των ορθολογιστών, ότι εκ της φράσεως ταύτης εμφαίνεται, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού πίστις του Παύλου προεκλήθη δια των Γραφών, αλλ' ο ισχυρισμός ούτος ελέγχεται ασύστατος, όταν ληφθή υπ' όψει, ότι η αυτή φράσις χρησιμοποιείται υπό του Παύλου προκειμένου και περί του θανάτου του Χριστού («απέθανε... κατά τας γραφάς»). Η φράσις αυτή έχει την αρχήν της εις αυτά τα πρώτα κηρύγματα, τα οποία ο Πέτρος απηύθυνε προς τους Ιουδαίους. Καθώς εμφαίνεται και εξ αυτής της κατά την ημέραν της Πεντηκοστής δημηγορίας του κορυφαίου (Πράξ. β' 24-28), ο Πέτρος αντιληφθεις, ποίαν σημασίαν είχον δια τους Ιουδαίους αι από των Γραφών αποδείξεις, ήδη από της πρώτης αυτού δημηγορίας ταύτης εχρησιμοποίησε το είδος τούτο της επιχειρηματολογίας και απέδειξεν, ότι η ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο σύμφωνος προς τας προρρήσεις των Γραφών. Λόγω δε της συχνής χρήσεως της επιχειρηματολογίας ταύτης και εξ’ αιτίας της ιδιαιτέρας ισχύος αυτής δια τους Ιουδαίους κατά την κρατούσαν μεταξύ των κριτικών γνώμην εν αυτώ τω πρώτω συμβόλω της πίστεως, τω ενωρίτατα ([5]) εν τη εκκλησιαστική χρήσει εισαχθέντι, εβεβαιούτο, ότι ο Χριστός ανέστη κατά τας Γραφάς. Και εκ του αρχεγόνου τούτου συμβόλου λαμβάνει τους πρώτους τούτους στίχους της μαρτυρίας αυτού ο Παύλος, ως εμφαίνεται εκ του ότι ουδαμού αλλαχού χρησιμοποιείται υπ' αυτού η φράσις «κατά τας γραφάς». Είναι εξ’ άλλου αξιοσημείωτον, ότι η φράσις «κατά την γραφήν» απαντά παρά τη επιστολή του Ιακώβου (β' 8), εξ ού εμφαίνεται η Ιεροσολυμιτική προέλευσις αυτής. Αλλά και ο όρος «οι δώδεκα» ουδέποτε χρησιμοποιείται υπό του Παύλου, ο οποίος προτιμά μάλλον τον όρον «οι απόστολοι». Ο όρος «οι δώδεκα» είναι ευαγγελικός και ανάγει ημάς εις την Ιεροσολυμιτικήν παράδοσιν. Αλλ' εάν ο Παύλος εις την Α' προς Κορινθίους μαρτυρίαν αυτού παρεισάγη παράθεσιν εξ αποστολικού συμβόλου, διακηρύττοντος, ότι ο Κύριος απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, ότι έταφη, ότι ανέστη τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ενεφανίσθη εις τον Πέτρον και εις τους δώδεκα, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι η μαρτυρία αυτού στηρίζεται και επί εγγράφου πηγής, απ' αυτών των πρώτων αυτοπτών του Κυρίου και της αναστάσεως αυτού ελκούσης την καταγωγήν της και εισαχθειςης από των πρώτων ετών της θεμελιώσεως της εκκλησίας εις επίσημον χρήσιν καθ' άπασαν την εκκλησίαν.
5) Αλλά και ο τρόπος, καθ' ον παρέχεται υπό των επιστολών του Παύλου η περί της αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία, καθιστά αυτήν οξιολογωτάτην. Διότι ο απόστολος θίγει όλως εν παρόδω, και μόνον διότι άγεται εις τούτο υπ’ αυτής της σειράς του λόγου, το μέγα τούτο της αναστάσεως γεγονός. Δεν πειράται ν' αποδείξη τούτο. Ουδέ καν προσπαθεί να επιβεβαιώση αυτό. Από όλας τας επιστολάς αυτού μόνον εις μίαν, εις την Α' προς Κορινθίους, κρίνει άξιον να ομιλήση ιδιαιτέρως περί του γεγονότος αυτού. Πράττει δε τούτο ουχί διότι υπήρχεν ανάγκη να βεβαιωθώσι περισσότερον οι προς ούς έγραφε Χριστιανοί περί της αληθείας ταύτης, αλλά διότι εσκόπει ν' απόδείξη, ότι τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί Απόστολοι, εκήρυττον το αυτό Ευαγγέλιον, να επιβεβαιώση δ' εξ άλλου άλλην τινά αλήθειαν, περί ης αμφέβαλλον πως οι Κορίνθιοι, την αλήθειαν της καθολικής αναστάσεως των νεκρών. Εκ τούτων αποδεικνύεται σαφώς, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και εκείνοι προς τους οποίους έγραφεν, ήσαν πλήρως πεπεισμένοι περί του ότι όντως ανέστη ο Κύριος ([6]). Και το συμπέρασμα τούτο εδραιούται περισσότερον, εαν ληφθή υπ' όψει, ότι μίαν εκ των επιστολών αυτού, την προς Ρωμαίους, γράφει προς εκκλησίαν, προς την οποίαν δεν είχεν ο ίδιος κηρύξει, άλλην δε, την προς Γαλάτας, απευθύνει προς εκκλησίας, εις ας κατά σμήνη είχον επιδράμει οι ψευδάδελφοι αναστατούντες τους Χριστιανούς και κλονίζοντες αυτούς από της αληθούς πίστεως. Ενώ λοιπόν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, δια πρώτην φοράν επικοινωνών προς τους εν Ρώμη, ευρίσκεται εις την ανάγκην να εκθέση εν πλάτει το Ευαγγέλιον αυτού, και όχι απλώς να διατυπώση, αλλά και να αποδείξη τας θεμελιώδεις αυτού αληθείας, περί της αληθείας της αναστάσεως του Χριστού δεν θεωρεί επάναγκες να ομιλήση ιδιαιτέρως, προφανώς διότι ουδεμία υπήρχε περί αυτής αμφιβολία καθ' όλον τον χριστιανικόν κόσμον. Εις δε την προς Γαλάτας επιστολήν ομιλεί περί τόσων άλλων ζητημάτων και τόσας άλλας αληθείας δια συλλογισμών πυκνών και συμπαγών αποδεικνύει, μόνον δε δια μίαν αλήθειαν δεν ευρίσκεται εις την ανάγκην να αγωνισθή, δια την αλήθειαν της αναστάσεως του Κυρίου. Τουθ' όπερ αποδεικνύει εμφανώς, ότι ουδέ παρ' αυτοίς τοις Ιουδαΐζουσι Χριστιανοίς ημφεσβητείτο το μέγα τούτο γεγονός! Αλλ' εάν τοιαυτή είναι η πεποίθησις των πρώτων Χριστιανών και εάν, όπως ομολογείται υπό πάντων, επί του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εθεμελιώθη η πρώτη εκκλησία και ωκοδομήθη ολόκληρος ο Χριστιανισμός, τα δύο αυτά γεγονότα πρέπει να είναι ιστορικά και βέβαια. Δεν δυνάμεθα σοβαρώς να υποστηρίξωμεν μετά του Sehmiedel ([7]) ότι «είναι αδιαμφισβήτητον, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη ουχί αμέσως επί του γεγονότος της αναστάσεως του Ιησού, αλλ' επί της πίστεως εις την ανάστασίν του και αυτή η πίστις, ειργάζετο μετ' ίσης ενεργείας, αδιάφορον αν η ανάστασις ήτο γεγονός πραγματικόν ή ου». Διότι ως ορθώς παρετήρησεν ο εκ των νεωτεριζόντων (modernistes) καθολικών Εδουάρδος Le Roy ([8]) «παν ό,τι είναι καθαρώς απατηλή χίμαιρα, καθαρώς νοσηρά φαντασιοπληξία, άνευ αξίας τινός αληθείας, δύναται αναμφιβόλως να διεγείρη προς στιγμήν την πίστιν. Αλλά τοιαυτή πίστις δεν είναι οικοδομητική ούτε καρποφόρος εξ επόψεως ηθικής· δεν παράγει ουδέν στερεόν· δεν μεταδίδεται πολύ μακράν· δεν επισυνάγει πολλάς ψυχάς εν μια κοινωνία, ζωοποιούση αυτάς· δεν ανθίσταται εις την φθοροποιόν και διαλυτικήν επίδρασιν του χρόνου, εις την δοκιμασίαν της, κυκλοφορίας της εν τη πρακτική χρήσει. Εξοφλείται πάντοτε εις το τέλος του λογαριασμού δι' αποτυχίας, όπου αποκαλύπτεται ο ψευδής χαρακτήρ της». Μόνον περί της αληθείας δύναται να λεχθή, ότι «ουδέν διαρκέστερον αυτής». Και μόνον περί αυτής ισχύει, ότι «παν όπερ εξυπηρετεί αυτήν, διασώζεται ως κεφάλαιον ασθενές, αλλ' ασφαλές. Ουδέν εν τω μικρώ θησαυρώ της απόλλυται. Τουναντίον παν ό,τι ψευδές καταρρέει. Το ψεύδος δεν θεμελιούται, ενώ το μικρόν οικοδόμημα της αληθείας είναι χαλύβδινον και ανυψούται συνεχώς» ([9]).
6) Τέλος κατά τας λεπτομερείας του περιεχομένου της εξεταζομένη η μαρτυρία αυτή παρουσιάζεται επιβεβαιουμένη πλήρως και υπό της αφηγήσεως των ευαγγελιστών. Διότι μαρτυρεί 1) την εμφάνισιν την γενομένην εις τον Πέτρον, την υπό του Λουκά μαρτυρουμένην, τοποθετών μάλιστα αυτήν εν τη αυτή θέσει, εν τη οποία τοποθετεί αυτήν και ο Λουκάς εν τη σειρά των εμφανίσεων. 2) Την εμφάνισιν προς τους δώδεκα, ήτις και κατά τους τρεις εκ των ευαγγελιστών εγένετο κατά την αυτήν της αναστάσεως ημέραν. Πράγματι η εμφάνισις αυτή μαρτυρείται πρώτον μεν υπό του Λουκά (κδ' 36), επιβεβαιούται δε και υπό της αφηγήσεως της εν τω τέλει του κατά Μάρκον Ευαγγελίου και παρουσιάζεται εξ ολοκλήρου η αυτή προς την υπό του Ιωάννου (κ' 19) αναφερομένην. 3) Άλλην τινά εμφάνισιν συντελεσθειςαν εν μέσω ευρυτάτου κύκλου πιστών, των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε τους πεντακοσίους και η οποία πιθανώτατα είναι η υπό του Ματθαίου ιστορουμένη ως λαβούσα χώραν εν Γαλιλαία ([10]). 4) Την εις τον Ιάκωβον, περί της οποίας δεν μαρτυρούσιν οι ευαγγελισταί και 5) Άλλην μίαν ακόμη εμφάνισιν έμπροσθεν όλων των Αποστόλων λαβούσαν χώραν, ιστορουμένην και ταύτην υπό των ευαγγελιστών.
Ούτω πάσαι αι υπό του Παύλου αναφερόμεναι εμφανίσεις, πλην μόνης της προς τον Ιάκωβον γενομένης, αναφέρονται και υπό των ευαγγελιστών. Δεν μνημονεύονται δε υπό του Παύλου μόνον αι εις τας μυροφόρους και εις τους προς Εμμαούς πορευομένους εμφανίσεις· τούτο δε διότι ο απόστολος δεν προτίθεται να παραθέση πλήρη κατάλογον των εμφανίσεων ([11]). Τουναντίον πιθανώτατον παρουσιάζεται ότι ποιείται εκλογήν των εγκυροτέρων εκ των εμφανίσεων, και τοιαύται ήσαν η εμφάνισις εις τον Πέτρον, του οποίου το κύρος εν Κορίνθω ήτο ηδραιωμένον (Α' Κορινθ. α' 12), η εις τους δώδεκα, η εις το σύνολον των πρώτων πιστών ήτοι η εις τους πεντακοσίους, των οποίων οι πλειςτοι επέζων, η εις τον Ιάκωβον, του οποίου το κύρος ήτο μέγα παρά τοις εξ’ Ιουδαίων Χριστιανοίς, η εις τους Αποστόλους πάντας, και τέλος η εις αυτόν τον Παύλον. Τας τρεις άλλας, ως φέρουσας ιδιωτικόν χαρακτήρα και μη γενομένας εις αποστόλους, παραλείπει.
Συμπεραίνοντες παρατηρούμεν και πάλιν δι' ολίγων, ότι είναι εξόχως σπουδαία η υπό των επιστολών του Παύλου παρεχομένη περί της αναστάσεως μαρτυρία, μάλιστα δια τους εξής λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως στοιχείον του αποστολικού κηρύγματος ουσιωδέστατον και θεμελιωδέστατον, αυτήν την βάσιν του κηρύγματος ουχί ενός αλλά πάντων των Αποστόλων·
2) διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως μαρτυρούμενον υπό των αυτοπτών (Κηφά, Ιακώβου, πεντακοσίων αδελφών) εις εποχήν παλαιοτάτην και μόλις πέντε ή εξ έτη της σταυρώσεως και της αναστάσεως απέχουσαν·
3) διότι είκοσι μόλις έτη μετά τον θάνατον του Χριστού (οπότε συμπίπτει ο χρόνος της συγγραφής των τεσσάρων επιστολών του Παύλου) παρουσιάζει ολόκληρον την εκκλησίαν από της Ρώμης μέχρι των Ιεροσολύμων και από της Αγκύρας μέχρι της Κορίνθου ομολογούσαν εν ένι στόματι και μια καρδία την μεγάλην αλήθειαν της Αναστάσεως.


β) Αι μαρτυρίαι των Ευαγγελίων.

Είναι βεβαίως περιττόν να είπωμεν, ότι δεν θα επανέλθωμεν ενταύθα επί των επιχειρημάτων, άτινα εν τω Γ' κεφαλαίω παρεθέσαμεν και εκ των οποίων απεδείχθη εμφανέστατα η σπουδαιότης και σοβαρότης των Ευαγγελίων ως συγγραφών και πηγών ιστορικών. Ενταύθα θα εξετασθή ειδικώς η περί της αναστάσεως του Χριστού ευαγγελική μαρτυρία δια να αποδειχθή η αφέλεια, η απλότης, η ειλικρίνεια και η καλή πίστις των εξιστορούντων τα κατά την ανάστασιν εξ’ αυτών τούτων των ευαγγελικών κειμένων αναπηδώσα και αποκαλυπτομένη.

1. Αι κατά τα Ευαγγέλια εμφανίσεις. Κατά τους ευαγγελιστάς ο Ιησούς αναστάς ενεφανίσθη:
1) Εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν (Μάρκ. ιστ' 9-11 και Ιωαν. κ' 11-18) και
2) Εις τας μυροφόρους γυναίκας (Ματθ. κη' 9-10) κατά την πρωίαν της Κυριακής.
3) Εις τους δύο μαθητάς, τους εις Εμμαούς πορευομένους, κατά το απόγευμα της αυτής ημέρας (Μάρκ. ιστ' 12-13, Λουκ. κδ' 13-15).
4) Εις τον Σίμωνα Πέτρον ολίγω αργότερον (Λουκ.κδ' 34).
5) Εις τους δεκα Αποστόλους απόυσιάζοντος του Θωμά κατά την εσπέραν της αυτής ημέρας (Μάρκ. ιστ' 14, Λουκ. κδ' 36-43, Ιωαν. κ' 19-25).
6) Εις τους ένδεκα παρόντος και του Θωμά μετά οκτώ ημέρας (Ιωαν. κ' 26-29).
7) Εις επτά αποστόλους παρά την λίμνην της Τιβεριάδος (Ιωαν. κα' 1-23).
8) Εις τους ένδεκα εν τω όρει της Γαλιλαίας, «ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. κη' 16)·
και 9) Εις τους αποστόλους πάντας εις Βηθανίαν κατά την ημέραν της αναλήψεως (Μαρκ. ιστ' 19-20, Λουκ. κδ' 50, Πραξ. α’ 6-11), την οποίαν τινές εταύτισαν προς την ως άνω εν Γαλιλαία σημειωθειςαν.

