E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Κατά τή διάρκεια τού τελευταίου μεγάλου πολέμου στό Ιράκ στό χιτώνιο ενός Αμερικανού στρατιώτη, ο οποίος έπεσε στό πεδίο τής μάχης, βρέθηκε ένα σημείωμα, πού περιείχε μία συγκλονιστική εξομολόγηση, μία συγκλονιστική προσευχή.

Ένας μέχρι τότε άθεος νέος, γνήσιο παιδί τής εποχής μας, εύρισκε στό διάβα τής ζωής του τόν Σωτήρα Χριστό μέσα στήν αντάρα τού πολέμου.

Άς διαβάσουμε, τί έλεγε τό σημείωμα εκείνο:

* * *

«Άκουσε, Θεέ μου.

Ακόμα δέν σού έχω μιλήσει. Όμως τώρα επιθυμώ νά σού πώ φιλικά: Τί κάνεις; Τί γίνεσαι;

Μού είπαν ότι δέν υπάρχεις καί σάν ανόητος τό πίστεψα. Όμως χθές βράδυ, από τό βάθος τού κρατήρα μιάς οβίδας είδα τόν Ουρανό Σου, είδα τό μεγαλείο Σου, καί τότε κατάλαβα ότι μού είχαν πεί ψέματα!

Είναι παράξενο, ότι χρειάσθηκε νά έλθω σ' αυτόν τόν καταχθόνιο τόπο, γιά ν΄ανακαλύψω τό πρόσωπό Σου! Τώρα πού Σέ γνώρισα Σ' αγαπώ τρομερά, Θεέ μου! Αυτό θέλω νά τό ξέρεις!

Σέ λίγο θά γίνει μιά ακόμη απαίσια μάχη. Ποιός ξέρει; Μπορεί καί νά φθάσω στό σπίτι Σου απόψε. Δέν υπήρξαμε όμως ποτέ σύντροφοι μέχρι τώρα κι αναρωτιέμαι,άν θά μέ περιμένεις στήν πόρτα Σου! Καί νά, νά κλαίω! Καί χύνω δάκρυα! Τί παράξενω! Άχ,νά Σέ είχα γνωρίσει πιό νωρίς, Θεέ μου!

Θεέ μου, πού είσαι; Πού κατοικείς;

Σέ αναζητούσα παντού, ακόμη καί μέσα στή δική μου καρδιά, στό σπίτι μου καί στήν οικογένειά μου. Μά δέν σέ εύρισκα πουθενά! Μά συνέχιζα νά σέ αναζητώ καί γύρω μου καί μέσα μου.

Καί ένοιωσα τήν παρουσία Σου καί είδα τήν μορφή Σου καί άκουσα τήν φωνή Σου:

- Είμαι δίπλα σου, είμαι κοντά σου! Άνοιξέ μου τήν καρδιά σου. Θέλω νά περάσω σ' αυτήν, νά στήσω τόν θρόνο Μου καί νά τήν κάνω Βασίλειό Μου...!

- Ώ Κύριε!

Έλα! Σέ περιμένω...

Σέ λαχταρώ...

Θέλω νά είμαι αιώνια μαζί Σου γιά πάντα κοντά Σου!»

 

1. Είπε ο αββάς Αντώνιος:
«Εγώ δεν φοβάμαι πιά τον Θεό, αλλά τον αγαπώ, γιατί η αγάπη διώχνει πέρα τον φόβο».
2. Είπε πάλι:
«Η ζωή και ο θάνατος της ψυχής εξαρτάται από τον πλησίον. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε, ενώ αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό, στον Χριστό αμαρτάνουμε».
 
3. Ο αββάς Αγάθων είπε:
«Ποτέ δεν πλάγιασα να κοιμηθώ, έχοντας δυσαρεστηθεί με κάποιον, αλλά ούτε και άφησα -όσο μπορούσα- άλλον να κοιμηθεί, έχοντας κάτι με μένα».
4. Έλεγε ο αββάς Αγάθων:
«Αν γινόταν να βρω ένα λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να πάρω το δικό του, ευχαρίστως θα το έκαμνα.
Γιατί αυτή είναι η τέλεια αγάπη».
 
