(Δογματική Π.Ν.Τρεμπέλα τομ. 3,εκδ. Σωτήρ,σελ. 406-409,μετάφραση στα νέα Ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας).
6) Θεωρητικός υπερασπιστής και υπέρμαχος της προσκύνησης των εικόνων λίγα έτη πριν τη σύγκληση της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ύψωσε τη φωνή του, του οποίου περισώθηκαν και τρεις λόγοι για τις άγιες εικόνες που εκφωνήθηκαν ανάμεσα στο 726 και 733, υπήρξε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Τα κύρια επιχειρήματά του έχουν ως εξής:
Α) Χωρίς να παραγνωρίζει ο Δαμασκηνός το αόρατο και το απολύτως άυλο του Θεού, τονίζοντας όμως συγχρόνως, ότι «αν είναι αδύνατον να εικονίσει κάποιος την ψυχή, πόσο μάλλον το Θεό, ο οποίος έδωσε και στην ψυχή το άυλο», διακηρύσσει συγχρόνως, ότι «εικονίζω το Θεό τον αόρατο όχι ως αόρατο, αλλά ως αυτόν που έγινε ορατός για εμάς, παίρνοντας τη σάρκα και το αίμα μας· δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω του Θεού τη σάρκα που έγινε ορατή».
Ως προς τους αγγέλους και τους δαίμονες και τις ψυχές που χωρίστηκαν από το σώμα, αυτοί «συγκρινόμενοι με το Θεό μεν, τον μόνο ασύγκριτο, είναι σώματα, ενώ με τα υλικά σώματα συγκρινόμενοι είναι ασώματοι. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν ήθελε να αγνοούμε τελείως τα ασώματα δημιουργήματα, τα περιέβαλε με τύπους και σχήματα και εικόνες, ώστε με την άυλη όραση του νου μας να φαίνονται, κατά την αναλογία της φύσης μας, ως σχήματα σωματικά, και αυτά σχηματίζουμε και εικονίζουμε» (31).
Β) Αλλά επιτρέπεται να κατασκευάζουμε και να χρησιμοποιούμε αυτές τις εικόνες; Αντιτάσσονται από πολλούς στην κατασκευή και τη χρήση αυτή οι απαγορεύσεις της Π.Δ.. Αλλά αυτές δεν είναι απόλυτες, διότι και στην ίδια την Π.Δ. με εντολή του Θεού κατασκευάστηκαν «έργα ανθρώπινων χεριών και ομοιώματα των χερουβίμ. Πώς λοιπόν εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις αυτό που ο νόμος πρόσταξε να κάνουμε; Εάν λόγω του νόμου απαγορεύεις τις εικόνες, καιρός είναι να τηρείς και την αργία του Σαββάτου και να περιτέμνεσαι, αλλά να ξέρεις ότι «εάν τηρείτε το νόμο, ο Χριστός δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτα»(Γαλ.. 5,2-4)».
Ενισχύοντας όμως το επιχείρημά του αυτό και με άλλη παρατήρηση ο ιερός άνδρας προσθέτει στη συνέχεια: «Δεν έβλεπε το Θεό ο παλιός Ισραήλ, «ενώ εμείς με ακάλυπτο το πρόσωπο καθρεπτιζόμαστε τη δόξα του Κυρίου»(Β΄ Κορ. 3,18)». Και στους μεν Ιουδαίους «επειδή εύκολα γλιστρούσαν στην ειδωλολατρεία νομοθετήθηκαν» αυτά με τα οποία απαγορευόταν η κατασκευή ομοιωμάτων. «Εμείς όμως, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά το Θεό, να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια και να λατρεύουμε μόνο το Θεό, και να αποκτήσουμε την τελειότητα της θεογνωσίας και, αφού ξεπεράσαμε τη νηπιακή κατάσταση, να φθάσουμε να γίνουμε άνδρες τέλειοι (Εφ. 4,13), δεν είμαστε πια υπό την κηδεμονία παιδαγωγού (Γαλ. 3,25), αφού πήραμε από το Θεό τη διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι το εικονιζόμενο και τι είναι αυτό που δεν περιγράφεται με εικόνα» (32).
Γ) Από την άλλη η προσκύνηση των αγίων εικόνων διδάσκεται από την Παράδοση της Εκκλησίας. «Μην καινοτομείς» λοιπόν, ούτε «ούτε να μετακινείς όρια αιώνια που έθεσαν οι πατέρες σου»(Παροιμ. 22,28). Δεν παρέδωσαν μόνο γραπτώς την εκκλησιαστική θεσμοθεσία, αλλά και με μερικές άγραφες παραδόσεις» (33).
Δ) Άλλωστε εικόνες του Θεού υπάρχουν παντού. Πρωτίστως στην ίδια την Αγία τριάδα ο Υιός είναι «εικόνα ζωντανή, φυσική και απαράλλακτη του αόρατου Θεού»(Κολ. 1,15)». «Υπάρχουν όμως και στο Θεό εικόνες και παραδείγματα, όσων πρόκειται να γίνουν από αυτόν, δηλαδή η προαιώνια και πάντοτε αμετάβλητη βούλησή του. Αυτές τις εικόνες και τα παραδείγματα ονομάζει προορισμούς ο άγιος Διονύσιος. Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν αποτυπωμένα και απεικονισμένα όλα όσα είχαν προοριστεί από αυτόν, πριν από τη δημιουργία, και θα γίνονταν οπωσδήποτε, ακριβώς όπως κάποιος που θέλει να κτίσει ένα σπίτι, συλλαμβάνει πρώτα και ζωγραφίζει το σχέδιο στο μυαλό του».
Αλλά και στην ορατή δημιουργία «τα αόρατα είναι εικόνες των αοράτων και ατυπώτων πραγμάτων», «και τα αόρατα του Θεού, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, γίνονται ορατά κατανοούμενα μέσω των δημιουργημάτων»(Ρωμ. 1,20). Γιατί βλέπουμε στα κτίσματα εικόνες οι οποίες μας φανερώνουν αμυδρά τις θείες ανταύγειες». Και όλη η Π.Δ. υπήρξε τύπος και εικόνα της Κ.Δ.. «Ή λοιπόν κατάργησε κάθε εικόνα και νομοθέτησε αντίθετα προς εκείνον που πρόσταξε αυτά, ή να δέχεσαι κάθε είδους εικόνα, με λόγο και τρόπο που ταιριάζει στην κάθε μία» (34).