2. Πενιχρότης των ευαγγελικών πληροφοριών. Η πρώτη εντύπωσις, την οποίαν προ πάσης αξετάσεως αυτών παρέχουσιν αι μαρτυρίαι αύται, είναι η πτωχεία και πενιχρότης των πληροφοριών, τας οποίας παρέχουσι δυσαναλόγως προς την σοβαρότητα και σπουδαιότητα, η οποία εξ αρχής απεδόθη υπό των Αποστόλων και της πρώτης εκκλησίας εις το γεγονός της αναστάσεως. Το μόνον επεισόδιον, όπερ εκτίθεται μετά τίνος λεπτομερείας, είναι το της εμφανίσεως του αναστάντος Κυρίου εις τους δύο μαθητάς, τους πορευομένους εις τους Εμμαούς. Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτον τυγχάνει ότι περί της ενδόξου ζωής, εις την οποίαν μετά την ανάστασιν εισήλθεν ο Κύριος, δεν αφηγούνται οι ευαγγελισταί παρά ελάχιστα τινά και όλως ανεπαρκή. Η φύσις της ζωής ταύτης, η έκτακτος, η νέα, η απηλλαγμένη των κοινών συνθηκών υπό τας οποίας έζησε πρότερον ο Ιησούς, η όλως άγνωστος εις τους μήπω εισελθόντας εις αυτήν και μετασχόντας ταύτης, περί της οποίας δεν είναι εις θέσιν να σχηματίσωσι σαφή ιδέαν οι εισέτι το φθαρτόν σκήνος του σώματος περιβεβλημένοι θνητοί, εξηγεί πλήρως, διατί εις τας περί αναστάσεως παραδόσεις των αυτοπτών, τας περισωθειςας εις τα ευαγγελικά κείμενα, ευρίσκομεν κάτι το ασαφές, το μη επαρκώς πλήρες ([12]). Αντιλαμβάνονται οι Απόστολοι, ότι βλέπουσι και ακούουσι τον διδάσκαλον· πείθονται, ότι είναι αυτός, διότι συλλαμβάνουσι τας χείρας του και τους πόδας του. Αλλά συγχρόνως κατανοούσιν, ότι η ζωή, την οποίαν ήδη ζη ο διδάσκαλος είναι διάφορος της προτέρας. Και βυθίζονται ούτω εις απορίαν, διότι ο Ιησούς είναι και δεν είναι συγχρόνως ο αυτός προς εκείνον, τον οποίον εγνώρισαν και μετά του οποίου συνέζησαν επί τριετίαν ολόκληρον. Τα χαρακτηριστικά ταύτα των ευαγγελικών περί αναστάσεως αφηγήσεων συντρίβουσι κυριολεκτικώς τον ισχυρισμόν του Α. Meyer ([13]), κατά τον οποίον εγένοντο προσθήκαι εις τας περί αναστάσεως πρωταρχικάς παραδόσεις, επί τω σκοπώ όπως ικανοποιηθώσι νεόφυτοι και νεωστί προσηλυτισθέντες εις την πίστιν απλήστως έχοντες προς το υπερφυσικόν, αλλά και η απολογητική τάσις της πρώτης εν Ιεροσολύμοις κοινότητος, αισθανομένης την ανάγκην να παρουσιάση τας προφητείας πληρωθειςας εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού. Εάν ο ισχυρισμός ούτος ήτο ακριβής, γεννάται το ερώτημα, πώς τόσαι προθέσεις, τόσαι ανάγκαι, τόσαι αιτίαι προς επέκτασιν και διαπλάτυνσιν του αρχικού περί αναστάσεως υλικού, αλλά και τόσαι προσθήκαι και παρεμβολαί γενόμεναι εις αυτό κατέληξαν εις τας τόσον ισχνάς, πτωχάς, βραχείας και τον χαρακτήρα αποσπασμάτων φερούσας αφηγήσεις ([14]); Είναι τόσον πτωχαί και βραχείαι αύται, ώστε πέντε γραμμαί, τας οποίας ο Παύλος γράφει σχεδόν ειπείν εν παρόδω εις την Α' προς Κορινθίους επιστολήν του προσθέτουσιν αρκετά εις το σύνολον των εκ των Ευαγγελίων πληροφοριών. Τοσαυτή ευσυνειδησία και ακρίβεια εκδηλούται εκ μέρους των ευαγγελιστών και τόσον πολύ εμμένουσιν ούτοι εις το να καταγράψωσιν εν τοις Ευαγγελίοις αυτών ό,τι αυτοί και μόνοι είτε αμέσως είτε εξ αυθεντικών πληροφοριών αξιοπίστων αυτοπτών αντελήφθησαν.
Ταύτα περί των μαρτυριών των Ευαγγελίων γενικώς.

3. Συμφωνία ανεπιτήδευτος. άαν ήδη μελετήσωμεν μετά προσοχής τας περί της αναστάσεως ευαγγελικάς αφηγήσεις, διακρίνομεν πρωτίστως, ότι αύται ανεπιτηδεύτως συμπίπτουσιν περί ωρισμένον αριθμόν βεβαίων γεγονότων παρουσιάζουσαι αξιοθαύμαστον συμφωνίαν. Τοιαύτα γεγονότα και σημεία των αφηγήσεων θα ηδύναντο να σημειωθώσι τα επόμενα:

Το πρώτον εκ τούτων κατά τον L. de Grandmaison ([15]) τυγχάνει αρνητικόν μεν, αλλ' εξόχως αξιοσημείωτον. Είναι δε τούτο η έλλειψις χρονολογικής ενδείξεως, εμφαινούσης την ώραν, κατά την οποίαν έλαβε χώραν η ανάστασις, καθώς και η έλλειψις πάσης περιγραφής αυτού του γεγονότος της αναστάσεως. Οι ευαγγελισταί περιορίζονται απλώς να μας είπουν ότι την πρωίαν της Κυριακής ο Ιησούς είχεν αναστή. Ποίαν ώραν της νυκτός εσημειώθη η ανάστασις και πώς το νεκρόν του Κυρίου σώμα εζωοποιήθη και εγκατέλιπε τον τάφον, ουδεις των ευαγγελιστών πειράται να ορίση ή να περιγράψη. Επί γεγονότος δε, το οποίον τόσον ζωηρώς θα προσείλκυε το ενδιαφέρον και την προσοχήν των πρώτων Χριστιανών, εάν πράγματι οι αφηγούμενοι αυτό δεν περιωρίζοντο εις ό,τι εξ’ αυτοψίας είχον αντιληφθή και διακριβώσει, ήτο φυσικόν η φαντασία να εκτραπή και να συμπληρώση τα κενά, τα οποία παρουσιάζοντο εν τη εκτυλίξει αυτού. Θα έπρεπεν η φαντασία να επισωρεύση λεπτομερείας καταπλησσούσας εν τη περιγραφή της αναστάσεως συντελούμενης δια τινος ενεργείας βραδείας ή αιφνιδίας, εν μέσω συναθροίσεως αγγέλων η αγίων, θεωμένων την αναζωογόνησιν του αδρανούς και νεκρού σώματος του Ιησού και προσπιπτόντων εις προσκύνησιν αυτού μεθ' ύμνων και δοξολογιών, των οποίων το περιεχόμενον θα εστιχουργείτο υπό της ποιητικής πτήσεως. Πράγματι δε τοιαύτην εκτροπήν, προδίδουσαν καταδήλως την πλαστότητα, παρουσιάζει το απόκρυφον κατά Πέτρον ευαγγέλιον ([16]). Περί της αφηγήσεως του ευαγγελίου τούτου εν αντιθέσει προς την αφήγησιν των κανονικών Ευαγγελίων ομολογεί αυτός ο P. W. Schmiedel, ότι «η ανάστασις του Ιησού, η οποία εις τα κανονικά Ευαγγέλια μετ' επιφυλάξεως αξιοσημείωτου πάντοτε προϋποτίθεται, ότι έλαβεν ήδη χώραν, και ουδέποτε περιγράφεται, εις το ευαγγέλιον του Πέτρου παρουσιάζεται ως λαμβάνουσα χώραν υπό τα όμματα των Ρωμαίων και των Ιουδαίων των φρουρούντων τον τάφον, καθ' ένα δε τρόπον, τον οποίον δεν δύναται τις να χαρακτηρίση παρά αλλόκοτον»([17]).

Δεύτερον χαρακτηριστικόν σημείον, επί του οποίου συμπίπτουσιν αι αφηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων, είναι η κενότης του τάφου, η διαπιστωθειςα την τρίτην από του πάθους ημέραν υπό των επισκεφθεισών τον τάφον λίαν πρωί της μιας σαββάτων μυροφόρων γυναικών, μεταξύ των οποίων διακρίνεται Μαρία η Μαγδαληνή.

Τρίτον σημείον αυτομάτου συμφωνίας των ευαγγελιστών είναι η γέννησις της πίστεως εις την ανάστασιν παρά ταις γυναιξί πρώτον, αίτινες εις μάτην προσπαθούσι να μεταδώσωσι την πίστιν ταύτην και εις τους Αποστόλους. Αυταί πρώται επισκέπτονται τον τάφον. Εις αυτάς πρώτας εμφανίζεται ο αναστάς Κύριος, αφού προηγουμένως αυταί είδον οπτασίαν αγγέλων. Αυταί αναγγέλλουσι την ανάστασιν εις τους μαθητάς, οίτινες απιστούσιν εις ταύτας. Ο ρόλος δε της Μαγδαληνής, η αγγελοφάνεια και η δυσπιστία των μαθητών εξαίρονται παρ' απάσαις ταις πηγαίς της ευαγγελικής ιστορίας.

Τέταρτον χαρακτηριστικόν σημείον συμφωνίας των ευαγγελιστών είναι, ότι ο Ιησούς αναστάς δεν ενεφανίσθη εις ουδένα εκ των εχθρών του, αλλά μόνον εις τους φίλους και μαθητάς αυτού.

Πέμπτον ενεφανίσθη εις τους μαθητάς μετά την εις τας μυροφόρους εμφάνισιν. Και ενεφανίσθη εξ απροόπτου, ουχί εις περιβάλλον παρεσκευασμένον και υποβοηθούν τους αποστόλους, όπως πιστεύσωσιν εις την ανάστασιν. Αι συνθήκαι της εμφανίσεως είναι τοιαύται, ώστε αυτοί αμφιβάλουσι, φοβούνται νομίζοντες ότι η εμφάνισις οφείλεται εις πνεύμα ή φάντασμα τι και μόνον τότε πείθονται, όταν υποβάλλωσιν εις την άμεσον αυτών αφήν το σώμα του Διδασκάλου. Η δυσπιστία των και οι φόβοι των κατανικώνται δια της επιμονής του αναστάντος, ο οποίος δεν εμφανίζεται στιγμιαίως, ίνα ευθύς εξαφανισθή, αλλ' αναστρέφεται, συνομιλεί και συντρώγει μετά των μαθητών.

Έκτον σημείον συμφωνίας τυγχάνει η υπό πάντων των ευαγγελιστών μαρτυρουμένη απότομος μεταβολή των μαθητών, πιστευσάντων ακραδάντως εις την ανάστασιν. Η ψυχολογική αυτή μεταβολή, καθ' ην οι κατεπτοημένοι τέως και καταπεπτωκότες μαθηταί παρουσιάζονται δια μιας θαρραλέοι, απτόητοι, ακατάβλητοι και ανυπέρβλητοι εις ηρωϊσμόν, οφείλεται εις την θριαμβευτικήν πεποίθησιν, την οποίαν εσχημάτισαν περί της αναστάσεως του Διδασκάλου, και η οποία εμπνέει αυτούς καθ' όλην την μετέπειτα δράσιν αυτών, καθιστώσα αυτούς μεν προθύμους εις πάσαν θυσίαν, την δε πορείαν αυτών ακαταπόνητον και νικηφόρον.