5. Έλεγε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός:
«Δεν γίνεται να χτίσει κανείς το σπίτι, αρχίζοντας από πάνω και προχωρώντας προς τα κάτω.
Από τα θεμέλια θα αρχίσει και θα προχωρήσει προς τα πάνω».
Τον ρωτούν:
«Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;»
«Το θεμέλιο, απαντά, είναι ο πλησίον, προκειμένου να τον σώσεις, και πρώτος εσύ ωφελείσαι, γιατί απ΄αυτόν κρέμονται όλες οι εντολές του Χριστού».
 Ο αββάς Ιωάννης είπε:
«Ο πατέρας μας, ο αββάς Αντώνιος, είπε: Ποτέ δεν έβαλα το δικό μου συμφέρον πιο πάνω από την ωφέλεια του αδελφού μου».
 
6. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
«Προσπάθησε να γλυτώσεις -όσο μπορείς- τον πλησίον από τις αμαρτίες χωρίς να τον προσβάλεις, διότι και ο Θεός δεν αποστρέφεται όσους μετανοούν. Επίσης, λόγος κακίας ή πονηρίας εναντίον του αδελφού σου ας μην παραμένει στην καρδιά σου, για να μπορείς να λές: Συγχώρεσέ μας τα παραπτώματά μας, όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έφταιξαν».
 
7. Δυό Γέροντες ζούσαν ως μοναχοί πολλά χρόνια μαζί και ποτέ δεν μάλωσαν. Είπε ο ένας στον άλλον:
«Ας φιλονικήσουμε κι εμείς μια φορά όπως όλοι οι άνθρωποι».
Ο άλλος αποκρίθηκε:
«Δεν ξέρω πώς γίνεται η φιλονικία».
Και του λέει ο αδελφός:
«Να, θα βάλω στη μέση ένα τούβλο. Εγώ θα λέω ότι είναι δικό μου κι εσύ να λές, όχι, δικό μου είναι, και από δω γίνεται η αρχή».
Έβαλαν πράγματι στη μέση ένα τούβλο. Λέει ο ένας:
«Αυτό είναι δικό μου».
Ο άλλος είπε: «Όχι, είναι δικό».
Είπε ο πρώτος:
«Έ, αν είναι δικό σου, πάρ΄το και πήγαινε».
Και έφυγαν, χωρίς να βρουν αιτία για φιλονικία.
 
8. Ένας Γέροντας είπε:
«Ποτέ δεν επεθύμησα ένα έργο πού να ωφελεί εμένα και να βλάπτει τον διπλανό, γιατί πίστευα ότι το κέρδος του αδελφού μου είναι καρποφορία για μένα».
 
9. Κάποιος από τους Πατέρες πήγε στην πόλη να πουλήσει το εργόχειρό του. Εκεί είδε έναν φτωχό που ήταν γυμνός, και επειδή τον σπλαχνίστηκε, του χάρισε το επανωφόρι του. Ο φτωχός όμως πήγε και το πούλησε. Όταν το έμαθε αυτό ο Γέροντας, λυπήθηκε και μετάνιωσε που του έδωσε το ένδυμα.
Εκείνη τη νύχτα παρουσιάστηκε στον Γέροντα -σε όνειρο- ο Χριστός, φορώντας το επανωφόρι. Του λέει:
«Μη λυπάσαι, να, φορώ αυτό που μου έχεις δώσει».
 
10. Οι Γέροντες έλεγαν:
«Ο καθένας οφείλει τα προβλήματα του πλησίον να τα κάνει δικά του και σε όλα να συμπάσχει με αυτόν. Και να χαίρεται και να κλαίει μαζί μ΄αυτόν, και με τέτοια διάθεση να στέκεται απέναντί του, σαν να φοράει το σώμα του πλησίον και σαν να πρόκειται για τον εαυτό του, αν ποτέ συμβεί κάτι κακό σ΄εκείνον.
Αυτά είναι σύμφωνα με τη Γραφή πού λέει: Χάρη στον Χριστό όλοι είμαστε ένα σώμα.
Και: Όλοι όσοι πίστευσαν στον Χριστό είχαν μια καρδιά και μια ψυχή».
 
