ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Του Αββά Ματώη
α ’ Έλεγε ο Αββάς Ματώης: «θέλω έργο ελαφρό και να μένη, παρά επίπονο από την αρχή και γρήγορα να κόβεται».
β΄ Είπε πάλι: «Όσο προσεγγίζει τινάς τον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτό του. Έτσι και ο προφήτης Ησαΐας, σαν είδε τον Θεό, ταλαίπωρο και ρυπαρό έλεγε τον εαυτό του».
γ'. Έλεγε πάλι: Όταν ήμουν νεώτερος, έλεγα μέσα μου, ότι δήθεν κάτι καλό κάνω. Τώρα δε όπου γήρασα, βλέπω ότι δεν έχω κανένα καλό έργο στη ζωή μου».
δ'. Είπε πάλι: «Δεν είδε ο σατανάς με τι πάθος νικάται η ψυχή. Σπέρνει μεν, αλλά δεν ξέρει αν θα θερίση. Ήγουν, άλλοτε τους λογισμούς της σαρκικής αμαρτίας, άλλοτε τους λογισμούς της κατακρίσεως και επίσης τα υπόλοιπα πάθη. Και σε όποιο πάθος δη την ψυχή να έχη στραφή, μ’ αυτό την τροφοδοτεί».
ε . Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Ματώη και του λέγει: «Πώς οι Σκητιώτες έκαναν περισσότερα από ό,τι εντέλλεται η Γραφή, αγαπώντας τους εχθρούς τους πάνω από τον εαυτός τους;». Του λέγει ο Αββάς Ματώης: «Τι να σου πω; Εγώ αυτόν όπου με αγαπά, δεν τον αγαπώ σαν τον εαυτό μου».
στ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ματώη: «Τι να κάμω αν με επισκεφθή κάποιος αδελφός και είναι νηστεία η πρωί, πράγμα όπου με στενοχωρεί;». Και του λέγει ο γέρων: Αν μεν δεν στενοχωριέσαι και φας με τον αδελφό, καλά κάνεις. Αν όμως κανέναν δεν περιμένης και φας, τότε κάνεις το δικό σου θέλημα».
ζ'. Είπε ο Αββάς Ιακώβ: «Πήγα κάποτε στον Αββά Ματώη. Και ξαναγυρίζοντας, του είπα: Θέλω να πάω στα Κελλιά. Και μου λέγει: Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Αββά Ιωάννη. Πήγα λοιπόν στον Αββά Ιωάννη. Και του λέγω: Σε χαιρετά ο Αββάς Ματώης. Και μου λέγει ο γέρων: Να, ο Αββάς Ματώης, αληθώς Ισραηλίτης εν ώ δόλος ουκ έστιν. Και αφού πέρασε ένα έτος, πάλι πήγα στον Αββά Ματώη. Και του ανέφερα τον χαιρετισμό του Αββά Ιωάννη. Και λέγει ο γέρων: Δεν αξίζω βέβαια αυτά όπου είπε ο γέρων. Πλην, τούτο γνώριζε, ότι, σαν ακούσης γέροντα τον πλησίον του να δοξάζη πάνω από τον εαυτό του, σε μεγάλα μέτρα έφθασε. Γιατί αυτή είναι η τελειότης: Να δοξάζη τινάς τον πλησίον του πάνω από τον εαυτό του».
η' Έλεγε ο Αββάς Ματώης: «Ήλθε ένας αδελφός σ’ εμένα και μου είπε ότι η καταλαλιά είναι χειρότερη από τη σαρκική αμαρτία. Και είπα: Σκληρός έστιν ο λόγος. Μου λέγει λοιπόν: Και πώς θέλεις να είναι το ζήτημα; Και εγώ του αποκρίθηκα: Η μεν καταλαλιά αμαρτία είναι, όμως έχει γρήγορη θεραπεία. Γιατί, συχνά, μετανοεί όποιος τη διέπραξε, λέγοντας: ’Άσχημα μίλησα. Ενώ η σαρκική αμαρτία είναι φυσικός θάνατος».