4. Διαφοραί  και  κενά . Εν ταις λεπτομερείαις όμως παρουσιάζονται κενά και διαφοραί τινες. Και αι μεν διαφοραί επιβεβαιούσαι την απ' αλλήλων ανεξαρτησίαν των ευαγγελιστών εν ταις αφηγήσεσιν αυτών δεν παρουσιάζονται ασυμβίβαστοι. Τα δε κενά είναι πολλάκις τοιαύτα, ώστε η μία αφήγησις να προϋποθέτη την ετέραν και η μετ' αλλήλων συμπλήρωσις να εξαίρη επί μάλλον το ανεπιτήδευτον της συμφωνίας.
Ούτω, ίνα αρχίσωμεν από το γεγονός της ταφής, ο Ιωσήφ κατά μεν τον Ματθαίον και τον Ιωάννην ήτο απλώς άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, «μαθητής του Ιησού κεκρυμμένος δε δια τον φόβον των Ιουδαίων, κατά τους άλλους δε δύο ευαγγελιστάς ήτο και βουλευτής, μη συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει των Ιουδαίων. Είναι προφανές ότι ουδετέρα των λεπτομερειών τούτων αποκλείει την άλλην. Ο Ιωσήφ ηδύνατο να είναι συγχρόνως και πλούσιος και μαθητής του Ιησού εν τω κρυπτώ και βουλευτής.
Κατά τους συνοπτικούς ο τάφος ήτο λαξευτός εντός βράχου και η ειςοδος αυτού εκαλύπτετο δια λίθου μεγάλου προσκυλιομενου επ' αυτής. Κατά τον Ιωάννην το μνημείον ευρίσκετο εν κήπω και ήτο ανεγηγερμενον μάλλον επί του εδάφους, εξ’ ου και ο λίθος δεν χαρακτηρίζεαι ως απoκεκυλισμένος, ως παρά τοις λοιποίς συνοπτικοίς, αλλ’ ως η ρ μ έ ν ο ς, ο δε Ιωάννης, ο προδραμών τάχιον του Πέτρου εις το μνημείον, παρουσιάζεται ως παρακύπτων, ίνα ίδη το εσωτερικόν του μνημείου. Αμφότεραι εν τούτοις αι αφηγήσεις δύνανται να συμβιβασθώσιν, εφ' όσον και η αφήγησις του Ιωάννου ομιλεί περί του μνημείου ως ευρυχώρου κοιλότητος, εντός της οποίας δεν καταβαίνει αλλ' εισέρχεται ελευθέρως ο Πέτρος πρώτον και μετ' αυτόν ο Ιωάννης.
Περί της φρουράς, η οποία ετέθη εν τω τάφω σιγώσιν οι άλλοι ευαγγελισταί, και μόνον ο Ματθαίος ομιλεί περί αυτής. Αλλ' η σιγή των άλλων ευαγγελιστών δεν αποτελεί απόδειξιν, ότι η φρουρά δεν ετέθη, διότι οι ευαγγελισταί συγγράφοντες δεν προετίθεντο να εκθέσωσι πάντα ανεξαιρέτως τα γεγονότα. Αποδεικνύει μόνον, ότι η υπό μόνου του Ματθαίου αναφερομένη λεπτομέρεια αυτή δεν περιελαμβάνετο και εις την αρχέγονον αποστολικήν κατήχησιν την δια ζώσης παραδιδομένην, ήτις απετέλεσε πηγήν της συνοπτικής αφηγήσεως, και ότι ο Ματθαίος γνωρίζων ταύτην εχρησιμοποίησεν αυτήν ως σύμφωνον προς τον ιδιάζοντα συγγραφικόν σκοπόν του. Ούτε δύναται ν' αποτελέση σοβαράν ένστασιν κατά της εν προκειμένω αξιοπιστίας του Ματθαίου, το ότι δια των ενεργειών των αρχιερέων και Φαρισαίων προς σφράγισιν του τάφου, των σημειωθεισών «τη απαύριον» του θανάτου του Ιησού, «ήτις εστί μετά την παρασκευήν», παρεβιάσθη η αργία της μεγάλης εορτής του Πάσχα και του Σαββάτου. Ως ορθώς παρετηρήθη ([18]), οι Ιουδαίοι άρχοντες και οι Φαρισαίοι ήσαν επιδέξιοι περί το να εξευρίσκωσι περιπτώσεις εξαιρέσεων και παραβιάσεων του νόμου, προκειμένου μάλιστα περί ανάγκης οποία ήτο η απασχολούσα αυτούς. Αβάσιμος τυγχάνει και η ετέρα ένστασις, η στηριχθειςα επί της εκδοχής, ότι οι Φαρισαίοι και οι αρχιερεις δεν θα ηδύναντο να εννοήσωσι τους περί της αναστάσεως αυτού λόγους του Σωτήρος, αφού και αυτοί οι μαθηταί κατά την βεβαίωσιν του Ιωάννου, καθ' ον χρόνον επεσκέπτοντο το κενόν μνημείον, «ουδέπω ήδεισαν την γραφήν, ότι δει αυτόν εκ νεκρών αναστήναι» (Ιωαν.κ' 9). Διότι και εάν έτι υποθέσωμεν, ότι οι μαθηταί δεν είχον εννοήσει την έννοιαν των περί της αναστάσεως αυτού λόγων του Κυρίου, δεν έπεται εκ τούτου ότι και οι εν Ιεροσολύμοις εντριβεις περί τον νόμον, οι θεολόγοι και διανοούμενοι της εποχής εκείνης, παρέμειναν όλως ξένοι προς την έννοιαν αυτών, εφ' όσον και η εικών του Ιωνά, προς την οποίαν ο Χριστός παρωμοίασε την από του πάθους και του θανάτου του απολύτρωσίν του, ήτο αρκούντως σαφής, αλλά και κρατούσαι κατά την εποχήν εκείνην δοξασίαι υπέτρεφον την υπόνοιαν, ότι ήτο δυνατόν ν' αναστή τις εκ νεκρών και να επανέλθη μεταξύ των ζώντων. Τούτο εμφαίνεται εκ των λόγων, τους οποίους κατά τον Μάρκον είπεν Ηρώδης ο Αντύπας περί του Ιησού, όταν ήκουσε περί των θαυμάτων αυτού. Εβεβαίωσε δηλαδή ο Ηρώδης, ότι «Ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτος ηγέρθη εκ νεκρών» (Μάρκ. στ' 16).
Ώς προς τα αρώματα, ταύτα κατά την αφήγησιν του Λουκά είχον ήδη ετοιμάσει αι επί το μνήμα ερχόμεναι γυναίκες. Πότε είχον ετοιμάσει ταύτα δεν αναφέρει ο τρίτος ευαγγελιστής, Ομιλεί όμως περί τούτου ο Μάρκος, ύστις καθορίζει τον χρόνον της προετοιμασίας δια της φράσεως «διαγενομένου του σαββάτου», ήτοι η αγορά των αρωμάτων εγένετο την εσπέραν του Σαββάτου. Πώς ήδη αι μυροφόροι αγοράζουσιν αρώματα, ενώ ήδη παρά τον τάφον ευρίσκεται η κουστωδία, εξηγείται πλήρως δια της εκδοχής, ότι τηρήσασαι μετά πάσης ακριβείας την αργίαν του Σαββάτου, παρέμειναν εγκεκλεισμέναι εν τω οίκω αυτών, ως εκ τούτου δε δεν έλαβον γνώσιν περί του ότι ετέθη παρά τον τάφον του Ιησού φρουρά. Η άγνοιά των αυτή ευρίσκεται σύμφωνος πληρέστατα και προς την άλλην απορίαν αυτών, την οποίαν ερχόμεναι εις το μνημείον εκδηλούσι λέγουσαι· «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» Το ότι δε ο Ματθαίος καθορίζει ως σκοπόν της επισκέψεως ταύτης των μυροφόρων το να θεωρήσωσι τον τάφον, χωρίς να προσθέτη τίποτε περί της προθέσεως αυτών όπως αλείψωσι δια μύρων τον Ιησούν, δεν αποτελεί πραγματικήν διαφωνίαν προς τους άλλους δύο συνοπτικούς. Εκείνοι ομιλούσι και περί προθέσεως μη πραγματοποιηθειςης, αυτός δε περί του γεγονότος, παρατρέχει δε την λεπτομέρειαν της προσκομίσεως και μύρων, η οποία όλως φυσικώς τίθεται εις δευτερεύουσαν μοίραν υπό της αφηγήσεώς του τονιζούσης εξόχως, ότι παρά τον τάφον ήτο εγκατεστημένη κουστωδία, η οποία και εάν έτι δεν ανίστατο ο Ιησούς, δεν θα επέτρεπεν εις τας μυροφόρους να πλησιάσωσι και να πραγματοποιήσωσι την πρόθεσίν των.
Προκειμένου περί της ώρας, καθ' ην αι μυροφόροι έρχονται εις το μνημείον, ο μεν Μάρκος καθορίζει ταύτην δια του λίαν πρωί, ανατείλαντος του ηλίου, οι δε άλλοι τρεις ευαγγελισταί καθορίζουσιν αυτήν δια του σκοτίας έτι ούσης ή όρθρου βαθέος ή οψέ σαββάτων. Ούτω συμφωνούσι μεν πάντες ως προς την ημέραν, παρουσιάζουσιν όμως διαφοράν τινα ως προς την ώραν. Αλλ’ η διαφορά αυτή δεν είναι ασυμβίβαστος. Εξηγείται πλήρως εάν ληφθώσιν υπ' όψει πρώτον μεν, ότι ως φαίνεται πιθανώτατον εκ της όλης αφηγήσεως των ευαγγελιστών αι μυροφόροι ήλθον εις το μνημείον καθ' ομίλους, ήτοι άλλαι μεν, εν αις και η Μαρία η Μαγδαληνή, ήλθον ενωρίτερον, άλλαι δε βραδύτερον πως· δεύτερον δε, ότι και κατά την αφήγησιν του Μάρκου ο ήλιος μόλις θα είχεν ανατείλει, αφού και εν αυτή προστίθεται το «λίαν πρωί», είναι δε γνωστόν, ως παρατηρούσιν οι Jacquier και Bourchany ([19]), ότι εν τη Ιουδαία το λυκαυγές δεν παρατείνεται επί μακρόν, αλλά το μεταξύ του βαθέος όρθρου και της ανατολής του ηλίου παρεμπίπτον διάστημα είναι βραχύτατον.
Ως προς τα ονόματα των μυροφόρων, αίτινες ήλθον εις τον τάφον, πάντες οι ευαγγελισταί συμφωνούσιν, ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είναι μεταξύ των γυναικών τούτων. Αλλ' η μεν αφήγησις του Ιωάννου παρουσιάζει αυτήν ερχόμενην μόνην εις τον τάφον, ενώ κατά τας αφηγήσεις των άλλων ευαγγελιστών η Μαγδαληνή φθάνει εις τον τάφον εν συνοδεία μετά των άλλων μυροφόρων. Εν τούτοις αυτή η αφήγησις του Ιωάννου παρέχει σαφεστέραν ένδειξιν περί του ότι η Μαγδαληνή δεν ήλθεν εκεί μόνη. Εις τους λόγους, τους οποίους προς τον Σίμωνα Πέτρον απευθύνει, η Μαρία ομιλεί και εξ’ ονόματος των συντρόφων της. «Ήραν, λέγει, τον Κύριον εκ του μνημείου, και ουκ ο ί δ α μ ε ν πού έθηκαν αυτόν» (Ιωαν. κ' 2). Ενώ ολίγας γραμμάς κατωτέρω η αυτή Μαρία απευθυνόμενη προς τους ερωτήσαντας αυτήν αγγέλους, λέγει, «ότι ήραν τον Κύριόν μου και ουκ οίδα πού έθηκαν αυτόν» (στιχ. 13).
Ως προς την περιγραφήν της αποκυλίσεως του λίθου υπό του αγγέλου, αυτή έλαβε χώραν προ της αφίξεως των μυροφόρων εις το μνημείον. Εάν λοιπόν οι τρεις ευαγγελισταί παραλείπωσι να ομιλήσωσι περί αυτής, δεν δημιουργεί τούτο πραγματικήν αντίφασιν μεταξύ αυτών και του Ματθαίου. Ο Ματθαίος προϋποθέτει λεπτομέρειαν, εξυπηρετούσαν τον σκοπόν της αφηγήσεώς του, η οποία κατά το σημείον τούτο κατέτεινε να αναιρέση την συκοφαντίαν των Ιουδαίων, ότι έλαβε χώραν κλοπή. Οι άλλοι όμως ευαγγελισταί, οι οποίοι ουδένα λόγον ποιούνται περί της συκοφαντίας ταύτης, περιορίζονται απλώς εις το να διαπιστώσωσι τα υπό πάντων μαρτυρούμενα γεγονότα της κενότητος του τάφου και της αγγελοφανείας, ως αντελήφθησαν ταύτα αι πρότερον παντός άλλου επισκεφθειςαι τον τάφον μυροφόροι.
Διαφωνία τις παρουσιάζεται και ως προς τον αριθμόν των αγγέλων. Κατά την αφήγησιν των δύο πρώτων συνοπτικών αι μυροφόροι ευρίσκονται ενώπιον ενός αγγέλου, ενώ κατά τον Λουκάν οι άγγελοι ήσαν δύο, και κατά τον Ιωάννην η Μαγδαληνή κατά μεν την πρώτην επίσκεψιν αυτής δεν είδε άγγελον τινά , κατά δε την δευτέραν μετά την αυτοψίαν του Πέτρου και του Ιωάννου και την αποχώρησιν αυτών είδεν εις το βάθος του μνημείου δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους. Πάσαι εν τούτοις αι αφηγήσεις συμφωνούσι περί του ότι έλαβε χώραν αγγελική οπτασία και περί του ότι ο εις η οι δύο οφθέντες άγγελοι περιεβάλλοντο εσθήτα αστράπτουσαν ή στολήν λευκήν προκαλούσαν το θάμβος. Η περί τον αριθμόν των αγγέλων διαφωνία εξηγείται η εάν εκλάβωμεν μετά του Godet ([20]), ότι έλαβον χώραν δύο αγγελοφάνειαι, μια μεν πρότερον εις τας μυροφόρους υπό ενός αγγέλου, ετέρα δ' έπειτα εις την Μαγδαληνήν, κατά την παρ' Ιωάννη χρονολογικήν σειράν· ή εάν δεχθώμεν, ότι οι περί ενός αγγέλου ομιλούντες ευαγγελισταί περιορίζονται εις τον πρωταγωνιστούντα άγγελον, χωρίς ν’ αποκλείωσι και την κατά τον αυτόν χρόνον παρουσίαν και δευτέρου αγγέλου. Πάντως πρόκειται περί διαφοράς εις τας λεπτομερείας ουχί δε περί αντιφάσεως τινός.
Ετέρα πάλιν διαφορά παρουσιάζεται και ως προς τους λόγους τους απευθυνθέντας εις τας μυροφόρους υπό των αγγέλων. Το ουσιώδες μέρος της αγγελικής αναγγελίας «ηγέρθη, ο υ κ έ σ τ ι ν ώδε» είναι το αυτό παρά πάσι τοις συνοπτικοίς. Αλλ’ ο μεν Λουκάς παρουσιάζει τους αγγέλους βεβαιούντας μόνον την ανάστασιν, χωρίς να προσκαλή δια των μυροφόρων τους μαθητάς, όπως μεταβώσιν εις Γαλιλαίαν, ένθα θα συνήντων τον αναστάντα διδάσκαλον. Κατά τον Μάρκον όμως και τον Ματθαίον διαβιβάζεται και η παραγγελία αυτή εις τους μαθητάς. Τούτο εξηγείται πλήρως εκ του ότι οι δύο ούτοι συνοπτικοί αφηγούνται κυρίως τας εν Γαλιλαία εμφανίσεις, ενώ ο Λουκάς περιορίζεται εις τας εν Ιεροσολύμοις τοιαύτας. Εντεύθεν εκείνοι μεν έχουσιν ιδίους λόγους, δι' ους έπρεπε να αναφέρωσι και τα αγγελικά ταύτα ρήματα, ο Λουκάς δε ηδύνατο ν' αποσιωπήση αυτά.
Αλλά και η υπό του Ιωάννου εξιστορουμένη εμφάνισις του Χριστού εις την Μαγδαληνήν, εάν προσέξωμεν εις τα περιστατικά της, παρουσιάζεται εντελώς διακεκριμένη της εμφανίσεως της ολίγον ύστερον σημειωθειςης ενώπιον ολοκλήρου του κύκλου των Μυροφόρων συμπεριλαμβάνοντος και την Μαγδαληνήν. Η Μαγδαληνή κατάπληκτος επί τω ακούσματι της φωνής του Διδασκάλου, σπεύδει μετά της αυτής και πρότερον οικειότητος, προφέρουσα τον ανθρώπινον τίτλον ραββουνί, να κρατήση τους πόδας του Ιησού, αλλ' εκείνος την απότρέπει. Είναι αυτή η πρώτη εμφάνισις και μας βεβαιοί ρητώς περί τούτου ο Μάρκος. Μετ’ ολίγας όμως στιγμάς επαναφαίνεται ο Ιησούς εις τας μυροφόρους πάσας. Ο Ματθαίος ο αφηγούμενος τα κατά την εμφάνισιν ταύτην δεν παρουσιάζει τας μυροφόρους εκπληττομένας, ουδέ τον Ιησούν εμποδίζοντα αυτάς ίνα κρατήσωσιν αυτού τους πόδας. Εάν λάβωμεν υπ' όψει, ότι αι Μυροφόροι συναντηθειςαι εν τω μεταξύ μετά της Μαγδαληνής έμαθον παρ' αυτής, ότι είδε τον αναστάντα διδάσκαλον, κατανοούμεν πλήρως, πως αυταί δεν εκδηλούσι την τόσην κατάπληξιν, την οποίαν προ ολίγου κατά τον Ιωάννην εξεδήλωσεν η Μαγδαληνή. Επί πλέον διαγινώσκομεν, το διατί ο Ιησούς αφίνει αυτάς να κρατήσωσι τους πόδας αυτού. Διδαχθειςαι αύται από το πάθημα της Μαγδαληνής προσέρχονται προς τον Ιησούν μετά πάσης ευλαβείας, ίνα αποδώσωσιν εις Αυτόν προσκύνησιν λατρείας. Δεν τον πλησιάζουσιν ως πρόσωπον οικείον, αλλ' ως Κύριον και Δεσπότην. Και ο Ιησούς επιτρέπει εις αυτάς τούτο. Ούτω και ενταύθα αι δύο αφηγήσεις, του Ματθαίου και του Ιωάννου, συμπληρούσιν απρομελετήτως αλλήλας και προϋποθέτουσιν η μια την άλλην. Εκάτερος των ευαγγελιστών διέσωσε την απεικόνισιν τμήματος τινός της όλης σκηνής. Παρατιθέμεναι δε αι δύο αύται απεικονίσεις συγκολλώνται φυσικώς προς αλλήλας και συνδέονται αρμονικώς εις θαυμασίαν συμφωνίαν.
Το αυτό παρατηρείται και εν τη αφηγήσει του Λουκά, παρουσιάζοντος τον Πέτρον μόνον τρέχοντα επί το μνημείον (κδ' 12). Διατί σπεύδει να έλθη ο Πέτρος, δεν μας λέγει ο ευαγγελιστής. Αλλ' ο Μάρκος, καίτοι δεν μνημονεύει της εις το μνημείον επισκέψεως ταύτης του Πέτρου, αναφέρει όμως, ότι ο νεανίσκος παρήγγειλεν εις τας μυροφόρους, ίνα το περί συναντήσεως του Ιησού εις την Γαλιλαίαν μήνυμα διαβιβάσωσιν ιδιαιτέρως εις τον Πέτρον («είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω»), τουθ' όπερ πλήρως εξηγεί την σπουδήν ταύτην του Πέτρου. Εάν δε προχωρήσωμεν και στίχους τινάς κατωτέρω εν τη αφηγήσει του Λουκά, εν στίχω 24 («και απήλθον τινες των συν ημίν επί το μνημείον και εύρον ούτω»), θα’ δώμεν, ότι και ο Λουκάς αρκετά εμφανώς υπαινίττεται, ότι τον Πέτρον εις την εις το μνημείον μετάβασιν ηκολούθησε τουλάχιστον και άλλος τις, τουθ’ όπερ συμφωνεί πλήρως προς την αφήγησιν του Ιωάννου, καθ' ην την εις τον τάφον επίσκεψιν εκείνην εποιήσαντο ο τε Πέτρος και ο Ιωάννης ομού.
Αφ' ετέρου μάλιστα εν ταις αφηγήσεσι του Μάρκου και του Λουκά, πάσαι αι εμφανίσεις του αναστάντος Ιησού παρουσιάζονται γενόμεναι εν συνεχεία και κατά την αυτήν ημέραν. Ρίπτοντες όμως εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων των Πράξεων, πειθόμεθα εκείθεν πλήρως, ότι ο Λουκάς εγνώριζε καλώς τα μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του αναστάντος Κυρίου παρεμπεσόντα χρονικά διαστήματα και ότι η εν τοις τελευταίοις στίχοις του Ευαγγελίου του (50-53) ιστορουμένη εμφάνισις και ανάληψις εγένετο τεσσαράκοντα όλας ημέρας μετά την πρώτην τοιαύτην την εν στίχοις 36-49 ιστορουμένην. Μακράν λοιπόν του να μαρτυρή η εν τω Ευαγγελίω του Λουκά αφήγησις άγνοιαν και σύγχυσιν των κατά τας εμφανίσεις συμβάντων, τουναντίον παρουσιάζει αφέλειαν και απλότητα, ήτις μόνον εις τους καλή τη πίστει ομιλούντας δύναται να παρατηρηθή.
Ωσαύτως εν τη περιγραφή των αισθημάτων, τα οποία εδοκίμασαν oι Απόστολοι, όταν το πρώτον εις αυτούς συνηγμένους ενεφανίσθη ο Ιησούς, παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ελαφρά τις διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών Ιωάννου και Λουκά. Διότι ο μεν Ιωάννης βέβαιοι, ότι «ε χ ά ρ η σ α ν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον», ο δε Λουκάς παρουσιάζει τούτους πτοηθέντας και εμφόβους γενομένους. Παρατιθεμένων όμως αμφοτέρων των αφηγήσεων τούτων δεν δυσκολευόμεθα να διακρίνωμεν, πως αμφότεραι συμπληρούσιν αλλήλας και περιγράφουσιν από συμφώνου ίδια εκάστη περιστατικά ενός και του αυτού συμβάντος. Ούτως ενώ ο Λουκάς περιορίζεται να μας είπη ότι οι μαθηταί εταράχθησαν και κατελήφθησαν υπό φόβου νομίσαντες ότι εθεώρουν φάντασμα τι, η λεπτομέρεια την οποίαν προσθέτει ο Ιωάννης, ότι ο Ιησούς εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, μας διεξηγεί πλήρως το διατί οι μαθηταί τοιαύτην κατ' αρχάς εσχημάτισαν αντίληψιν και τοιούτον εδοκίμασαν αίσθημα. Επόμενον λοιπόν ήτο εν τη αρχή να ταραχθώσι. Μετά την πληροφορίαν όμως, ήτις μετεδόθη εις αυτούς, όταν ο Κύριος επέδειξεν εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας, επόμενον ήτο να χαρώσιν. Ακριβώς δε ο Ιωάννης τότε σημειοί, ότι εχάρησαν οι μαθηταί, όταν ο Κύριος είχε δείξει προς αυτούς τας χείρας του και την πλευράν του. Ο Λουκάς αναφέρει, ότι ο Κύριος εζήτησε παρά των μαθητών βρώσιμον τι και αυτοί «επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος». Τούτο ευρίσκεται εν πλήρει συμφωνία και προς την αφήγησιν του Μάρκου, κατά την οποίαν ο Κύριος εφανερώθη τοις ένδεκα «α ν α κ ε ι μ έ ν ο ι ς», ήτοι καθ' ον χρόνον ευρίσκοντο ανακεκλιμένοι περί τράπεζαν. Αλλά και ο Πέτρος, όταν διαβεβαιοί τον Κορνήλιον, ότι μετά των λοιπών συμμαθητών του συνέφαγον και συνέπιον μετά του Κυρίου μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών (Πράξ. ι’ 41), υπαινίττεται και το γεγονός τούτο.
Τέλος ως προς τας εμφανίσεις προεβλήθη ο ισχυρισμός, ότι υπάρχουσι δύο παραδόσεις ευαγγελικαί, εκ των οποίων η μεν μία τοποθετεί τας εμφανίσεις εις την Γαλιλαίαν, η δε άλλη τοποθετεί ταύτας εις τα Ιεροσόλυμα ([21]). Και η μεν πρώτη εκ των παραδόσεων τούτων διερμηνεύεται υπό του Μάρκου (ιδ' 28 και ιστ' 1-8) και του Ματθαίου (κστ' 32 και κη'), απαντώνται δ' ενδείξεις περί αυτής και παρά τω Ιωάννη (κα'), η δ' ετέρα διερμηνεύεται υπό του Λουκά (κδ', Πράξ. α' 1-9) και του Ιωάννου (κ'), χρονολογεί δε τας εμφανίσεις από της τρίτης από του θανάτου του Κυρίου ημέρας μέχρι της τεσσαρακοστής. Και ότι μεν υπάρχουσι δύο παραδόσεις, εκ των οποίων η μία μεν στρέφεται κυρίως περί τας εν Γαλιλαία εμφανίσεις, η άλλη δε περί τας εν Ιεροσολύμοις τοιαύτας, δεν δυσκολευόμεθα να αποδεχθώμεν. Αλλ' ότι αύται αποκλείουσιν αλλήλας αποδεικνύεται ασύστατον ευθύς από της πρώτης εξετάσεως των ευαγγελικών κειμένων. Πράγματι∙ εάν ο Ματθαίος και ο Μάρκος αφηγούνται τας εν Γαλιλαία αφηγήσεις, είναι όμως προφανές, ότι εγνώριζον αμφότεροι, ότι ο Ιησούς ενεφανίσθη το πρώτον εις Ιεροσόλυμα. Και το μεν κατά Μάρκον υπό την σημερινήν αυτού μορφήν συνδυάζει προδήλως τας δύο παραδόσεις, μνημονεύον της τε επισκέψεως των μυροφόρων εις τον τάφον και της εμφανίσεως του Ιησού εις την Μαγδαληνήν κατ' αυτήν την πρώτην της Αναστάσεως ημέραν καθώς και της υπό του Λουκά μαρτυρουμένης εμφανίσεως εις τους δύο μαθητάς, τους εις Εμμαούς πορευομένους και της εις τους ένδεκα. Το δε κατά Ματθαίον, εκτός του ότι ομιλεί περί της εμφανίσεως του Ιησού εις τας Μυροφόρους, υπαινίττεται και άλλην τίνα , κατά την οποίαν ώρισε το όρος της Γαλιλαίας, ένθα έλαβε χώραν η κατά τον Ματθαίον τελευταία εμφάνισις του Ιησού. Αύτη κατά την αφήγησιν του Ματθαίου εγένετο «εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. κη' 16). Αλλ' ως ορθώς παρετηρήθη υπό του Jacquier ([22]), εις ούδεν χωρίον του Ευαγγελίου του Ματθαίου, ούτε εις εκείνο, καθ' ο κατά την εσπέραν του μυστικού δείπνου είπεν εις τους μαθητάς αυτού «προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Ματθ. κστ' 32), ομιλεί περί του όρους και περί παραγγελίας εις τους μαθητάς όπως μεταβώσιν εις αυτό. Πιθανώς λοιπόν εις τίνα των άλλων εμφανίσεων, περί των οποίων δεν ομιλεί, αλλά προϋποθέτει ο Ματθαίος, να εγένετο ο καθορισμός και η παραγγελία αυτή. Το τέταρτον εξ άλλου Ευαγγέλιον επιμένει μεν επί των εις Ιεροσόλυμα εμφανίσεων, δεν αγνοεί όμως και τας εν Γαλιλαία τοιαύτας, αφού ομιλεί περί της εν τη Τιβεριάδι εμφανίσεως. Παρουσιάζει λοιπόν και τούτο τας δύο παραδόσεις συνδεδυασμένας. Τέλος κατά το τρίτον Ευαγγέλιον, ως τούτο συμπληρούται και ερμηνεύεται υπό των Πράξεων, παρέχεται πλαίσιον ευρύ, εντός του οποίου δύνανται ανέτως να τοποθετηθώσι και αι εν Γαλιλαία εμφανίσεις, αφού ο Κύριος παρουσιάζεται ως «δι' ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος εις τους μαθητάς και συναλιζόμενος» και συνιστών εις τους Απόστολους, ίνα μη χωρίζωνται από Ιεροσολύμων (Πράξ. α' 3-4), τουθ' όπερ συνυπονοεί, ότι μετά τον θάνατον του Ιησού οι μαθηταί δεν παρέμενον απαρεγκλίτως εις Ιεροσόλυμα, διότι κατά την τελευταίοι ταύτην περίπτωσιν δεν θα ήτο αναγκαίον να τονισθή ιδιαιτέρως εις αυτούς η εις Ιεροσόλυμα παραμονή.
Αι δύο λοιπόν παραδόσεις ου μόνον δεν αποκλείουσιν, αλλά τουναντίον και συμπληρούσιν αλλήλας, εύρηνται δε και συνδεδυασμέναι μετ' αλλήλων.
Δεν πρέπει άλλως τε να λησμονήται, ότι ουδεις των ευαγγελιστών παρέχει πλήρη αφήγησιν περί πασών των εμφανίσεων του αναστάντος διδασκάλου, αλλ' έκαστος αναφέρει εκείνας μόνας, αίτινες εξυπηρετούν τον σκοπόν, δι' ον συνέγραφε το Ευαγγέλιόν του. Ούτω ο Ματθαίος γράφων δια τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και δια τους μη πιστούς Ιουδαίους αποδεικνύει μεν την ανάστασιν αναιρών την μεταξύ των Ιουδαίων διαφημισθειςαν περί κλοπής συκοφαντίαν και τονίσας ότι είχε τεθή παρά τον τάφον φρουρά, προτιμά δε ν' αφηγηθή την εν τω όρει της Γαλιλαίας εμφάνισιν του Ιη- σού, διότι κατ' αυτήν εδόθη υπό του Ιησού εις τους Αποστόλους η εντολή ίνα μαθητεύσωσι πάντα τα έθνη. Δεν αποσκοπεί ο Ματθαίος να ομιλήση περί της εμφανίσεως ταύτης καθ' εαυτήν, διότι άλλως δεν θα ωμίλει περί ταύτης ούτω γενικώς μη κατονομάζων μηδέ το όρος όπου εσημειώθη αυτή. Ο Ματθαίος θέλει να επιθέση την αρμόζουσαν σφραγίδα εις το Ευαγγέλιον αυτού, εν τω οποίω ως σκοπόν έθετο να αποδείξη, ότι δια του Μεσσίου Ιησού η βασιλεία του θεού ήλθε και έμελλε να κηρυχθή εις όλα τα έθνη. Εάν δε αναφέρη και την εις τας μυροφόρους εμφάνισιν, πράττει τούτο ίνα επαναληφθή η προς τους Αποστόλους εντολή, όπως μεταβώσιν εις την Γαλιλαίαν.
Ο Μάρκος έγραφε δια τους Ρωμαίους και είχεν ως σκοπόν συγγραφικών ν' αποδείξη ότι ο Ιησούς ήτο υιός του θεού. Η προδηλοτέρα δ' απόδειξις τούτου ήτο η ανάστασις. Εντεύθεν ο Μάρκος σημειοί ιδιαιτέρως, ότι ο θάνατος του Ιησού εβεβαιώθη δια πληροφορίας δοθειςης υπό του κεντυρίωνος, ούτινος η μαρτυρία δια τους Ρωμαίους αναγνώστας θα παρουσιάζετο και ως μάλλον έγκυρος. Επί πλέον ενδιατρίβει υπέρ τους άλλους συνοπτικούς επί της ταφής και επί της διαπιστώσεως υπό των μυροφόρων, ότι ο τάφος ήτο κενός, ίνα επακολουθήση η περί αναστάσεως βεβαίωσις του νεανίσκου.
Ο Λουκάς έγραφε δι' Έλληνας, οι οποίοι δεν επίστευον εις ανάστασιν νεκρών. Δεν αναφέρει δια τούτο τας εις τας γυναίκας εμφανίσεις, διότι παρ' Έλλησι των γυναικών η μαρτυρία δεν ήτο έγκυρος ουδ' ελαμβάνετο υπ' όψει ενώπιον των δικαστηρίων. Επιμένει εις το ότι ο Ιησούς ενεφανίζετο εις τους μαθητάς του επί τεσσαράκοντα ημέρας. Επειδή δε οι δυσπίστως έχοντες προς την ανάστασιν Έλληνες ηδύνατο να υποθέσωσιν, ότι ο εμφανιζόμενος εις τους μαθητάς δεν ήτο ο Ιησούς αλλά φάσμα τι η ψυχή μη φέρουσα σώμα, περιγράφει την εν Ιεροσολύμοις λαβούσαν χώραν εμφάνισιν εις τους ένδεκα, καθ' ην ούτοι και δια της ψαύσεως, αλλά και δια της βρώσεως του τεμαχίου του οπτού ιχθύος επειςθησαν, ότι ο Ιησούς είχε σάρκα και οστά. Δεν αναφέρει δε ουδεμίαν των εν Γαλιλαία εμφανίσεων, διότι το γενικόν σχέδιον είναι ν' αφηγηθή την δράσιν του Κυρίου πρώτον εν Γαλιλαίοι, είτα να παρουσιάση αυτόν εις Ιεροσόλυμα πάσχοντα και ανισταμένον και ακολούθως να εμφανίση το Ευαγγέλιον αυτού από Ιεροσολύμων κομιζόμενον εις τον κόσμον ολόκληρον και εγκαθιστάμενον εν αυτή τη Ρώμη. Ότι εγνώριζε και τας εις Γαλιλαίαν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου, δυνάμεθα να εικάσωμεν τούτο εκ του ότι ο Λουκάς ήτο μαθητής του Παύλου, ο οποίος κατά κοινήν ομολογίαν εγνώριζε την Γαλιλαϊκήν παράδοσιν. Αλλ' ο Λουκάς, εφ' όσον έφερε τον Ιησούν εις Ιεροσόλυμα, δεν θέλει να επαναφέρη αυτόν εις Γαλιλαίαν. Εντεύθεν και παραλείπει εκ των λόγων, τους οποίους ο άγγελος είπεν εις τας μυροφόρους, το παρά Μάρκω και Ματθαίω μαρτυρούμενον «προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν».
Ο Ιωάννης τέλος γράφει και αυτός προς Έλληνας. Παρουσιάζει δια τούτο την ιστορίαν της αναστάσεως καθ' όλην την εξέλιξιν αυτής. Πρωτίστως παρέχει τα πειστήρια τα πείθοντα, ότι ο Ιησούς απέθανε. Διαπιστοί ο ίδιος το κενόν του τάφου και εν ταις εμφανίσεσιν εκθέτει λεπτομερείας, εκ των οποίων βεβαιούται, ότι το σώμα του αναστάντος Κυρίου ήτο πραγματικόν και δη αυτό τούτο το επί του σταυρού.
Ούτω εσχηματίσθησαν εν ταις ευαγγελικαίς αφηγήσεσι τα διάφορα κενά και ιδιάζουσαι παρ' ενί εκάστω των ευαγγελιστών λεπτομέρειαι και διαφάραι, αι οποίαι δεν καταλήγουσιν εις αντιφάσεις η πραγματικήν ασυμφωνίαν, αλλά παρουσιάζουσι τας αφηγήσεις κεχωρισμένας και ανεξαρτήτους αλλήλων. Δεν έχομεν ενώπιον μας μάρτυρας κατά προμεμελετημένον σχέδιον και προκατηρτισμένην συμφωνίαν ομιλούντας. Έκαστος ομιλεί ανεξαρτήτως των λοιπών, χωρίς να επιζητή, όπως συμφωνήση προς τους συναδέλφους του η όπως μη φανή διαφωνών και αντιλέγων προς αυτούς. Εν άλλαις λέξεσιν οι ευαγγελισταί παρουσιάζουσιν ουχί επιτετηδευμένην τίνα συμφωνίαν, αλλά συμφωνίαν αφελεστάτην και φυσικωτάτην. «Προδήλως, λέγει ο Godet, ουδεις είχε κρατήσει πρωτόκολλον ακριβές περί παντός ό,τι είχε συμβή κατά τας μετά την ανάστασιν ημέρας. Έκαστος ευαγγελιστής ήντλησεν εκ του θησαυρού των κοινών αναμνήσεων ό,τι αυτός εθεώρει σπουδαιότερον, και ανέγραψεν ό,τι ανταπεκρίνετο καλύτερον προς τον σκοπόν του συγγράμματός του. Δεν εσκέφθη ποτέ τας αντιρρήσεις της μεταγενεστέρας κριτικής. Η απλότης είναι θυγάτηρ της καλής πίστεως»([23]).

