E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, άρθρο Στυλιανού Παπαδοπούλου, τόμος Α, σελ. 464-472, Αθήνα 1962).

Αειπαρθενία της Θεοτόκου. Το αφηρημένον ουσιαστικόν «αειπαρθενία» δηλοί την κατάστασιν ανδρός ή γυναικός, κατά την οποίαν ούτοι ουδέποτε εγνώρισαν γαμιαίας σχέσεις και διετήρησαν ούτω την παρθενίαν των ες αεί.
Η λέξις Αειπαρθενία και Αειπάρθενος απεδόθη από των πρώτων ήδη αιώνων εις την Παναγίαν Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μαζί με πολλάς άλλας λέξεις, ακτινοβολούσας τον μέγαν σεβασμόν των πιστών προς την Κυρίαν Θεοτόκον.
Αντίστοιχος λέξις εις την λατινικήν και τας ευρωπαϊκάς γλώσσας δεν υπάρχει και δια τον λόγον τούτον δεν απαντά μονολεκτικός τύπος δια την δήλωσιν του «αειπάρθενου» της Θεοτόκου εις τους Λατίνους Πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η πίστις εις την αλήθειαν της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου ήτο κοινή συνείδησις των αποστολικών χρόνων και διήκει δι’ όλης της χριστιανικής παραδόσεως μέχρι σήμερον, δια τους ορθοδόξους καί τους ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς.
Ας ίδωμεν, όμως, συστηματικώς διατυπουμένην την περί Αειπαρθενίας της Θεοτόκου διδασκαλίαν: α) εις τήν Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
1. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τας Γραφάς.
α) Π. Διαθήκη. Η εκ παρθένου γέννησις του Σωτήρος εξαγγέλλεται καί προφητεύεται σαφώς εις την Π. Διαθήκην. Κλασσική κατέστη η προφητεία του Ησαΐου (ζ 14), την οποίαν αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (α 23): «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται υιόν καί καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Η παρθένος θα τέξη, κατά τον προφήτην, υιόν (η παρθένος... τέξεται). Κατά την έκφρασιν ταύτην του Ησαΐου, επομένως, η τίκτουσα, θα είναι παρθένος καί κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη. Εάν η γεννώσα κατά τον τόκον δεν θα ήτο παρθένος, δεν θα έλεγεν ο Ησαΐας: «ή παρθένος τέξεται», αλλ’ η γυνή τέξεται, διότι μόνον η γυνή τίκτει φυσιολογικώς και ουδέποτε η παρθένος. Ούτω, συμφώνως προς τον Ησαΐαν, η Μαρία θα παραμείνη παρθένος κατά τον τόκον. Με την ερμηνείαν αυτήν της προφητείας συμφωνούν οι αποστολικοί καί μετέπειτα Πατέρες. (Πρβλ. Ιουστίνου, PG 673 και 676. Πλείονα διά την υπό το πνεύμα τούτο ερμηνείαν της προφητείας, όρα Μ. Schmans, Katholische Dogmatik. V, (Mariologie). Munchen 1955, σ. 122- 123.
Πλην της σαφούς ταύτης προφητείας περί της διαφυλάξεως της παρθενίας της Θεοτόκου κατά τον τόκον υπάρχουν καί άλλα χωρία της Π. Διαθήκης εκληφθέντα καί ερμηνευθέντα υπό τών Πατέρων, ως αφορώντα εις τήν διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου κατά καί μετά τόκον. Τοιαύτα είναι:
Το Ησ. «καί εξελεύσεται ράβδος εκ τής ρίζης Ιεσσαί καί άνθος εκ τής ρίζης αναβήσεται καί αναπαύσεται επ' αυτόν Πνεύμα Θεού...» (ια 1 - 2).

Το Ιεζεκ. «καί η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, καί ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής. Ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι' αυτής καί έσται κεκλεισμένη». (Υπό την φράσιν «πύλη κεκλεισμένη» νοείται η Παρθένος Μαρία). Το Εξ. γ 2 κ. εξ. περί τής φλεγομένης καί μή καιομένης βάτου. Το Γέν. κη 12-13, περί τής κλίμακος τού Ιακώβ. Το Εξ. ιστ' 33. Το Κριτ. στ' 37 κ. εξ. Το Ψαλμ. οε' 3 και το πστ 5. Το Αριθ. ιζ' 8 κ.ά.
β) Κ. Διαθήκη.
Ουδείς των ιερών Ευαγγελιστών ασχολείται ειδικώς περί τό αειπάρθενον της Θεοτόκου. Ούτοι, αρκούνται να δηλώσουν την δια Πνεύματος Αγίου σύλληψιν του Υιού του Θεού (Λουκ. α' 35, Ματθ. α' 18) καί την εκ παρθένου γέννησιν αυτού (Ματθ. α' 23, Λουκ. α' 26, 27 καί 31).

Πρώτον, λοιπόν, βεβαιούται η διά Πνεύματος Αγίου σύλληψις υπό του Ματθαίου. «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ήν. Μνηστευθείσης γάρ τής μητρός αυτού Μαρίας τώ Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.α' 18). και υπό του Λουκά: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ού γινώσκω; Καί αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Αγιον επελεύσεται επί σέ καί δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. α 35). Η Παρθένος δεν θα χρειασθή να πληρώση τον φυσικόν νόμον της αναπαραγωγής· μένει ξένη πρός ό,τι συμβαίνει με τούς λοιπούς ανθρώπους καί μάλιστα απορούσα πώς, παρθένος αύτη ούσα, θα γεννήση υιόν, λαμβάνει την απάντησιν, ότι δι’ υπερφυσικού τρόπου καταλύοντος κατ' ανάγκην τόν φυσικόν νόμον, θα πραγματοποιηθή η γέννησις: «διά Πνεύματος Αγίου».
Δεύτερον, δείκνυται ότι η τίκτουσα, κατά τόν τόκον θα είναι παρθένος. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρων την προφητείαν τού Ησαΐου (ζ 14), λέγει «η Παρθένος... έξει καί τέξεται υιόν» (α 23)· ό Λουκάς απηχών καί ούτος τήν προφητείαν τού Ησαΐου, λέγει· «καί ιδού συλλήψη εν γαστρί καί τέξη υιόν» (α 31). Ποία «συλλήψει καί τέξη»; Η παρθένος, η μεμνηστευμένη ανδρί (Λουκ. α 27'). Κατά τα χωρία ταύτα, η Παρθένος εκ Πνεύματος Αγίου θα συλλάβη καί η ίδια Παρθένος θα τέξη, χωρίς να μεταβληθή τι ως προς τήν παρθενίαν αυτής. Η παράταξις των ρημάτων «έξει καί τέξεται» καί συλλήψη καί τέξη», χωρίς διάκρισιν του τρόπου πραγματοποιήσεώς των, σημαίνει ακριβώς τον ταυτόσημον τρόπον πραγματοποιήσεως του «συλλήψη» καί του «τέξη», δηλ. «διά Πνεύματος Αγίου» γίνεται καί η σύλληψις καί ο τοκετός. Όπως επομένως είς τήν πρώτην περίπτωσιν, της συλλήψεως δηλαδή, η Μαρία παραμένει παρθένος, ούτω και εις τήν δευτέραν, τήν γέννησιν ή τόν τοκετόν, διατηρεί τήν παρθενίαν της, αφού υπερφυσικώς τίκτει.

Διά το πώς συμβαίνει τούτο, απαντά θαυμασίως ό Ζιγαβηνός, λέγων «Τούτο γάρ ούτε ο Ευαγγελιστής εδίδαξεν, ούτε πρό αυτού ο άγγελος, ο ευαγγελισάμενος τη Θεοτόκω τήν σύλληψιν. Ηγνόησαν γάρ τούτο καί αυτοί, διά τό είναι πάσιν ακατάληπτον, καί μόνη τη μακαρία Τριάδι γνωστόν. Τούτο δέ γίνωσκε μόνον, ότι σεσάρκωται ο Υιός ευδοκία του Πατρός, καί συνεργία τού Αγίου Πνεύματος» (Ερμηνεία είς τό Ματθ. α 18, έκδοσις Θ. Φαρμακίδου, Αθήναι 1942, Α', σ. 14- 15).
Δια το παράδοξον της διατηρήσεως της παρθενίας καί κατά τόκον ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γάρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται... άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα» (PG 46, 396). Πλήν των ανωτέρω, όμως, χωρίων τα οποία εξητάσαμεν καί είδομεν, ότι μας πληροφορούν —χωρίς να το λέγουν απ’ ευθείας, διότι δεν το αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα— δια την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου πρό καί κατά τόκον, υπάρχουν και άλλα, πρό παντός δέ φράσεις καί λέξεις μεμονωμέναι, τά οποία χρησιμοποιούν οι εκάστοτε αιρετικοί διά να προσβάλλουν τήν αλήθειαν τού Αειπαρθένου της Θεοτόκου. Τα χωρία καί αι λέξεις, αι σκανδαλίζουσαι τους αιρετικούς είναι τα έξής:
1)  «Καί ουκ εγίνωσκεν αυτήν (ο Ιωσήφ) έως ου (έως ότου) έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Ματθ. α' 25). Βάσει τού «έως ού» λέγουν, ότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε την Παρθένον μόνον μέχρι της γεννήσεως του Ιησού.
2)  Εις το αυτό χωρίον και εις Λουκ. β 7 υπάρχει η λέξις «πρωτότοκος» και υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς υπήρξεν απλώς ό πρώτος γεννηθείς και εν συνεχεία ηκολούθησαν άλλοι υιοί ή τέκνα γενικώς.
3) Ενίοτε το θεόπνευστον κείμενον αποκαλεί τον Ιωσήφ «άνδρα της Μαρίας» (Ματθ. α 16) καί την Παρθένον «γυναίκα τού Ιωσήφ» (Ματθ. α' 20 καί 24). Το «άνδρα» και «γυναίκα» σημαίνει κατ ά τούς αιρετικούς, ότι η Μαρία, μετά την γέννησιν του Ιησού, εγέννησε καί άλλα τέκνα μετά του Ιωσήφ, ως ανδρός αυτής.

4) υπάρχει το περίφημον πρόβλημα των αδελφών του Κυρίου.

Ας εξετάσωμεν, όμως, κατά σειράν τα προαναφερθέντα χωρία και τας φράσεις ή τας λέξεις. 

1. Πράγματι ο Ματθαίος (α 25) λέγει· «καί ούκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν...». Με το «έως ου» ο ευαγγελιστής θέλει απλώς να δηλώση το γεγονός της παρθενίας της Θεοτόκου έως την στιγμήν της γεννήσεως. Δεν ενδιαφέρεται διά τον περαιτέρω χρόνον. Η έκφρασις αύτη «ορίζει μόνον το χρονικόν όριον, μέχρι του οποίου ενδιαφέρεται να τονίση ο εξιστορών ότι συνέβη ή δέν συνέβη τι, χωρίς να δηλοί κατ’ ανάγκην την μετά το όριον τούτο αλλαγήν της καταστάσεως, ούσα ούτως ειπείν σχήμα τονισμού της πραγματικότητος καί της διάρκειας του πρό του ορίου, προ του «έως ου» συμβαίνοντος· ούτω το «έως ου» καταλήγει εις την σημασίαν του διηνεκώς, λέγει ο Ι. Καλογήρου (Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 19, σημ. 1), αναλύων τα περί τού θέματος λεγόμενα του ιερού Χρυσοστόμου (PG 78, 102).