7) Αφού απέδειξε έτσι ο ιερός Δαμασκηνός, ότι η χρήση των εικόνων είναι επιτρεπόμενη, προχωρά έπειτα και στο πρόβλημα που γεννιέται από τη λατρεία τους. Και πρώτον αντιμετωπίζει την ένσταση, ότι οι εικόνες είναι ύλη και κατασκευάσματα ανθρώπινων χεριών, ενώ η λατρεία από την άλλη ανήκει στο Θεό. Αλλά εγώ, παρατηρεί ο θείος Πατέρας, «δεν προσκυνώ την ύλη, αλλά προσκυνώ τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που έγινε ύλη για μένα και καταδέχτηκε να κατοικήσει σε ύλη και μέσω της ύλης εργάστηκε τη σωτηρία μου».
Πράγματι ο Υιός του Θεού αφού ενανθρώπησε πήρε σώμα υλικό, το οποίο είναι σώμα Θεού «λόγω της υποστατικής ένωσης», έμεινε όμως «αυτό που ήταν κατά τη φύση του, σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή, η οποία έλαβε αρχή, και δεν είναι άκτιστη». Εγώ λοιπόν αυτήν «την ύλη σέβομαι και την υπολήπτομαι, με την οποία συντελέστηκε η σωτηρία μου, ως φορέα θείας ενέργειας και χάρης».
Ή μήπως δεν είναι ύλη «το ξύλο του σταυρού το τρισευτυχισμένο και τρισμακάριστο; Ή δεν είναι ύλη ο τόπος του κρανίου (Γολγοθάς) και ο άγιος τάφος, η πηγή της ανάστασής μας. Ή δεν είναι ύλη η ζωηφόρος τράπεζα που χορηγεί σε μας τον άρτο της ζωής; Ή μήπως δεν είναι ύλη πριν από όλα αυτά το σώμα και αίμα του Κυρίου μας;».
Συμπεραίνει λοιπόν μετά τα ερωτήματα αυτά ο θείος Πατέρας:
«Ή κατάργησε λοιπόν το σεβασμό και την προσκύνηση όλων αυτών, ή παραχώρησε στην εκκλησιαστική παράδοση και την προσκύνηση των εικόνων». «Μην κακίζεις την ύλη, διότι δεν είναι άτιμη. Διότι τίποτα δεν είναι άτιμο από όσα έφτιαξε ο Θεός. Αυτό το φρόνημα είναι των Μανιχαίων» (35).
8) Μετά καθορίζοντας τον χαρακτήρα της προσκύνησης των αγίων εικόνων διακρίνει τα διάφορα είδη λατρείας και προσκύνησης. Και πρώτον μεν καθορίζει και απαριθμεί τους τρόπους προσκύνησης και λατρείας, που αρμόζουν και αποδίδονται από εμάς «στον μόνο άξιο από τη φύση του να προσκυνείται Θεό», και έπειτα την προσκύνηση στα «κτίσματα, μέσω των οποίων και στα οποία ο Θεός πραγματοποίησε τη σωτηρία μας» όπως «το όρος Σινά, η φάτνη, το σπήλαιο, ο Γολγοθάς, το ξύλο του σταυρού», τα οποία προσκυνούμε, όπως «και κάθε άγιο ναό του Θεού και καθετί στο οποίο αναφέρεται το όνομα του Θεού, όχι εξαιτίας της φύσης τους, αλλά επειδή είναι δοχεία θείας ενέργειας». Αλλά και «αγγέλους και ανθρώπους και κάθε ύλη μέτοχο της θείας ενέργειας σέβομαι και προσκυνώ λόγω της θείας ενέργειας».
Σε κάθε όμως περίπτωση «δεν πρέπει να προσκυνούμε κανέναν ως Θεό, παρά μόνο τον κατά φύση Θεό, αλλά σε όλους να αποδίδουμε την οφειλή λόγω του Κυρίου». Τιμητική λοιπόν προσκύνηση πρέπει να αποδίδεται και στις εικόνες και γενικά στα καθαγιασμένα πρόσωπα ή πράγματα, «και η προσκύνηση και η λατρεία» να επιφυλάσσεται σε μόνο το Θεό. Είναι άλλη «η προσκύνηση της λατρείας» που ανήκει μόνο στο Θεό, και άλλη «αυτή που αποδίδεται από τιμή». «Προσκυνούμε λοιπόν τις εικόνες χωρίς να προσφέρουμε την προσκύνηση στην ύλη, αλλά μέσω αυτών σε αυτούς που εικονίζονται σε αυτές. Διότι η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο, όπως λέει ο θείος Βασίλειος» (36).
9) Αλλά ο άγιος Πατέρας προχωρεί και παραπέρα επεξηγώντας με λίγα μεν λόγια, αλλά αρκετά αξιοσημείωτα και τις ωφέλειες που προέρχονται από τη χρήση των αγίων εικόνων. Και πρωτίστως τονίζει, ότι «η εικόνα είναι υπόμνημα και ό,τι ακριβώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμματα, το ίδιο είναι για τους αγράμματους η εικόνα. Και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος, το ίδιο είναι για την όραση η εικόνα».
«Για αυτό πρόσταξε ο Θεός να κατασκευαστεί κιβωτός (της Διαθήκης) από ξύλα άσηπτα και να τοποθετήσουν σε αυτήν τις πλάκες, τη ράβδο, τη χρυσή στάμνα με το μάννα, για να θυμίζει αυτά που έγιναν και να προτυπώνει όσα θα γίνουν». «Διότι ήταν εικόνες που υπήρχαν για υπόμνηση, τιμώμενες όχι ως θεοί, αλλά ως μέσα που οδηγούν στην ανάμνηση των θείων ενεργειών». «Πώς λοιπόν εμείς δεν θα εικονογραφήσουμε τα σωτήρια πάθη και θαύματα του Χριστού και Θεού μας, έτσι ώστε όταν με ρωτά ο γιος μου τι είναι αυτό; Θα πω ότι ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και μέσω αυτού όλη η φύση επέστρεψε στην αρχαία μακαριότητα;».
Επιπλέον «αυτών που έζησαν ακολουθώντας τα ίχνη του Κυρίου, αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη ζωγραφίζουμε, έτσι ώστε να καλλιεργείται ο ζήλος μας να τα μιμηθούμε». Τα παραδείγματα εκείνων τοποθετούμενα και παριστάμενα στα μάτια μας ζωντανά με τα χρώματα του ζωγράφου διεγείρουν σε εμάς τον πόθο και μας παρακινούν σε μίμηση αυτών.
Επιπλέον είναι οι εικόνες και αγωγοί χάριτος στους πιστούς. Εάν «η σκιά των αποστόλων, τα σουδάρια και τα μαντήλια απομάκρυναν τις αρρώστιες και φυγάδευαν τα δαιμόνια, πώς λοιπόν να μη δοξάζεται η σκιά και η εικόνα των αγίων;». Και «θεία χάρη δίνεται στα υλικά στοιχεία με την προσαγόρευση των εικονιζομένων» (37).