5. Ο χαρακτήρ των εμφανίσεων του Χριστού. Το φυσικόν και ανεπιτήδευτον, αλλά και αρμονικόν συγχρόνως της συμφωνίας ταύτης καθίσταται έτι μάλλον φανερόν, εάν ηθέλομεν σπουδάσει τον χαρακτήρα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Εις τας πρώτας εμφανίσεις του (εις τας μυροφόρους, εις τους εις Εμμαούς πορευομένους, εις τον Πέτρον, εις τους δέκα) έχει ενώπιόν του ο Χριστός καρδίας συντετριμμένας υπό το κράτος της θλίψεως, αποτεθαρρημένας τελείως, τας οποίας παρηγορεί και ενθαρρύνει. Εις τας ευθύς επομένας (εις τον θωμάν, παρά την Τιβεριάδα, εις τον Ιάκωβον, εν μέρει δε και εν τω όρει της Γαλιλαίας) στηρίζει τους μαθητάς εις τρόπον ώστε να εμμένωσιν αδιάσειστοι εις την πίστιν της αναστάσεως και αναθέτει εις αυτούς την αποστολικήν διακονίαν προσθέτων και έτερον διάσημον μέλος, τον Ιάκωβον, εις την αποστολικήν χορείαν. Τέλος δε εις τας δύο άλλας (εις το όρος της Γαλιλαίας και εις την Βηθανίαν) σκορπίζει τας ευλογίας αυτού εις τους Αποστόλους του και εις ολόκληρον την πρώτην Εκκλησίαν, ήτις ευρίσκεται συνηθροισμένη εκεί, αφίνει εις αυτούς τον τελευταίον χαιρετισμόν και τας τελευταίας παραγγελίας και επαγγελίας αυτού.
Τοιουτοτρόπως εις μεν τας πρώτας εμφανίσεις του ο Ιησούς π α ρ η γ ο ρ ε ί· εις τας ευθύς επομένας στηρίζει εις την πίστιν· εις τας τελευταίας δε προσελκύει τα βλέμματα των μαθητών εις το μέλλον και παρασκευάζει αυτούς εις το μέγα έργον, δια το οποίον τους είχε προορίσει. «Ακριβώς κατ' αυτόν τον τρόπον έπρεπεν ο Χριστός να ομιλήση και να ενεργήση, εάν πραγματικώς ενήργησε και ελάλησεν ως αναστάς», λέγει ο Godet ([24]). Ο δε Gess προσθέτει τα εξής αξιοσημείωτα: «Η πρόοδος αυτή εις τας εμφανίσεις, η τόσον σοφώς κατά βαθμούς χωρήσασα, δεν επιτρέπει να αποδώσωμεν εις τας εμφανίσεις του Ιησού αρχήν καθαρώς υποκειμενικήν. Εάν όλαι αι εμφανίσεις εξιστορούντο υπό ενός ευαγγελιστού, θα ηδύνατο τις να υπόθεση, ότι ο συγγραφεύς ομιλεί συμφώνως προς σχέδιον τόσον καλώς διατεταγμένον. Αφού όμως η βαθμιαία αυτή πρόοδος των εμφανίσεων εξάγεται εκ του συνδυασμού του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου Ευαγγελίου, τοιαύτη τις εξήγησις αποκλείεται» ([25]).
Ικανά ταύτα, ίνα παρουσιάσωσιν εις ημάς τας ευαγγελικάς αφηγήσεις ου μόνον επί της καλής πίστεως στηριζομένας, αλλά και προς αυτήν την πραγματικότητα πλήρως ανταποκρινομένας.