Την αποστομωτικήν απάντησιν εις τους ισχυριζομένους, ότι μόνον έως την γέννησιν του Ιησού η Θεοτόκος ήτο παρθένος συμφώνως πρός το «έως ου» δίδει η ιδία η Αγία Γραφή. Όντως, εις αυτήν εύρηνται πολλά παράλληλα προς το Ματθ. α’ 25 χωρία, βοηθούντα ημάς να κατανοήσωμεν ορθώς το «έως ου»... Πρώτος ο Ιερώνυμος συνεκέντρωσε τοιαύτα παράλληλα χωρία εκ της Γραφής και είτα ο Ι. Χρυσόστομος τον συνεπλήρωσε (PG 57, 58). Ο Ιερώνυμος τα χωρία ταύτα εχρησιμοποίησεν είς τον αγώνα του κατά του αιρετικού Ελβιδίου, γράψας κατ’ αυτού ολόκληρον έργον (Adv. Helv.. PL 23). Ο Ελβίδιος (Δ' αιών), σημειωθήτω, υπήρξεν εκ των πρώτων αρνητών της αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Ιδού, λοιπόν, μερικά παράλληλα χωρία:
«Από του αιώνος καί έως του αιώνος Σύ εί, Κύριε» (Ψαλμ. πθ' 2). Εάν το «έως ου» του Ματθ. (α' 25) εσήμαινεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώρισε την Παρθένον, τότε καί κατά το προκείμενον χωρίον δεν θα υπάρχη ο Κύριος πέραν του αιώνος, όπερ αντιβαίνει εις την διδασκαλίαν των Γραφών.
Το Πράξ. β' 34 «Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Εάν οι εχθροί τεθούν υποπόδιον των ποδών του Κυρίου, θα παύση ούτος να κάθηται εις τα δεξιά του Πατρός; Βεβαίως δεν θα παύση να κάθηται εις τα δεξιά, αλλ’ εδώ ο συγγραφεύς ενδιαφέρεται μόνον διά τόν συγκεκριμένον χρόνον, καθ’ όν θα ηττηθούν οι εχθροί.
Το Γέν. η 1 «Ούχ υπέστρεψεν ο κόραξ έως ου εξηράνθη η γή». Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Καίτοι γε ουδέ μετά ταύτα υπέστρεψε» (PG 57, 58).
Επίσης το Β' Βασιλ. στ’ 23 «Τη δε Μελχάλ ουκ εγίνετο παιδίον έως τής ημέρας του αποθανείν αυτήν». Κατά τους αρνητάς της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, δια την έκφρασιν «έως ου» η Μελχάλ θα έπρεπε να έκαμε παιδίον μετά τον θάνατον αυτής.

Αλλά και αυτός ούτος ο Κύριος εχρησιμοποίησε παράλληλον έκφρασιν υπό την έννοιαν, καθ’ ήν και η Ορθόδοξος Εκκλησία εννοεί το «έως ου», λέγων προς τους μαθητάς του· «’Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη' 20). Μετά την συντέλειαν του αιώνος, δεν θα ευρίσκεται ο Κύριος μετά των μαθητών του; Το «έως ου» λοιπόν, ως φαίνεται μετά την παράθεσιν των ανωτέρω χωρίων καθαρότατα, «είρηκεν ούχ ίνα υποπτεύσης ότι μετά ταύτα αυτήν έγνω, αλλ' ίνα μάθης ότι πρό των ωδίνων πάντως ανέπαφος ήν η Παρθένος» (Χρυσ. PG 57, 58). Και ο Ζιγαβηνός προσθέτει «Το έως τίθεμεν... επεί εκ πορνείας γεγεννήσθαι τον Χριστόν εφλυάρουν Ιουδαίοι» (Ερμην. Ματθ. α 25, έκδ. Θ. Φαρμακίδου, Άθήναι 1842, Α’, σ. 20).
2. Η λέξις «πρωτότοκος» των χωρίων Ματθ. α 25 και Λουκ. β' 7 ηρμηνεύθη, ως εάν είχον ακολουθήση καί άλλα τέκνα, του Ιησού όντος πρωτοτόκου κατά σειράν γεννήσεως. Τούτο, όμως, δέν είναι ορθόν, διότι η λέξις εις την Γραφήν δηλώνει:
α) τον πρώτον τεχθέντα μεταξύ αδελφών (Γέν. λε' 23),
β) τον μονογενή, τον μη ακολουθούμενον υπ’ άλλου αδελφού (ως χρησιμοποιείται ενταύθα, Ματθ. α’ 25 καί Λουκ. β' 7)·
γ) τον εξαίρετον καί τίμιον υπέρ πάντας τους άλλους (Έβρ. ιβ' 23)·
δ) και τον «πρωτότοκον πάσης κτίσεως» (Κολοσ. α' 15). Πρβλ. καί Ζιγαβηνού, έκδ. Φαρμακίδου, Α, σ. 20-21.
Άπασα η παράδοσις ερμηνεύει τον «πρωτότοκον» όχι ως πρώτον μεταξύ πολλών, αλλ’ως τον μόνον, τον Μονογενή, ο οποίος εξήλθεν εκ της κοιλίας της Θεοτόκου (Μ. Βασιλείου, PG 31, 1468). Ο δε Θεοφύλακτος λέγει, ότι «πρωτότοκος λέγεται ο πρώτος τεχθείς κάν μη δεύτερος ετέχθη» (PG 123, 721). Πρβλ. καί Μ. Σιώτου, Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού, Αθήναι 1950, σ. 78. Την αυτήν ερμηνείαν δίδει καί ο Δίδυμος ο Τυφλός εις το «πρωτότοκος» (Περί Τριάδος, GP 39, 832c).
Πρέπει να παρατηρηθή προσέτι, ότι η Κ. Διαθήκη ουδαμού ονομάζει τέκνα Μαρίας, δια να δεχθώμεν, ότι ο Ιησούς ήτο πρωτότοκος μεταξύ πολλών τέκνων της Μαρίας.
3. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος ονομάζει τον δίκαιον Ιωσήφ άνδρα της Μαρίας,«Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας» (α 16) και «Ιωσήφ δέ ο ανήρ αυτής» (α 19). Την δε Παρθένον ο αυτός ευαγγελιστής ονομάζει γυναίκα του Ιωσήφ, «μή φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου» (α 20) καί «καί παρέλαβε τήν γυναίκα αυτού» (α 24). Δια να ίδωμεν ακριβέστερον υπό ποίαν έννοιαν χρησιμοποιούνται εδώ το «ανήρ» καί «γυνή», θα παραθέσωμεν δύο παράλληλα χωρία εκ της Κ. Διαθήκης: «ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής» (Αποκ. κα' 2) και «απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτω γυναικί, ούση εγκύω» (Λουκ. β' 5).
Εις την πρώτην περίπτωσιν, ονομάζεται «ανήρ αυτής» ο μη εισέτι νυμφευθείς, ο μη γνωρίζων ακόμη συνάφειαν. Εις την δευτέραν περίπτωσιν, η Μαριάμ ονομάζεται γυνή του Ιωσήφ παρά την δήλωσιν, ότι αύτη είναι μόνον «μεμνηστευμένη αυτω». Χρησιμοποιούνται κατά ταύτα εις την Κ. Διαθήκην το ανήρ και γυνή και δια τον χρόνον της μνηστείας. Όρα και Ζιγαβηνόν «Άνδρα δε αυτής είπε τόν Ιωσήφ ως μνηστήρα. Καί γάρ καί γυναίκα ταύτην αυτού καλεί προϊών, ως μνηστήν. Ούτω γάρ ήν έθος καλείσθαι καί πρό τής συναφείας» (Έργ. μν., Α’, σ. 13).
4. Οι ευαγγελισταί Ματθαίος (ιβ' 46-49), Λουκάς (η' 19-20) καί Μάρκος (γ- 32-34) κατονομάζουν «αδελφούς Κυρίου» ορισμένα πρόσωπα σχέσιν έχοντα με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Εάν δεχθώμεν, ότι πρόκειται περί πραγματικών αδελφών του Κυρίου, τότε καταρρίπτεται το αειπάρθενον της Θεοτόκου. Αλλ' ερωτώμεν μετά του Επιφανίου (PG 42, 715, 716), εάν η Παρθένος είχε και άλλα τέκνα, διατί να εμπιστευθή ο επί του σταυρού αποθνήσκων Ιησούς την μητέρα του εις τον Ιωάννην; (Ίω. ιθ' 26, 27).
«Ει δε είχεν άνδρα, ει είχεν οίκον, ει είχε τέκνα, είς τα ίδια ανεχώρει, ού πρός τον αλλότριον». Ουδαμού παρατηρείται το φαινόμενον να εγκαταλείπη η μήτηρ τον οίκον της και τα τέκνα της, όταν συμβαίνη να αποθάνη ο πρωτότοκος υιός της. Και κατά την προκειμένην περίπτωσιν, «έλαβεν ο μαθητής (ο Ιωάννης) αυτήν (την Θεοτόκον) είς τα ίδια» (Ίω. ιθ’ 27), δια τον απλούστατον λόγον, ότι η Θεοτόκος δεν είχεν υιούς, διότι ο Ιησούς δεν είχεν αδελφούς.
Τας πρώτας ορθάς ειδήσεις περί των λεγομένων «αδελφών του Κυρίου» ευρίσκομεν εις τα απόκρυφα Ευαγγέλια του Πέτρου καί του Ιακώβου, το δεύτερον των οποίων μάλιστα ονομάζεται καί «πρωτευαγγέλιον». Το πρώτον εγράφη ίσως πρό του 150 είς την Συρίαν και το δεύτερον οπωσδήποτε πρό του 200 (Β. Altaner, Patrologie, Freiburg 1958, σ. 56).
Πρώτος δε εκ των εκκλησιαστικών ανδρών, ο οποίος έθεσεν ορθώς το πρόβλημα των αδελφών του Κυρίου, ίσως κατ’ επίδρασιν των προαναφερθέντων αποκρύφων εαγγελίων και μάλιστα του Ιακώβου, είναι ο Ωριγένης (253/4). Δεν πρέπει δε να σκανδαλίζη το γεγονός, ότι εκκλησιαστικοί άνδρες ως ο Ωριγένης και ο Επιφάνιος αργότερον εδέχθησαν επίδρασιν εκ των αποκρύφων ευαγγελίων, διότι τούτο δεν θα συνέβαινεν, εάν αι παραληφθείσαι ιδέαι δεν ήσαν κοινώς παραδεδεγμέναι υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας. (Πρβλ. Ι. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 17-18). Σημειωθήτω δε, ότι ο πυρήν του πρωτευαγγελίου είναι ιστορικός και διασώζει την παράδοσιν και ως εκ τούτου έχει σχέσιν με τα κανονικά Ευαγγέλια (Μ. Σιώτη, μν. έργ., σ. 12, σημ. I).

Οι λεγόμενοι «αδελφοί του Κυρίου» είναι υιοί του Ιωσήφ εκ της γυναικός του, της αποθανούσης ήδη προ της μνηστείας του μετά της Παρθένου Μαρίας. Επειδή δε η Παρθένος ήτο νόμω γυνή τού Ιωσήφ, καλούνται αδελφοί Κυρίου οι νόμω υιοί τής μητρός του Κυρίου. Πρβλ. Ωριγένη:

«Ζητείται παρά πολλοίς περί των αδελφών Ιησού... αδελφούς μεν ουκ είχε φύσει, ούτε της Παρθένου τεκούσης ύστερον... νόμω τοιγαρούν εχρημάτισαν αυτού αδελφοί, υιοί Ιωσήφ όντες εκ προτεθνηκυίας γυναικός και επεί καθ’ ομολογίαν γυνή αυτού η Μαρία εχρημάτισεν... Ακολούθως τη τοιαύτη διατάξει (αναφέρει διάταξιν του Μωσαϊκού νόμου) αδελφοί του Ιησού είρηνται οι εκ του Ιωσήφ, ει καί αυτός εξ’ αυτού μή τυγχάνει» (Ε. Preuschen, Origenes Werke, IV, 6, 506 κ.έξ.). Όρα επίσης καί Ί. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 22. Κ. Δρατσέλλα, Η Θεοτόκος και ο Ακάθιστος Ύμνος, Τρίκαλα 1957, σ. 41, 42 και την μνημονευθείσαν σπουδαιοτάτην μονογραφίαν του Μ. Σιώτη, σ. 59 κ. αλλαχού.