Αυτή είναι στις γενικές της γραμμές η θεωρητική δικαίωση του δόγματος αυτού της μίας αγίας Εκκλησίας που αντιτάχθηκε για απόκρουση των ενστάσεων και κατηγοριών αυτών που καταπολεμούσαν την προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Παραπομπές:
(31) Λόγος Α παραγρ.14,16 και Λόγος Γ 25, Μ. 94,1236,1345
(32) Λόγος Α 16 και Γ΄8, δες και Α΄6-8, και Β΄7,8, Μ. 94, 1248,1328
(33) Α΄23, δες και Β΄16, Μ. 94,1257
(34) Α΄9-13 και Γ΄18-23, Μ. 94,1240 και εξής
(35) Α΄ 16, Β΄13,14, Μ. 94,1245.
(36) Λόγος Γ΄33-36,40, Δες και Α΄8, 14,16 και Β΄11 και Λόγος Γ΄40 και Α΄21, Μ. 94, 1352,1356
(37) Λόγος Α΄17 και εξής, 18 και εξής, 21, Μ. 94, 1248,1249,1252,1264.
Όταν κάποτε βρισκόμουνα στο Κοινόβιο, είχα τον πειρασμό να προσπαθώ να συμπεράνω την εσωτερική κατάσταση κάποιου από τις κινήσεις του. Μου συνέβη λοιπόν ένα σχετικό γεγονός. Μια φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μια γυναίκα που βάσταζε ένα σταμνί νερό, και δεν κατάλαβα πώς παρασύρθηκα και πρόσεχα τα μάτια της. Αμέσως τότε μου γεννήθηκε ο λογισμός ότι ήταν πόρνη. Μόλις λοιπόν μου είπε αυτό το πράγμα ο λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα και το ανέφερα στον Γέροντα, τον αββά Ιωάννη, μ’ αυτό τον τρόπο: «Γέροντα, αν, χωρίς να το θέλω, δω μια κίνηση κάποιου και συμπεράνω με το λογισμό την κατάσταση που βρίσκεται, τι πρέπει να κάνω»; Και μου απάντησε ο Γέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο:
«Τι λοιπόν, δεν συμβαίνει πολλές φορές να έχει κανείς κάποιο φυσικό ελάττωμα και με πολύ αγώνα να το ξεπεράσει; Δεν μπορείς απ’ αυτό να καταλάβεις την κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν να μην πιστεύεις στις υποψίες σου, γιατί στραβός οδηγός και τα ίσια τα κάνει στραβά. Οι υποψίες είναι ψεύτικες και βλάπτουν».
Από τότε, και αν ακόμα μου έλεγε ο λογισμός για τον ήλιο ότι είναι ήλιος ή για το σκοτάδι ότι είναι σκοτάδι, δεν το πίστευα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε βαρύτερο από τις υποψίες. Είναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας και αρχίζουν να μας πείθουν να νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά, πράγματα που ούτε υπάρχουν ούτε έχουν γίνει.
Και σας αναφέρω ένα πράγμα αξιοθαύμαστο σχετικό μ’ αυτό, που έτυχε να παρακολουθήσω όταν ακόμα βρισκόμουνα στο Κοινόβιο. Εκεί είχαμε έναν αδελφό που τον ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό το πάθος. Και τόσο πολύ πίστευε στις υποψίες του, ώστε για κάθε υποψία του να είναι βέβαιος ότι ακριβώς έτσι συμβαίνει, όπως του υπαγορεύει ο λογισμός του, και δεν υπάρχει άλλη πιθανότητα. Και επειδή με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε το κακό, οι δαίμονες τον παραπλάνησαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπει μια φορά στον κήπο για να κατασκοπεύσει. Γιατί πάντοτε κρυφοκοίταζε και κρυφάκουγε. Του φάνηκε λοιπόν, ότι είδε κάποιον αδελφό να κλέβει σύκα και να τρώει. Ήταν δε και Παρασκευή και δεν είχαν φθάσει ακόμα στη δεύτερη Ώρα. Αφού δε έπεισε τον εαυτό του ότι αληθινά αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα, φεύγει κρυφά και βγαίνει έξω, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, περιμένοντας πάλι την ώρα της Συνάξεως, για να δει τι θα κάνει ο αδελφός –αυτός που δήθεν είχε κλέψει και είχε φάει τα σύκα- κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας.
Και καθώς τον είδε να νίβει τα χέρια του, για να προσέλθει να κοινωνήσει, τρέχει και λέει στον Γέροντα: «Αυτό τον αδελφό που μπαίνει να μεταλάβει μαζί με τους άλλους, δώσε εντολή να μην τον κοινωνήσουν, γιατί τον είδα από το πρωί να κλέβει σύκα και να τρώει». Στο μεταξύ προχωρεί ο αδελφός εκείνος με πολλή κατάνυξη στην Αγία Προσφορά, γιατί ήταν και από τους ευλαβείς αδελφούς. Μόλις λοιπόν τον είδε ο Γέροντας, τον καλεί, πριν ακόμα πλησιάσει τον ιερέα που κοινωνούσε, τον παίρνει παράμερα και του λέει: «Πες μου, αδελφέ, τι είναι αυτό που έκανες σήμερα»; Εκείνος παραξενεύτηκε και του λέει: «Πού, Γέροντα»; Και του λέει ο Γέροντας: «Στον κήπο που μπήκες το πρωί, τι έκανες εκεί»; Λέει πάλι με έκπληξη ο αδελφός: «Γέροντα, ούτε τον κήπο είδα σήμερα, ούτε εδώ στο Κοινόβιο βρισκόμουν το πρωί, αλλά δες, μόλις έφθασα από οδοιπορία. Γιατί αμέσως, μόλις τελείωσε η αγρυπνία, μ’ έστειλε ο Οικονόμος σ’ αυτή τη μακρινή δουλειά». Ήταν δε η εξωτερική αυτή δουλειά που ανέφερε πολλά μίλια μακριά και μόλις αυτή την ώρα της Συνάξεως είχε γυρίσει ο αδελφός. Καλεί ο Γέροντας τον Οικονόμο και τον ρωτάει: «Πού τον έστειλες αυτό τον αδελφό»; Απαντάει ο Οικονόμος το ίδιο ακριβώς που είχε πει και ο αδελφός: «Σ’ αυτή την πόλη τον έστειλα».