([1]) Das Wassen des Christentums, αγγλ. μεταφ. σελ. 153 και εξής.
([2]) Ο Ε. Reuss (Histoire evangelique… Le Nouveau Testament I, Paris 1876 σελ. 701), περί ου ουδείς θα εδικαιούτο να έπη ότι κρίνει μετά προκαταλήψεως, αναγνωρίζει την τοιαύτην σπουδαιότητα της μαρτυρίας του Παύλου παρατηρών παρά τας εμφανείς ορθολογιστικάς τάσεις αυτού τα εξής: «Και εάν ακόμη ουδέν εκ των ευαγγελίων μας δεν θα είχε δια την αφήγησίν του την εγγύησιν μαρτυρίας αυτού του αμέσου, θα έμενεν η μαρτυρία του Παύλου, ούτινος αι βεβαιώσεις δεν δύνανται να είναι παρά επανάληψις των βεβαιώσεων των προσώπων εκείνων, τα οποία ο Παύλος κατονομάζει εν τη μαρτυρία αυτού. Θα ηδυνάμεθα ν’ αναγνωρίσωμεν, ότι πολλά πράγματα εν τη εξιστορήσει ταύτη είναι δι’ ημάς ακατανόητα· ότι δεν θα επιτύχωμεν ποτέ να μας δοθή εξήγησις περί της φύσεως της υπάρξεως του αναστάντος Ιησού· ότι το λογικόν μας σταματά, οσάκις αποπειράται να εννοήση και να εναρμονίση τα στοιχεία των διαφόρων αφηγήσεων. Παρά ταύτα θ’ απέμενε πάντοτε το αδιαμφισβήτητον γεγονός, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη επί του θεμελίου τούτου, ότι είναι λοιπόν, ίνα ούτω είπωμεν, μια ζώσα διαπίστωσις αυτού και κατά αλήθειαν εξήλθεν αυτή εκ του τάφου του Χριστού, μετά του οποίου κατά πάσαν πιθανότητα θα ήτο άλλως τεθαμμένη εκεί δια παντός.
([3]) Παρά Turton μν. έργ. σελ. 370.
([4]) Προβλ. F. H. Chase εν τοις Cambridge Theological Essays, London 1905 σελ. 392.
([5]) Το εν τη Δύσει γνωστόν υπό το όνομα αποστολικόν σύμβολον τοποθετείται υπό των κριτικών μεταξύ του 100-150. Ούτω ο μεν Kattenbusch, συγγραφεύς της αξιοθαύμαστον φιλοπονίαν ελεγχούσης μελέτης Das Apost. Symbolum (Leipzig 1894, 1898) ανάγει αυτό εις το 100, ο δε Harnack (εν άρθρω Apost. Symbol. εν τη Εγκυκλοπ. του Herzog) τοποθετεί τούτο εις το 150. Αμφότεροι οι συγγραφείς ούτοι φρονούσιν, ότι το σύμβολον τούτο εκομίσθη εις την ανατολήν περί το 270 και εξ’ αυτού προήλθον διάφορα ανατολικά σύμβολα, εν οις και το της Νικαίας. Ο Loofs όμως (εν άρθρω αυτού εν Gottingische Gelehrte Anzeigen του 1895) υποστηρίζει, ότι τα της Ανατολής σύμβολα τα ομοιάζοντα προς το λεγόμενον αποστολικόν είναι παράλληλα προελθόντα εκ συμβόλου τινός της Μ. Ασίας. Αξιοσημείωτον τυγχάνει, ότι εις τα σύμβολα ταύτα απαντάται κατά γενικόν κανόνα η φράσις «τη τρίτη ημέρα», εις τα πλείστα δε τούτων ως εις το της Νικαίας και η φράσις «κατά τας Γραφάς». Λεπτομέρεια τοιαύτη ως η εκφραζόμενη δια της φράσεως «τη τρίτη ημέρα» δεν συνέτρεχεν ουδείς λόγος να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί μετά τόσης επιμελείας εις πάντα τα σύμβολα, ούτε πάλιν εξηγείται η στερεότυπος επανάληψις της φράσεως «κατά τα Γραφάς» εις τα πλείστα των συμβόλων, εάν αμφότεραι αι φράσεις αύται δεν είχον αποστολικήν την προέλευσιν και δεν προήρχοντο εκ του αρχεγόνου και παλαιοτάτου συμβόλου.
([6]) Η αξία της μαρτυρίας του Παύλου δεν δύναται να μειωθή, εάν το όλον τούτο τεμάχιον της Α’ προς Κορινθίους προσλαμβάνη χαρακτήρα θεολογικόν. Πλεισταχού ο Παύλος δεν ποιείται διάκρισιν των στοιχείων απολογητικής, στηριζομένης επί ιστορικών τεκμηρίων, και θεολογίας. Όπως δε δεν θα ηδύνατο τις ν’ αμφισβήτηση την μαρτυρίαν του Παύλου περί του θανάτου του Χριστού, επί τω λόγω ότι παρουσιάζεται ο θάνατος ούτος υπό του Παύλου ως απολυτρωτικός, ούτω δεν δύναται να προσβάλη και την περί αναστάσεως μαρτυρίαν, επειδή παρουσιάζει ταύτην ο Παύλος ως εγγύησιν και προοίμιον της αναστάσεως πάντων ημών.
([7]) Resurrection and Ascension Narratives εν Ε. Β. Του T. Cheyne IV στήλη 4086.
([8]) Dogme et Critique, Paris 1907 σελ. 224.
([9]) E. Renan, Histore du people d’ Israel τόμ V. Paris 1891 σελ. 421.
([10]) Εις την εν τω όρει της Γαλιλαίας σημειωθείσαν εμφάνισιν του Ιησού φαίνεται, ότι εκτός των αποστόλων ήσαν και άλλοι παρόντες. Διότι ο Ματθαίος ομιλών περί των αισθημάτων των μαθητών κατά την ώραν της εμφανίσεως λέγει «οι δε εδίστασαν». Ο δισταγμός ούτος εξηγείται φυσικώτατα, εάν ληφθεί ως δεδομένον, ότι ο κύκλος των μαθητών κατά την στιγμήν εκείνην ήτο πολυπληθής. Φυσικόν ήτο οι απώτερον και ουχί εγγύς προς τον εμφανιζόμενον διδάσκαλον ευρισκόμενοι να διστάσωσιν περί του αν ήτο αυτός. Υπερπεντακόσιοι άνθρωποι συνωθούμενοι περί πρόσωπόν τι δεν βλέπουσιν αυτό εξ ίσου πάντες. ‒ Έπειτα το ότι ως τόπος κατάλληλος δια την εμφάνισιν ταύτην εξελέγη το όρος της Γαλιλαίας, συνηγορεί και τούτο υπέρ της παραδοχής, ότι περισσότεροι των ένδεκα ευρίσκοντο εκεί. Εάν επρόκειτο μόνον δια τους ένδεκα, τόπος κατάλληλος δια την εμφάνισιν ηδύνατο να είναι ο στενός χώρος ενός δωματίου. ‒ Εις ταύτα δέον να προστεθή και το γεγονός, ότι εν τη Γαλιλαία, όπου εσημειώθη η εμφάνισις αύτη, πλείστοι υπήρξαν οι απ’ αρχής ενωτισθέντες μετ’ ένθουσιασμού των ρημάτων του διδασκάλου. Εκεί ο Ιησούς είχε πολύ περισσότερους οπαδούς ή όσους εν Ιεροσολύμοις. Δι’ αυτό τούτο παρεσκευάσθη η εμφάνισις αύτη εν τω όρει της Γαλιλαίας, ίνα παρίστανται εν αυτή και πάντες οι εκ Γαλιλαίας πιστοί (Turton μν. εργ. σελ. 371 και Godet, La resurrection de Jesus- Christ σελ. 9).
([11]) Ο Παύλος εν τη Α’ προς Κορινθίους δεν ομιλεί ως ιστορικός. Έγραφεν, ίνα αποδείξη την διδασκαλίαν της καθολικής αναστάσεως και το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού αποτελεί εν εκ των επιχειρημάτων του. Την έκθεσιν λοιπόν των κατά την ανάστασιν του Κυρίου συνέστειλεν εις ότι ήτο αναγκαίον και επαρκές δια την απόδειξίν του. Η εν Α’ προς Κορινθίους μαρτυρία του δε είναι ούτω διατετυπωμένη, ώστε δεν αποκλείει την ύπαρξιν και άλλων εμφανίσεων του αναστάντος Κυρίου εκτός των μνημονευομένων υπ’ αυτού. Πράγματι, ως ορθώς παρατηρεί ο F. H. Chase (ενθ’ ανωτ. σελ. 396), το «έπειτα» εν τω χωρίω της Α’ προς Κορινθίους («ώφθη Κηφά, ε ί τ α τοις δώδεκα· έ π ε ι τ α ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ… έ π ε ι τ α ώφθη Ιακώβω…») σημείοι την τάξιν των εμφανίσεων, δεν αποκλείει όμως την ύπαρξιν και άλλων εμφανίσεων κατά τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των μνημονευομένων εμφανίσεων διαστήματα. Τούτο αναγνωρίζεται και υπ’ αυτού του Loisy ομολογούντος, ότι ο απόστολος προτίθεται «να δηλώση τας κ υ ρ ί α ς εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού» (Les Evangiles synoptiques II σελ. 738). Ο Παύλος απαριθμεί μόνον τας εμφανίσεις εκείνας, αι οποίαι είχον εκλεγή ειδικώς, ίνα είναι μαρτυρία περί της αναστάσεως, επειδή τούτων θα ηδύνατο υπέρ πάσαν άλλην να γίνη επίκλησις δημοσία. Η εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, η εις τας μυροφόρους και η εις Εμμαούς δεν μνημονεύονται, διότι εκτός του ότι η μαρτυρία των γυναικών εν τω εθνικώ κόσμω δεν ελαμβάνετο σοβαρώς υπ’ όψει, αλλά και οι εις ους εγένοντο αι εμφανίσεις αύται δεν διεκρίνοντο ως αρχηγοί ή γνωστοί κήρυκες εν τη πρώτη χριστιανική γενεά.
([12]) L. de Grandmaison ένθ’ ανωτ. 1488.
([13]) Die Auferstehung Christi, Tühingen 1905 σελ. 14.
([14]) L. de Grandmaison ένθ’ αν.
([15]) DA 1489.
([16]) Ιδού πώς το κατά Πέτρον απόκρυφον ευαγγέλιον αφηγείται τα κατά την ανάστασιν του Ιησού (ε’ 35-45): «Τη δε νυκτί η επέφωσκεν η Κυριακή, φυλασσόντων των στρατιωτών ανά δυο-δυο κατά φρουράν, μεγάλη φωνή εγένετο εν τω ουρανώ και είδον ανοιχθέντας τους ουρανούς και δύο άνδρας κατελθόντας εκείθεν πολύ φέγγος έχοντας και εγγίσαντας τω τάφω. Ο δε λίθος εκείνος ο βεβλημένος επί τη θύρα αφ’ εαυτού κυλισθείς απεχώρησε παρά μέρος και ο τάφος ηνοίγη και αμφότεροι οι νεανίσκοι εισήλθον. Ιδόντες ουν οι στρατιώτσι εκείνοι εξύπνησαν τον κεντυρίωνα και τους πρεσβυτέρους· παρήσαν γαρ και αυτοί φυλάσσοντες. Και εξηγουμένων αυτών α είδον πάλιν ορώσιν εξελθόντας από του τάφου τρεις άνδρας, και τους δύο τον ένα υπορθούντας και σταυρόν ακολουθούντα αυτοίς, και των μεν δύο την κεφαλήν χωρούσαν μέχρι του ουρανού, του δε χειραγωγουμένου υπ’ αυτών υπερβαίνουσαν τους ουρανούς. Και φωνής ήκουον εκ των ουρανών λεγούσης· Εκήρυξαν τοις κοιμωμένοις· και υπακοή ηκούετο από του σταυρού, το Ναι. Συνεσκέπτοντο ουν αλλήλοις εκείνοι απελθείν και εμφανίσαι ταύτα τω Πιλάτω. Και έτι διανοουμένων αυτών φαίνονται πάλιν ανοιχθέντες οι ουρανοί και άνθρωπος τις κατελθών και εισελθών εις το μνήμα. Ταύτα ιδόντες οι περί τον κεντυρίωνα νυκτός έσπευσαν προς Πιλάτον». (Έκδοσις O. von Gebhadt, Leipzig 1893 σελ. 45-46).
([17]) Resurrection… narratives εν Encyclopaidia Biblica του Cheyne et Black τόμ. IV στηλ. 4047.
([18]) Jacquier - Bourchany ένθ’ ανωτ. σελ. 37.
([19]) Ένθ’ ανωτ. σελ. 41 (La resurrection de Jésus - Christ. Les miracles evangeliques, Jacquier- Bourchany, Paris 1911).
([20]) Commentaire sur l’ evangile de sain Jean έκδ. γ’ τόμ. III σελ. 634.
([21]) Εις την οξείαν διάκρισιν των δύο τούτων παραδόσεων προσέφυγον οι αρνηταί της αναστάσεως του Κυρίου, ίνα εξηγήσωσι πιθανοφανέστερον, πως προήλθεν ο περί της αναστάσεως μύθος. Η εν Ιεροσολύμοις ταφή του Κυρίου καθίστα δύσκολον την παραπλάνισην της φαντασίας των μαθητών, εφ’ όσον διέμενον εν τη πόλει ταύτη, διότι ήτο ευέλεγκτος η πλάνη αυτών, ευθύς ως θ’ αντίκρυζον ούτοι τον τάφον του Κυρίου. Ως εκ τούτου υπεστηρίχθη εξ ενός μεν, ότι αι περί ταφής του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και Νικοδήμου και περί επισκέψεως του τάφου αυτού υπό των μυροφόρων, καθώς και αι περί κενού τάφου αφηγήσεις των ευαγγελιστών είναι μύθοι, ούτω δ’ εκλαμβάνουσιν αυτάς οι Schmiedel (Encyclop. Biblica εν αρθ. Resurrection… τόμ. IV στήλη 4066 και εξής), Α. Meyer (Die Auferstehung Christi σελ. 117 και εξής) και ο Loisy (Jesus et la tradition evangelique Paris 1910 σελ. 205) εξ’ ετέρου δε, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού εσημειώθησαν εν Γαλιλαία μόνον, κατά χρόνον ακαθόριστον μετά τον θάνατον αυτού. Πρώτος ο Πέτρος είδεν ημέραν τινά περί τας πρώτας αυγάς ταύτης τον διδάσκαλόν του, καθ’ ον χρόνον ηλίευεν επί της λίμνης της Τιβεριάδος. Ο Πέτρος, όστις ήτο οπτασιαστής, έσχεν ίσως επανειλημμένας οπτασίας του Ιησού και μετέδωκε την περί αναστάσεως του Ιησού σχηματισθείσαν ούτω πίστιν του και εις τους ένδεκα. Της πρώτης ωθήσεως δοθείσης, η πίστης αύτη ηύξησεν υπ’ αυτής της ανάγκης, την οποίαν ησθάνοντο οι μαθηταί να ενισχυθώσιν εν αυτή. Υποβλεφθέντες δ’ ούτω υπό του Πέτρου και οι ένδεκα επίστευσαν, ότι είδον και αυτοί τον Ιησούν και επανήλθον εις τα Ιεροσόλυμα μετά τινα χρόνον, ίνα αναγγέλωσι την ανάστασιν του Διδασκάλου των. Τοιούτον υπήρξε το πρώτον στάδιον της μορφώσεως της περί αναστάσεως του Ιησού παραδόσεως. Αλλά μετ’ ολίγον υπό την επίδρασιν της πολεμικής προς τους Ιουδαίους, τους αμφισβητούντας την ανάστασιν, αλλά και της φαντασίας του πλήθους των πρώτων χριστιανών ανεπτύχθη διαμορφωθείσης και της Ιεροσολυμιτικής παραδόσεως, η οποία ομιλεί περί ταφής του Ιησού εις ίδιον μνημείον, περί ανευρέσεως του μνημείου τούτου κενού, περί επισκέψεως αυτού υπό των μυροφόρων, περί εμφανίσεως αγγέλων βεβαιούντων, ότι ο Ιησούς ανέστη, περί εμφανίσεως του αναστάντος κατ’ αυτήν την πρώτην ημέραν της αναστάσεως εις τας μυροφόρους και εις τους ένδεκα, περί προσκλήσεως των τελευταίων τούτων υπ’ αυτού, όπως ψαύσωσι τας χείρας του και την πλευράν του κλπ. Πάσαι αύται αι διηγήσεις δημιουργηθείσαι κατά διαφόρους εποχάς προς σκοπούς απολογητικούς είναι κατά τους τοιαύτα διατεινομένους ορδολογιστάς άνευ βάσεως ιστορικής και επενοήθησαν ινα δι’ αυτών στηριχθή επί μάλλον η πίστις εις την ανάστασιν του Ιησού. Αγνοούνται δε και υπό του Παύλου, ο οποίος ούτε τας εμφανίσεις εις τας μυροφόρους γνωρίζει, ούτε περί κενού τάφου και περί φρουράς τεθείσης εν αυτώ ομιλεί, αλλά μόνον περί των εν Γαλιλαία εμφανίσεων εις τον Πέτρον και εις τους λοιπούς αποστόλους και μαθητάς μαρτυρεί. Εις τους ασυστάτους τούτους ισχυρισμούς δίδεται μεν ανωτέρω η απάντησις, θα δοθή δε και κατωτέρω, και μόνον ως προς τον τελευταίον τούτον, τον αφορώντα εις τον Παύλον Ισχυρισμόν, θα ηρκούμεθα να σημειώσωμεν την ομολογίαν του Loisy, καθ’ ην «καίτοι ο Παύλος δεν δεικνύει ούτε τον τόπον ούτε τον χρόνον των εμφανίσεων, παρέχει επαρκώς να εννοήσει τις ότι εγένοντο αύταις εις μέρη διάφορα και κατά ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, μάλλον ή ήττον άνισα και μεμακρυσμένα» (Les Evangiles synoptiques II σελ. 739). Αλλ’ εάν αι εμφανίσεις του Ιησού εγένοντο και κατά τον Loisy εις διάφορα μέρη, διατί εκ των μερών τούτων θ’ αποκλείσωμεν τα Ιεροσόλυμα; Άλλως τε και ο Παύλος, μολονότι δεν καθορίζει τον τόπον των εμφανίσεων του Ιησού, φαίνεται, ότι δεν αγνοεί και τας εν Ιεροσολύμοις εμφανίσεις. Η εις τον Σίμωνα Πέτρον και τους ένδεκα εμφανίσεις είναι αι αυταί περί των οποίων ομιλεί ο Λουκάς, ενώ η εις τους πεντακοσίους φαίνεται να είναι η εις το όρος της Γαλιλαίας. Ο Παύλος λοιπόν είναι, όπως και ο Ιωάννης, αντιπρόσωπος αμφοτέρων των παραδόσεων.
([22]) Jncquier - Bourchany ένθ ανωτ. σελ. 116.
([23]) Gorlet, Commentaire sur l’ Evangile de Saint Jean 3erne edition t. II p. 655.
([24]) ένθ’ ανωτ.
([25]) Gess, Christi Zeugniss I σελ. 193-194. πρβλ. και Ε. Beuss, Histoire evangelique § 118.

(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα σελ. 548-617)

 

«Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος» (Ιω. 12. 13) κράζει, πληγωμένη από θείο πόθο και θεία αγάπη, κάθε ψυχή που ποθεί την ένωσή της με τον Νυμφίο Χριστό. Και Τον καλεί ακατάπαυστα, στολίζοντας τη λαμπάδα της με τις αρετές. Καμμιά προκοπή δεν θα κάνει η ψυχή που αγωνίζεται στο πνευματικό στάδιο, αν δεν φλέγεται από αγάπη στον Κύριο Ιησού.
Για να μπορείς νύχτα και μέρα ν' ακολουθείς με ζήλο τα ίχνη του Ιησού, για να ενωθείς μυστικά μαζί Του, πρέπει και η δική σου καρδιά να είναι πληγωμένη από τη θεία αγάπη. Προσκολλήσου στον Κύριο με πάθος, για ν' απελευθερωθείς από τα πάθη, να λυτρωθείς από τις πτώσεις, να βρεις έλεος για τις αμαρτίες σου, όπως βρήκε και η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα του Ευαγγελίου: «ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7, 47). Πρέπει όμως να φλέγεσαι και να λιώνεις από θείο πόθο και να προσθέτεις κάθε μέρα αγάπη στην αγάπη, ζήλο στον ζήλο, φλόγα στη φλόγα.

Τα ξύλα που προσθέτεις στη φωτιά αυξάνουν τη φλόγα της. Έτσι και η συχνή προσευχή αυξάνει τη φλόγα της αγάπης στον Θεό και διεγείρει στην καρδιά τον θείο έρωτα. Και όταν η καρδιά φλογισθεί, θερμαίνει και φωτίζει όλο τον έσω άνθρωπο· τον διδάσκει τα μυστικά της σοφίας και τα άγνωστα μυστήρια του Θεού τον μετατρέπει σε πύρινο Σεραφείμ. Και τότε, παρίσταται πλέον διαρκώς εν πνεύματι ενώπιον του Θεού.

Αναζήτησε λοιπόν τον Κύριο ακατάπαυστα και επίμονα. «Ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. 7. 8). Όταν Τον βρεις και Τον ενθρονίσεις στην καρδιά σου, θα πληρωθείς απ' όλα τα αγαθά. «Οι εκζητώντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

Κάθε πλούτος του παρόντος κόσμου είναι μάταιος. Κάθε ηδονή ανούσια. Κάθε δόξα, ψέμμα και απάτη. Ένα μόνο πράγμα δεν έχει ούτε σκιά ματαιότητος ή απάτης ή ψεύδους: η αγάπη και η ένωσις της νύμφης ψυχής με τον Νυμφίο Χριστό. Μόνο αυτή παραμένει στον αιώνα. Ας είναι για σένα παντοτεινή χαρά και αδιάκοπο πανηγύρι η θεία αγάπη Του και η παρουσία Του στη ζωή σου και στο βασίλειο της καρδιάς σου. Τίποτε καλύτερο και τιμιότερο και ενδοξότερο απ' αυτό δεν θα βρεις ούτε στη γη ούτε στον ουρανό. Καμμιά γήινη απόλαυσις και κανένας ανθρώπινος έρωτας δεν δίνουν στην ψυχή τόσο απόλυτη και ατελεύτητη παρηγοριά, ευφροσύνη και χαρά, όσο ο έρωτας του Θεού, η αγάπη προς τον Κύριο.
Αγάπησε, αγάπησε τον Κύριο!
Και μην ξεχνάς ποτέ:

Απόδειξις της αγάπης σου προς Αυτόν είναι η τήρησις των εντολών Του.

Αρχή της αγάπης σου είναι η τελωνική ταπείνωσις.

Πλήρωμα της αγάπης σου είναι η νίκη κατά των δαιμονικών παθών και η κάθαρσις της καρδιάς σου.
    
Αποτέλεσμα της αγάπης σου είναι η κατοίκησις στην καρδιά σου Εκείνου που είπε· «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5. 8).

Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.