θ'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ματώης από τη Ραϊθώ στα μέρη των Μαγδάλων και ήταν ο αδελφός του μαζί του. Και ο επίσκοπος του τόπου κράτησε τον γέροντα και τον έκαμε πρεσβύτερο. Και αφού γευμάτισαν μαζί, έλεγε ο επίσκοπος: «Συγχώρησέ με, Αββά. Ξέρω ότι δεν ήθελες να συμβή αυτό. Αλλά τόλμησα να το κάμω, γιατί πήρα ευλογία από σένα». Του είπε δε ο γέρων με ταπείνωση: «Και ο λογισμός μου κάπως το ήθελε. Πλην, αυτό με στενοχωρεί, ότι πρόκειται να χωριστώ από τον αδελφό οπού είχα μαζί μου. Γιατί δεν αντέχω όλες τις ευχές να τις κάμω μόνος». Και λέγει ο επίσκοπος: Αν ξέρης ότι είναι άξιος, εγώ τον χειροτονώ». Του λέγει ο Αββάς Ματώης: Αν μεν είναι άξιος, δεν γνωρίζω. Ένα ξέρω, ότι είναι καλύτερός μου». Τον χειροτόνησε λοιπόν και αυτόν. Και κοιμήθηκαν και οι δυό, χωρίς να πλησιάσουν στην αγία τράπεζα για να τελέσουν τη Θεία Λειτουργία. Έλεγε δε ο γέρων: «Πιστεύω στον Θεό, ότι δεν έχω πολύ κρίμα για τη χειροτονία, οπόταν δεν τελώ τη Θεία Λειτουργία. Γιατί η χειροτονία είναι για όσους δεν έχουν ψεγάδι».
ι΄. Είπε ο Αββάς Ματώης: «Τρεις γέροντες πήγαν στον Αββά Παφνούτιο τον λεγόμενο Κεφαλά, για να τους πη κάτι. Και τους λέγει ο γέρων: Τι θέλετε να σας πω; Πνευματικό η σωματικό; Του λέγουν: Πνευματικό. Τους λέγει ο γέρων: Πηγαίνετε, αγαπήστε τη θλίψη παρά την ανάπαυση και την ατίμωση παρά τη δόξα και το να δίνετε παρά να παίρνετε».
ια Παρακάλεσε ένας αδελφός τον Αββά Ματώη, λέγοντας: «Πες μου κάτι». Και εκείνος του είπε: «Πήγαινε, παρακάλεσε τον Θεό να δώση πένθος στην καρδιά σου και ταπείνωση. Και πρόσεχε πάντα τις αμαρτίες σου. Και μη κρίνεις τους άλλους, αλλά να είσαι κάτω από όλους. Και να μη έχης φιλία με πολύ νέο, ούτε συναναστροφή με γυναίκα, ούτε φίλο αιρετικό. Και κόψε την ελευθεροστομία από τον εαυτό σου. Και έχε εγκράτεια στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου και στο κρασί κάπως. Και αν τινάς μιλήση για οποιοδήποτε πράγμα, μη μαλώσης μαζί του. Αλλά, αν μιλά καλά, πες: Ναι. Και αν κακά, πες: Συ γνωρίζεις πώς μιλάς. Και μη ερίζεις μαζί του για όσα είπε. Και αυτή είναι η ταπείνωση».
ιβ΄ . Παρακάλεσε ένας αδελφός τον Αββά Ματώη: «Πες μου κάτι». Και του αποκρίθηκε: «Κάθε φιλονεικία, για οποιοδήποτε θέμα, κόψε την από τον εαυτό σου. Κλάψε δε και πένθησε, γιατί ο καιρός πλησίασε».
ιγ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ματώη, λέγοντας: «Τι να κάμω; Γιατί η γλώσσα μου με θλίβει. Και όταν βρίσκωμαι ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν μπορώ να τη συγκρατήσω. Αλλά τους κατακρίνω σε κάθε έργο καλό και τους ελέγχω. Τι λοιπόν να κάμω;». Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: Αν δεν μπορής να επιβάλλεσαι στον εαυτό σου, φύγε και μείνε μόνος. Γιατί αρρώστια είναι. Όποιος μένει με αδελφούς, δεν πρέπει να είναι τετράγωνος, αλλά στρογγυλός, ώστε προς όλους να κυλά». Και είπε ο γέρων: «Δεν μένω μόνος από αρετή, αλλά από αδυναμία. Γιατί δυνατοί είναι όσοι έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
ιδ'. Είπε ο Αββάς Μωυσής: Οφείλει τινάς να πεθάνη απέναντι του συντρόφου του, ώστε να μη τον κατακρίνη σε τίποτε».