Και βάζει μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί ξεκουραζόσουν από την αγρυπνία και γι’ αυτό δεν τον έφερα να πάρει την καθιερωμένη ευχή πριν φύγει». Μόλις λοιπόν πήρε αυτές τις πληροφορίες ο Γέροντας, τους έδωσε ευχή και τους άφησε να πάνε να κοινωνήσουν. Και καλεί τον αδελφό που είχε τις υποψίες και τον επιτιμά και του απαγορεύει να κοινωνήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάλεσε όλους τους αδελφούς, μετά από τη Σύναξη, τους ανέφερε με δάκρυα όσα συνέβηκαν και επιτίμησε δημόσια τον αδελφό για όλα, για να βγουν τρία καλά από αυτό: Να ντροπιασθεί και να παραδειγματισθεί ο διάβολος, αυτός που σπέρνει τις υποψίες, να συγχωρεθεί η αμαρτία του αδελφού με την ατίμωση εκείνη και να βοηθηθεί στο εξής από τον Θεό, και για να κάνει τους αδελφούς προσεκτικότερους να μην παραδέχονται ποτέ τις υποψίες τους.
(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλία Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 255-259)
Θ’ Διδασκαλία. ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ.
96.-. Θέλω να σας θυμίσω, αδελφοί μου, λίγα για το ψέμα. Γιατί δεν βλέπω να πολυφροντίζετε να κρατάτε τη γλώσσα σας και γι’ αυτό εύκολα παρασυρόσαστε σε λάθη. Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι για κάθε πράγμα, όπως πάντα σας λέω, παίζει ρόλο η συνήθεια και στο καλό και στο κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και άγρυπνη φροντίδα, για να μη μας ξεγελάει το ψέμα. Γιατί κανένας απ’ αυτούς που λένε ψέματα δεν ενώθηκε με τον Θεό. Το ψέμα δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Γιατί είναι γραμμένο ότι: «Το ψέμα πηγάζει από τον Πονηρό». Και σ’ άλλο σημείο έχει γραφεί ότι: «Ο διάβολος είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους» (Ιωαν. 8, 44). Βλέπετε, λέει τον διάβολο πατέρα του ψεύδους. Η δε αλήθεια είναι ο Θεός. Γιατί Αυτός λέει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. 14, 6). Καταλαβαίνεται λοιπόν από Ποιον χωριζόμαστε και με ποιον δενόμαστε με το ψέμα. Είναι ολοφάνερο ότι δενόμαστε με τον διάβολο. Αν πραγματικά θέλουμε να σωθούμε, έχουμε υποχρέωση, με όλη τη δύναμη και με κάθε φροντίδα, να αγαπάμε την αλήθεια και να φυλαγόμαστε από κάθε είδους ψέμα, για να μη μας χωρίσει από την αλήθεια και τη ζωή.
97.-. Υπάρχουν δε τρεις διαφορετικοί τρόποι για να πει κανείς ψέματα. Ο ένας είναι να πει κανείς ψέματα με το νου του. Ο άλλος το να πει ψέματα με λόγια και ο τρίτος το να πει ψέματα με ολόκληρη τη ζωή του. Εκείνος που με το νου του λέει ψέματα, είναι αυτός που δέχεται τις υπόνοιες. Αυτός, αν δει κάποιον να μιλάει με τον αδελφό του, υποψιάζεται και λέει: «Για μένα λένε». Κι αν σταματήσουν να μιλάνε, πάλι υποψιάζεται ότι σταμάτησαν γι’ αυτόν. Αν του πει κανείς μια κουβέντα, υποψιάζεται ότι την είπε επίτηδες, για να τον στενοχωρήσει. Και μ’ ένα λόγο, σε κάθε πράγμα έτσι υποψιάζεται τον αδελφό του, λέγοντας: «Για μένα το’ κανε αυτό, για μένα το’ πε εκείνο. Γι’ αυτό το λόγο έκανε τούτο το πράγμα». Αυτός είναι που με το νου του λέει ψέματα. Γιατί δεν λέει τίποτε αληθινό, αλλά όλα είναι βασισμένα στις υποψίες. Απ’ αυτό το λόγο λοιπόν γεννιούνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις.
Τυχαίνει καμιά φορά να υποψιαστεί κάποιος κάτι και τα πράγματα να αποδείξουν ότι ήταν αληθινό. Και γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ότι, επειδή θέλει να διορθώσει τον εαυτό του, πάντοτε κινείται με καχυποψία και περιέργεια, κάνοντας την ακόλουθη σκέψη: «Αν μιλάει κανείς εναντίον μου κι εγώ τον ακούσω, θα καταλάβω ποιο είναι το σφάλμα που με κατηγορεί και θα διορθωθώ». Πρώτα-πρώτα λοιπόν, αυτή η προκατάληψη που δέχεται στην ψυχή του είναι έργο του Πονηρού. Γιατί άρχισε με το ψέμα, δηλαδή χωρίς να ξέρει, υποψιάστηκε αυτό που δεν ήξερε. Πώς μπορεί λοιπόν κακό δένδρο να κάνει καλούς καρπούς; Αν όμως θέλει να διορθωθεί εντελώς, όταν του πει ο αδελφός «μην το κάνεις αυτό» ή «γιατί το έκανες εκείνο;», να μην ταραχθεί. Αλλά να βάλει μετάνοια και να τον ευχαριστήσει και τότε θα διορθωθεί. Και, αν δει ο Θεός ότι είναι τέτοια η πρόθεσή του, δεν θα τον αφήσει ποτέ να πλανηθεί, αλλά οπωσδήποτε θα του στείλει τον κατάλληλο άνθρωπο, για να τον διορθώσει. Το να πει όμως ότι «επειδή θέλω να διορθωθώ, πιστεύω στις υποψίες μου και κατά συνέπεια συνηθίζω να κρυφακούω και να περιεργάζομαι», αυτό είναι μια σκέψη που του τη βάζει και τη δημιουργεί ο διάβολος, θέλοντας να τον καταστρέψει.
(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλια Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 253-255)
Δεν θέλουν μετάνοια.
«Κάποια φορά ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 11ος (γύρω στο 1300 μ.Χ.) αρρώστησε. Φώναξε, λοιπόν, ένα παπά να κάνη δέησι για την υγεία του, για να γίνη καλά. Ο παπάς άρχισε τότε να εύχεται “υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών του δούλου του Θεού Λουδοβίκου…”.
Ο Λουδοβίκος, όμως, δεν ήταν και τόσο καλός χριστιανός. Ήταν λιγάκι παλιοχαρακτήρας. Και ζούσε ζωή άσχημη και ακατάστατη. Και όταν άκουσε τον ιερέα να εύχεται και “υπέρ σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών” ταράχθηκε. Και σκέφθηκε μέσα του: “Πολύ τα ανακατεύει ο παπάς. Αν ο Θεός τώρα τα ακούση και αυτά τα περί σωτηρίας και συγχωρήσεως των αμαρτιών, πολύ φοβάμαι πως δεν θα με κάνη καλά. Γιατί θα σκεφθή ότι είναι καλύτερα να μείνω άρρωστος, παρά να γίνω καλά και να συνεχίσω τις αμαρτίες τις οποίες κάνω”.