(Από το βιβλίο "Πνευματικό Αλφάβητο" του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996)

Ο Θεός αποκαλύπτεται στους ταπεινούς (Από το Γεροντικόν)

ΕΝΑΣ Ερημίτης κάποτε νήστεψε συνέχεια εβδομήντα εβδομάδες και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώση την έννοια κάποιου γραφικού ρητού που δε μπορούσε να την καταλάβη. Επειδή όμως δεν του την φανέρωσε ο Θεός, είπε μια μέρα στον εαυτό του:
— Γιατί να κοπιάζω και να περιμένω άσκοπα; δεν πάω να ρωτήσω τον γείτονά μου Γέροντα; Ίσως εκείνος να γνωρίζη.
Μόλις όμως ξεκίνησε να πάη, του έστειλε ο Θεός Άγγελο και του φανέρωσε εκείνο που ζητούσε.
— Γιατί τόσον καιρό δεν ερχόσουν; τον ρώτησε ο Γέροντας.
— Για να ταπεινωθής και να ζητήσης τη συμβουλή άλλου, αποκρίθηκε ο Άγγελος.
* * *
ΠΗΓΑΝ κάποτε μερικοί Γέροντες να επισκεφθούν τον Όσιο Αντώνιο. Μαζί τους ήταν κι ο Αββάς Ιωσήφ. Ο Μέγας Πατήρ, για να τους δοκιμάση, διάλεξε κάποιο Γραφικό ρητό και ρώτησε έναν-έναν να ειπή την ερμηνεία του. Άρχισε τότε ο καθένας να το ξηγή σύμφωνα με τις γνώσεις του.
— Δεν το βρήκες, απαντούσε σ' όλους ο Όσιος.
Έφτασε κι η σειρά του Αββα 'Ιωσήφ.
— Τι λες εσύ γι' αυτό, Ιωσήφ; τον ρώτησε ο Μέγας Αντώνιος.
— Εγώ δε γνωρίζω απ' αυτά, αποκρίθηκε εκείνος.
— Ο Αββας Ιωσήφ έδωσε τη σωστή απάντησι, είπε τότε ο Όσιος, θαυμάζοντας την ταπεινοσύνη του.
* * *
ΕΙΔΑ κάποτε το διάβολο, έξω από το κελλί του μαθητού μου, έλεγε ένας διορατικός Γέρων, να παραμονεύη. Έρριξα τότε μια ματιά μέσα να ιδώ τι έκανε εκείνος. Είχε ανοικτή εμπρός του την Αγία Γραφή κι ήταν βυθισμένος στη μελέτη. Μόλις τελείωσε το διάβασμα κι' έκλεισε το βιβλίο, ώρμησε μέσα ο διάβολος να τον πειράξη.

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο το ακόλουθο περιστατικό στους υποτακτικούς του για να τους απόδειξη πόσο κερδίζει ο ταπεινός:

Κάποτε κατεβαίναμε στην πόλι με τον μακαρίτη τον Γέροντα μου και δυο ακόμη Αδελφούς. στο δρόμο, χωρίς να το καταλάβωμε, πέσαμε σ' ένα χωράφι και πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις το πήρε ειδησι ο ιδιοκτήτης, που έσκαβε πιο πέρα, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ήλθε κοντά μας κι' άρχισε να μας βρίζη με το χειρότερο τρόπο:

— Καλόγεροι είσαστε σεις; Έχετε Θεό μέσα σας; Αν φοβόσαστε το Θεό, θα υπολογίζατε τους ξένους κόπους.

— Για την αγάπη του Χριστού, μην απαντήση κανένας, μας ψιθύρισε ο Γέροντας. Ύστερα γύρισε στο χωριάτη με ταπεινοσύνη:

— Έχεις δίκιο, παιδί μου, του είπε, αν είχαμε φόβο Θεού θα προσέχαμε και δε θα κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλαμε, συγχωρεσέ μας, για την αγάπη του Κυρίου.

Με μιας ο χωρικός ηρέμησε. Τα ταπεινά λόγια του Γέροντος έσβυσαν το θυμό του. Ντράπηκε για όσα προηγουμένως είχε ειπή και πέφτοντας στα γόνατα του είπε:

— Συγχωρεσέ με, άνθρωπε του Θεού, και πάρε με μαζί σου να γίνω κι' εγώ Καλόγερος.

Ο Γέροντας τον δέχθηκε μετά χαράς κι' από τότε έμεινε για πάντα στην υποταγή του.


* * *

ΔΥΟ Επίσκοποι σε γειτονικές επαρχίες, ο ένας πλούσιος και ισχυρός, ο άλλος φτωχός και ταπεινός, παραξηγήθηκαν κάποτε γι' ασήμαντη αφορμή. Από τότε ζητούσε ο πλούσιος ευκαιρία να εκδικηθή το φτωχό. Εκείνος όμως δε φοβήθηκε κι έλεγε συχνά στους κληρικούς του:

— Κάνετε υπομονή, Αδελφοί, εμείς θα νικήσωμε στο τέλος.

Σ' ένα μεγάλο πανηγύρι, που ο πλούσιος Επίσκοπος με πομπή ατέλειωτη λιτάνευε την εικόνα του Αγίου που γιόρταζε, ο γείτονας του πήρε όλους τους κληρικούς του και πήγε στην επαρχία του.

— Θα κάνετε ό,τι κάνω εγώ, τους είχε ειπή, και σήμερα, με τη δύναμι του Θεού, θα τον νικήσωμε.

— Τι έχει στο νού του τάχα να κάνη; έλεγαν με απορία εκείνοι μεταξύ τους.

Σαν έφτασαν στη γειτονική πόλι, η πομπή βρισκόταν στον πιο κεντρικό δρόμο. Τότε ο ταπεινός Επίσκοπος, με όλο του τον κλήρο, έπεσε στα πόδια του αντιπάλου του και είπε δυνατά για ν' ακουστή απ' όλους:

— Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δούλοι σου είμαστε όλοι.

Ο ισχυρός Επίσκοπος εκάμφθηκε και, διώχνοντας τη σκληρότητα από την καρδιά του, αγκάλιασε τον αδελφό του και του είπε ταπεινά:

— Συ είσαι Πατέρας και δεσπότης μου.

Από την ημέρα εκείνη απόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.

Δεν σας έλεγα, τέκνα μου, πως θα τον νικήσωμε; έλεγε ο φτωχός Επίσκοπος στους κληρικούς του. Η ταπεινοσύνη είναι αληθινή δύναμι στη ζωή.

* * *


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αυστηρά οι συνασκηταί του κάποιον αδελφό, που εργαζόταν την ημέρα που γιόρταζαν τη μνήμη κάποιου Μάρτυρος.

— Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του Θεού βασανιζόταν σκληρά κι έχυνε το αίμα του για την αγάπη του Χριστού κι εγώ να μη χύσω λίγο ίδρωτα στην εργασία;

* * *

ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζωνται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:

— Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γάρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο»[1].

— Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκρισι. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήση τον ξένο σ' ένα αδειανό κελλί και να του δώση ένα βιβλίο να διαβάση.

Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανή κανένας να τον προσκαλέση για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάη μόνος να εξετάση. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζη.

— Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.

— Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.

— Και πως έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι' εμένα;

— Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς πού έχομε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι' αυτό το λόγο αναγκαζόμαστε ν' ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.

Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρησι από το Γέροντα.

— Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.

[1] Λουκ ι’, 42.)

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΥΠΑΚΟΗ συνδυασμένη με εγκράτεια υποτάσσει και θηρία, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος.

* * *

ΛΕΝΕ για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, πως προτού γίνει Ερημίτης, έζησε πολλά χρόνια στην υποταγή κάποιου Γέροντος στη Θηβαΐδα. Όταν πρωτοπήγε, για να τον δοκιμάση ο Αββάς του, τον πήρε μια μέρα κι αφού περπάτησαν δώδεκα ώρες δρόμο από την καλύβα τους, έφτασαν σ' ένα τόπο άνυδρο. Πήρε τότε ο Γέροντας το ραβδί του, το έμπηξε στη γή και πρόσταξε το νεαρό Ιωάννη να πηγαίνη κάθε μέρα μ' ένα κάδο νερό να το ποτίζη. Ο καλός υποτακτικός έκανε πρόθυμα τον ορισμό του Γέροντος. Ύστερα από τρία χρόνια το ξερό ξύλο βλάστησε κι' έκανε καρύδια. Τα πήρε τότε ο Γέροντας και τα πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία. Μετά τη Λειτουργία τα μοίρασε στους Ερημίτας, λέγοντάς τους:

— Ελάτε, αδελφοί, να γευτήτε τους καρπούς της υπακοής.

* * *

ΔΩΔΕΚΑ χρόνια βασανίστηκε από την αρρώστια του ο Αββάς Αμμώης. Όλο αυτό το διάστημα στάθηκε δίπλα του, σαν αναμμένη λαμπάδα, ο Ιωάννης, ο καλός του υποτακτικός, και τον υπηρετούσε σ' όλα. Ο Γέροντας ήταν αυστηρός και ποτέ δεν είπε λόγο γλυκό στο μαθητή του, ούτε ένα «είθε να σωθής». Μα στις τελευταίες του στιγμές, ενώ τον είχαν περικυκλώσει όλοι οι συνασκηταί του, πήρε με συγκίνησι ο Γέροντας; στα τρεμάμενα χέρια του τα χέρια του υποτακτικού του, τα φίλησε και ψιθύρισε:

— Τέκνον μου, να είσαι βέβαιος πως σώθηκες για την καλή υπακοή σου.

Ύστερα γύρισε στους Πατέρας και, δείχνοντας τον Ιωάννη, τους είπε:

— Αυτός που βλέπετε, είναι Άγγελος και όχι άνθρωπος.

* * *

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ο μαθητής του Αββά Παύλου, ήταν παράδειγμα υπακοής. Οι πατέρες διηγούνται γι' αυτόν το ακόλουθο περιστατικό: Λίγο πιο πέρα από την καλύβα τους βρισκόταν μια σπηλιά, που είχε φωλιάσει μέσα μια ύαινα. Μια μέρα είδε ο Γέροντας εκεί γύρω φυτρωμένα αγριοκρεμμύδια κι έστειλε τον Ιωάννη να τα ξερριζώση, για να τα μαγειρέψουν.

— Τι να κάνω, Αββά, αν τύχη και βγή η ύαινα; ρώτησε ο νέος.

— Δέσε την και φέρε την εδώ, είπε στ' αστεία ο Γέροντας.

Πήγε ο καλός υποτακτικός να κάνη την προσταγή του Γέροντος του. Μα, καθώς το πρόβλεψε, του επετέθηκε ξαφνικά το φοβερό θηρίο. Ο νέος, όχι μόνο δε δείλιασε, αλλ' ώρμησε να το δέση. Τότε έγινε τούτο το παράδοξο: Αντί να φοβηθή ο υποτακτικός, φοβήθηκε το θηρίο κι έτρεχε στην έρημο να σωθή. Ο Ιωάννης το κυνήγησε ξωπίσω και φώναξε:

— Στάσου λοιπόν. Ο Αββάς μου πρόσταξε να σε δέσω.

Ύστερα από πολύ κόπο, έφτασε την ύαινα, την έδεσε και την έφερε στο Γέροντά του. Εκείνος στο μεταξύ ανήσυχος, που έβλεπε ν' αργή, είχε βγή πιο έξω να τον συναντήση. Τον είδε τότε να έρχεται, φέρνοντας πίσω του δεμένο το θηρίο, και θαύμασε τη δύναμι της υπακοής.

Στον Ιωάννη όμως δεν έδειξε καμμία εκπληξι. Αντίθετα μάλιστα, για να τον ταπείνωση, του φώναξε δήθεν αυστηρά:

— Ανόητε, γιατί έφερες εδώ τούτον τον λυσσασμένο σκύλο;

Έλυσαν έτσι το άγριο θηρίο και το άφησαν ελεύθερο να γυρίση στη φωλιά του.

* * *

ΑΒΒΑΣ Σιλουανός ήταν Ηγούμενος σ' ένα μικρό Μοναστήρι πάνω στο όρος Σινά, που είχε όλους-όλους δώδεκα μοναχούς. Απ' αυτούς ξεχώριζε, για την αδιάκριτη υπακοή του, ένας νέος από αρχοντική γενιά, που τα είχε θυσιάσει όλα για την αγάπη του Χριστού. Με τις αρετές του ο νέος είχε γίνει πολύ αγαπητός στον Αββά Σιλουανό. Οι άλλοι μοναχοί όμως φθόνησαν τον Μάρκο - έτσι έλεγαν τον καλό νέο - και παραπονέθηκαν στους Πατέρες του Σινά πως τάχα ο Γέροντάς του έκανε άδικες διακρίσεις.

Εκείνοι τότε πήγαν να ελέγξουν τον Αββά Σιλουανό.

— Ελάτε, τους είπε ταπεινά ο Άγιος Γέροντας, να βεβαιωθήτε μόνοι σας, τι είναι εκείνο που κάνει τον Μάρκο να ξεχωρίζη από τους άλλους.

Τους πήρε κι έκαναν ένα γύρο σ' όλο το Μοναστήρι. Ο Αββάς στεκόταν έξω από κάθε κελλί, χτυπούσε την πόρτα και φώναζε τον αδελφό με τ' όνομά του. Από μέσα ακουγόταν η φωνή εκείνου:

— Τώρα αμέσως, Αββά. Αλλά κανείς δεν παρουσιαζότανε.

Και λίγο πιο πέρα:

— Αυτή τη στιγμή δε μπορώ, είμαι απασχολημένος.

Σε άλλο κελλί πάλι:

— Σε λίγο, Αββά, μόλις τελειώση η σειρά που πλέκω.   

Έφτασαν τέλος και στο κελλί του Μάρκου. Μόλις άκουσε τη φωνή του Γέροντά του, ο καλός υποτακτικός πετάχτηκε ευθύς έξω. Ο Αββάς Σιλουανός βρήκε μια πρόφασι να τον απομακρύνη κι υστέρα είπε στους Πατέρας:

— Που είναι οι άλλοι μοναχοί που φώναξα; Ούτε ένας δεν ήλθε, εκτός από το ευλογημένο τούτο τέκνο της υπακοής.

Μπήκαν στο κελλί του Μάρκου. Ζωγράφιζε και είχε αφήσει ατελείωτη μια μικρή καμπύλη, για να υπακούση στο κάλεσμα του Γέροντος του.

— Αξίζει πραγματικά την αγάπη σου, είπαν οι Πατέρες στον Αββά Σιλουανό. Από σήμερα θα έχη ξέχωρη και τη δική μας εκτίμησι, γιατί κι ο Θεός τον άγαπα και τον έχει χαριτώσει.

Άλλη φορά πάλι περπατούσαν στην έρημο οι Πατέρες μαζί με τον Αββά Σιλουανό. Πιο πίσω ερχόταν ο Μάρκος με άλλους αδελφούς. ο Γέροντας, για να δείξη στους Πατέρας την αδιάκριτη υποταγή του υποτακτικού του, φώναξε κοντά το Μάρκο και, δείχνοντάς του ένα σάλιαγκο, πού σερνόταν λίγο πιο εμπρός, του είπε:

— Βλέπεις, παιδί μου, αυτό το βουβάλι;

— Ναι, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

— Βλέπεις και τα κέρατά του, που είναι σχεδόν δυό πιθαμές;

— Ναι, Αββά, έκανε ο Μάρκος, που έβλεπε μόνο με τα μάτια του Γέροντος του. Και έτσι άλλη μια φορά οι Πατέρες του Σινά βρήκαν αφορμή να θαυμάσουν τον αφωσιωμένο υποτακτικό.

* * *

ΈΝΑΣ από τους μεγάλους Πατέρας της ερήμου συλλογίστηκε κάποτε:

— Άραγε σε ποιού άγιου μέτρα έχω φτάσει;

Μα ο αγαθός Θεός, για να τον προλάβη από την υψηλοφροσύνη, του φανέρωσε πως στο γειτονικό Κοινόβιο ζούσε κάποιος μοναχός πολύ ανώτερος του στην αρετή, που θεωρούσε εν τούτοις τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό και τελευταίο από όλους.

Εκίνησε έτσι ένα πρωί ο Γέροντας να επισκεφθή το Μοναστήρι και ζήτησε από τον Ηγούμενο να ιδή όλους τους μοναχούς. Εκείνος έδωσε ευθύς διαταγή να παρουσιαστούν στον Άγιο όλοι οι μοναχοί. Ο Γέροντας παρατηρούσε έναν-έναν με προσοχή, μα δεν έμεινε ικανοποιημένος. δεν είδε ανάμεσά τους εκείνον που του είχε αποκαλύψει ο Θεός.

— Πρέπει να υπάρχη κι άλλος αδελφός στο Κοινόβιο, είπε στον Ηγούμενο.

— Ναι, αποκρίθηκε εκείνος, είναι ακόμη ένας, λιγάκι βλαμμένος στο μυαλό, που δουλεύει στο χωράφι.

— Φέρετε κι' αυτόν, παρακάλεσε ο Όσιος.

Ωδήγησαν με τη βία τον αδελφό στον Γέροντα. Εκείνος μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, γιατί γνώρισε στο πρόσωπο του εκείνον, που του είχε φανερώσει ο Θεός. Ύστερα τον πήρε παράμερα και τον παρακαλούσε να του ειπή ποιά ήτο η κρυφή του εργασία.

— Δεν κάνω τίποτε, Αββά, έλεγε εκείνος. Εγώ είμαι άνθρωπος ανόητος, καθώς βλέπεις.

Μα ο Γέροντας δεν εννοούσε να τον αφήση, αν δεν του φανέρωνε την αρετή του. Τότε ο αδελφός αναγκάστηε να του εμπιστευθή:

— Ο Γέροντάς μου, Αββά, αφ' ότου ήλθα στο Κοινόβιο, πριv πολλά χρόνια, έβαλε το βόδι της Μονής στο κελλί που δουλεύω και κοιμάμαι. Αυτό μου σπάζει κάθε μέρα το σχοινί που πλέκω. Τριάντα χρόνια υπομένω αυτή τη δοκιμασία κι ούτε μια φορά δεν άφησα τον εαυτό του να βάλη κακό λογισμό εναντίον του Αββά μου. Ούτε το ζώο έδειρα ποτέ. Πλέκω διαρκώς από την αρχή το σχοινί μου, ευχαριστώντας το Θεό για τον μικρό τούτο πειρασμό.

Θαύμασε ο Άγιος την υπομονή του καλού εκείνου υποτακτικού κι απ' αυτή κατάλαβε και τις υπόλοιπες αρετές του.