ιε΄. Είπε πάλι: Οφείλει τινάς να νέκρωση τον εαυτό του απέναντι σε κάθε αμαρτωλό πράγμα, πριν βγη από το σώμα, ώστε να μη κάμη κακό σε άλλον άνθρωπο».
ιστ΄. Είπε πάλι: Αν τινάς δεν το έχη στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει». Και είπε ένας αδελφός: «Τι σημαίνει το να έχη στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός;». Και είπε ο γέρων: «Όποιος βαστάζει τις αμαρτίες του, δεν βλέπει τις αμαρτίες του πλησίον του».
ιζ'. Είπε πάλι: «Αν δεν συμφωνήση η πράξη με την ευχή, μάταια κοπιάζει ο άνθρωπος». Και είπε ένας αδελφός: «Τι σημαίνει να συμφωνήση η πράξη με την ευχή;». Και λέγει ο γέρων: «Το να μη ξανακάνουμε εκείνα, για τα οποία ευχόμαστε. "Ήγουν, όταν τινάς παρατήση τα δικά του θελήματα, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ο Θεός και δέχεται την προσευχή του».
ιη΄ . Ρώτησε ο αδελφός: «Σε κάθε κόπο του ανθρώπου, τί είναι εκείνο οπού τον βοηθά;». Και λέγει ο γέρων: «Ο Θεός είναι όπου βοηθά. Γιατί είναι γραμμένο: Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφοδρά». Είπε ο αδελφός: «Και με τις νηστείες και τις αγρυπνίες, όπου κάνει τινάς, τί γίνεται;». Του αποκρίνεται ο γέρων: «Αυτές κάνουν την ψυχή να ταπεινωθή. Γιατί είναι γραμμένο: Ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. Αν η ψυχή κάμη αυτούς τους καρπούς, τη σπλαχνίζεται ο Θεός εξ αιτίας τους». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Τι θα κάμη τινάς σε κάθε πειρασμό όπου έρχεται κατεπάνω του ή σε κάθε λογισμό του εχθρού; «Του λέγει ο γέρων: «Να κλαίη οφείλει ενώπιον της αγαθότητος του Θεού, για να βρή βοήθεια. Και αναπαύεται γρήγορα, αν παρακαλή με γνώση. Γιατί λέγει η Γραφή: Κύριος έμοί βοηθός και ού φοβηθήσομαι τί ποιήση μοι άνθρωπος». Ρώτησε ο αδελφός: «Να, ένας άνθρωπος δέρνει τον δούλο του για κάτι κακό οπού εκαμε. Τι θα πη ο δούλος;». Λέγει ο γέρων: Αν είναι δούλος καλός, θα πη: Λυπήσου με, αμάρτησα». Του λέγει ο αδελφός: «Τίποτε άλλο δεν θα πη;». Λέγει ο γέρων: «Τίποτε. Γιατί, αφού μεφθή τον εαυτό του και πη αμάρτησα, ευθύς θα τον σπλαχνισθή ο κύριός του. Η ουσία δε όλων αυτών είναι να μη κατακρίνουμε τον πλησίον. Παράδειγμα: Όταν το χέρι του Κυρίου θανάτωσε κάθε πρωτότοκο στη γη Αιγύπτου, δεν υπήρχε σπίτι όπου να μη ήταν νεκρός». Του λέγει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;». Του απαντά ο γέρων: «Ότι, αν κοιτάξουμε να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα δούμε τις αμαρτίες του πλησίον. Γιατί δεν είναι λογικό, όταν τινάς έχη τον δικό του νεκρό, να τον αφήση και να πάη να κλάψη τον νεκρό του διπλανού του. Το να πεθάνης δε απέναντι στον πλησίον σου, αυτό είναι το να βαστάξης τις αμαρτίες σου και να μη ενδιαφέρεσαι για κάθε άνθρωπο, αν αυτός είναι καλός και εκείνος κακός. Μη κάμης κακό σε κανέναν άνθρωπο, μήτε να έχης