Φώναξε, λοιπόν, νευριασμένος τον παπά:
- Παπούλη, μην τα ανακατεύεις πολύ τα πράγματα. Μην ζητάς πολλά. Ένα-ένα. Αυτή την στιγμή μόνο για την υγεία πες. Τα άλλα άστα. Την υγεία να μου δώση ο Θεός και για τα άλλα βλέπουμε….!» (ΛΝ, φ. 44, 1)
«Αν ζητάμε συγχώρησι από το Θέο, πρέπει να ζητάμε συγχώρησι και για την ανειλικρίνια της αιτήσεώς μας!»(SMu, 39).
Αυτό μας θυμίζει την περίπτωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που σ’ ένα ωραιότατο διήγημά του περιγράφει την πορεία του στο σεληνόφως προς ένα εξωκκλήσι για να ζητήση από την εκεί Αγία να τον θεραπεύση από ένα πάθος του. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήθελε να θεραπευθή από αυτό, γι’ αυτό τελειώνει με τα λόγια: «Σ’ ευχαριστώ Αγία μου, που δεν με άκουσες».
(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Εξομολόγηση... Αθήνα 2012, σελ. 211-213)
Η δύναμη της θέλησης!
Το μικρό αγροτικό σχολείο θερμαινόταν από μια παλιού τύπου σόμπα με κάρβουνα. Ένα παιδάκι, είχε την ευθύνη να έρχεται στο σχολείο νωρίς κάθε μέρα ν’ ανάβει τη σόμπα και να ζεσταίνει την αίθουσα, πριν φτάσει ο δάσκαλος κι οι συμμαθητές του. Ένα πρωί, φτάνοντας οι άλλοι είδαν το σχολείο τυλιγμένο στις φλόγες. Έσυραν αναίσθητο το μικρό έξω από το λαμπαδιασμένο κτίριο, μάλλον νεκρό παρά ζωντανό. Είχε σοβαρά εγκαύματα στο κάτω ήμισυ του σώματός του και μεταφέρθηκε στο γειτονικό αγροτικό νοσοκομείο.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, το φρικτά καμένο και ημιαναίσθητο παιδάκι άκουσε αχνά το γιατρό να μιλά στη μητέρα του. Της έλεγε ότι ο γιος της σίγουρα θα πέθαινε – κι ίσως ήταν καλύτερα έτσι – γιατί η φοβερή φωτιά είχε καταστρέψει το κάτω μέρος του σώματός του.
Αλλά το γενναίο παιδί δεν ήθελε να πεθάνει. Πήρε λοιπόν την απόφαση να ζήσει. Και προς μεγάλη έκπληξη του γιατρού του, έζησε. Όταν ο κίνδυνος του θανάτου ξεπεράστηκε, πάλι άκουσε το γιατρό να μιλά με τη μητέρα του χαμηλόφωνα και να της λέει ότι, εφόσον η φωτιά κατέστρεψε τόση σάρκα στο κάτω μέρος του σώματός του, θα ήταν καλύτερα να είχε πεθάνει γιατί τώρα ήταν καταδικασμένο να μείνει ανάπηρο για όλη του τη ζωή, καθώς δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθόλου τα κάτω άκρα του. Άλλη μια φορά το γενναίο παιδί πήρε την απόφασή του. Δε θα γινόταν ανάπηρος. Θα περπατούσε. Δυστυχώς, όμως, από τη μέση και κάτω δεν είχε τη δυνατότητα κίνησης. Τα λεπτά του πόδια απλώς κρέμονταν εκεί, άψυχα.
Τελικά βγήκε από το νοσοκομείο. Κάθε μέρα η μητέρα του του έκανε μασάζ στα πόδια, αλλά δεν υπήρχε καμιά αντίδραση. Το παιδί δεν ένιωθε, δεν έλεγχε τα πόδια του. Η απόφασή του ωστόσο να περπατήσει ήταν ισχυρότατη. Όταν δε βρισκόταν στο κρεβάτι, ήταν αναγκασμένος να κάθεται σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Μια ηλιόλουστη μέρα, η μητέρα του τον έσπρωξε με το καροτσάκι στην αυλή για ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα. Εκείνη τη μέρα, αντί να μείνει εκεί ακίνητος, έπεσε σκόπιμα από το καροτσάκι κι άρχισε να σέρνεται πάνω στο γρασίδι.
Προχώρησε έρποντας μέχρι το λευκό ξύλινο φράκτη που υπήρχε γύρω από το οικόπεδό τους. Με μεγάλη προσπάθεια, ανασηκώθηκε στηριγμένος στο φράκτη αποφασισμένος να περπατήσει. Συνέχισε να το κάνει αυτό κάθε μέρα, μέχρι που δημιουργήθηκε μονοπάτι γύρω γύρω, σ’ όλη την έκταση της διαδρομής που ακολουθούσε. Η μεγαλύτερη επιθυμία στη ζωή του ήταν να δώσει ζωή σ’ εκείνα τα πόδια. Με τα καθημερινά μασάζ, την άκαμπτη επιμονή του και τη σιδερένια αποφασιστικότητά του, απέκτησε κάποια στιγμή την ικανότητα να στέκεται στα πόδια του, μετά να περπατά με βοήθεια και μετά να περπατά μόνος του και, τέλος, να τρέχει.
Αρχικά πήγαινε στο σχολείο περπατώντας, μετά πήγαινε στο σχολείο τρέχοντας, και, μετά έτρεχε μόνο και μόνο για να χαρεί το τρέξιμο.
Πολύ αργότερα, στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, αυτός ο νεαρός που δεν αναμενόταν να ζήσει, που σίγουρα ποτέ δε θα μπορούσε να περπατήσει, που ποτέ δε θα μπορούσε να τρέξει – αυτός ο αποφασιστικός νεαρός, ο Δόκτωρ Γκλεν Κάνιγκχαμ, ήρθε πρώτος στα 1500 μέτρα! (Burt Dubin).