Την γραμμήν του Ωριγένους ακολουθεί όλη η μετέπειτα εκκλησιαστική γραμματεία, πλήν εξαιρέσεων, ως του Ιερωνύμου λ.χ., αντεπεξερχομένου κατά του αιρετικού Ελβιδίου (De perpelua virginitatae Mariae, Adversus Helvidium, Liber unus, PL 23, 194-215). Μάλιστα ο Επιφάνιος Κύπρου, εξ αφορμής εν Αραβία κυκλοφορουσών κακοδοξιών σχετικών προς το πρόσωπον της Παρθένου γενικώς, έγραψεν, εκθέτων την ορθόδοξον διδασκαλίαν επί του θέματος των «αδελφών του Κυρίου» και της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου, εις το έργον του Πανάριον ή κατά Αιρέσεων (PG 42, 699-740).

Κατά τα ανωτέρω, λοιπόν, οι «αδελφοί τού Κυρίου» καταχρηστικώς ονομάζονται ούτω, όντες υιοί τού Ιωσήφ, καί δεν πρέπει η έκφρασις αύτη τών Ευαγγελίων να χρησιμοποιήται υπό των εκάστοτε αιρετικών ως όπλον κατά τής Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου. Μέχρι τούδε εξητάσαμεν το Αειπάρθενον τής Θεοτόκου κατά την Π. καί τήν Κ. Διαθήκην. Έκ τής εξετάσεως ταύτης προκύπτει, ότι :
α) η Παρθένος Μαρία συνέλαβεν εκ Πνεύματος Αγίου, καταργήσασα επομένως τόν φυσικόν νόμον
β) κατά τόν τόκον της παρέμεινε παρθένος, όπως παρθένος παρέμεινε καί μετά τήν σύλληψιν, αφού καί η σύλληψις καί ο τόκος κατά συνέπειαν έγιναν κατά τρόπον υπερφυσικόν καί
γ) ωρισμέναι φράσεις ή χωρία τής Κ. Διαθήκης, χρησιμοποιούμενα κατά της Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ορθώς εξηγούμενα δέν προσβάλλουν το Αειπάρθενον τής Θεοτόκου. Πρέπει να είπωμεν, ότι είς τήν Κ. Διαθήκην δεν ευρίσκομεν μαρτυρίαν άμεσον περί τής μετά τόν τόκον παρθενίας της Θεοτόκου, περί τού Αειπαρθένου δηλαδή. Η παντελής, όμως, έλλειψις μαρτυριών διά το αντίθετον αποκλείει πάσαν συνάφειαν τής Παρθένου μετά τού Ιωσήφ μετά τήν γέννησιν τού Ιησού. Η δημιουργουμένη αύτη συνείδησις καί η βέβαια γνώσις των πραγμάτων διά της παραδόσεως ωδήγησε τους αποστολικούς Πατέρας καί είτα τούς Πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς να εκφρασθούν ποικιλοτρόπως υπέρ τής Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ως θα ίδωμεν εν τοις εξής.
2. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τους αποστολικούς Πατέρας καί τους απολογητάς.
α)  Είς τα έργα Ιγνατίου του Θεοφόρου (+110) ευρίσκομεν μαρτυρίας διά την πρό καί την κατά τόκον παρθενίαν τής Θεοτόκου. Εις τήν προς Σμυρν. I, 1 (ΒΕΠ Β', σ. 280) απαντά περί του Ιησού η έκφρασις «γεγενημένον αληθώς εκ Παρθένου» και εις τήν πρός Εφεσ. XVII αναγιγνώσκομεν «ο γάρ τού Θεού υιός... εκυοφορήθη εκ Μαρίας κατ’ οικονομίαν Θεού, εκ σπέρματος μέν Δαβίδ, διά Πνεύματος δέ αγίου» (σ. 291). Πρβλ.Ι. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 10-11. Αλλά και εις την πρός Εφεσίους XIX διακηρύττεται η παρθενία της Μαρίας καί ο υπεφυσικός της τόκος (ΒΕΠ Β' σ. 291)· «καί έλαθε τόν άρχοντα τού αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας, καί ο τοκετός αυτής».
β)  Εις τον Ιουστίνον, ευρίσκομεν σαφείς μαρτυρίας περί τής παρθενικής καί άρα υπερφυσικής γεννήσεως τού Κυρίου, χωρίς να μας ομιλή ο ιερός Πατήρ διά την μετά τήν γέννησιν κατάστασιν, αφου οι σύγχρονοί του χριστιανοί και μή θα εγνώριζον προφανώς καί εξ’ ιδίας ακόμη αντιλήψεως —ο Ιουστίνος απέθανε περί το 160— ότι η Παρθένος δέν ήλθεν εις πραγματικήν κοινωνίαν γάμου μετά τού Ιωσήφ, διατηρήσασα ούτω τήν παρθενίαν της ες αεί. Αναφερόμενος εις τήν γέννησιν τού Κυρίου, γράφει ο Ιουστίνος· «τουτέστι διά παρθενικής μήτρας τον πρωτότοκον των πάντων ποιημάτων σαρκοποιηθέντα αληθώς παιδίον γενέσθαι, προλαβών αυτό δια τού προφητικού Πνεύματος» (PG 6. 673β). Πρβλ. επίσης καί πολλούς διαλόγους του ως τους 43, 45, 48, 54, 71, 100 κ.ά. Εκ των ανωτέρω φαίνεται, ότι οι αποστολικοί Πατέρες δεν εκφράζονται διά τήν διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ’ ούτε καί διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις, ενώ εκ τού τρόπου του εκφράζεσθαι περί τής Θεοτόκου εις τα έργα των μάς αφήνουν να πιστεύσωμεν, ότι υπό το επίθετον «Παρθένος», όπως αποκαλούν τήν Θεοτόκον, νοείται το «Αειπάρθενος». Πρβλ. καί Μ. Σιώτη. μν. έργ., σ. 95.
3. Η Αειπαρθενία τής Θεοτόκου κατά τους Πατέρας και τους έκκλησιαστικούς συγγραφείς,
α)  Πρώτος ο Ωριγένης (+253/54) σαφώς και απεριφράστως εκφράζεται και διά την μετά τον τόκον διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου, αν και δεν χρησιμοποιεί τον όρον «Αειπάρθενος». Εξηγών, διατί οι λεγόμενοι «αδελφοί τού Κυρίου» δεν είναι πραγματικοί του αδελφοί, γράφει·

«Ζητείται παρά πολλοίς περί τών αδελφών Ιησού, πώς είχε τούτους, της Μαρίας μέχρι τελευτής παρθένου διαμεινάσης» (Ε. Preuschen, Origenes Werke, IV, σ. 506, 90 κ.έξ.). Καί αλλαχού· «το αξίωμα της Μαρίας εν παρθενία τηρείν μέχρι τέλους βούλονται...» (ένθ. αν., X, σ. 21). Καί εις άλλο σημείον ο κριτικώτατος ούτος εκκλησιαστικός συγγραφεύς γράφει, ότι δεν δύνανται (οι πολέμιοι της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου) να αποδείξουν, «ότι συνουσία εχρήσατο μετά την απότευξιν του Σωτήρος». Κέκτηται δε η μαρτυρία αύτη ιδιαιτέραν σημασίαν, καθότι ο Ωριγένης γράφει κατά το α' ήμισυ του Γ' αιώνος, οπότε —εάν πράγματι η Θεοτόκος δεν διετήρησε τήν παρθενίαν της μέχρι τέλους της ζωής της— τα γεγονότα καί η παράδοσις ήσαν πολύ πρόσφατα, ώστε να δύνανται ευχερώς να αποδείξουν τον ισχυρισμόν των οι εχθροί του «Αειπαρθένου». Εν τούτοις όμως δεν ηδυνήθησαν να το πράξουν.
β)  Γρηγόριος ο Θαυματουργός (+270), μαθητής του Ωριγένους, εις την εν αρμενική μεταφράσει διασωθείσαν ομιλίαν του «εις την Γέννησιν» υποστηρίζει, ότι η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος πρό, κατά καί μετά τόκον (Pitra, Analecta Sancta, Paris 1883, IV, σ. 383 κ.έξ. καί 392).
γ)  Δια πρώτην φοράν απαντώμεν τον όρον «Αειπάρθενος» εις τον β' Λόγον του Μ. Αθανασίου (+373) κατά Αρειανών.

«Ουκούν οι αρνούμενοι εκ τού Πατρός είναι φύσει καί ίδιον αυτού τής ουσίας τόν Υιόν αρνείσθωσαν καί αληθινήν σάρκα ανθρωπίνην αυτόν ειληφέναι εκ Μαρίας της  αειπαρθένου» (PG 26, 296β). Καί αλλαχού «καί αύτη δε η Κυριότοκος Μαρία και αειπάρθενος» (PG 27, 1393C). Ο όρος απαντά ακόμη μίαν φοράν εις τήν ερμηνείαν του συμβόλου τής πίστεως· «ενανθρωπήσαντα, τουτέστιν γεννηθέντα τελείως εκ Μαρίας της Αειπαρθένου δια Πνεύματος Αγίου» (PG 26, 1232 Α). Ο Μ. Αθανάσιος, λοιπόν, εισήγαγε τον όρον «Αειπάρθενος» εις την γραμματείαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και έκτοτε χρησιμοποιείται ούτος συχνάκις υπό των Πατέρων καί δη των μεταγενεστέρων αιώνων, αν καί κατά το πλείστον ούτοι χρησιμοποιούν τον όρον «Παρθένος», εκφράζοντες διά τούτου το Αειπάρθενο της Θεοτόκου,
δ)  Καί Δίδυμος ο Τυφλός (+398) ρητώς διδάσκει το «Αειπάρθενον», λέγων «ότιπερ ο εκ του αρρήτου φωτός αχρόνως εκλάμψας, από της Αειπαρθένου εν υστέροις καιροίς δια φιλανθρωπίαν αφράστως ετέχθη» (PG 39, 404C). Την ιδίαν δε διδασκαλίαν εκθέτει και εις άλλα σημεία (αυτόθι, 832C.
ε)  Ο ιερός Χρυσόστομος (+407) καταρρίπτων τα επιχειρήματα των αιρετικών κατά του αφράστου μυστήριου της εκ Παρθένου γεννήσεως του Ιησού, διδάσκει το «Αειπάρθενον» εις πολλά σημεία. (Πρβλ. λ.χ. τα PG 78, 102. 57,58 καί 56, 387-388).
στ)  Επιφάνιος ο Σαλαμίνος (+404) αντεπεξήλθε μετά πολλής θεολογικής εμβριθείας εις τας περί το πρόσωπον της Αειπαρθένου Μαρίας αιρετικάς δοξασίας, τας επιπολαζούσας εν Αραβία και αλλαχού. Πολεμών τάς αιρέσεις ταύτας, εξέφρασε σαφώς τήν πίστιν του εις το «Αειπάρθενον» (PG 42, 737ΑΒ). Συχνότερον δε παντός άλλου ο Επιφάνιος αποδίδει τον όρον Αειπάρθενος εις την Θεοτόκον· «εις την υπέρ της αυτής Αγίας Αειπαρθένου υπόθεσιν... ως εις το όνομα της Αειπαρθένου κολλυρίδα τινά επιτελείν...» (αυτόθι, 736). Εκ του ανωτέρω φαίνεται, ότι ο Επιφάνιος καταφέρεται εναντίον ομάδων γυναικών, των Κολλυριανίδων, διότι «ετέλουν ιερουργίας εις το όνομα της Θεοτόκου ως εiς θεάν» (Ί. Καλογήρου, μν. εργ., σ. 118. Περί της αιρέσεως ταύτης πρβλ. F. J. Dolger, Die eigenartige Marienehrung der Philomarianiten oder Kollyridianer in Arabien, είς Antike und Christentum I, 2, σ. 107-142).
ζ)  Κύριλλος ο Αλεξανδρείας (+444) είναι καί ούτος κατηγορηματικώς εκπεφρασμένος υπέρ του «Αειπαρθένου» καί μάλιστα λέγει· «Σοί γαρ καί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επί τού Σταυρού αναλαμβανόμενος την Θεοτόκον καί αειπάρθενον, ώς παρθένω παρέδωκεν... σκεύος αμίαντον» (Ομιλίαι Διάφοροι XI, PG 77, 1632C).
η)  Επειδή είναι αδύνατον διά τόν ολίγον χώρον να αναφέρωμεν εδώ αναλυτικώς όλους τούς Πατέρας και εκκλησιαστικούς Συγγραφείς, πρβλ. διά τήν πίστιν εις το «Αειπάρθενον» και Νείλου (+430) (PG 79, I89CD καί 189C), Πρόκλου Κωνσταντιπουπόλεως (+446) (PG 65, 700C). Πηλουσιώτου Ισιδώρου (+435) (PG 78, Ι93Β), Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως (+740) (PG 98, 304CD),Ιωάννου Δαμασκηνού (+754) (PG 79, 18ICD καί 713BC).
4. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου εις την Υμνολογίαν.
Εις την Υμνολογίαν ευρίσκομεν πλήθος λέξεων ή και φράσεων, δηλουσών τήν βαθείαν πίστιν τών υμνογράφων εις τήν αειπαρθενίαν τής Θεοτόκου. Οι περίφημοι χαρακτηρισμοί τής Θεομήτορος ως «Απειρογάμου» (Ωρολόγιον. εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1952, σ. 488), ως «άνθους τής αφθαρσίας» καί «στέφους της εγκρατείας» (αύτόθι, 496). ως καί η θαυμασία προσφώνησις· «χαίρε, νύμφη ανύμφευτε» δηλώνουν τήν απόλυτον πίστιν της Εκκλησίας εις το «Αειπάρθενον». Αλλά καί ο ίδιος ο όρος συναντάται συχνάκις· «Η περιστερά η τον ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε Αειπάρθενε» (αυτόθι, σ. 507) διακηρύττει το τέταρτον τροπάριον της εννάτης ωδής της ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου. Εις το τέταρτον τροπάριον της τέταρτης ωδής του κανόνος «είς την Υπεραγίαν Θεοτόκον», ποιηθέντος υπό του Θεοδώρου Στουδίτου, αναγινώσκομεν «ως φιλάνθρωπος βοήθησον, Θεοτόκε μόνη Αειπάρθενε».