αμαρτωλό λογισμό στην καρδιά σου για κανέναν. Μήτε να εξουδενώσης οποίον κάνει κακό, μήτε να παραδεχτής αυτόν όπου κάνει κακό στον πλησίον του, μήτε να χαίρης με όποιον κακοποιεί τον πλησίον του. Μη κατηγορήσης κάποιον. Αλλά λέγε: Ο Θεός γνωρίζει τον καθέναν. Μη συμφωνήσης με όποιον καταλαλεί, μήτε να βρής χαρά στην καταλαλιά του, μήτε να μισήσης όποιον καταλαλεί τον πλησίον του. Αυτό είναι το να μη κρίνης. Μη έχεις έχθρα για τον άλλο και μη κρατήσης έχθρα στην καρδιά σου. Μη μισήσης οποίον εχθρεύεται τον πλησίον του. Και αυτή είναι η ειρήνη. Σ’ αυτά να παρηγορήσαι. Λίγο καιρό διαρκεί ο κάματος και παντοτινή είναι η ανάπαυση, με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Η ανάβλυσις του αγιάσματος
Όταν ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης άρχισε να κτίζη στο Άγιο Όρος τη Μεγίστη Λαύρα, είδε να εξαντλούνται τα απαραίτητα χρήματα, τρόφιμα και λοιπά υλικά. Δεν είχε χρήματα να πληρώση τους τεχνίτες και τους εργάτες. Δεν είχε τι να τους μαγειρέψη. Τότε απελπισμένος εγκατέλειψε το έργο και ξεκίνησε για τις Καρυές, την πρωτεύουσα, για να δη τι μπορεί να κάνη.
Μετά από δυο ώρες πορεία, φανερώθηκε στο δρόμο του μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, η οποία με αυστηρό ύφος τον ρώτησε:
- Αββά Αθανάσιε, που πηγαίνεις; Γιατί άφησες το έργο που άρχισες; Γύρισε πίσω να συνεχίσης το ιερό και θεάρεστο έργο σου.
Ο όσιος έμεινε εκστατικός από την εμφάνισι της ολόφωτης μορφής που είχε η παράδοξη αυτή γυναίκα, και με τη σειρά του τη ρώτησε:
- Ποια είσαι συ; Που με γνωρίζεις; Πώς ξέρεις το όνομα μου και με διατάζεις να γυρίσω πίσω; Και με τι και πώς θα συνεχίσω το έργο της μονής, αφού σώθηκαν όλα τα απαραίτητα υλικά;
Τότε εκείνη του είπε πως είναι η μητέρα του Κυρίου και πως πρέπει να γυρίση πίσω για να τελειώση το έργο που άρχισε. Θα βρη δε όλες τις αποθήκες γεμάτες, τα ταμεία με χρήματα και ό, τι άλλο χρειασθή για να τελειώση η οικοδομή του μοναστηριού.
Ο άγιος Αθανάσιος, για να βεβαιωθή πως όλα αυτά που του ανήγγειλε, είναι αληθινά, ζήτησε σημείο. Τότε η Κυρία Θεοτόκος του είπε να χτυπήση με το ραβδί του στην πέτρα που ήταν μπροστά τους. Όταν χτύπησε, βγήκε άφθονο νερό, πολύ γευστικό και θεραπευτικό πολλών ασθενειών! Το νερό αυτό μέχρι σήμερα λέγεται «Αγίασμα του αγίου Αθανασίου» και ο κόσμος που περνάει, πίνει και αισθάνεται γεύσι εξαίσια.
Ο όσιος πείσθηκε στα λόγια της Θεομήτορος, γύρισε πίσω και βρήκε, όπως του είπε η Παναγία, όλες τις αποθήκες και τα ταμεία γεμάτα από όλα τα απαραίτητα! Μέχρι που τελείωσε ολόκληρο το έργο, δεν έλειψε τίποτε κατά την αψευδή υπόσχεσι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
(Γεροντικόν Αγίου Όρους)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β, σ. 137-138)
91. «Και είπε Μαριάμ· μεγαλύνει» (Λουκ. α΄ 46).