(Βάλσαμο για την ψυχή, εκδ. Διόπτρα σελ. 213-215)
Είπεν ένας ερημίτης:
- Αν όσα χρωστάς σ’ αυτή τη ζωή τα ξεπληρώσης, τότε σώζεσαι. Αν φας όμως και καμμιά παραπάνω, παίρνεις και κανένα φράγκο παραπάνω. Αν φάη κάποιος ξύλο άδικα, τότε έχει καθαρό μισθό. Πολλές φορές δηλαδή, ανθρώπους με πολύ καλή ζωή συμβαίνει να τους βρίσκουν τα χειρότερα. Εάν ο Θεός επιτρέπει, γιατί επιτρέπει;
Ας φέρω ένα παράδειγμα: Είναι μια καλή οικογένεια. Και ο άνδρας πολύ καλός και η γυναίκα πολύ καλή και τα παιδάκια πολύ καλά. Όλοι εκκλησιάζονται, κοινωνούν κ.λ.π. Για μια στιγμή περνάει ένας μεθυσμένος ή ένας τρελλός, χτυπάει τον οικογενειάρχη και τον σκοτώνει. Στα καλά καθούμενα. Μετά, όσοι άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι από τον Θεόν, λένε: «Για δες τον. Βλέπετε; Πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι γι’ αυτό τα ‘παθε».
Αυτό είναι αναίδεια. Επιτρέπει ο Θεός να παθαίνουν και άνθρωποι χωρίς να φταίνε καθόλου, για να δίνη την ευκαιρία στους τελείως αναιδείς να λένε ό,τι είπε και ο καλός ληστής. Τι βλέπουμε στους δυο ληστές; Ο ένας έβριζε τον Χριστό: «Αν είσαι Θεός, κατέβα κάτω» κ.λ.π. Λέει ο άλλος: «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Εμείς δικαίως ταλαιπωρούμαστε. Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτα. Δεν φοβάσαι τον Θεό»; (Βλ. Λουκ. 23,39-41)
Δηλαδή, δια να δώση ο Θεός την ευκαιρία στους αναιδείς να συνέλθουν, επιτρέπει να πάθουν μερικοί, χωρίς να φταίνε. Ενώ αυτοί που παθαίνουν, μπορεί να είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Στον Παράδεισο ο Θεός πιστεύω δεν θα τους πη: Καθήστε σ’ αυτή τη θέσι. Αλλά: Διαλέξτε τον καλύτερο τόπο. Καταλάβατε; Έτσι είναι. Με το να ζητάμε το δίκαιό μας τα χάνουμε όλα. Χάνομε και την ειρήνη μας, χάνομε και τον μισθό μας.
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.152-153)
Η φτερούγα της θελήσεως
Ο κόσμος εύκολα επηρεάζεται και προς το καλό και προς το κακό. Προς το κακό επηρεάζεται πιο εύκολα, γιατί εκεί κανοναρχεί και ο διάβολος. Πες σε έναν λ.χ. να κόψη το τσιγάρο, γιατί βλάπτει. Μόλις θα αποφασίση να το κόψη, θα πάη ο διάβολος και θα του πη: «Εκείνο το τσιγάρο έχει λιγώτερο φαρμάκι, το άλλο έχει φίλτρο και καθαρίζει... Κάπνισε από ’κείνα· δεν θα σε βλάψουν». Θα του βρη δηλαδή μια δικαιολογία, για να μην το κόψη· θα του βρη... μια λύση! Γιατί ο διάβολος μπορεί να μας βρη ένα σωρό δικαιολογίες. Και εκείνο το τσιγάρο που του προτείνει, μπορεί να τον βλάψη ακόμη περισσότερο. Γι' αυτό χρειάζεται να έχουμε θέληση. Και αν κανείς δεν κόψη τα κουσούρια του, όταν είναι ακόμη νέος, μετά είναι δύσκολο να τα κόψη, γιατί, όσο περνάει η ηλικία, εξασθενεί η θέληση.
Αν ο άνθρωπος δεν έχη θέληση, δεν μπορεί να κάνη τίποτε. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει: «Εν τω θέλειν και τω μη θέλειν κείται το πάν». Δηλαδή όλα εξαρτώνται από το αν θέλη ή αν δεν θέλη ο άνθρωπος. Μεγάλη υπόθεση! Ο Θεός είναι φύσει αγαθός και θέλει πάντοτε το καλό μας. Χρειάζεται όμως να θέλουμε και εμείς. Γιατί ο άνθρωπος πετά πνευματικά με δυο φτερούγες· με την θέληση του Θεού και με την θέληση την δική του. Ο Θεός την μια φτερούγα – την δική του θέληση – μας την έχει κολλήσει μόνιμα στον έναν ώμο μας. Αλλά για να πετάξουμε πνευματικά, πρέπει και εμείς να κολλήσουμε στον άλλο ώμο την δική μας φτερούγα, την ανθρώπινη θέληση. Άμα ο άνθρωπος έχη δυνατή θέληση, έχει την φτερούγα την ανθρώπινη, που ισορροπεί με την θεϊκή φτερούγα, οπότε πετάει. Ενώ, αν η θέλησή του είναι ατροφική, πάει να πετάξη λίγο και τουμπάρει. Ξαναπροσπαθεί λίγο, πάλι τούμπα!
– Γέροντα, καλλιεργείται η θέληση;
– Δεν έχουμε πει ότι όλα καλλιεργούνται; Θέληση υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, σε άλλους λίγη και σε άλλους περισσότερη. Όταν ο άνθρωπος έχη διάθεση να αγωνισθή, προσεύχεται και ζητά από τον Θεό να του αυξήση την θέληση, και ο Θεός τον βοηθάει. Όταν δεν κάνη προκοπή ο άνθρωπος, τότε να ξέρη ότι ή δεν βάζει καθόλου θέληση ή θα βάζη λίγη και αυτή θα είναι εξασθενημένη, οπότε και αυτό πάλι δεν βοηθάει. Ένα πουλί, ας υποθέσουμε, έχει την μία φτερούγα του γερή, αλλά παραμελεί την άλλη· της πέφτουν μερικά φτερά και μετά δεν μπορεί να πετάξη σωστά. Η μία φτερούγα δουλεύει καλά, η άλλη όμως είναι σαν την σπασμένη τσατσάρα. Την κουνάει το πουλί, αλλά μπαίνει αέρας ενδιάμεσα και δεν μπορεί να πετάξη καλά. Πετάει λίγο και μετά κάνει τούμπες. Πρέπει να έχη ακέραιη και αυτήν την φτερούγα, για να μπορή να πετάη.
Έτσι και ο άνθρωπος, θέλω να πω, πρέπει να προσέχη και να μην παραμελή την ανθρώπινη θέληση, αν θέλη να πετάη συνέχεια σωστά, πνευματικά. Γιατί το ταγκαλάκι τι κάνει; Πάει σιγά-σιγά και τραβάει από την ανθρώπινη φτερούγα πρώτα κανένα μικρούτσικο φτερό, ύστερα κανένα λίγο μεγαλύτερο, και αν δεν προσέξη ο άνθρωπος, του βγάζει και ένα μεγάλο, οπότε πάει να πετάξη και δεν μπορεί. Και αν τυχόν του τραβήξη μερικά φτερά, τότε, όταν πάη να πετάξη, μπαίνει αέρας στην φτερούγα που της λείπουν φτερά και κάνει τούμπες.