Πρβλ. επίσης καί τον Ειρμόν της όγδοης ωδής το Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, την Ευχήν μεταλήψεως, αποδιδομένην εις τον Ι. Χρυσόστομον, το τροπάριον της ακολουθίας της Τραπέζης (μετά το μεταλαβείν), το Απόδειπνον το Μέγα κ. ά., όπου υπάρχει ο όρος «Αειπάρθενος». Εκ τής μικράς ταύτης σταχυολογήσεως φαίνεται, ότι οι υμνογράφοι, όπως καί οι Πατέρες, χρησιμοποιούν ευρύτερον το «Παρθένος», εννοούντες πάντοτε το «Αειπάρθενος». Τούτο βεβαίως δεν δεικνύει καθόλου αμφιβολίαν ή δισταγμόν περί τήν αλήθειαν του «Αειπαρθένου», αφού, μάλιστα, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, η αλήθεια αύτη διεκηρύχθη και υπό οικουμενικών συνόδων, αλλ’ απλώς ο όρος «Αειπάρθενος» χρησιμοποιείται κυρίως δι’ απολογητικούς σκοπούς και τούτου ένεκεν είναι σπανιώτερος του «Παρθένος».
5. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τας ορθοδόξους ομολογίας.
α)  Από της Ε' Οικουμενικής Συνόδου, συγκληθείσης είς Κωνσταντινούπολιν το 553, η πίστις εις την Αειπαρθενίαν της Θεοτόκου προσλαμβάνει δογματικόν χαρακτήρα και επικυρούται. Εις τον έκτον αναθεματισμόν της Συνόδου κατα των «Τριών κεφαλαίων» ευρίσκομεν τον όρον «Αειπάρθενος»·
«ει τις καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ενδοξον αειπάρθενον Μαρίαν, ή κατά αναφοράν, ως ανθρώπου ψιλού γεννηθέντος, αλλ’ ουχί του Θεού Λόγου σαρκωθέντος εξ αυτής... ο τοιούτος ανάθεμα έστω» (Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Α', Αθήναι 1952, σ. 175).
β)  Και εις τον Α' Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, συγκληθείσης υπό Ιουστινιανού του Β' κατά το 692 εις Κωνσταντινούπολιν, αναφέρεται ο όρος «αειπάρθενος», αποδιδόμενος εις τήν Θεοτόκον. Έχει δε το σχετικόν χωρίον ως εξής:
«Και την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες» (αυτόθι, σ. 191).
γ)  Το «Αειπάρθενον» ευρίσκομεν διδασκόμενον καί εις νεωτέρας σχετικώς ομολογίας ως του Γρηγορίου του Παλαμά «μορφήν την καθ’ ημάς λαβών, και εκ της αειπαρθένου Μαρίας ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος κυηθείς» (αυτόθι, σ. 343) και του Δοσιθέου, πατριάρχου Ιεροσολύμων· «πιστεύομεν τον υιόν του Θεού... εν γαστρί της αειπαρθένου Μαρίας συλληφθέντα» (Μν. έργ., Β’, Άθήναι 1953, σ. 750).
Η προηγηθείσα μικρά αναδρομή εις τα κείμενα τών Γραφών καί των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεικνύει σαφώς την πεποίθησιν συμπάσης της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το «Αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Δια τους αρνουμένους το μέγα τούτο ιδίωμα της Θεομήτορος, έχομεν να είπωμεν, ότι δια να αποδεχθή κανείς πράγματα υπερβαίνοντα τον φυσικόν νόμον, πρέπει να ασκηθή εις την καθαρώς θρησκευτικήν και υπερφυσικήν υπέρβασιν του ιδίου του εαυτού του, «ταις πρεσβείαις της Υπεραγίας καί Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου».

ΒΙΒΛΙΟΓΡ. Ι. Κ α λ ο γ ή ρ ο υ, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον Πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 10-30 κ. αλλαχού. Μ. Σιώτη, Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού, Αθήναι 1951. Του αυτού, Η εμφάνισις της λατρείας της Θεοτόκου και η επί τής έορτής τής Κοιμήσεως εκκλησιαστική παράδοσις, είς Γρηγόριος Παλαμάς, ΛΓ' (1950), σ. 177-192. Μ. S c h m a u s. Katholische Dogmatik, V (Mariologie), Miinchen 1955. σ. 106-144. Δ. N. Μ ω ρ αΐ τ ο υ, άρθρον είς ΘΧΕ, Γ' (1937) 1009-1010. Κ. Δ ρ α τ σ έ λ λ α, Ή Θεοτόκος καί ό Ακάθιστος Ύμνος, Τρίκαλα 1957, σ. 31-42. Ί. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τής ’Ορθοδόξου Καθολικής ’Εκκλησίας, Α*. Άθήναι 1952 καί Β', Άθήναι 1953. Ε Dublanchy, άρθρον είς DTC, X (1926). σ. 2369 - 2384. L. Kdstcrs, άρθρον είς LTK, IV (1932), σ. 887-889.
ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ενώπιον της αγίας φάτνης ας ομολογήσουμε ειλικρινά ότι απατηθήκαμε προσκυνώντας αλλότριους θεούς, θυσιάζοντας σε ξένα είδωλα. Νομίσαμε τους εαυτούς μας ελεύθερους κι ευτυχισμένους. Ανομήσαμε, παρακούσαμε, τίποτε δεν συντηρήσαμε απ’ όσα ωραία μας ζήτησε. Όμως ο Χριστός έρχεται και για μας, γιατί είναι πάντοτε πλούσιος σε αγαθότητα. Η απογοήτευση μας κούρασε αλλά και μας ταπείνωσε. Η ταπείνωση μας οδηγεί στην άκρα ταπείνωση.

Οι άγγελοι, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης, με την κατά σάρκα γέννηση του Σωτήρος γνώρισαν, κατά το εξαίσιο παράδειγμά του, ότι υψώνεται κανείς όχι με την υπερηφάνεια αλλά με την ταπείνωση. Έτσι και οι άνθρωποι γνώρισαν με τον καλύτερο τρόπο πως η οδός της σωτηρίας είναι το ταπεινό φρόνημα. Με την ταπείνωση επανορθώνεται η αποστασία. Ο δαίμονας καταντροπιάστηκε και ηττήθηκε με το γεγονός της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου. Έτσι, η άγνωστη για τον δαίμονα ταπείνωση τον κατανικά με τη στάση των ταπεινών. Ο μεγάλος Θεός γίνεται μικρός από αγάπη στον άνθρωπο.

Το μεγαλείο των Χριστουγέννων μπορούν να αισθανθούν περισσότερο οι ταπεινοί. Τη χαρά τη βιώνει καλύτερα ο ταπεινός, όπως οι αγραυλούντες ποιμένες της Βηθλεέμ και οι σοφοί Μάγοι της Ανατολής, που προσκυνούν το νεογέννητο βρέφος του σπηλαίου. Η μεγάλη έκφραση της ταπεινώσεως είναι η σεμνή κόρη της Γενησαρέτ, η Υπεραγία Θεοτόκος. Το ίδιο ταπεινός είναι και ο σιωπηλός μνήστορας Ιωσήφ. Ο Χριστός έρχεται σε ένα δύσκολο και ανάστατο τόπο με τον πιο ταπεινό τρόπο. Δεν γινόταν να ταπεινωθεί πιο πολύ. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά ζώων, δεν τον αντιλήφθηκε κανένας, Αυτόν που χάριζε νέα ζωή. Ο κόσμος έτρεχε σε ξέφρενους ρυθμούς, σε διαφορετικά προγράμματα, με άλλους στόχους. Έτσι τότε, έτσι και τώρα.

Μόνοι τους οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να βρουν τη σωτήρια ταπείνωση. Τους την υπέδειξε ο ίδιος ο ταπεινός Ιησούς με το παράδειγμά του. Παράδειγμα δίνει και η Παναγία με τη σεμνότητά της, την απλότητά της, τη σιωπή της και την ταπείνωσή της. Δίχως αυτή την εμβάθυνση η εορτή των Χριστουγέννων παραμένει τυπική και συνηθισμένη. Θα πρέπει να έχει ουσιαστική επίπτωση στη ζωή μας. Το βάθος, το νόημα, το μυστήριο, η αξία και η σημασία της εορτής έγκειται στην αναμόρφωση και ανακαίνιση του έσω ανθρώπου. Το βαθύ αυτό περιεχόμενο πλημμυρίζει τον άνθρωπο αισιοδοξία, ελπίδα και χαρά. Δίνει λύτρωση από την απόγνωση. Χρειάζεται βιωματική αίσθηση του υπερφυούς γεγονότος της Σαρκώσεως του Ιησού και Λόγου του Θεού. Μη μείνουμε σε αποπροσανατολιστικούς τρόπους που απομακρύνουν από τον Ζωοδότη, Φωτοδότη και Ειρηνοδότη Χριστό.