* * *

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Μήνυμα ελπίδας ότι μπορούμε να βγούμε από την κρίση αποστέλλει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος μέσα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα
της Κυριακής» και, αφού αποδίδει τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας στη διαφθορά, την πλεονεξία, το ψέμα και τον άκρατο εγωισμό, στη συνέχεια παρομοιάζει την κατάσταση με τον καρκίνο, ο οποίος απαιτεί χημειοθεραπεία που αποτελεί, όπως τονίζει, μια «σκληρή και οδυνηρή, όμως απαραίτητη διαδικασία».

Ταυτόχρονα ο κ. Αναστάσιος εκφράζει την ανησυχία του για το περίεργο, όπως το χαρακτηρίζει, «παιδομάζωμα», με τους μορφωμένους νέους που φεύγουν τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα, για να εργαστούν σε άλλες χώρες, οι οποίες δεν έχουν προσφέρει τίποτε για τη μόρφωσή τους. Και κάνει λόγο ακόμη ότι πρόκειται για μια αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Την ίδια ώρα ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας ανακαλεί τραγικές μνήμες από το παρελθόν και αναφέρεται στα όσα συνέβησαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Γερμανική Κατοχή. Δηλώνει ότι συχνά τα κόμματα κινούνται με μια διχαστική τακτική και απευθύνει έκκληση να μην πέσουν οι Ελληνες στην παγίδα του διχασμού. «Αλίμονο»,σημειώνει, «αν μας πιάσει απογοήτευση και μελαγχολία. Αν η αγανάκτηση θολώσει το μυαλό μας και μας οδηγήσει σε τραγικές επιλογές».

- Μακαριότατε, προτού ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, λέγατε ότι η περίοδος που ζούμε είναι πολύ σημαντική. Γιατί;
«Ξέρετε, σήμερα (σ.σ.: την περασμένη Παρασκευή) είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ ένα σχολείο, εδώ στη γειτονιά μου, και να συνομιλήσω με μαθητές του Λυκείου. Ηταν εντυπωσιακή αυτή η συνάντηση. Οι ερωτήσεις των παιδιών, οι τοποθετήσεις τους, με γέμισαν ελπίδα. Φεύγοντας αναλογίστηκα τα χρόνια στη δική μου νεότητα. Τότε τη διαφθορά, επειδή εξαπλώθηκε για πάρα πολλά χρόνια, δεν την ξέραμε, τη θεωρούσαμε αυτονόητη. Τώρα της δίνουμε όνομα και τη λέμε: διαφθορά. Από αυτή την πλευρά είναι σημαντικό σημείο ανανήψεως. Θυμάμαι ότι έχω περάσει αρκετές περιπέτειες με την υγεία μου. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν όταν δεν ήξερα το όνομα της αρρώστιας. Οταν μου είπαν "ελονοσία", λέω: "α, εντάξει. Θα το αντιμετωπίσουμε"».

- Η κρίση δηλαδή που βιώνει η Ελλάδα έχει όνομα;«Εχει όνομα και αυτό είναι η διαφθορά. Η εκτεταμένη διαφθορά, η πλεονεξία, το ψέμα και ο άκρατος εγωισμός. Και αυτή η διαφθορά είναι λίγο σαν τον ιό, ο οποίος μετακινείται και δεν ξέρεις πώς θα τον βρεις. 'Η, αν θέλετε, λίγο σαν τη ραδιενέργεια, η οποία απλώνει και δεν πιάνεται. Χρειάζεται πρώτα-πρώτα διάγνωση: Εχω καρκίνο; Πολύ καλά, τι κάνω μετά; Το αποδέχομαι; Οχι. Κάνω τη χημειοθεραπεία. Μια σκληρή και οδυνηρή, απαραίτητη όμως διαδικασία. Παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσκολίες, τελικά είμαι αισιόδοξος. Αν βεβαίως έχουμε το θάρρος να προχωρήσουμε πέρα από τη διάγνωση της κρίσεως, στη θεραπεία της, σε αυτή που μας υπαγορεύει να ξαναβρούμε τα υπέροχα στοιχεία της ορθοδόξου παραδόσεως. Συχνά σκέπτομαι τις ηρωικές γυναίκες που είχαν έρθει πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μ. Ασία. Τις δικές μας μανάδες στην Κατοχή. Είχαν βαθιά θρησκευτική πίστη, στοργή, αφοσίωση, λεπτότητα, διάκριση, συμπόνια για τον διπλανό. Αυτά τα ανεκτίμητα κοιτάσματα έχει μέσα στην καρδιά του ο λαός μας και χρειάζεται να τα ξαναβρούμε».

- Η Εκκλησία είχε μερίδιο στην κρίση; «Οφείλω να υπενθυμίσω ότι η Εκκλησία δεν είναι μόνον ο κλήρος, αλλά όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Και υπάρχει μερίδιο σε όλους όσοι έχουν προσβληθεί από τους ιούς της διαφθοράς. Οι κληρικοί και οι θεολόγοι δεν τονίσαμε όσο πρέπει τον προφητικό λόγο για την πολύμορφη αδικία και ανομία που υπονομεύουν την κοινωνία».

- Σήμερα μπορεί να ανατραπεί η κατάσταση; «Επιβάλλεται να ακουστεί ευκρινέστερα λόγος κριτικός. Να τονίσουμε τις Αρχές του Ευαγγελίου: την αρχή της Δικαιοσύνης, της αλήθειας, της τιμιότητος, της αυταπαρνήσεως, της συγγνώμης. Είναι βασικός νόμος ζωής και έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν το έχουμε τονίσει όσο θα έπρεπε. Δεν το έχουμε τονίσει στον εαυτό μας, δεν το έχουμε τονίσει στους άλλους. Και ακόμα ένα βασικό στοιχείο της Ορθοδοξίας είναι η αδιάκοπη αυτοκριτική, ο αυτοέλεγχος. Η πνευματική καλλιέργεια είναι κάτι ζωντανό που θέλει αδιάκοπη ανανέωση».

- Φοβόσαστε τον διχασμό; «Ο διχασμός μάς κυνηγάει από την αρχαιότητα. Αλλάζει μορφές. Συχνά τα κόμματα κινούνται με μια διχαστική τακτική. Δηλαδή, σαν να μην υπάρχει τίποτα καλό στον άλλον. Ο διχασμός είναι ο επικίνδυνος ιός, που τον έχουμε μέσα μας και πάση θυσία οφείλουμε να τον αποφύγουμε. Αυτός μας κατέστρεψε. Τι έγινε με τη Μικρασιατική Καταστροφή; Τι έγινε με τον Εμφύλιο; Οταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, το πρώτο το οποίο με συντάραξε ήταν τα γερμανικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τον Πειραιά. Το δεύτερο, όταν έβλεπα στην Κυψέλη, που τότε ήτανε χωράφια, να σκοτώνονται αδέρφια. Λοιπόν, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα πέσουμε πάλι σε αυτή τη φοβερή παγίδα».

- Υπάρχει όμως μια σοβαρότατη αιτία. Οι οικογένειες που έχασαν τις δουλειές τους και δεν μπορούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Η μεσαία τάξη που έχασε όσα είχε και δεν βλέπει να τα ανακτά στο μέλλον, οι χαμηλόμισθοι που μετά βίας επιβιώνουν. Σε αυτές τις συνθήκες εξαθλίωσης συνήθως ο διχασμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
«Κάθε μορφή κρίσεως έχει άλλα χαρακτηριστικά από την προηγούμενη. Οπως η γερμανική κατοχή, η πείνα και ο Εμφύλιος. Θυμάμαι στην Κατοχή τη λαχτάρα για ελευθερία που συνοδευόταν από την αγάπη και τον αμοιβαίο σεβασμό. Τότε στη μεγάλη μας φτώχεια, σε μια φέτα ψωμί βάζαμε λίγο νερό και λίγη ζάχαρη και τη μοιραζόμασταν. Αυτή την αυθόρμητη ευφρόσυνη αλληλεγγύη πρέπει να την ξαναβρούμε. Οπως περιγράψατε είναι πράγματι πάρα πολύ δύσκολη η κατάσταση. Ξαναγυρίζω στην εικόνα της αρρώστιας. Είναι πολύ οδυνηρή, όμως αλίμονο αν μας πιάσει απογοήτευση και μελαγχολία. Αν η αγανάκτηση θολώσει το μυαλό μας και μας οδηγήσει σε τραγικές επιλογές».

- Στην Κωνσταντινούπολη την Κυριακή της Ορθοδοξίας συνέρχεται η Πανορθόδοξη Σύναξη για πρώτη φορά μετά το 2008. Τι περιμένετε από αυτή τη συνάντηση;
«Η ίδια η Σύναξη είναι γεγονός θετικό. Διότι συχνά μας απορροφούν τα άμεσα τοπικά προβλήματα και δεν βλέπουμε το όλον: τη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και την ευθύνη μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Τώρα, δεν γνωρίζω οι διάφορες αδυναμίες και τάσεις με ποιον τρόπο θα εκφραστούν. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει η ρήση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας: "όπου μερισμός εστί, Θεός ου κατοικεί". Ασφαλώς η εμπειρία και η νηφάλια προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, η υπευθυνότητα όλων μας καθώς και οι προσευχές του εκκλησιαστικού πληρώματος θα συμβάλουν στη σύμπνοια. Το 2008 είχε συνταχθεί ένα αρχικό κείμενο, κατόπιν διαμορφώθηκε ένα άλλο και τελικά καταλήξαμε σε ένα εύστοχο μήνυμα. Ελπίζω στη σύγκλιση. Αυτό άλλωστε επιδιώκει το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας μας: έναν ανοικτό και ειλικρινή διάλογο με λαχτάρα να βρούμε την αλήθεια και στη συνέχεια να τη βιώσουμε. Διότι, όπως μας τονίζει ο Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, "το της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλ' ενώσεως και συμφωνίας όνομα"».

- Ωστόσο, διάφοροι κύκλοι αντιδρούν στον διορθόδοξο διάλογο, αλλά κυρίως στον διαχριστιανικό. «Εχω την εντύπωση ότι δεν επιδρούν στις συνάξεις των Προκαθημένων. Πρόκειται για φωνές αποσπασματικές. Επιδιώκουν να τρομοκρατήσουν, αλλά μακροπρόθεσμα δεν αντέχουν. Στην εποχή μας είναι αδιανόητο να ενεργήσει κανείς σωστά σε οποιαδήποτε σφαίρα, οικονομική, πολιτική, πνευματική, θρησκευτική, αν δεν βλέπει τη ζωή σε παγκόσμια προοπτική. Η ορθόδοξη κατανόηση και βίωση του χρέους μας αποτελούν αίτημα της Ορθοδοξίας σήμερα. Κάθε μορφή πολώσεως μεταξύ τοπικού και οικουμενικού παραποιεί το ορθόδοξο φρόνημα. Μερικοί θέλουν η Ορθοδοξία να περιοριστεί στον εαυτό της. Ομως οι άνθρωποι, οι οικογένειες, οι τοπικές κοινότητες που κλείνονται στον εαυτό τους παρακμάζουν. Οι μικρές αυτές ομάδες δεν νομίζω ότι επηρεάζουν τη σύναξη των Προκαθημένων».

- Ωστόσο αντιδρούν. «Παλαιότερα, όταν λέγαμε "διάλογος με τους άλλους, τους αιρετικούς, τους αλλοθρήσκους κ.ο.κ.", τους τοποθετούσαμε κάπου μακριά. Σήμερα γνωρίζουμε συγκεκριμένους ανθρώπους, με τους οποίους συνυπάρχουμε στην κοινωνία μας. Ολοι αυτοί είναι έξω από την Αγάπη του Χριστού και ο Θεός μόνον για μας ενδιαφέρεται;».

- Για να επανέλθουμε στην Ευρώπη. Νομίζετε ότι χρειάζεται επανευαγγελισμό; «Στην Ευρώπη, εξ αφορμής της μουσουλμανικής τρομοκρατίας, ξύπνησε πάλι ένα θρησκευτικό ενδιαφέρον. Συχνά στις συναντήσεις που μας καλούν, θυμάμαι πέρυσι ο κ. Μπαρόζο ή άλλοι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, τονίζουμε: "Προσέξτε, έρχεται κι ένα άλλο είδος θρησκευτικότητας, το οποίο δεν είναι τόσο απλό όσο το φαντάζεστε. Δεν θα αντισταθεί η Ευρώπη με γενικόλογες συζητήσεις, αλλά με τις πνευματικές της αξίες. Ωστόσο, ως μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, έχει έλλειμμα αξιών". Ως προς το δικό μας χρέος το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι πώς θα μπορέσει η Εκκλησία να μιλήσει για την αλήθεια, την αγάπη, την ομορφιά, την ελευθερία. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ανανεωμένη σκέψη και δράση και προσωπική αδιάκοπη μαρτυρία της πίστεώς μας. Στα ορθόδοξα περιβάλλοντα συχνά υπενθυμίζω: μη φοβάστε τους άλλους, η Ορθοδοξία είναι ένα πολύτιμο διαμάντι, όχι μόνον όμορφο, αλλά κυρίως ανθεκτικό».

- Και στα προτεσταντικά περιβάλλοντα που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης; «Πριν από δύο χρόνια στην Κρήτη σε μια οικουμενική επιτροπή συναντήθηκα με φίλους γερμανούς επισκόπους και ακαδημαϊκούς διδασκάλους. Είχε προηγηθεί μια επιστολή που τους είχα στείλει, όπου έγραφα: "Σε αυτή την Ευρώπη ακούγονται πολλές φωνές. Μπροστά σε μια τόσο υπεροπτική συμπεριφορά προς τους πάσχοντες κατοίκους του Νότου, πώς δεν υψώνεται η φωνή της Εκκλησίας στη Γερμανία;". Στη συζήτησή μας πρόσθεσα: "Είναι δίκαιο οι δικοί σας να δανείζονται με 2% και ως δανειστές οι ίδιοι να επιβάλλουν πολλαπλάσια στις ασθενέστερες χώρες;".
Περίμενα ότι θα είχα αντίδραση. Αντιθέτως με σεβασμό μού απάντησαν ότι συμφωνούν απόλυτα και επακολούθησαν μερικές ενέργειες στη χώρα τους».

- Ανησυχείτε για το μέλλον; «Δεν ανησυχώ για το μέλλον, αρκεί να κάνουμε το χρέος μας. Αρκεί να βγούμε από τον λήθαργο. Δεν είναι μόνον ελπιδοφόρα αυτά τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων που μας χάρισε ο Θεός κρυμμένα στο υπέδαφός μας, αλλά κυρίως όσα έχουμε μέσα στο DNA μας: η λαχτάρα για δικαιοσύνη και ελευθερία, η πίστη στον Θεό των Πατέρων ημών, η αυτοθυσία, η λεβεντιά, το φιλότιμο, η ευαισθησία, η αλληλεγγύη, το χαμόγελο, η τόλμη στα τραγικά αδιέξοδα να ελπίζουμε και να δημιουργούμε».

«Παραμένω φοιτητής και διάκονος»
«Θέλω να σας πω και κάτι που με έχει βοηθήσει: όταν με εξέλεξαν καθηγητή στο Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια επίσκοπο, ήταν η εποχή που τόσο οι επίσκοποι όσο και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου ανήκαν στην κατηγορία των αλάνθαστων. Οταν έφτανε κανείς σε ένα σημείο… απεφαίνετο.

Τότε λοιπόν είχα πει στον εαυτό μου "είσαι σε πολύ επικίνδυνο έδαφος, φρόντισε λοιπόν να μείνεις πάντα φοιτητής και να μείνεις πάντα διάκονος". Νομίζω ότι αυτή η συμβουλή με ωφέλησε. Και μέχρι τα τελευταία χρόνια μαθαίνω ένα σωρό πράγματα. Και επίσης ξέρω ότι το πιο σημαντικό δεν είναι να κάνεις τον αρχηγό, αλλά να παίρνεις πρωτοβουλίες, στις οποίες σε ακολουθούν και οι άλλοι σε δύσκολα μέτωπα. Χωρίς αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει μαρτυρία. Και την αγαπώ αυτή τη λέξη "μαρτυρία". Μου φέρνει στον νου τον τελευταίο λόγο του Κυρίου: "Και έσεσθέ μου μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ… έως εσχάτου της γης". Καταθέτεις κάτι που το γνωρίζεις και το ζεις, αδιαφορώντας αν αυτό σου κοστίσει».

«Δεν είναι ηθικολογία να είσαι θετικός και συνεπής»
«Εμείς έχουμε φτάσει σε ένα άλλο λάθος και λέμε: "αυτά είναι ηθικολογίες". Συγγνώμη, τι σημαίνει ηθικολογία; Είναι ηθικολογία το να είσαι τίμιος; Είναι ηθικολογία το να είσαι δίκαιος; Είναι ηθικολογία να είσαι θετικός και συνεπής; Να μη λες "εργάζομαι" και πηγαίνεις μόνο για πέντε ώρες ή για τρεις ώρες στο γραφείο; Τι είναι αυτό το πράγμα; Κατηγορούμε τους άλλους ότι είναι πολύ αυστηροί στη συμπεριφορά τους. Γιατί όχι; Καλά κάνουν. Δείτε πώς πολλοί άνθρωποι ξεφεύγουν από την ευθύνη την οποία έχουν, χωρίς να βάζουν τη λέξη "αδικώ". Κι όμως αδικείς. Προσωπικά νομίζω ότι από τη συνέπεια και την αυστηρότητα των ξένων έχουμε πολλά πράγματα να μάθουμε. Εδώ λέμε "δεν πειράζει". Αυτό το "δεν πειράζει" μας έχει πάει πολύ πίσω. Πάρα πολύ πίσω. Κάποτε πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα αυτά εντάσσονται στην έννοια της συνέπειας, της αποτελεσματικότητας, της δικαιοσύνης, της τιμιότητας, της αλήθειας».

«Δεν φοβάμαι τη μετανάστευση, κρύβει δύναμη»

- Πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Fordham στη Νέα Υόρκη, όπου σας αναγόρευσαν επίτιμο διδάκτορα, αναφερθήκατε στη διάδοση του Ευαγγελίου σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπως είναι η Αλβανία. Βλέπετε και στην Ελλάδα η κοινωνία να γίνεται πολυπολιτισμική; Τι ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις;
«Ο βαθύς σεβασμός για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, που είναι βασική αρχή της ορθοδόξου παραδόσεως. Ο άλλος, ο διαφορετικός, δεν είναι αντίπαλος ούτε εχθρός. Εμείς αρθρώνουμε το χριστιανικό μήνυμα όπως είναι, χωρίς να ζητούμε οι άλλοι οπωσδήποτε να το αποδεχτούν. Το χρέος μας είναι να το διατυπώσουμε σωστά με τον λόγο, τη σιωπή και το έργο μας. Τα άλλα είναι στα χέρια του Θεού. Δεν θα τα επιβάλουμε εμείς διά της βίας.