11. Ένας Γέροντας είπε:
«Μην απαιτείς αγάπη από τον πλησίον, γιατί εκείνος που αγαπά κάποιον και δεν βρίσκει ανταπόκριση ταράζεται.
Καλύτερα, εσύ δείξε την αγάπη στον πλησίον, έτσι κι εσύ νιώθεις ανάπαυση, αλλά με τον τρόπο αυτό οδηγείς σε αγάπη και τον πλησίον».
 
12. Είπε πάλι:
«Το να υστερείς στο θέμα της αγάπης απέναντι των αδελφών προέρχεται από το ότι δέχεσαι τους λογισμούς που ξεκινούν από υποψία και εμπιστεύεσαι στα αισθήματά σου. Επιπλέον και από το ότι δεν θέλεις να παθαίνεις αντίθετα από ό,τι επιθυμείς. Εκείνο λοιπόν που σου χρειάζεται είναι με τη βοήθεια του Θεού, πρώτα πρώτα να μη δίνεις εμπιστοσύνη στις υπόνοιές σου και ύστερα με όλη σου την προθυμία και τη δύναμη να ταπεινώνεσαι ενώπιον των αδελφών, και να κόβεις για χάρη τους το θέλημά σου».
13. Έλεγε επίσης ότι η αγάπη που έχει αφετηρία τον Θεό είναι πιο δυνατή και από την αγάπη που την έχει κανείς εκ φύσεως.

 

 

(Διηγήσεις από το Μέγα Γεροντικό)
 
1. Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:
- "Πές μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε".
Και ο Γέροντας τους λέει:
- "Ακούσατε τί λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή".
Aλλά αυτοί είπαν:
- "Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε".
Και ο Γέροντας τους είπε:
- "Το Ευαγγέλιο λέει: Άν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο".
- "Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό".
- "Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα".
- "Ούτε αυτό μπορούμε", του απαντούν.
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
- "Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μήν ανταποδίδετε τα ίσα".
Λένε πάλι:
- "Ούτε αυτό μπορούμε".
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
- "Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τί να σας κάνω;"
 
2. Είπε πάλι ότι κάποιος Γέροντας έμεινε σε κάποιο ιερό ειδωλολατρικό.
Πήγαν λοιπόν οι δαίμονες και του λένε: "Φύγε από τον τόπο μας".
Και ο Γέροντας τους είπε: "Εσείς δεν έχετε τόπο".
Άρχισαν τότε να του σκορπίζουν εντελώς τα βάϊα του κι ο Γέροντας επέμενε να τα μαζεύει.
Κατόπιν τον έπιασε ο δαίμονας από το χέρι και τον έσυρε έξω.
Μόλις έφτασε στην πόρτα ο Γέροντας, με το άλλο του το χέρι έπιασε την πόρτα κράζοντας:
"Ιησού, βοήθησέ με" και ευθύς ο δαίμονας εξαφανίστηκε και ο Γέροντας αναλύθηκε στα δάκρυα.
Τον ρώτησε τότε ο Κύριος: "Γιατί κλαίς;"
"Γιατί τολμούν -είπε ο Γέροντας- να πιάσουν τον άνθρωπο και να τον μεταχειρίζονται έτσι".
"Εσύ αμέλησες -του παρατήρησε ο Κύριος- γιατί μόλις με ζήτησες, να πώς σου βρέθηκα".
Και αυτά που λέω σημαίνουν ότι χρειάζεται πολύς κόπος.
Εάν δεν κοπιάσει κανείς, δεν μπορεί να έχει τον Θεό μαζί του.
Γιατί Αυτός για χάρη μας σταυρώθηκε.
 
3. Είπε η αμμάς Θεοδώρα ότι κάποτε ένας ευλαβής δεχόταν βρισιές από κάποιον και του λέει:
"Μπορούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο να σου μιλήσω, αλλά η εντολή του Θεού μου κλείνει το στόμα".
 
4. Έλεγε ο αββάς Ματόης:
"Προτιμώ εργασία ελαφριά και συνεχή παρά εξουθενωτική εξαρχής που γρήγορα όμως σταματάει".
 