Μόλις η Ελισάβετ τελείωσε τον εμπνευσμένο χαιρετισμό της, η Μαριάμ άρχισε ν’ απαγγέλλη μια δική της Ωδή! Η πανηγυρική, ευχαριστήρια και δοξολογική ωδή (=τραγούδι), μετά από εξαιρετικά γεγονότα ήταν κάτι το συνηθισμένο στην ιστορία των αρχαίων Εβραίων. Έτσι, τόσο ο χαιρετισμός της Ελισάβετ όσο και η Ωδή της Παρθένου Μαρίας έρχονται να προστεθούν στις Ωδές της αδελφής του Μωυσή Μαριάμ (Εξοδ. ιε' 1 - 19) , της Δεββώρας (Κριταί ε' 2-31) και της προφήτιδος Άννης, μητέρας του προφήτου Σαμουήλ (Α' Βασ. β ). Ιδίως η Ωδή της Θεοτόκου έχει πολλές απηχήσεις από τους Ψαλμούς και την Ωδή της Άννης. Αυτό φανερώνει, ότι η Παρθένος Μαρία, όπως και οι άλλες παρθένες του Ισραήλ, γνώριζε από την παιδική της ηλικία τους Ψαλμούς και τις Ωδές της Π. Διαθήκης που αναφέραμε πιο πάνω (ΥΑ, 63).
Η Ωδή της Θεοτόκου έμελλε να γίνη η κατ’ εξοχήν ευχαριστήρια Ωδή της ανθρωπότητος. Διότι αποτελεί μια περίληψι των Ωδών της Π. Διαθήκης και αφετηρία των πιο εμπνευσμένων συνθέσεων της χριστιανικής ψυχής (πρβλ. τη θέσι της Ωδής αυτής στην ορθόδοξο Λατρεία, καθώς και του ύμνου MAGNIFICAT (= μεγαλύνει) στην λατρεία και τη θρησκευτική μουσική της Δύσεως).
Η Θεοτόκος, υπό την έξαρσι των θαυμαστών γεγονότων της ζωής της συνθέτει την εμπνευσμένη δοξολογική Ωδή της. Οι μεγάλες στιγμές της επεμβάσεως του Θεού στην προσωπική ή την συλλογική ζωή εμπνέουν ιδιαίτερα τις ευσεβείς και αφιερωμένες ψυχές. Πρώτες αυτές βλέπουν το ευεργετικό χέρι του Θεού· ακούνε τη φωνή του και νοιώθουν το περπάτημά του στην Ιστορία (πρβλ. «Φωνή αδελφιδού μου· ιδού ούτος ήκει πηδών επί τα όρη... ομοιός εστίν αδελφιδός μου τη δορκάδι ή νεβρώ (=ελαφάκι) ελάφων», Άσμα Ά. β' 8 - 9) διαισθάνονται το πέρασμά του κοντά τους (πρβλ. «οπίσω σου εις οσμήν μύρων σου δραμούμεν» Άσμα Α. α' 4) και ξεσπούν σε ύμνους και ωδές.
Οι ποιηταί έγραψαν τα πιο όμορφα ποιήματα και τραγούδια σε στιγμές ιδιαίτερης εμπνεύσεως και εξάρσεως. Οι άγιες ψυχές γράφουν τις πιο ωραίες ωδές τους σε στιγμές παρουσίας του Θεού στην προσωπική τους ζωή και στην ιστορία του κόσμου...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.118 )
1,26. «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και από των γενεών, νυνί δε εφανερώθη τοις αγίοις αυτού».
«Αποκεκρυμμένη (η εκκλησία) δια του Θεού», εξαιτίας του σκότους της αμαρτίας και του θανάτου. Και τώρα; «Νυν εφανερώθη», δια του Κυρίου Ιησού Χριστού, «τοις αγίοις αυτού». Αυτή που είναι το πανάγιο μυστήριο «εφανερώθη τοις αγίοις». Η αγιότης στους αγίους. Γιατί έτσι; Για να μη «ρίπτεται ο μαργαρίτης έμπροσθεν των χοίρων». Οι «χοίροι» είναι τα πάθη, τα οποία δεν διακρίνουν τις αγιότητες από τις ηθικές ρυπαρότητες. Είναι οι εραστές των αμαρτιών και των θανατηφόρων παθών, είναι όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι όλων των γενεών και όλων των αιώνων, εξ αιτίας του σκότους του κακού που τους περιβάλλει.