Η θεϊκή φτερούγα είναι πάντα γεμάτη, συμπληρωμένη· δεν της λείπουν φτερά, γιατί ο διάβολος δεν μπορεί να τα τραβήξη και να τα βγάλη· είναι θεϊκή. Να προσέχη ο άνθρωπος να μην αμελήση και του βγάλη ο διάβολος κανένα φτερό από την δική του φτερούγα. Όταν αρχίζη σιγά-σιγά λίγο η τεμπελιά, λίγο η αδιαφορία, εξασθενεί η θέληση. Τι να κάνη ο Θεός, αν δεν θέλη ο άνθρωπος; Δεν θέλει να επέμβη, γιατί σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Αχρηστεύει έτσι ο άνθρωπος και την φτερούγα του Θεού. Όταν όμως έχη θέληση, έχη δηλαδή και την δική του φτερούγα ακέραιη, τότε θέλει ο Θεός, θέλει και ο άνθρωπος, και πετάει ο άνθρωπος.
– Δηλαδή, Γέροντα, τι είναι ακριβώς αυτό το πέταγμα; Εννοείτε να θέλω να προοδεύσω πνευματικά, να θέλω την σωτηρία μου;
– Ναι, βρε παιδί! Όταν λέω πέταγμα, εννοώ την άνοδο την πνευματική, δεν εννοώ να πετάξω να ανέβω σε κανένα κυπαρίσσι!
("Γέροντος Παϊσίου Λόγοι", τόμος Β΄, σελ. 116-118)
Εις έναν Προηγούμενο ονόματι Νεόφυτον, Δοχειαρίτην το έτος 1880 εις το ησυχαστήριόν του «οι Αρχάγγελοι» της μικράς αγίας Άννης εφάνη ότι είδεν όνειρον τον μέγαν Βασίλειον. Τον παρεκίνησε μάλιστα να προσκυνήση το δάκτυλον του ποδιού του.
Το όνειρον αυτό ήτο ικανόν να δημιουργήση μιαν οίησιν και ένα εγωιστικόν τύφον εις την ψυχήν του Προηγουμένου ότι βλέπει και προσκυνά αγίους. Ο λογισμός του ησχολείτο συνεχώς και αδιακόπως με το όνειρον τούτο και μάλιστα εις βάρος της προσευχής και του «κανόνος»του.
Παρήλθεν καιρός και τον εφώτισεν ο Πανάγαθος Θεός να επισκεφθή τον ονομαστόν Πνευματικόν παπα-Γρηγόρην, ο οποίος ησκήτευεν εν τελεία ακτημοσύνη και πτωχεία ολίγον πιο επάνω, εις την ιδίαν Σκήτην.
- Αδελφέ μου Προηγούμενε, μεγάλον διάβολον προσεκύνησες και όχι τον άγιον Βασίλειον, του είπεν απεριφράστως. Σε παρακαλώ εις το εξής να μη δίδης σημασίαν εις τα όνειρα από τα οποία και με τα οποία ο διάβολος ως πονηρός απατά τους ανθρώπους.
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.369-370)
Το έτος 1925 ήλθεν εις την ιεράν Μονήν Διονυσίου ένας δαιμονισμένος. Μετά το απόδειπνον ευρισκόμενος εις το δωμάτιόν του ήρχιζε να τραγουδά μεγαλοφώνως και να χορεύη μανιωδώς, κτυπών με θόρυβον τα πόδια του εις το πάτωμα, μέχρις εξαντλήσεως. Οι πατέρες και οι αδελφοί ηναγκάζοντο να του δένουν χέρια και πόδια, προς αναγκαστικήν, ούτως ειπείν, ανάπαυσιν. Αλλά ελύνετο, ωσάν να τον είχαν δέσει με μίαν κλωστήν. Μιαν ημέραν ένας έμπειρος αδελφός τον έδεσε με καινούριο σχοινί. Κατά την ώραν εκείνην το δαιμόνιον, που κατοικούσε μέσα του, εφώναζε: «Δέσε με, καλόγερε, και θα δης που θα πάνε τα σχοινιά». Όντως, μετά από δύο ώρας ευρέθη λυμένος και το σχοινί ήτο πεταγμένον εις τον κήπον. Μιαν ημέραν, μετά τον εξαντλητικόν χορόν, έτρεξεν ο γέρων Βησσαρίων να του δώση ένα κανάτι μερό να πιή, εις το οποίον έρριψαν αγιασμόν.
- Έλα Γιαννάκη, παιδί μου, να πιής κρύο νερό, του είπε.
Αυτός λαχανιασμένος καθώς ήτο, με λαχτάραν ήρχισε να πίνη. Με τας πρώτας σταγόνας, όμως, ησθάνθη, όπως έλεγεν, κάψιμον εις τον λαιμόν.
- Φτου, φτου, μ’ έκαψες καλόγερε, μ’ έκαψες, είπε και το έφτυσεν.
Ω του παραδόξου θαύματος! Όλοι εθαύμασαν την ενέργειαν της Χάριτος, που έχει ο αγιασμός.
Μετά εδοκίμασαν να του δώσουν άλλο νερόν, απλόν, χωρίς αγιασμόν. Το ήπιε με βουλιμίαν… Επί ένα μήνα του εδιάβαζαν τους εξορκισμούς και βελτιωθείς ανεχώρησεν.
Μιαν φορά τον ηρώτησαν:
- Τι φοβάσαι περισσότερον; Τον αγιασμόν, το αντίδωρον ή την Θείαν Κοινωνίαν; Το δαιμόνιον απεκρίθη:
- Εάν εφυλάγετε αυτό που μεταλαμβάνετε εις την Εκκλησίαν, κανένας από εμάς δεν θα μπορούσε να σας βλάψη.
- Γιατί, Γιάννη, την φοβάσαι την Θείαν Μετάληψιν;
- Άφησε τον Γιάννη, μην τον ερωτάς. Μόνο άκουσε εμένα τι σου ομιλώ, είπε. Δεν σου ομιλεί ο Γιάννης. Λύσε με να δώσω μια βουτιά στην θάλασσα και να βρεθώ αμέσως στην Αθήνα!
