ΕΙΝΑΙ συγκινητικά όσα διαβάζομε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από το γήινο κόσμο, για ν' αφήσουν σ' αυτόν την λάμψι του είναι τους, και να πέσουν ύστερα ορμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος. Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκηταί στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησί τους γι' αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ'…
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο τρελο-Γιάννης». Ονομάζομαι Γιώργος… Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Μεσσηνίας αλλά από την εφηβική σχεδόν ηλικία ήρθα στην Αθήνα για να δουλέψω. Με το ζόρι τελείωσα την Γ’ τάξη Γυμνασίου. Δεν τα αγαπούσα και πολύ τα γράμματα. Ένας θείος μου είχε κατάστημα στην κεντρική Λαχαναγορά στο Ρέντη και με πήρε στη δούλεψή του. Έπιανα δουλειά τα χαράματα και σχολούσα πριν το μεσημέρι. Είχαμε είδη μαναβικής. Η καθημερινή ασχολία μου, εκτός της εργασίας, όμως, ήταν η ομάδα του Ολυμπιακού και οι γυναίκες. Με την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού είχα αναπτύξει μία ψυχική σύνδεση που επηρέαζε σχεδόν όλη…
Ήταν δυστυχισμένη η Μαρία και άτυχη. Ο άντρας της, ο Μιχάλης, είχε γίνει ανυπόφορος πια μ’ αυτό το μεθύσι. Δεν περνούσε βραδιά που να μη γυρίσει στο σπίτι αμέθυστος. Η ταλαίπωρη η γυναίκα του τον παρακαλούσε να τους λυπηθεί και να πάψει να μεθά.Τα παιδιά τους, τρία αγόρια και μια κορούδα, δεν τολμούσαν τα δύστυχα να παρουσιαστούν μπροστά του. Άμα τα έβλεπε, γινόταν θηρίο...Ήταν δειλινό του Μ. Σαββάτου. Η Μαρία αγωνιζόταν να συμμαζέψει το σπίτι, να τακτοποιήσει τα παιδιά, να ετοιμάσει το φαγητό, ώστε όταν έρθουν από την Εκκλησία, να βρουν κάτι για να πάρουν και να νιώσουν τη χαρά…
Σκυφτός, ανόρεχτος, πικραμένος ο Χαρίλαος γυρίζει στο σπίτι του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις τώρα η παρέα του τελείωσε το γλέντι της. Απόψε μάλιστα παρά λίγο και να έρθουν στα χέρια. Κάτι είπε ο Αντώνης, που έθιξε το Χαρίλαο. Άναψε. Τινάχτηκε. Θα γινόταν μεγάλη φασαρία, αν δεν μεσολαβούσαν οι άλλοι.    Τώρα βαρύς και κουρασμένος σέρνει τα βήματά του.    Ξαφνικά, στη στροφή του δρόμου, βλέπει  φαναράκια, λαμπάδες, κόσμο. Χαρούμενες φωνές παιδιών αντηχούν στη γειτονιά. «Χριστός Ανέστη», θεία! «Αληθώς Ανέστη», καλό μου παιδί! Ο Χαρίλαος σαν να ξύπνησε από ύπνο.    -Τι; Πως; «Χριστός Ανέστη;» Αλήθεια· απόψε Ανάσταση… Λαμπρή! Όλος ο κόσμος χαίρεται. Εγώ…
«Παρέλαβε η κιβωτός (του Νώε) άλογα ζώα και έσωσε άλογα ζώα· παραλαμβάνει η Εκκλησία παράλογους ανθρώπους και όχι μόνο τους σώζει, αλλά και τους μεταμορφώνει. Παρέλαβε η κιβωτός κόρακα και έστειλε κόρακα· παραλαμβάνει η Εκκλησία ανθρώπους μαύρους από την αμαρτία, σαν τον κόρακα, και τους παραδίδει αθώους σαν τα περιστέρια· παραλαμβάνει ανθρώπους με άγρια αισθήματα, σαν το λύκο, και τους παραδίδει ήμερους σαν τα πρόβατα. Γιατί, όταν μπει μέσα στην Εκκλησία άνθρωπος που αρπάζει, που είναι πλεονέκτης, και ακούσει τα θεία λόγια της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλάζει νοοτροπία, και αντί για λύκος που ήταν γίνεται πρόβατο. Και ο μεν λύκος αρπάζει…