Γι’ αυτό «κρύψανε» από τον εαυτό τους την μοναδικά σωτηριώδη αγιότητα και ευαγγελία, που είναι: το μυστήριο του Θεού Λόγου.
Και πάλι, αυτό το πανάγιο μυστήριο ήταν «κρυμμένο» από τα μη άγια όντα και «νυν εφανερώθη» με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, με τα πάθη Του, με τον θάνατό Του, την Ανάσταση και την Ανάληψη Του· και με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος «φανερώνεται» σαν Eκκλησία και παραμένει στον κόσμο σαν Εκκλησία.
Και η Eκκλησία είναι: O θεϊκός σκοπός και η έννοια όλων των κόσμων και όλων των όντων και «πρωτίστως» των ανθρώπων. Είναι το Θεϊκό αγιαστήριο, τα «άγια των άγιων» που αγιάζοντας σώζει και σώζοντας αγιάζει κάθε μη άγιο, που δημιουργεί η αμαρτία, το κακό και ο διάβολος· είναι το «ένθεο» κατοικητήριο της Παναγίας Τριάδος, είναι το σώμα της Παναγίας Τριάδος, στο οποίο διαβιώνει ο πιστός «εκ του Πατρός, δια του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι». Πραγματικά, είναι το πανάγιο μυστήριο, το παν-μυστήριο, είναι η παναγία αγιότητα, η παν-αγιότητα, είναι η παναγία ευαγγελία, η παν-ευαγγελία.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 59-60)
Η διάρκεια των παθών
Ο αγρότης κλαδεύει τα δένδρα, για να μεγαλώνουν πιο γρήγορα και πιο φυσιολογικά. Όμως, εάν κλαδέψει τα κλαδιά χωρίς μέτρο, το δένδρο θα μαραζώσει. Πίστευε ότι τα παθήματα σου ποτέ δεν μπορούν να ξεπεράσουν το μέτρο.
Ο Θεός ξαγρυπνά επάνω από κάθε άνθρωπο πιο προσεκτικά και πιο εύσπλαχνα από οποιονδήποτε αγρότη πάνω από τα δέντρα του.
Θαυμάσια λέει ο άγιος Νείλος Σόρσκι:
«Όταν ο μάστορας ξέρει πόση ώρα πρέπει να παραμείνει ένα αγγείο στη φωτιά για να γίνει, χωρίς να σπάσει, πόσο μάλλον ο Θεός να μην ξέρει το μέτρο των παθών μας;»
Πίστευε, ότι ο Θεός έχει περισσότερη [και καλύτερη] κρίση απ’ ό,τι ο άνθρωπος.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 94)
Σεβασμός των παιδιών προς τους γονείς και τους μεγαλυτέρους
Το παιδί, όταν είναι μικρό, δεν κάνει τίποτε, και οι γονείς του το φροντίζουν για το φαγητό του,
για το ντύσιμό του κ.λπ. Το βοηθούν από αγάπη, χωρίς αυτό να κοπιάζη. Αυτό μόνον καμμιά δουλίτσα κάνει.
Και μήπως έτσι ξεπληρώνει τον κόπο ή τα έξοδα που κάνουν οι γονείς γι’ αυτό;
Αλλά, όταν το παιδί μεγαλώση και δεν καταλαβαίνη τί του πρόσφεραν οι γονείς του, αυτό είναι πολύ βαρύ!
Παλιά οι γονείς έδερναν το παιδί και εκείνο το δεχόταν χωρίς λογισμούς. Πολλές φορές ούτε καταλάβαινε γιατί το έδερναν.
Σήμερα τα παιδιά είναι όλο «γιατί και γιατί;» και αντιλογία. Δεν έχουν απλότητα. Όλα τα περνάνε από το κόσκινο.
Δεν έρχεται όμως έτσι η θεία Χάρις. Όταν το παιδί δεν νιώθη τον πατέρα του ως πατέρα και δεν δέχεται την παιδαγωγία του πατέρα,
είναι νόθο παιδί. Μερικά παιδιά, αν τους κάνουν οι γονείς μια μικρή παρατήρηση, «θα κόψω τις φλέβες», λένε αμέσως.