Θα πρέπει να ταπεινωθούμε ενώπιον του ταπεινωθέντος Ιησού, αδελφοί μου. Άφησε τη μεγαλειώδη δόξα των ουρανών και ήλθε να σκηνώσει μεταξύ αλόγων ζώων. Να μας συγκινήσει η άφατη κένωσή του, να μας παροτρύνει σε ομοίωση. Η ωραία και γνήσια ταπείνωση εμάς θα ωφελήσει, θα ειρηνοποιήσει και θα χαροποιήσει. Τα εφετινά άγια Χριστούγεννα ας γίνουν σταθμός στην πνευματική μας πορεία. Ας αγαπήσουμε την ταπείνωση, ας προσκυνήσουμε ευγνώμονα τον ταπεινό Χριστό της αγρυπνούσης Βηθλεέμ. Το αταπείνωτο φρόνημα μας οδήγησε σε αδιέξοδα. Το ταπεινό φρόνημα ας μας συνοδεύσει στο νέο πολιτικό έτος 2013.


(Πηγή: "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" 22/12/2013)
Πηγή: www.alopsis.gr


Σεμενὼφ-Τιὰν-Σάνσκυ Ἀλέξανδρος (Ἐπίσκοπος)

Πολλές ἀπό τίς θαυματουργικές θεραπεῖες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης (1829­-1908), τοῦ σύγχρονου κοσμαγάπητου ἁγίου τοῦ ρωσικοῦ βορρᾶ, ἔγιναν μέ τή θεία μετάληψη. Ἡ ἰαματική του δύναμη ἐκδηλωνόταν κυρίως τήν ὥρα τῆς μεταδόσεως τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Μέ τή βαθειά πίστη πού ἐνέπνεε, οἱ ἀσθενεῖς κοινωνοῦσαν πραγματικά «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος». Ὁ ἱερέας Βασίλειος Σοῦστιν διηγεῖται πώς, ὅταν ἦταν πολύ νέος ἀκόμα, ὁ πατέρας του ἀρρώστησε βαριά ἀπό φυματίωση τοῦ λάρυγγα.

Ὁ καθηγητής Σιμανόφσκυ δήλωσε πώς ὁ ἀσθενής ἔχει ζωή μόνο γιά δέκα μέρες. Ὁ π. Ἰωάννης βρισκόταν τότε στήν Κρονστάνδη. Τοῦ ἔστειλαν τηλεγράφημα. Σέ πέντε μέρες ἔφτασε. -Γιατί δέν μέ πληροφορήσατε πὼς ἀρρώστησε τόσο βαριά; Θά ἔφερνα μαζί μου τή θεία Κοινωνία. Καί, γυρίζοντας στόν ἄρρωστο, ρώτησε: «Πιστεύεις πὼς μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ μπορῶ νά σέ βοηθήσω;». Ἐκεῖνος ἔγνεψε καταφατικά. Τότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ φύσηξε στό στόμα του τρεῖς φορές σέ σχῆμα σταυροῦ. Ὕστερα χτύπησε μέ τό χέρι τό τραπεζάκι πού εἶχε τά γιατρικά καί εἶπε: «Πετάξτε τα αὐτά. Εἶναι ἄχρηστα. Ἔλα ὅμως στήν Κρονστάνδη νά σέ κοινωνήσω τά ἄχραντα Μυστήρια. Θά σέ περιμένω…».

Ὅταν τό ἔμαθε ὁ γιατρός, εἶπε πώς ὁ ἄρρωστος θά πέθαινε στό δρόμο. Ἐκεῖνος ὅμως πῆγε τελικά στήν Κρονστάνδη, ὅπου ὁ ἅγιος τόν κοινώνησε. Παρέμεινε ἐκεῖ δυό μέρες. Ὅλες οἱ πληγές του ἔκλεισαν καί μόνο ἡ φωνή του ἦταν ἀκόμη ἀδύνατη. Ὅταν γύρισε στό σπίτι, ὁ γιατρός ἀπόρησε.

- Αὐτό, δήλωσε μπροστά σέ ὅλους, εἶναι πρωτοφανές. Εἶναι ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα! Ὁ «ἑτοιμοθάνατος» πατέρας ἔζησε ἀκόμα 25 χρόνια! Σέ παλιές βιογραφίες τοῦ ἁγίου ἀναφέρεται καί ἡ ἀκόλουθη περίπτωση θεραπείας μίας ἡλικιωμένης γυναίκας, μετά ἀπό τή θεία μετάληψη. «Νά κοινωνήσετε, συνιστοῦσε ὁ π. Ἰωάννης, καί ὁ Κύριος θά σᾶς κάνει καλά. -Εἶμαι πολύ ἡλικιωμένη, ἔλεγε ἡ ἄρρωστη, καί γι’ αὐτό δέν θά μπορέσω νά γιατρευτῶ. -Δέν εἶναι δική μας δουλειά νά γνωρίζουμε τούς καιρούς καί τίς προθεσμίες τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ἐκεῖνος. -Κοινώνησε στό παρελθόν•, συμπλήρωσαν οἱ συγγενεῖς της.

- Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, δήλωσε τότε ὁ ἅγιος, κοινωνοῦσαν καθημερινά, κι ἐσεῖς δέν θέλετε νά τήν κοινωνήσετε τώρα, ποὺ ἔχει τόση ἀνάγκη; Τελικά ἡ ἄρρωστη κοινώνησε καί πολύ σύντομα γιατρεύτηκε». Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ θαυμαστή θεραπεία τῆς πριγκίπισσας Ζ.Ν. Γιουσούποβα, πού ἔπαθε μόλυνση τοῦ αἵματος ὕστερα ἀπό ἕνα πρόωρο τοκετό. Τήν ἐπισκέφθηκε ὁ ἅγιος, ὅπως διηγεῖται ἡ ἴδια, κάθησε στό κρεβάτι της καί τῆς εἶπε: «Ἄν θά ζήσετε ἤ ὄχι, εἶναι ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς ὅμως πρέπει νά προετοιμασθεῖτε γιά μία νέα ζωή μέ τή μετάληψη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. -Ἐγώ, πάτερ, ἑτοιμάζομαι γιά νά κοινωνήσω πρίν τό Πάσχα. -Ἄν καί τό Πάσχα εἶναι κοντά, ἐπέμεινε τότε ἐκεῖνος, δέν πρέπει νά ἀναβάλετε. Εἶμαι ἕτοιμος νά φέρω ἀμέσως τά τίμια Δῶρα. Στήν ἐπιμονή τοῦ δέχτηκε, κι ἀφοῦ κοινώνησε μέ συναίσθηση καί χαρά, κοιμήθηκε γιά ἕξι ὧρες. Ὅταν ξύπνησε, ἦταν ἐντελῶς ὑγιής!».

Ὁ καθηγητής Μπότκιν, πού τήν παρακολουθοῦσε, βλέποντας τέτοια ἀλλαγή, ἔμεινε γιά πολλή ὥρα σιωπηλός. Δύο δάκρυα κύλησαν στό πρόσωπό του. Ὕστερα ψιθύρισε σκεφτικός: -Δέν κατορθώσαμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τή θεραπεία αὐτή.

Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος διηγεῖται καί τά ἀκόλουθα παρόμοια γεγονότα: «Ἕνας ἄρρωστος ἔπασχε ἀπό θανάσιμο ἕλκος στομάχου. Ὑπέφερε γιά ἐννιά μέρες, χωρίς τήν παραμικρή ἀνακούφιση ἀπό τούς γιατρούς. Προσευχήθηκα θερμά γι’ αὐτόν λέγοντας: Κύριε, εἶσαι ἡ ζωή μας! Ὅσο εὔκολα μπορῶ ἐγώ νά σκεφτῶ τή θεραπεία, τόσο εὔκολα μπορεῖς Ἐσύ νά τή χαρίσεις. Γιάτρεψε λοιπόν τό δοῦλο σου Βασίλειο ἀπό τή φοβερή του πάθηση. Ὕστερα τόν κοινώνησα, ἀλλά κι ἐκεῖνος δέχτηκε τή θεία Μετάληψη μέ σταθερή πίστη. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ἔγινε καλά, καί τό βράδυ σηκώθηκε ἀπό τό κρεβάτι. Ὁ Δεσπότης Χριστός τόν εἶχε ἐλεήσει καί τοῦ εἶχε χαρίσει τήν ὑγεία…

Ἐκπλήσσομαι μέ τή ζωογόνο δύναμη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων!». -Μία γριούλα πάλι εἶχε αἱμοπτύσεις. Ἦταν πολύ ἀδύνατη καί δέν ἔτρωγε σχεδόν τίποτα. Μόλις ὅμως τήν κοινώνησα, ἄρχισε νά συνέρχεται. -Κάποια κοπέλα εἶχε φτάσει στά πρόθυρα τοῦ θανάτου. Τή θεράπευσε κι αὐτὴ ἡ θεία Μετάληψη. Δόξα στά ζωοποιά Σου Μυστήρια, Κύριε! Δέν παραλείπει, τέλος, ὁ ζηλωτής τῶν ἀχράντων Μυστηρίων νά διακηρύσσει τή θαυματουργική τους δύναμη μέ τήν ἀκόλουθη προτροπή: «Νά προσκαλεῖτε στό σπίτι σας τόν ἱερέα μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Νά πιστεύετε, ὅπως πίστευε ὁ Ἰάειρος, ὅτι θά ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπιθυμίες σας.

Στήν ἱερατική μου διακονία ἔχω πολλά παραδείγματα ἀσθενῶν, πού σύντομα ἔγιναν καλά μέ τή βαθειά πίστη, τή μετάνοια καί τή θεία Κοινωνία».

ΠΗΓΗ www.agiazoni.gr

Γεωργίου Μαντζαρίδη, ομοτίμου καθηγητή Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπ. Θεσσαλονικης.

«Απροϋπόθετη ενανθρώπηση»
Ορισμένοι δυτικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα, αλλά και νεότεροι ορθόδοξοι θεολόγοι, επικαλούμενοι κυρίως τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, υποστήριξαν ότι η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού ανήκει στο αρχικό σχέδιο της δημιουργίας και είναι ανεξάρτητη από την πτώση του ανθρώπου.

Ισχυρίσθηκαν δηλαδή ότι ο Λόγος του θεού θα γινόταν άνθρωπος, ακόμα και αν ο άνθρωπος δεν αμάρτανε και δεν είχε ανάγκη σωτηρίας (απροϋπόθετη ενανθρώπιση).

Η άποψη όμως αυτή, που δεν συμφωνεί με την παράδοση της Εκκλησίας, ούτε με τον ίδιο τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ενέχει σοβαρές θεολογικές συνέπειες. Έτσι μπορεί η δημιουργία του ανθρώπου να εκληφθεί ως προκαταρκτικό έργο για την ενανθρώπηση του Θεού, και η ενανθρώπηση του Θεού ως το τελικό στάδιο κάποιας θεογονικής εξελίξεως (53).

Ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως δεν είναι άλλος, παρά η σωτηρία και ανακαίνιση του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε ανάγκη να σωθεί ο άνθρωπος, δεν θα γινόταν ο Θεός άνθρωπος. Προηγείται η ανάγκη της σωτηρίας του ανθρώπου και έπεται η οικονομία της θείας ενανθρωπήσεως (54). Ή όπως επιγραμματικά σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν υπάρχει «άλλη τις αιτία της οικονομίας», παρά μόνο η σωτηρία του ανθρώπου (55).