Δεν θέλουν μετάνοια. «Κάποια φορά ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 11ος (γύρω στο 1300 μ.Χ.) αρρώστησε. Φώναξε, λοιπόν, ένα παπά να κάνη δέησι για την υγεία του, για να γίνη καλά. Ο παπάς άρχισε τότε να εύχεται “υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών του δούλου του Θεού Λουδοβίκου…”. Ο Λουδοβίκος, όμως, δεν ήταν και τόσο καλός χριστιανός. Ήταν λιγάκι παλιοχαρακτήρας. Και ζούσε ζωή άσχημη και ακατάστατη. Και όταν άκουσε τον ιερέα να εύχεται και “υπέρ σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών” ταράχθηκε. Και σκέφθηκε μέσα του: “Πολύ τα ανακατεύει ο παπάς. Αν ο Θεός…
–Γέροντα, πώς θά μπορέσω τήν Σαρακοστή νά αγωνισθώ περισσότερο στήν εγκράτεια;-Οι κοσμικοί τώρα τήν Σαρακοστή προσέχουν κατά κάποιον τρόπο τήν εγκράτεια, ενώ εμείς οι μοναχοί πάντα πρέπει νά προσέχουμε. Τό κυριώτερο όμως πού πρέπει νά προσέξει κανείς είναι τά ψυχικά πάθη καί μετά τά σωματικά. Γιατί, άν δώσει προτεραιότητα στή σωματική άσκηση καί δέν κάνει αγώνα, γιά νά ξεριζωθούν τά ψυχικά πάθη, τίποτε δέν κάνει. Πήγε μία φορά σέ ένα μοναστήρι ένας λαϊκός στήν αρχή τής Σαρακοστής καί κάποιος μοναχός τού φέρθηκε απότομα, σκληρά.Εκείνος όμως ο καημένος είχε καλό λογισμό καί τόν δικαιολόγησε. Ήρθε μετά καί μού είπε:«Δέν τόν παρεξηγώ,…
Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νού και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους. Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεικός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως…
“O Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια…”«Θέλω να σας μιλήσω πάτερ για κάτι σοβαρό».Η κοπέλα στεκόταν στην είσοδο του ιερατικού γραφείου, περιμένοντας την άδεια για να προχωρήσει. Δεν είχε παρουσιαστικό «θρησκευόμενου» ανθρώπου. Φορούσε κολλητό παντελόνι και ήταν βαμμένη έντονα.Ο ηλικιωμένος ιερέας την κοίταξε με καλοσύνη. «Παρακαλώ. Ό,τι θέλετε!». Η κοπέλα προχώρησε και κάθισε μπροστά στο γραφείο του ιερέα. «Θέλω τη συμβουλή σας», είπε κοφτά και με αποφασιστικότητα. «Η μητέρα μου είναι στα τελευταία της. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωή της δουλεύοντας τη νύχτα σε άσχημα μέρη… Ξέρω… Ίσως να σας σκανδαλίζω λίγο…». Δίστασε κοιτάζοντας τον ιερέα εξεταστικά…
Η διαφορά Ένας ιεροκήρυξ ετελείωσε το υπαίθριον κήρυγμά του, και το ακροατήριον  ητοιμάζετο να διαλυθή, όταν αυτός τους φωνάζη: «Μια στιγμή, κυττάξτε εκεί στο δρόμο! Περνούσαν δύο, με δεμένα τα χέρια με την αλυσίδα, και δύο αστυφύλακες τούς είχαν στη μέση!! Όλοι εγύρισαν να τους ιδούν. «Λοιπόν, λέγει ο ιεροκήρυξ, μεταξύ εμού και αυτών δεν υπάρχει καμμιά διαφορά!! Εάν εγώ είμαι εδώ και σας κηρύττω και αυτοί εκεί αλυσσοδεμένοι, την διαφοράν την κάνει η  χ ά ρ ι ς  τ ο υ  Θ ε ο ύ, πού εδέχθηκα εγώ στην καρδιά μου, ενώ εκείνοι ευρέθηκαν εις άλλο περιβάλλον, δεν άκουσαν…