Οταν σέβεσαι τις ιδέες και τα προβλήματα του άλλου, δεν σημαίνει ότι αποδέχεσαι τις ιδέες και τη νοοτροπία του. Του προσφέρεις το Ευαγγέλιο, το οποίο δεν είναι σύστημα αφηρημένων ιδεών, αλλά η αναγγελία ενός λυτρωτικού γεγονότος: ο Θεός της Αγάπης δεν έμεινε μακριά κάπου στο Σύμπαν, αλλά έγινε άνθρωπος, ήρθε ανάμεσά μας. Δεν σημαίνει ότι θα επιβάλουμε στον άλλον αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να μοιραστούμε μαζί του τη συνταρακτική αυτή αλήθεια.

Το χριστιανικό μήνυμα, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, "παρωχημένο" και δύσκολα αποδεκτό, παραμένει το πιο επαναστατικό. Δεν υπάρχει πιο τολμηρή διατύπωση από τη φράση του Ευαγγελιστή Ιωάννου "ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ".

Ομως δεν αρκεί η αναγγελία, χρειάζεται και η βίωση του Ευαγγελίου. Η πίστη είναι ζωή και μεταδίδεται όπως κάθε μορφή ζωής. Το πιο σημαντικό λοιπόν είναι να ζούμε την πίστη μας, η οποία στη συνέχεια θα ακτινοβολήσει και θα εκφραστεί με συγκεκριμένα έργα. Πολλές φορές με ρωτούν "τι θεωρείτε πιο σημαντικό από τα τόσο πολλά που κάνατε όλα αυτά τα χρόνια στην Αλβανία;". Περιορίζομαι σε ένα: μένω είκοσι δύο χρόνια κοντά στους ανθρώπους, ακούγοντας τον πόνο τους με αγάπη και προσπαθώντας να βρω διεξόδους με ουσιαστικά έργα, μεταφέροντάς τους το σταυροαναστάσιμο μήνυμα ότι, παρ' όλες τις πολυποίκιλες δυσκολίες, υπάρχει ελπίδα».

- Στην Ελλάδα υπάρχει ελπίδα; «Ασφαλώς».

- Παρά τη μετανάστευση; «Δεν φοβούμαι τη μετανάστευση, διότι κρύβει μέσα της δύναμη, ανησυχίες και αναζήτηση για το καλύτερο. Οι μετανάστες μας στην Αμερική απέτυχαν; Φοβούμαι βεβαίως τον τόπο, ο οποίος στερείται από τόσο ικανούς ανθρώπους. Επίσης ανησυχώ για το περίεργο "παιδομάζωμα". Ο λαός μας φορολογείται για μια δωρεάν εκπαίδευση. Κάποιος γίνεται πολύ καλός γιατρός και τελικά προσφέρει τους καρπούς των γνώσεών του σε μια χώρα που δεν τον ανέθρεψε από παιδί. Αυτό το θεωρώ αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο».

- Και τώρα φεύγουν οι άριστοι... «Είναι οδυνηρό. Γι' αυτό επαναλαμβάνω: Πηγαίνετε, αλλά ξαναγυρίστε».

Αναδημοσίευση: http://www.tovima.gr

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)

Μοῦ γράφεις ὅτι ἄκουσες ἀπό ἡλικιωμένες γυναῖκες κάποιο παραμύθι γιά τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ, καί ρωτᾶς ποῦ βρέθηκε αὐτό τό παραμύθι;

Διαβάστε τήν Καινή Διαθήκη! Μήν ντροπιάζεστε μπροστά στόν οὐρανό καί τή γῆ μέ τή ἄγνοια τῆς πίστης σας! Ἀφῆστε στήν ἄκρη ὅλες τίς ἄλλες σπουδές καί ἀναγνώσματα μέχρι νά μάθετε πρῶτα αὐτό πού εἶναι τό πιό σημαντικό καί πιό σωτήριο. Πρῶτα ἔρχεται ἡ ἐπιστήμη περί πίστεως καί κατόπιν οἱ ὑπόλοιπες σπουδές…

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι λόγια ἀλλά φοβερή πραγματικότητα. Γί αὐτό εἶναι καλύτερα νά τίς γνωρίζουμε καί ἀπό τά λόγια. Δύο πληγές στά χέρια, δύο πληγές στά πόδια καί μία στά πλευρά. Ὅλες ἀπό μαῦρο σίδερο καί ἀκόμα περισσότερο ἀπό τήν κατάμαυρη ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Τρυπημένα τά χέρια πού εὐλόγησαν. Τρυπημένα τά πόδια πού περπάτησαν καί ὁδήγησαν στή μόνη ὀρθή ὁδό. Τρυπημένο στό στῆθος, ἀπό τό ὁποῖο ξεχυνόταν πύρινη οὐράνια ἀγάπη στά παγωμένα ἀνθρώπινα στήθη.

Ἐπέτρεψε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά Τοῦ τρυπήσουν τά χέρια ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν πολλῶν χεριῶν – δάση χεριῶν – τά ὁποία φόνευσαν, ἔκλεψαν, ἔκαψαν, ἅρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Καί νά τοῦ τρυπήσουν τά πόδια γιά τίς ἁμαρτίες πολλῶν ποδιῶν – δάση ποδιῶν – πού περπάτησαν στό κακό, σύλησαν τήν ἀθωότητα, καταπάτησαν τό δίκαιο, μόλυναν τά ἱερά καί πάτησαν τήν καλοσύνη. Καί τοῦ τρύπησαν τό στῆθος ἐξαιτίας πολλῶν πετρωμένων καρδιῶν – νταμάρια καρδιῶν – στίς ὁποῖες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία καί κάθε ἀσέβεια καί οἱ ἱερόσυλοι λογισμοί καί οἱ κτηνώδεις ἐπιθυμίες καί στίς ὁποῖες μέσα ἀπό ὅλους τοὺς αἰῶνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια ἀδελφοῦ ἐναντίον ἀδελφοῦ, γείτονα ἐναντίον γείτονα, ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Τά χέρια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά θεραπευθοῦν τοῦ καθενός τά χέρια ἀπό τά ἁμαρτωλά ἔργα. Τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά ἐπιστρέψουν καθενός τά πόδια ἀπό τούς ἁμαρτωλούς δρόμους. Τό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκε γιά νά πλυθεῖ κάθε καρδιά ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί σκέψεις.

Ὅταν ὁ ἀπαίσιος Κρόμβελ, δικτάτορας τῆς Ἀγγλίας, ἄρχισε νά ἁρπάζει τήν περιουσία τῶν μονῶν καί ἔκλεινε τά μοναστήρια, ἔγινε σέ ὁλόκληρη τήν ἀγγλική χώρα μία θορυβώδης λιτανεία ἀπό μερικές χιλιάδες ἀνθρώπινες ψυχές σέ ἔνδειξη τῆς λαϊκῆς ἀποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι μέ τήν ἐπιγραφή στίς σημαῖες : «Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ» καί ἔψελναν ὕμνους ἐκκλησιαστικούς καί τελοῦσαν λειτουργίες πρός τόν Θεό στούς ἀγρούς. Φοβήθηκε ὁ ἀπαίσιος δικτάτορας πολύ καί περισσότερο φοβήθηκε ἐκεῖνες τίς σημαῖες παρά ὁτιδήποτε ἄλλο καί μείωσε τή βιαιοπραγία του.

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ ἄς σοῦ μάθουν, νά φροντίζεις τίς πέντε αἰσθήσεις σου γιά τόν ζῶντα Θεό.

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ εἶναι πέντε πηγές πεντακάθαρου αἵματος, μέ τό ὁποῖο πλύθηκε τό ἀνθρώπινο γένος καί ἁγιάσθηκε ἡ γῆ. Ἀπ’ αὐτές τίς πέντε πληγές χύθηκε ὅλο τό αἷμα τοῦ Δικαίου, ὅλο μέχρι τήν τελευταία σταγόνα. Ὁ Θαυματουργός Κύριος, πού ἤξερε νά πολλαπλασιάσει τούς ἄρτους καί μέ πέντε ἄρτους νά χορτάσει πέντε χιλιάδες πεινασμένους, πολλαπλασιάζει ἐκεῖνο τό πεντακάθαρο αἷμα Του καί μ’ αὐτό τρέφει καί ἑνώνει σέ χιλιάδες ναούς πολλά ἑκατομμύρια πιστῶν. Αὐτό εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία.

Τή Μ. Παρασκευή πλησίασε ψυχικά μαζί μέ τήν Παναγία Θεομήτορα κάτω ἀπό τό Σταυρό γιά νά σέ πλύνει ἐκεῖνο τό ζωοποιό αἷμα ἀπό τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ. Γιά νά μπορεῖς μέ τήν καθαρισμένη καί ἀναζωογονημένη ψυχή νά φωνάξεις τήν Κυριακή μαζί μέ τίς Μυροφόρες: Χριστός Ἀνέστη!

Αγαπητά μου Παιδιά,
Μαζί με πολλούς άλλους άξιους και γενναίγους Έλληνες πολεμήσαμε και λευτερώσαμε τούτο τον τόπο που πατάτε εσείς, και να στοχάζεστε πως τον λευτερώσαμε για σας που γεννηθήκατε σε πατρίδα ελεύθερη, γιατί εμείς λίγο την απολάψαμε, ότι, μόλις εδιώξαμε τους Τούρκους, αρχίσαμε να τρώμε ο ένας τον άλλον κι έτσι μας βρήκαν διαιρεμένους οι Μπαυαροί και μας τζαλαπάτησαν.
Μα ο Θεός, το έλεός του μεγάλο, δεν συνερίστη τα κρίματά μας και στέριωσε το έθνος, όπου καταφανίστηκε τόσους χρόνους στη σκλαβιά και ήρθε ο καιρός πάλι να δικαιωθεί. Ότι το δίκιο μας μάς το ‘δινε ο  Θεός και το χαλούσαμε εμείς. Κι απ’ το λίγο που δεν προκάναμε να χαλάσουμε εστερεώθη το έθνος αυτό, που εγέννησε κι εσάς. Εσείς τώρα μάθατε και γράμματα, ότι σκολάσατε από τις αγγαρείες και τους κιντύνους και κατατρεγμούς οπού ‘χαμεν εμείς – εγώ εμεγάλωσα αγράμματος, με άσπρα τα μαλλιά, όψιμος έπιασα κοντύλι στο χέρι μου. Και τα γράμματα  που μάθατε σας δίδαξαν πως είστε Έλληνες και Χριστιανοί της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Αν ήθελ’ εμείς, για να γλυτώσουμε από την τυραγνία και τα βάσανα, να γίνουμε Τούρκοι, όπως έγιναν καμπόσοι τότε, θα σας είχαν γεννημένους χανούμισσες κι όχι Ρωμαίϊσσες Χριστιανές και με τούτο θα ήστενε κι εσείς Τούρκοι. Και θα παίρνατε πάνω σας και τα κρίματα του μολεμένου αυτού Έθνους, που εσώριασε τόσα αδικοχαμένων και ατιμασμένων κουφάρια απάνω στη γη.
Κι αν θέλαμε μεις να σεργιανάμε με τες καρρότσες της βασιλείας, φορτωμένοι τα παράσημα, και να μας φυλεύουν οι Μπαυαροί τιμές και περιουσίες, ήθελ’ αφήσομε τον Κωλέττη με τους μισσιονάριους και τους ξένους πρέσβεις να μας αλλάξουνε την πίστη και τότε κι εσείς θα ‘χατε γεννηθεί από μάννες Φράγκισες και θα κάνατε ανάποδα το σταυρό σας. Και θα στοχαζόσασταν ότι εχρειάστη να χυθεί ποτάμι το αίμα τόσων παλληκαριών και ηρώων της πατρίδος, για να χάσετε ελεύτεροι την πίστη που είχατε σκλαβωμένοι.
Τώρα όμως ζείτε πάνω σε τούτο το ματωμένο και καπνισμένο χώμα και λογαριάζεστε Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όσοι έχετε μέσα σας καρδιά και νου, το ‘χετε για την πιο τρανή χαρά σας, κορώνα στο κεφάλι. Να μη θαρρείτε όμως πως έτσι κοιμηθήκαμε από βραδίς Τούρκοι και ξυπνήσαμε Έλληνες. Εχρειάστηκε να θυσιάσουμε αρετή καντάρια και κόπους και αίματα γι’ αυτή την ελευθερία που έχετε εσείς. Ότι η επανάσταση δεν έγινε το ’21 μονάχα κάθε ώρα και στιγμή από τότε που πήρε ο Αγαρηνός την Πόλη, με κάθε σφαγή και αρπαγή και ατιμία που σήκωνε ο σβέρκος του σκλάβου, για να προσκυνήσει και δεν προσκύναγε, γίνονταν μια επανάσταση. Κι όλες αυτές οι επαναστάσεις γνωστών και αγνώστων ηρώων της πίστης και της πατρίδος έτρεξαν σαν τα ρυάκια στο μεγάλο ράμμα και έτσι έγινε το ’21 που ήθελε ο Θεός και μας έκανε λεύτερους.
Γι’ αυτό, παιδιά μου, τέτοιες μέρες, που γιορτάζετε το σηκωμό του γένους, να μνημονεύετε αυτούς τους ήρωες που θυσίασαν και τη ζωή τους και το βιος τους για πίστη και πατρίδα κι άφησαν τις φαμίλιες τους γυμνές να διακονεύουν. Και τούτη την πίστη να τη λογαριάζετε ως ένα τζιβαΐρι που το κρατά ο άνθρωπος και περπατεί και φόβος είναι να μην του πέσει. Και η πατρίδα δεν είναι ενός ούτε ολίγων αλλά την έχουμε όλοι μαζί, ότι όλοι μαζί την ελευτερώσαμε.
Ώστε αν αμελήσετε την πίστιν όπου σας παραδώσαμεν Ορθόδοξην Ανατολικήν και σας την κλέψουν, αν πέσετε στες παραλυσίες και αφήσετε τα κάστρα αφύλακτα και σας τα πάρουν, ούτε να ζήσετε μπορείτε ούτε να πεθάνετε παρηγοριέστε, ότι θα βρείτε εκεί που θα πάτε τους γενναίγους πατέρες σας, το Διάκο, τον Υψηλάντη, τον Κολοκοτρώνη, το Δυσσέα, και θα σας ζητήσουν τα αίματα πίσω που χύθησαν για την ελευθερία της πατρίδος. Και καθώς τα αίματα δεν γυρίζουν πλέον, θε να είστε καταδικασμένοι. Όθεν, αγαπητά μου Ελληνόπουλα, κάνετε τα καλά σας και μη σκολάτε τις μετάνοιες σας για τούτη την άγια πατρίδα, τηράτε να ‘χετε το νου καθαρό και Ορθόδοξο και το σώμα τυραννισμένο, για να αντέχει τους κόπους και να πηγαίνετε τούτες τις μέρες στους τάφους μας και να στοχάζεστε τα χρέη σας. Ότι εμείς από μέσ’ απ’ αυτούς τους τάφους μας μια μέρα θ’ αναστηθούμε και θα σας κρίνουμε.
Γιάννης Μακρυγιάννης

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνον όταν φθάση η ωρισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρας.

* * * 

ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΗ ο Θεός την αμέλειά μας στην προσευχή και τον σκορπισμό του νου μας στην ψαλμωδία, είναι αδύνατον να σωθούμε, έλεγε ο Αββάς Θεόδωρος.

* * * 

ΕΡΩΤΗΣΑΝ τον Αββά Αγάθωνα οι Αδελφοί, ποιά αρετή νομίζει πως είναι πιο επίπονος.

— Η προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος. Όταν ποθήση η ψυχή να συνομιλή συχνά με τον Δημιουργό της, αγωνίζονται τα πονηρά πνεύματα να την εμποδίσουν, γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει πιο ισχυρό όπλο εναντίον τους από την προσευχή. Όταν αποκτήση οποιαδήποτε άλλη αρετή η ψυχή, ύστερα ξεκουράζεται· μα για να μάθη να προσεύχεται, όπως πρέπει, χρειάζεται να κοπιάζη σ' όλη της τη ζωή. 

* * * 

ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ Αδελφοί στη σκήτη περικύκλωσαν μια μέρα τον Όσιο Μακάριο και τον παρακαλούσαν να τους διδαξη πώς να προσεύχωνται.

— Το μεγαλύτερο σφάλμα, που κάνομε στην προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος, είναι η περιττολογία. Αρκεί να μάθη ο άνθρωπος να υψώνη το νου του στα ουράνια και να λέγη μ' όλη του την ψυχή: «Κύριε, ελέησόν με, όπως γνωρίζεις και όπως θέλεις». Τούτο είναι προσευχή.

Όταν πάλι νοιώθη δυνατή επάνω του την επίθεσι του διαβόλου ή την επανάστασι των κατωτέρων παθών του, ας τρέξη με πίστι στον Ούρανιο Πατέρα κι ας φωνάζη σ' Αυτόν όχι με το στόμα, αλλά με την καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος γνωρίζει τον τρόπο να βοηθήση την ψυχή, που πηγαίνει κοντά Του μ' εμπιστοσύνη. 

* * * 

ΑΚΟΗ αντι ακοής λαμβάνομε, λέγει κάποιος Πατήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημα Του.

* * * 

ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός σε μια σκήτη ήταν πρόθυμος στην προσευχή, αλλά αμελής σ' όλα τ' άλλα. Μια μεέα πήγε ο διάβολος σ' έναν από τους εκεί Πατέρας και του είπε με ειρωνεία:

— Τι παραδοξολόγοι που είσαστε σεις οι άνθρωποι.

— Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.

— Να, ο ταδε Μοναχός αίφνης με κρατά κάτω από τη μασχάλη του και με σφίγγει δυνατά να μη του φύγω, κάνοντας όλα μου τα θελήματα. Κι ύστερα στέκεται ώρες ολόκληρες και λέγει στο Θεό: «ρύσαι με από του πονηρού»


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

katafigioti

lifecoaching