Aν παραμέναμε αυτό που ήμασταν και τηρούσαμε την εντολή, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα γινόμασταν αυτό που δεν ήμασταν, δηλαδή αθάνατοι, και θα πλησιάζαμε τον Θεό. Επειδή όμως με τον φθόνο του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος και παρέσυρε τον άνθρωπο, έγινε ο Θεός άνθρωπος και πάσχει μαζί μας και πτωχεύει με τη σάρκωσή του, για να πλουταίνουμε εμείς με τη δική του πτωχεία (56). Αν δεν είχε προηγηθεί δηλαδή η πτώση του ανθρώπου, δεν θα υπήρχε λόγος να πραγματοποιηθεί η ενανθρώπηση του Θεού και στη συνέχεια η σταύρωσή του.
Ο σκοπός της ενανθρωπήσεως
Με τη θεωρία της απροϋπόθετης ενανθρωπήσεως κινδυνεύει να εκληφθεί το μυστήριο της θείας οικονομίας ως προσποιητή διαδικασία. ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, για να τελειωθεί «καθ’ ομοίωσίν» του. Παράλληλα προνόησε, ώστε και μετά την παράβαση της εντολής, στην οποία θα προέβαινε ο άνθρωπος, να μη ματαιωθεί ο σκοπός της δημιουργίας, αλλά να καταστεί δυνατή η πραγμάτωσή του με την ενανθρώπηση. Αυτό δηλαδή που δεν κατόρθωσε ο άνθρωπος, επειδή απατήθηκε από τον διάβολο και αθέτησε την εντολή, το προσφέρει ο Θεός με την ενανθρώπησή του. Ο σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως δεν βρίσκεται στον Χριστό αλλά στον άνθρωπο. Και γίνεται ο Θεός άνθρωπος, επειδή εξαρχής ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν να ομοιάσει προς τον Θεό.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι η ενανθρώπηση του Χριστού είναι το «προεπινοούμενον τέλος, ου ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα» (57) . Kάτι παρόμοιο παρατηρεί και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (58) , όπως και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτά όμως λέγονται με το δεδομένο της πτώσεως του ανθρώπου, που προγνώριζε ο Θεός. Και με το δεδομένο αυτό τα πάντα κορυφώνονται στην ενανθρώπηση του Θεού, που συμπίπτει με τη θέωση του ανθρώπου.
Η πατερική μεθοδολογία
Οι Πατέρες της Εκκλησίας θεολογούν στηριζόμενοι στα γεγονότα της θείας οικονομίας και της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν πιθανολογούν για υποθετικές περιπτώσεις, όπως έκαναν αργότερα οι σχολαστικοί. Και μέσα στο πλαίσιο της θείας οικονομίας η ενανθρώπηση του Θεού αποτελεί ασφαλώς τον ύψιστο και τελικό σκοπό. Όταν όμως σε άλλες περιπτώσεις οι ίδιοι οι Πατέρες αναφέρονται στην αιτία της θείας ενανθρωπήσεως, την συνδέουν αμέσως με την σωτηρία του εκπεσόντος ανθρώπου(59) .

Και ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος στη συνέχεια του κειμένου που παραθέσαμε σημειώνει ότι το έργο που «προεπενοήθη» και πραγματοποιήθηκε με την έλευση του Χριστού αποτελεί εκπλήρωση της προγνώσεως του Θεού (60). Ο άχρονος Θεός κρίνει με την πρόγνωση, χωρίς να χρειάζεται να αναμείνει την έκβαση των πραγμάτων. Προγνωρίζει τα πάντα, αλλά δεν προκαθορίζει τα πάντα (61). Άλλωστε και σε άλλα κείμενά του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει σαφώς ως προϋπόθεση της ενανθρωπήσεως την πτώση του ανθρώπου και την ανάγκη σωτηρίας της φύσεώς του (62).

Χαρακτηριστικός μάλιστα είναι και ο τρόπος με τον οποίο απαντά ο άγιος Μάξιμος στο ερώτημα μοναχού σχετικά με τον σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως. Απορώ, λέει, πως με ρωτάς για το θέμα αυτό, ενώ καθημερινά ακούς το Σύμβολο της πίστεως, όπου υπάρχει η απάντηση(63) . Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η θεωρία της απροϋπόθετης ενανθρωπήσεως ακυρώνει το περιεχόμενο του ονόματος «Ιησούς-Σωτήρ»(64) , που έλαβε ο Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπησή του.

(53)  «Η σάρκωσις του Θεού Λόγου δεν δύναται να είναι το τελικόν στάδιον Θεογονικής πορείας, τουτέστι τελείωσις εξελίξεως εν τη Ιδία τη Θεότητι, και άρα αναγκαία δια τον Ίδιον τον Θεόν προς ολοκλήρωσιν του Είναι Αυτού». Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 202. Πρβλ. και Περί προσευχής, σ. 138.
(54)  «Προηγείται γαρ του γενέσθαι αυτόν άνθρωπον η των ανθρώπων χρεία, ης άνευ ουκ αν ενεδύσατο σάρκα». Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 2,54, PG 26, 261B.
(55)  Βλ. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Γένεσιν 3,3, PG 53,36.
(56)  Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 44,4, PG36,612B. Πρβλ. και Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου 3, PG 45,584AB. «Της γαρ οδού της πρώτης καταφθαρείσης, έδει πάλιν εγκαινισθήναι τοις πλανωμένοις οδόν πρόσφατόν τε και ζώσαν, αυτόν εμέ, ος ειμι οδός».
(57)  Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 60,PG 90,621A.
(58)  «Και η απ’ αρχής γαρ καταβολή του κόσμου προς τούτον έβλεπε, τον κάτω μεν ως Υιόν ανθρώπου βαπτιζόμενον, άνωθεν δε Υιόν αγαπητόν μόνον μαρτυρούμενον Θεού, δι’ον τα πάντα και δι’ου τα πάντα καθάπερ ο Απόστολος φησιν. Ουκούν και η απ’αρχής παραγωγή του ανθρώπου δι’ αυτόν, κατ’ εικόνα πλασθέντος του Θεού, ίνα δυνηθή ποτε χωρήσαι το αρχέτυπον… προς τούτο τείνειν απ’ αρχής το τέλος, την θεανδρικήν οικονομίαν λέγω, ή και απ’αρχής άχρι τέλους διηκόνησαν». Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 60,12, έκδ. Σ. Οικονόμου, σ. 259.
(59)  «Μάνθανε, ότι δια τούτο Θεός εν σαρκί, επειδή έδει την καταρασθείσαν σάρκα ταύτην αγιασθήναι, την ασθενήσασαν ενδυναμωθήναι, την αλλοτριωθείσαν Θεού, ταύτην οικειωθήναι αυτώ, την εκπεσούσαν του παραδείσου ταύτην εις ουρανούς αναχθήναι». Μ. Βασιλείου, Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν 3,PG 31,1464A. Πρβλ. και Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 21,PG 151,277ΑΒ: «Ο γέγονε, δι’ ημάς γέγονεν ο Κύριος… και ον έζησε βίον, δι’ ημάς έζησε… και άπερ έπαθε τη σαρκί, δι’ ημάς έπαθε, τα ημών εξιώμενος πάθη».
(60)  «Ένωσις γαρ προεπενοήθη των αιώνων… ήτις εν Χριστώ επ’ εσχάτων των χρόνων φανερωθέντι γέγονε· πλήρωσιν δούσα τη προγνώσει του Θεού δι’ εαυτής». Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 60,PG90,621BC.
(61)  «Χρή γινώσκειν, ως πάντα μεν προγινώσκει ο Θεός, ου πάντα δε προορίζει». Ιω. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 2,30 (44), PG 94,969D-72A.
(62)  Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον 63, PG 90,692B. Περί αποριών, PG 91,1040B, 1097CD και 1304D-1308C.
(63)  «Αδελφός ηρώτησε γέροντα λέγων· παρακαλώ σε, πάτερ, ειπείν μοι, τις ο σκοπός της του Κυρίου ενανθρωπήσεως. Και ο γέρων αποκριθείς είπε· θαυμάζω σε, αδελφέ, ότι καθ’ ημέραν του συμβόλου ακούων της πίστεως, περί τούτου με ερωτάς. Πλήν λέγω σοι, ότι ο σκοπός της του Κυρίου ενανθρωπήσεως, η ημετέρα ην σωτηρία. Και ο Αδελφός είπε· πως λέγεις, Πάτερ; Και απεκρίθη ο γέρων· επειδή γαρ ο άνθρωπος απ’ αρχής γεγονώς υπό του Θεού, και εν τω παραδείσω τεθείς, την εντολήν παραβάς, τη φθορά και τω θανάτω υπέπεσεν· είτα τη ποικίλη του Θεού προνοία κατά
πάσαν γενεάν και γενεάν κυβερνώμενος, επέμενεν επί το χείρον προκόπτων, υπό των ποικίλων της σαρκός παθημάτων αγόμενος τω απελπισμώ της ζωής· τούτου χάριν ο μονογενής του Θεού Υιός, ο προαιώνιος Λόγος ο εκ Θεού Πατρός, η πηγή της ζωής και της αθανασίας, επέφανεν ημίν τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις». Μαξίμου Ομολογητού, Λόγος ασκητικού, PG 90,912AB.
(64) «Και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτού». Ματθ. 1,21. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ. 201-2.

(Χριστιανική Ηθική, τόμος 2, εκδ. Πουρναρα, σελ. 54-58)

“Εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώσει όλες τις ευλογίες Του.”

-Γέροντα,δώστε μου μια ευχή για τα Χριστούγεννα.

–Εύχομαι ο Χριστός και η Παναγία να σε έχουν κοντά τους σαν το αρνάκι που είναι δίπλα στην φάτνη. Νομίζω, περνάει καλά, όπως και το βοϊδάκι και το γαϊδουράκι που ζεσταίνουν τον Χριστό στην φάτνη…

“΄Εγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού”, λέει ο Προφήτης Ησαΐας (Ης. 1,3).

Γνώρισε δηλαδή το βοϊδάκι το αφεντικό του και το γαϊδουράκι την φάτνη του Κυρίου του. Γνώρισαν τι ήταν μέσα στη φάτνη και με τα χνώτα τους το ζέσταιναν! Κατάλαβαν τον Δημιουργό τους! Αλλά και το γαϊδουράκι, τι τιμή να πάει τον Χριστό μετά στην Αίγυπτο! Οι άρχοντες είχαν άρματα χρυσοκέντητα, και ο Χριστός τι χρησιμοποίησε!

Τι καλά να ήμουν αυτό το γαϊδουράκι!

(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος Ε, σ. 231)

Διάφορες απόπειρες έγιναν, για να ταυτιστεί ο αστέρας της αφήγησης με κάποιο εξαιρετικό ουράνιο φαινόμενο και να καθοριστεί η σύμπτωσή του με αστρονομικό υπολογισμό.

Η πιο περίφημη από αυτές είναι αυτή του Κέπλερ (1605), ο οποίος νόμισε, ότι επρόκειτο για πάρα πολύ κοντινή σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου και τους αστερισμού των Ιχθύων –μιας συνόδου σπανιότατης, που σημειώνεται ανά 800 έτη.

Αλλά το αστέρι του χωρίου μας αναφέρεται αναμφίβολα σε ένα ιδιαίτερο αστέρι, το οποίο δεν σημείωσε κάποια καταπληκτική εμφάνιση στη φύση. Πράγματι, η άγνοια, την οποία εκδηλώνουν ο Ηρώδης και οι Ιεροσολυμίτες ως προς τη φύση του αστεριού μάλλον υποδηλώνει, ότι η εμφάνισή του δεν προκάλεσε την προσοχή κάποιου άλλου παρά μόνο των αστρολόγων (W.F. Slater).
Ως προς τη φύση του αστεριού διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες.

Ο Χρυσόστομος, ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός και ο Διόδωρος ο Ταρσού θεώρησαν ότι «δεν ήταν ένα από τα πολλά αυτό το αστέρι, ή μάλλον δεν ήταν καν αστέρι, αλλά μία αόρατη δύναμη που μετασχηματίστηκε σε αυτήν τη μορφή» (Χρυσόστομος).