(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.208-209)
Φωνὴ ζωηρῆς ἐπικλήσεως πρὸς τὸν Θεό. Φωνὴ καρδιᾶς συντετριμμένης καὶ ταπεινωμένης μέχρι κά τω στὴ γῆ, στὸ χῶμα. Φωνὴ ἱκεσίας θερμῆς, ἀπὸ τὰ τρίσβαθα ψυχῆς ὀδυνωμένης. Ψυχῆς ποὺ ἀπ’ ὅλους καὶ ὅλα εἰσέπραξε τὴν ἀπόρριψη. Οἱ θλίψεις καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς σὰν κύματα ἀλλεπάλληλα τὴ βύθισαν στὸ πέλαγος τῆς ἀπογνώσεως, καὶ ἄλλη πιὰ βοήθεια δὲν ἔχει νὰ ἀναμένει ἀπὸ πουθενὰ παρὰ μόνο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ψυχῆς ποὺ ἀνατείνεται ὁρμητικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ πόθο ἰσχυρὸ καὶ ἀπαντοχὴ τελεία καρφώνει τὸ βλέμμα της ἐπάνω του. Ψυχῆς ποὺ βοᾶ, κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό!
–Κύριε, μὴν ἀργήσεις...
Σὰν τὴ φωνὴ νεαρῆς κόρης πρὸς τὸν σύζυγο ποὺ ξενιτεύεται, σὰν τὴ φωνὴ παιδιῶν πρὸς τὸν πατέρα ποὺ μπαρκάρει, σὰν τὴ φωνὴ ἀσθενοῦς πρὸς τὸ γιατρὸ ποὺ φεύγει ἀπὸ κοντά του, ἔτσι ἡ φωνὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μαζί της καὶ ὅλες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ φωνὲς ἐκείνων ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν: τὸν Πατέρα, τὸν Νυμφίο, τὸν Ἰατρό. Ἐκεῖνον! Καὶ τὰ μάτια τους ἐκεῖ, κολλημένα, ἀκίνητα, ἀπαρασάλευτα.
Χωρὶς νὰ γυρνοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ. Χωρὶς νὰ δέχονται καμιὰ ἄλλη παράκληση. Χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο. Μόνον αὐτό, πότε θὰ ξανάρθει ὁ Κύριος. Πότε πάλι θὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Πότε θά ’ρθεῖ, γιὰ νὰ Τὸν νιώσουν κοντά τους, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν παρουσία του δίπλα τους, νὰ παρηγορηθεῖ ἡ καρδιά τους ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ τὴν πιέζει, νὰ βαλσαμώσουν οἱ πόνοι της...
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς» (Ψαλ. ξθ΄ [69] 6).
Καὶ ὁ Κύριος ἀκόμα δὲν φαίνεται. Καὶ ἡ ψυχὴ ἀκόμα πιὸ ἐπίπονα τώρα φωνάζει: Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς; Γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ μὲ συναντήσεις; Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέχω νὰ φωνάζω; Τρέξε, Κύριε, κινδυνεύω νὰ καταποντισθῶ. Τρέξε, Κύριε, νὰ μὲ βοηθήσεις, «εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (στίχ. 2), νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὴ θλίψη μου. Τρέξε, Κύριε, νὰ ἁπαλύνεις τὸν πόνο μου, νὰ ἀνακουφίσεις τὸ βάρος μου. Μὴν καθυστερήσεις ἄλλο, ἱκετεύω.
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
Ἀλλά, ψυχὴ θεοφιλής, σὺ ποὺ ἀκόμα Τὸν ἀναζητεῖς, Τοῦ φωνάζεις, μὴν ἀποκάμνεις. Συνέχισε. Λίγο ἀκόμα. Καὶ λίγο ἀκόμα.
«Ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (Ἑβρ. ι΄ 37).
Θά ’ρθεῖ ὁ Κύριος στὴ ζωή σου, ὅπως τὸ θέλησες, ὅπως τὸ πόθησε ἡ καρδιά σου. Θά ’ρθεῖ· δὲν θὰ καθυστερήσει. Θά ’ρθεῖ καὶ θὰ σοῦ δώσει ὅ,τι Τοῦ ζήτησες. Ὅ,τι γνωρίζει ὅτι ἔχεις ἀνάγκη. «Οὐ χρονιεῖ». Δὲν θὰ καθυστερήσει. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. Τὸ ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ λέει: «Ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτοῖς; λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (Λουκ. ιη΄ 7-8).
Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο αἴτημα τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ μέρα - νύχτα φωνάζουν πρὸς Αὐτὸν μὲ τὶς προσευχές τους καὶ Ἐκεῖνος ἀναβάλλει νὰ τοὺς τὸ δώσει; Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι γρήγορα θὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὴ δίνη τοῦ πειρασμοῦ, τῆς θλίψεως, τῆς δοκιμασίας, σοῦ φαίνεται πὼς καθυστερεῖ ὁ Θεός. Πὼς φωνάζεις καὶ δὲν σὲ ἀκούει. Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή σου καὶ σοῦ χαρίσει τὸ ἔλεός του καὶ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο ὅπου βρίσκεσαι, τότε καὶ σὺ θὰ ὁμολογήσεις ὅτι «ἐν τάχει» ἐνήργησε ὁ Κύριος. Τότε ἀποβλέποντας στὸ παρελθὸν σου θὰ λές, πότε τέλειωσαν ὅλα αὐτὰ καὶ ἤδη ἀπολαμβάνω τὸν ἥλιο στὴ ζωή μου; Τότε ὅλα θὰ ἔχουν ξεχαστεῖ πιὰ καὶ οὔτε ποὺ θὰ γυρνᾶ τὸ μυαλό σου στὰ περασμένα.
Γι’ αὐτὸ τώρα συνέχισε νὰ Τοῦ φωνάζεις. Μὲ τὸν ἴδιο αὐτὸ λόγο.
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
Σήκωσε τὰ χέρια σου, προσήλωσε τὸ βλέμμα σου ἐπάνω στὴν ἁγία μορφή του, ἱκέτευσέ Τον μὲ ὅλο τὸν πόθο, τὴν ἀπαντοχή, τὸ δόσιμο τῆς ψυχῆς σου. Καὶ ἐπιπλέον, πτώχευσε μπροστά του. Γίνε «πτωχὸς καὶ πένης» (στίχ. 6). Παραδέξου ὅτι ἐπάνω σου δὲν ὑπάρχει κανένας πλοῦτος, καμιὰ ἱκανότητα, τίποτε ποὺ νὰ σὲ στηρίζει, νὰ σὲ δικαιώνει μπροστὰ στὸν Θεό. Κι ὅταν αὐτὸ σοῦ γίνει ἐσωτερικὸ φρόνημα, μόνιμη διάθεση μέσα σου, τότε θὰ δεῖς τὸν Κύριο νὰ ἔρχεται στὴ ζωή σου καὶ νὰ σὲ σηκώνει, νὰ σὲ ἀνεβάζει, νὰ σὲ δοξάζει.
Διότι μόνος Αὐτὸς εἶναι «ταχὺς εἰς βοήθειαν».
Πηγή:www.osotir.org