Τι να τα κάνουν τότε και οι γονείς; Υποχωρούν, και τελικά τα παιδιά καταστρέφονται.
Το παιδί πρέπει να καταλάβη ότι, εάν οι γονείς καμμιά φορά του δίνουν κανένα σκαμπίλι, δεν το κάνουν από κακότητα,
αλλά από αγάπη, για να διορθωθή, να γίνη καλύτερο και να χαίρεται αργότερα.
Εμείς, όταν ήμασταν μικρά, είτε μας χάιδευαν οι γονείς μας, είτε μας έδερναν, είτε μας φιλούσαν, όλα τα δεχόμασταν.
Καταλαβαίναμε ότι όλα τα έκαναν για το καλό μας. Είχαμε μεγάλη εμπιστοσύνη.
Μερικές φορές μάλιστα η μητέρα μου άλλο παιδί έφταιγε και άλλο μάλωνε, γιατί δεν προλάβαινε να κάνη ...δικαστήριο.
Ο ένοχος όμως, όταν έβλεπε ότι μάλωσε τον άλλον που δεν έφταιγε, επειδή τον πείραζε η συνείδηση, έλεγε «εγώ έφταιγα», και ο άλλος δικαιωνόταν.
Στην οικογένεια οι μικροί πρέπει να έχουν σεβασμό και προς τους γονείς και προς τους μεγαλυτέρους.
Να αισθάνωνται ως ανάγκη τον σεβασμό, την υποταγή και την ευγνωμοσύνη προς τον μεγάλο.
Οι μεγαλύτεροι πάλι να έχουν αγάπη προς τους μικρούς, να τους βοηθούν και να τους προστατεύουν.
Όταν ο μικρός σέβεται τον μεγάλο και ο μεγάλος αγαπάη τον μικρό, δημιουργείται μια όμορφη οικογενειακή ατμόσφαιρα.
Ο πατέρας μου έλεγε: «Υπακοή στον μεγάλο αδελφό σας». Εμείς ξέραμε ότι ο πατέρας μας αγαπάει όλους και είχαμε πιο πολύ θάρρος στον πατέρα.
Στον μεγάλο αδελφό, που δεν βρίσκαμε την αγάπη του πατέρα, κάναμε μεγαλύτερη υπακοή.
Όταν οι σύζυγοι έχουν σεβασμό μεταξύ τους και τα παιδιά έχουν σεβασμό προς τους γονείς, η ζωή στην οικογένεια είναι ειρηνική, πάει ρολόι.
Ποτέ σε μια τέτοια οικογένεια ο μεγάλος γιός δεν λέει στην μητέρα του «κοίταξε εδώ, μάνα, αυτό μην το ξανακάνης»
ή «γιατί το έκανες αυτό έτσι και εκείνο αλλιώς;», αλλά ούτε ο πατέρας στην μάνα μιλάει με τέτοιον τρόπο.
Ο μεγάλος μπορεί να αστειεύεται με τον μικρό, για να τον κάνη να χαρή,
αλλά ο μικρός δεν πρέπει να αποκτήση παρρησία με την χαρά που νιώθει από τα πειράγματα του μεγάλου.
Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου και κατέβαινα καμμιά φορά να ψωνίσω διάφορα υλικά, ένα παιδάκι, που το σπίτι του
ήταν πάνω στον δρόμο, μόλις με έβλεπε, ερχόταν κοντά μου και εγώ του φιλούσα το χέρι.
Ύστερα συνήθισε και έτρεχε και μου έδινε μόνο του το χέρι του να το φιλήσω! Εγώ πάλι του το φιλούσα.
Μετά μου είπαν οι γονείς του: «Μην του φιλάς, Πάτερ, το χέρι, γιατί τρέχει στους παπάδες και δίνει το χεράκι του να το φιλήσουν
καί, άμα δεν το φιλήσουν, βάζει τα κλάματα».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 133-135)
Ακοή
και υπακοή
Όλοι μεν άκουγαν, αλλά δεν υπάκουαν όλοι.
Διότι όλοι αγαπάμε ν’ ακούμε και να βλέπουμε,
αλλά φιλάρετοι δεν είμαστε όλοι.