Ο Ωριγένης «το αστέρι που φάνηκε στην ανατολή, νομίζουμε ότι είναι καινούργιο και δεν είναι παραπλήσιο με κανένα από τα συνηθισμένα, ούτε με αυτά που είναι στην απλανή περιοχή (που δεν μετακινούνται), ούτε με όσα είναι στις κατώτερες σφαίρες, αλλά έγινε στο είδος τέτοιο, όπως κατά καιρούς γίνονται οι κομήτες ή δοκίδες (=είδος μετεώρου με σχήμα δοκού) ή πωγωνίες (=κομήτης με πώγωνα (γένι)».
Πιο σωστή η εκδοχή που συνδυάζει και τις δύο γνώμες, σύμφωνα με την οποία το αστέρι για το οποίο γίνεται λόγος, ήταν στην αρχή αληθινό αστέρι, όταν δηλαδή φάνηκε ταυτόχρονα με τη γέννηση του Σωτήρα. Όταν όμως βγήκαν από τα Ιεροσόλυμα είδαν πάλι το αστέρι το οποίο είχαν δει στην πατρίδα τους, αλλά όχι πλέον το αληθινό εκείνο, αλλά υπερφυσικό αντίτυπο αυτού, το οποίο τους οδηγούσε στη Βηθλεέμ και τέλος αφού ήλθε στάθηκε επάνω από όπου ήταν το παιδί (Δαμαλάς).
Και ότι το αστέρι που φάνηκε στους μάγους κατά την πορεία τους από Ιεροσόλυμα στη Βηθλεέμ ήταν υπερφυσικό, φαίνεται πρώτον μεν

«από την λαμπρότητα. Διότι κανένα αστέρι δεν φαίνεται την ημέρα, λόγω της υπερβολικής ηλιακής λαμπρότητας, αυτό μόνο φαινόταν την ημέρα και δεν μπορούσε ο ήλιος να το κρύψει»· και επίσης και «από το ότι βάδιζε το αστέρι πολύ κοντά στη γη. Διότι δεν θα έδειχνε το σπήλαιο, αν βρισκόταν ψηλά παραπλήσια με τα άλλα αστέρια. Αυτό όμως αφού ήλθε σταμάτησε πάνω από όπου ήταν το παιδί» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος).
«Ότι ήταν αγγελική δύναμη το αστέρι είναι φανερό… από το ότι κινούνταν μεν, όταν κινούνταν οι μάγοι, ενώ στεκόταν όταν αναπαύονταν» (Θεοφύλακτος)


(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Σωτήρ, μετάφραση στα νέα ελληνικα. Δες στην ανάρτηση Η Γέννηση στο κατά Ματθαίον)

Την ακόλουθη ιστορία μας την διηγείται ο Επίσκοπος Ελενουπόλεως Παλλάδιος.

Ο Σεραπίων ήταν Αιγύπτιος Ασκητής τελείως ακτήμων καί πολύ ελεήμων. Πολλές φορές τόν είχαν ίδει νά γυρίζη μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω από τό γυμνό του σώμα, γιατί τα ενδύματά του τα είχε δώσει ελεημοσύνη. ’Έτσι του έμεινε καί το όνομα Σινδόνιος.
Κάποτε πουλήθηκε σάν δούλος σ’ ένα ειδωλολάτρη ήθοποιό γιά είκοσι νομίσματα. ’Άρχισε με μεγάλη προθυμία νά υπηρετή τόν κύριόν του και όλη του την οικογένεια. ’Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς απαιτήσεις. Τό φαγητό του άποτελείτο μόνο από ψωμί καί νερό. Ένώ τά χέρια του δούλευαν, ό νους του ήτο απασχολημένος μέ τήν προσευχή. Τά λόγια τής Γραφής δέν έλειπαν ποτέ άπό τά χείλη του. Σκοπός του ήτο νά μεταδώση τό φως τού Χριστού στούς κυρίους του καί δέν άργησε νά τό έπιτύχη. Τούς προσείλκυσε στήν πίστι, πρώτα από όλα μέ τό παράδειγμα του χριστιανικού βίου του καί ύστερα με τή διδασκαλία του Εύαγγελίου, πού πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριάς στίς ταλαιπωρημένες από τήν κοσμική ματαιότητα ψυχές.
Όταν ό μίμος -έτσι έλεγαν τότε τούς ήθοποιούς -, ή σύζυγος καί τά παιδιά του έπήραν τή χάρι του Αγίου Βαπτίσματος, άφησαν τό επάγγελμά τους πού δέ συμφωνούσε πιά μέ τή νέα ζωή καί έγιναν ενεργά μέλη τής ’Εκκλησίας. Μιά μέρα πήρε ιδιαιτέρως τόν Σινδόνιο ό κύριός του καί του είπε:
— Είναι καιρός, Αδελφέ, να σου άνταποδώσω τήν εύεργεσία πού μου έκανες νά έλευθερώσης καί μένα καί τήν οικογένειά μου από τό σκοτάδι τής είδωλολατρείας. Πάρε καί σύ γιά αντάλλαγμα τήν ελευθερία σου.
Τότε ό Σινδόνιος κατάλαβε πώς είχε έλθει ή ώρα νά του
αποκάλυψη τήν αλήθεια. Του είπε λοιπόν πώς δέν ήτο δούλος καί πώς μέ τήν θέλησί του πουλήθηκε σ’ αυτόν, γιά νά τόν όδηγήση στόν Χριστό.
— Αφού έπλήρωσε ό Θεός τήν επιθυμία μου, άς πάω τώρα νά βοηθήσω κι’ άλλους.
Έπέστρεψε τά είκοσι νομίσματα στόν κύριό του καί έφυγε για άλλη χώρα. Εκεί πουλήθηκε σέ οικογένεια αιρετικών. Μέ τόν ίδιο τρόπο έφερε κι’ αύτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους τής Εκκλησίας.
Μέχρι τέλους τής ζωής του ο Σινδόνιος υπηρετούσε σωματικά καί ψυχικά τούς συνανθρώπους του.


(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία, σελ. 17-19)


"Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί, και να ομιλήσω περί του υψηλού θέματος της ταπεινοφροσύνης, αλλά κατέχομαι από φόβο, σαν άνθρωπος που γνωρίζει ότι πρόκειται να ομιλήση περί Θεού με την μέθοδο των λογισμών του.

Διότι η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητος.

Πράγματι ο ενανθρωπήσας Λόγος αυτήν ενδύθηκε Και δι’ αυτής ενώθηκε μ’ εμάς στο σώμα μας. Όποιος την εφόρεσε αφωμοιώθηκε αληθινά με εκείνον που κατέβηκε από το ύψος του και εκάλυψε την αρετή της μεγαλωσύνης του και εσκέπασε την δόξα του με την ταπεινοφροσύνη, για να μη καταφλεχθή η κτίσις με τη θέα του.

Διότι η κτίσις δεν θα μπορούσε να τον θεωρήση, αν δεν ελάμβανε μέρος απ’ αυτήν, ώστε έτσι να κοινωνήση με αυτήν, ούτε θα μπορούσε ν’ ακούση τα λόγια από το στόμα του πρόσωπο προς πρόσωπο. Άλλωστε ούτε οι υιοί του Ισραήλ δεν εμπόρεσαν ν’ ακούσουν τη φωνή του, όταν τους ωμίλησε από την νεφέλη, έως ότου είπαν προς τον Μωυσή, «ας ομιλήση ο Θεός μαζί σου, και συ μετάφερε σ’ εμάς τους λόγους του˙ ας μη ομιλήση μ’ εμάς ο Θεός, για να μην αποθάνωμε»(Έξοδος 20,19).

Πώς θα μπορούσε λοιπόν η κτίσις να δεχθή φανερά την θέα του; Ήταν τόσο φοβερό το όραμα του Θεού, ώστε ο προφήτης να ειπή, «είμαι φοβισμένος και τρομαγμένος»(Έξοδος 3,3-6). Πράγματι επάνω στο όρος εμφανίσθηκε η ίδια η αρετή της δόξας του. Και το όρος ήταν καπνισμένο και έντρομο από τον φόβο της αποκαλύψεως που επρόκειτο να γίνη σ’ αυτό, ώστε και τα θηρία που επλησίαζαν στα κατώτερα μέρη του να πεθαίνουν. Και ετοιμάσθηκαν και παρασκευάσθηκαν οι υιοί του Ισραήλ, διατηρούμενοι αγνοί επί τρεις ημέρες, σύμφωνα με την εντολή του Μωϋσέως, ώστε να γίνουν άξιοι ν’ ακούσουν την φωνή του Θεού και να δεχθούν την θέα της αποκαλύψεώς του. Και όταν έφθασε ο καιρός, δεν εμπόρεσαν να δεχθούν την θέα του φωτός του και την σφοδρότητα του ήχου των βροντών του (Έξοδος 19,15-16 & 20,18-21).

Αλλά τώρα που εσκόρπισε την χάρι του στον κόσμο με την παρουσία του, δεν κατήλθε με σεισμό ούτε με πυρ ούτε με φωνή φοβερή και δυνατή, αλλά σαν βροχή επάνω στο ποκάρι (Ψαλμ. 71,6) και σαν σταγόνα που στάζει απαλά επάνω στη γη, και παρουσιάσθηκε να μας ομιλή με άλλον τρόπο.

Τούτο συνέβηκε, αφού εσκέπασε την μεγαλωσύνη του με το σκέπασμα της σαρκός σαν θησαυρό και μέσα μας ωμιλούσε μ’ εμάς δι’ εκείνου το οποίο του κατασκεύασε το Πνεύμα του από τον κόλπο της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, ώστε, βλέποντας αυτόν που ήταν από το γένος μας να επικοινωνή μαζί μας, να μην ανησυχήσωμε από τη θέα του.

Γι’ αυτό οποιοσδήποτε εφόρεσε την στολή, με την οποία εμφανίσθηκε σ’ εκείνο το σώμα που ενδύθηκε ο Κτίστης, ενεδύθηκε τον ίδιο τον Χριστό (Ρωμ. 13,14).

(Ισαάκ του Σύρου, Φιλοκαλία, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 8Α, σελ. 311-313)


Υπάρχουν ζητήματα μέσα στον κύκλο των θεμάτων της άμωμήτου πίστεώς μας, τα όποια σου προκαλούν δέος καί μυστικό φόβο, όταν θελήσεις να τα προσεγγίσεις.

Αισθάνεσαι ότι ακούς να επαναλαμβάνεται εκείνη ή φοβερή φωνή, πού άκουσε κάποτε ό θεόπτης Μωυσής μέσα από τη "φλεγόμενη καί μη κατακαιομένη βάτο του Χωρήβ: «Μη έγγίσης ώδε- λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου ό γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη αγία έστι» ("Εξοδ. 3,5).
Τέτοιο είναι καί το θέμα, πού μας δίνει για μελέτη πνευματική το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Γι' αυτό καί οι γραμμές πού θα ακολουθήσουν δεν θα 'ναι καρπός της ταπεινής μας διανοίας, αλλά αγίου, ενδόξου και πανευφήμου άνδρα, πού είχε την πίστη καί την αγάπη του Μωυσή, του χρυσού στη γλώσσα, χρυσού καί οτήν καρδιά, του άγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Εκείνου τη Θεία Λειτουργία δεν τελέσαμε καί σήμερα; Υπάρχει, λοιπόν, πιο αρμόδιος να μας μιλήσει για το Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας;

Ή απροσδόκητη τιμή

Βέβαια περιεχόμενο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι ή παραβολή του μεγάλου δείπνου. Οϊ γνωστές εικόνες, πού μας προβάλλει, είναι του αγαθού καί μεγαλόδωρου οικοδεσπότη, των αγενών προσκεκλημένων, των δούλων των πειθαρχικών καί του εσμού των τελευταίων προσκεκλημένων με την πολυώνυμη δυστυχία, πτωχών, αναπήρων κ.λπ.
Το κεντρικό νόημα της παραβολής υποδηλώνεται με την εικόνα του μεγάλου, του πλούσιου δείπνου, πού δεν είναι άλλο από τα αγαθά της αιώνιας Βασιλείας του Ιησού Χριστού, πού δόθηκαν στους ανθρώπους. Αγαθά ύψιστα, ατίμητα καί αιώνια. Δηλαδή, «αμαρτιών άπόθεσις, Πνεύματος Αγίου μέθεξις, υιοθεσίας λαμπρότης» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
'Αλλά που θα βρούμε τα αγαθά αυτά; Πώς θα γίνουμε παιδιά του Θεού, πώς θ' απολαύσουμε τη χάρη του Αγ. Πνεύματος, πού θα πλύνουμε την ψυχή μας από το ρύπο της αμαρτίας; Πού άλλου, παρά στην Εκκλησία του Χριστού, το θεοΐδρυτο καί αιώνιο οργανισμό της σωτηρίας μας. Πού άλλου,παρά στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, καί κυρίως ατό θεμέλιο της θείας Λατρείας μας, τη θεία Ευχαριστία.