5. Ένας Γέροντας μόναζε στην έρημο και το διάστημα που περπατούσε για να προμηθεύεται το νερό ήταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορά λοιπόν που πήγε να πάρει νερό, βαρέθηκε και είπε:
"Τι χρειάζεται αυτός ο κόπος; Θα ΄ρθω να μείνω κοντά στο νερό".
Μόλις το΄πε αυτό, στρέφει το κεφάλι και βλέπει κάποιον να τον ακολουθεί και να μετράει τα βήματά του.
Τον ρωτάει ευθύς: "Ποιος είσαι εσύ;"
"Άγγελος Κυρίου -του απαντά- σταλμένος να μετρήσω τα βήματά σου για να σου δώσω τον μισθό σου".
Μόλις τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθαρρύνθηκε, έγινε προθυμότερος και πήγε άλλα πέντε μίλια πιο βαθιά στην έρημο.
 
6. Ήταν ένας Γέροντας στη Θηβαϊδα που έμενε σ΄ένα σπήλαιο και είχε έναν υποτακτικό μαθητευόμενο. Συνήθιζε ο Γέροντας κάθε βράδυ να του δίνει ωφέλιμες συμβουλές και μετά από τη νουθεσία, έκανε προσευχή και τον έστελνε να κοιμηθεί. Κάποτε συνέβη μερικοί ευλαβείς λαϊκοί, επειδή γνώριζαν τη μεγάλη άσκηση του Γέροντα, να τους επισκεφθούν και να προσφέρουν σ΄αυτούς κάποιο φαγητό να φάνε. Αφού έφυγαν αυτοί, κάθισε πάλι ο Γέροντας το βραδάκι, όπως το συνήθιζε, και νουθετούσε τον αδελφό. Την ώρα όμως που του μιλούσε, τον πήρε ο ύπνος. Και ο αδελφός έμεινε κοντά του, έως ότου ξυπνήσει και του κάνει την ευχή. Καθώς λοιπόν καθόταν πολλή ώρα και ο Γέροντας δεν ξυπνούσε, ενοχλήθηκε από τους λογισμούς του να πάει να κοιμηθεί χωρίς να του κάνει την απόλυση. Αλλά βίασε τον εαυτό του και αντιστάθηκε στον λογισμό και παρέμεινε. Πάλι όμως ενοχλήθηκε και δεν έφυγε. Κατά τον ίδιο τρόπο ενοχλήθηκε επτά φορές και αντιστάθηκε στον λογισμό. Αργότερα, αφού είχε προχωρήσει η νύκτα, ξύπνησε ο Γέροντας και τον βρήκε να κάθεται δίπλα του και του λέει:
- "Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;"
Κι εκείνος είπε:
- "Όχι, αββά, γιατί δεν μου΄κανες απόλυση".
- "Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;"
- "Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον ύπνο".
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:
- "Τίνος είναι αυτά;"
Κι εκείνος είπε:
- "Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα".
Απόρησε ο Γέροντας γι΄αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
- "Πές μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;"
- "Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε".
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:
- "Δεν θα σ΄αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή".
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει. Και λέει στον πατέρα:
- "Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από λογισμούς επτά φορές να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα".
Όταν τ΄άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό.
Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται.
 
7. Είπε ένας Γέροντας:
"Εάν σε βρει αρρώστια σωματική, μη χάνεις το θάρρος σου.
Γιατί αν θέλησε ο Κύριός σου να υποφέρεις στο σώμα, ποιος είσαι σύ πού θα δυσφορήσεις;
Αυτός δεν σε φροντίζει για όλα;
Μήπως ζεις εν τη απουσία του;
Να είσαι καρτερικός λοιπόν και να Τον παρακαλείς να σου δίνει αυτά που σου συμφέρουν, δηλαδή να γίνεται το θέλημά Του.
Να ζεις με καρτερία και να τρέφεσαι από ελεημοσύνη (όσο είσαι άρρωστος)".
 