Ε.Π.Ε. 9,260
παρακοή
Πάντοτε μεν ακούουμε, αλλά και πάντοτε παρακούουμε.
Ε.Π.Ε. 13,278
γιατί δόθηκε;
Μας έδωσε την ακοή ο Θεός για ν’ ακούμε όχι βλάσφημα λόγια,
αλλά σωτήριες αλήθειες. Έτσι, όταν η ακοή δεχτεί κάτι κακόηχο,
ταράζεται η ψυχή και το σώμα. Αν ακούσουμε άγρια πράγματα, σκληρά, φρίττουμε.
Αν όμως ακούσουμε κάτι όμορφο και καλό, τότε αγαλλόμαστε και χαιρόμαστε.
Ε.Π.Ε. 18α,28-30
αισθησιακά τραγούδια
Το μάτι βλέπει τα σώματα, τα κάλλη, τα χρήματα, αυτά που είναι απ’ τη γη.
Μ’ αυτά ευχαριστείται. Το αυτί ηδονίζεται με το αισθησιακό τραγούδι,
με την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία.
Αυτά όλα έχουν σχέση με τη γη.
Ε.Π.Ε. 22,244
να μάθουμε ν’ ακούμε
Ας γυμνάσουμε την ακοή μας, ώστε να μη φαινόμαστε δειλοί.
Απ’ την ακοή θα φτάσουμε στις ποικίλες ενέργειες.
Αν συνηθίσουμε ν’ ακούμε φοβερά πράγματα,
τότε θα συνηθίσουμε να υπομένουμε και τα φοβερά της ζωής.
Ε.Π.Ε.23,38
να βουλώσουμε τα αυτιά
Ας κλείνουμε τ’ αυτιά μας στις ανόητες συζητήσεις. Δεν πρόκειται για μικρό κακό.
Απ’ αυτό προέρχονται πολλά κακά.
Αν το μυαλό μας είχε συνηθίσει να προσέχει σε θεία λόγια,
δεν θα ‘ταν δυνατόν να προσέχει σε άλλα. Ε.Π,.Ε 23,38-40
Ακοίμητο
το μάτι του Θεού
Κάνε το καθήκον, που επιβάλλει ο νόμος κυρίως με το φόβο του Χριστού.
Διότι, κι αν ακόμα τ’ αφεντικό σου δεν βλέπει και συ ενεργείς τα δέοντα
και εκείνα που αρέσουν στ’ αφεντικό σου,
μη ξεχνάς, ότι όλα τα κάνεις για το ακοίμητο μάτι του Θεού.
Ε.Π.Ε. 22,282
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 128-129)
1,25. «ης εγενόμην εγώ διάκονος κατά την οικονομίαν του Θεού την δοθείσαν μοι εις υμάς, πληρώσαι τον λόγον του Θεού».
Τι είναι Απόστολος; Υπηρέτης της Εκκλησίας. Τι είναι αποστολικότητα; Υπηρεσία στην Εκκλησία, «κατά την οικονομίαν του Θεού». «Τοιαύτη» είναι η Θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας του κόσμου. Γιατί και η σωτηρία είναι υπηρεσία στην Εκκλησία. Και η υπηρεσία αυτή συνίσταται στην υπακοή της Εκκλησίας.
Γιατί στην Εκκλησία βρίσκονται όλες οι άγιες δυνάμεις της σωτηρίας, «των οποίων» αστείρευτη Θεϊκή πηγή αποτελεί Αυτός ο Κύριος της σωτηρίας: Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.
Εξαιτίας Αυτού, η Εκκλησία είναι η πιο εξαιρετική οντότητα σε όλους τους κόσμους. Αυτή (η Εκκλησία), κατά θεϊκά θαυμαστό και μυστηριώδη τρόπο, είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, με το «πλήρωμα» όλων των Θεανθρωπίνων του χαρακτηριστικών και τελειοτήτων.
Γι’ αυτό και αυτή είναι μυστήριο μυστηρίων, αγιότης αγιοτήτων, ευαγγελία ευαγγελίων· είναι παν-μυστήριο, παν-αγιότης, πανευαγγελία.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 58-59)