Γι' αυτό, κάπως αναγωγικά, ή σημερινή ευαγγελική περικοπή προσανατολίζει τη σκέψη μας στο μεγάλο Δείπνο της Θείας Κοινωνίας. Εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο αγαθό, πού μπορούσε ό πανάγαθος Θεός να προσφέρει στα πλάσματα του, τους ανθρώπους. Καί το μεγαλύτερο αγαθό του Θεού είναι το πιο πολύτιμο πού είχε. Καί το πιο πολύτιμο πού είχε ό ύψιστος Θεός δεν ήταν άλλο από τον Υιό του τον Μονογενή, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό.
Αυτόν μας έδωσε! Καί όχι μόνο! «Ουκ έδωκεν μόνον, αλλά καί μετά το δούναι τράπεζαν ήμϊν αυτόν παρέθηκεν» (Ι.Χρυσόστομος). Φρικτόν ειπείν! Μας τον παρέθεσε τραπέζι, «εις βρώσιν καί πόσιν!
Ώ! της άπειρης αγάπης του Θεού! Πώς να την παρομοιάσουμε; Με τη βαθειά άβυσσο, με ωκεανό απέραντο; Εδώ σταματά ό νους του ανθρώπου. «Ίλιγγιά δε νους καί ύπερκόσμιος...».

Αδιαφορία καί δικαιολογίες
Παρά ταύτα, όμως,παρά την απροσδόκητη καί ασύλληπτη τιμή του Θεού, ό άνθρωπος παρέμεινε ασυγκίνητος. Με ρεαλισμό μας περιέγραψε ό Κύριος το δράμα του ανθρώπου, να δείχνει δηλαδή τέτοια περιφρόνηση στις δωρεές της θείας αγάπης. Με συγκαλημμένη αποστροφή καί κακία αποποιήθηκαν την τιμή οι προσκεκλημένοι: «άγρόν ήγόρασα», θα δικαιολογηθεί ό πρώτος- «ζεύγη βοών ήγόρασα πέντε», ό δεύτερος, «γυναίκα έγημα», ό τρίτος, «έχε με παρητημένον». Οι άσύστατες δικαιολογίες προκαλούν την οργή του οίκοδεσπότου, ό όποιος καλεί άλλους στη θέση τους. «Άμεταμέλητα γαρ τα χαρίσματα καί ή κλήσις του Θεοϋ» (Ρωμ. 11,29).
Άλλα μήπως καί στο μεγάλο Δείπνο της Θ. Ευχαριστίας ή συμπεριφορά μας είναι καλύτερη; «Αυτή ή τράπεζα —ή Αγία Τράπεζα- θα μας τονίσει ό ί. Χρυσόστομος, της ψυχής ημών τα νεύρα, της διανοίας ό σύνδεσμος, της παρρησίας ή ύπόθεσις, ή έλπίς, ή σωτηρία, το φως, ή ζωή». Πόσα αγαθά έχουμε να αποκομίσουμε για την ψυχή καί για το σώμα μας! Καί εν τούτοις με πόσες δικαιολογίες καί ασυγχώρητη αδιαφορία, μένουμε μακριά της.
Προτιμούμε απερίσκεπτα την τράπεζα του κόσμου παρά την Αγία Τράπεζα. Να εντρυφά ή ψυχή μας στίς εφήμερες ηδονές, στα χρήματα, στίς μέριμνες, στη σάρκα, ώστε μολυσμένη να μη μπορεί να πλησιάσει τα Τίμια Δώρα του Θεού. Άλλα ποιο αγαθό αυτής της γης μπορεί να συγκριθεί με τη Θεία Κοινωνία, «τον άρτο της ζωής» (Ίω. 6,48), όταν την δεχόμαστε όπως πρέπει; Δικαιολογείται ή περιφρόνηση της, όσες θυσίες και αν απαιτεί;

«Μετά φόβου Θεού...»
Είναι αλήθεια ότι οί περισσότεροι χριστιανοί, ελάχιστες φορές στη ζωή προσέρχονται στο μεγάλο Δείπνο. Συνήθειες, όχι τόσο ευαγγελικές, έχουν εισχωρήσει καί σταθεροποιηθεί στη ζωή των χριστιανών, όπως ή σχετική με τη Θ. Κοινωνία. Να κοινωνούν δηλαδή δύο ή τρεις φορές το χρόνο.
Από ευλάβεια, άραγε; "Αν ναί, όχι πάντως καλή καί θεάρεστη. «Σατανική» την ονομάζει ό Ι. Χρυσόστομος, ερωτώντας, πώς πριν τα Χριστούγεννα ή πρίν το Πάσχα ξαφνικά γίνεσαι άξιος να κοινωνήσεις, ενώ όλο το χρόνο θεωρείς τον εαυτό σου ανάξιο να μεταλάβει Σώμα και Αίμα Χριστού του Θεού;
Φανερό, λοιπόν, είναι, ότι οδηγούμαστε προς τη φρικτή Τράπεζα από συνήθεια μάλλον παρά από ευλάβεια καί ιερό πόθο. Καί πολλές φορές με έλλειπέστατη προετοιμασία. Προσερχόμαστε στη Δεσποτική φιλοξενία καί στην αθάνατη Τράπεζα χωρίς το ανάλογο ένδυμα. Δεν φθάνει μόνο ή νηστεία λίγων ήμερων. «Εννόησον —συμβουλεύει ό ί. Χρυσόστομος— εννόησον ώ άνθρωπε, ποίας μέλλεις άπτεσθαι θυσίας, ποία προσέρχεσαι τραπέζη...». Σκέψου, συ το χώμα καί ή στάχτη πώς μεταλαμβάνεις Αίμα και Σώμα Χρίστου του Θεού.
Απαραίτητη, λοιπόν, είναι ή ψυχική προετοιμασία μας πριν τη Θεία Μετάληψη. Αδιαφορούμε ασυγχώρητα, όταν δεν προσερχόμαστε συχνά στο μεγάλο Δείπνο. Τουλάχιστον ας μην υποτιμούμε την ασύλληπτη τιμή του, όταν το πλησιάζουμε. "Ας προσερχόμαστε «ψυχαίς καθαραϊς και άρρυπώτοις χείλεσι...», «μετά φόβου Θεού, πίστεως καί αγάπης». Αμήν.

Αρχ.Χ.Π.Α.''''Φωνή Κυρίου'''13 Δεκεμβρίου 1992''

Γράμμα του ιδίου του π. Ιακώβου

Εν Ιερά Μονή Γέροντος, τη 10η Μαρτίου 1958. 

"Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;

Σεβαστέ μου και πολύ αγαπητέ μου Πατέρα Θεόδωρε σε προσκυνώ. Ασπάζομαι την δεξιάν σου μετά πολλής ευλαβείας και σεβασμού.

Έλαβον την σεπτήν σου και αγίαν επιστολήν, ευχαριστώ θερμότατα δι’ όλα τα παρήγορα λόγια σου, που χύνουν βάλσαμο στην πονεμένη ψυχή μου, ευχαριστώ δια τας προσευχάς σου δια την αδελφήν μου, ομοίως και εγώ, σεβαστέ μου πάτερ, αναπέμπω δεήσεις, δι’ όλους που έφυγαν από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, ιδιαιτέρως για τον αξέχαστον Παπαδημήτρη (=παπα-Δημήτρη) που τόσο αγαπούσα από παιδιόθεν.

Πατέρα Θεόδωρε ελυπήθην ως άνθρωπος για την αδελφήν μου, αλλά το χαρμόσυνον είναι ότι ηξιώθη η ταπεινή Τασία, να ευφραίνετε εις τα σκηνώματα τα αγαπητά του οσίου Ιωάννου του Ρώσσου. Πάτερ μου, εν αποκαλύψει και εν οπτασία είδον την αδελφήν μου εις ουρανίαν Μονήν Ιωάννου του Ρώσσου. Πάτερ μου, τρέμω όλως μ’ αυτά που σου γράφω, δεν είδε δυσκολίαν εις την άνοδον, ούτε και εις το κριτήριον, παραστάται ήτο ο όσιος Δαβίδ και ο Ιωάννης ο Ρώσσος, ζη κύριος ο Θεός.

Τώρα δεν λυπούμε διότι παρήγγηλεν εις εμένα να μη κλαίω πλέον αλλά να χαίρωμαι δι’ αυτήν, όπου ηξιώθη ουρανίων θαλάμων, οι άγιοι πατέρες υποβάλλουν τα σέβη των, η χάρις του οσίου Δαβίδ πάντα να σε επισκιάζη, και να σε ενισχύη.

Τα σέβη μου εις την Πρεσβυτέραν και Δημητράκη, ιδιαιτέρως εις την Γερόντισσαν. Πατέρα Θεόδωρε ο Χριστιανός φεύγει από την ματαιότητα της παρούσης ζωής και εισέρχεται εις τον ουράνιον λιμένα, όπου κανείς κλυδωνισμός δεν τον ενοχλεί και κανέν ναυάγιον δεν λαμβάνει χώραν. Εχθροί εκεί και διωγμοί δεν υπάρχουν, θλίψεις, πόνοι, και περιπέτειαι δεν εισχωρούν, συναντώμενος εκεί με πρόσωπα προσφιλή και εξαίρετα, απολαμβάνει εκ του πλησίον το πρόσωπον του Λυτρωτού, και συγκατοικεί εις την αιωνίαν πατρίδα του και εις τον πανένδοξον οίκον του πατρός του.

Σαν άνθρωποι βέβαια θα λυπηθούμε, διότι από κοντά μας έφυγε ένα προσφιλές πρόσωπον. Εφ’ όσον και ο Κύριος εδάκρυσε όταν αντίκρυσε τον Λάζαρο, θα κάμω υπομονήν δια την αγάπην του Κυρίου μου και του οσίου Δαβίδ.
Να με συγχωρέσης δια τα αστειχίωτα γραφόμενά μου, αλλά γνωρίζω τον Σεβαστόν μου πατέρα Θεόδωρον, πόσον με αγαπά και δεν θα με παραξιγήση, σας κούρασα πάτερ μου, αλλά είναι ζωντανή η πίστις και όλα είναι άγια. Μετά πολλής της αγάπης, ευλαβείας και σεβασμού ασπάζωμαι την αγίαν σου κορυφήν εν φιλίματι αγίω,
ο ταπεινός δούλος του Κυρίου Ιάκωβος".


("Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης", Στυλιανού Παπαδόπουλου, σελ. 85-86)

katafigioti

lifecoaching