8. Έλεγε κάποιος από τους Γέροντες για τον φτωχό Λάζαρο:
"Δεν βρίσκουμε να ΄χει κάνει αυτός καμιά αρετή, μόνο πού δεν γόγγυσε ποτέ κατά του Θεού ότι δεν τον σπλαχνίστηκε,
αντίθετα, σήκωσε τον πόνο του με ευγνωμοσύνη και δεν κατέκρινε τον πλούσιο. Γι΄αυτό ο Θεός τον δέχθηκε ως δικό του".
 
9. Είπε άλλος Γέροντας:
"Ο λόγος για τον οποίο δεν προκόβουμε είναι ότι δεν γνωρίζουμε τα μέτρα μας, ούτε έχουμε υπομονή στο έργο που αρχίζουμε αλλά θέλουμε άκοπα να αποκτούμε αρετή.
Επιπλέον πηγαίνουμε από τόπο σε τόπο νομίζοντας ότι θα βρούμε κάποιον τόπο πού δεν υπάρχει διάβολος".

 

ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1, σελ. 131-135,
(οι υπογραμμίσεις δικές μας οπως και μια ελαφρά μεταγλώττιση της απόδοσης των εκδόσεων ΕΠΕ)
 

«Περί της επιβουλής του Ηρώδη κατά των παιδιών και περί του τέλους της ζωής του».

Αξίζει όμως εν προκειμένω να παρατηρήσει κανείς και την τιμωρία της τόλμης του Ηρώδη κατά του Χριστού και των συνομιλήκων του, πόσο γρήγορα, χωρίς την παραμικρή αναβολή, η θεία δίκη τον έδιωξε ζωντανό ακόμη, καταδεικνύοντας τα προοίμια εκείνων τα οποία τον ανέμεναν μετά την από εδώ μετάστασή του.
Πόσο αμαύρωσε  αυτός την υποτιθέμενη ευτυχία της βασιλείας του με τις αλλεπάλληλες οικογενειακές του συμφορές, τους φόνους της γυναίκας, των τέκνων  και των άλλων, των στενότερων συγγενών και καλύτερων φίλων, δεν είναι δυνατόν ούτε περιληπτικά να εκθέσουμε τώρα. Η περί τούτων υπόθεση, όπως την διαπραγματεύεται εκτενώς στα ιστορικά του συγγράματα ο Ιώσηπος, επισκιάζει όλη την τραγική δραματουργία.
Δεν είναι όμως άσχημο να ακούσουμε τις φωνές του συγγραφέα περί του πώς αμέσως με την επιβουλή κατά του Σωτήρος μας και των άλλων νηπίων, τον κατέλαβε θεόσταλτη μάστιγα και τον οδήγησε σε θάνατο. Αυτός στο δέκατο έβδομο βιβλίο της Ιουδαικής Αρχαιολογίας περιγράφει το τέλος του βίου του με τον εξής τρόπο κατά λέξη.
«Για τον Ηρώδη η νόσος γινόταν πολύ πικρότερη, καθώς ο Θεός επέβαλε τιμωρία για τις παρανομίες του. Πράγματι υπήρχε σ’αυτόν μαλακό πύρωμα, το οποίο σ’ αυτούς που τον πλησίαζαν δεν έδειχνε τόση φλόγωση όση κάκωση προσέθετε εσωτερικά. Είχε δε δεινή επιθυμία να φάει κάτι, και ήταν αδύνατον να μην εξυπηρετηθεί, έλκωση, δεινοί πόνοι των εντέρων και μάλιστα του κόλου, υγρό και διαυγές φλέγμα στα πόδια. Παραπλήσια δε κάκωση υπήρχε στο υπογάστριο, και μάλιστα σήψη του αιδοίου, δημιουργώντας σκουλήκια, ορθόπνοια, και αυτή πολύ αηδιαστική λόγω της δυσάρεστης οσμής και της πυκνής αναπνοής. Συνταρασσόταν δε σε όλα τα μέλη με ανυπόφορη δριμύτητα.
Λεγόταν λοιπόν από τους μάντεις και όσους γνωρίζουν να προλέγουν σχετικά, ότι αυτή την ποινή εισπράττει ο Θεός από τον εξόχως δυσσεβή βασιλέα». Αυτά λέει στη δηλωθείσα γραφή ο προαναφερθείς συγγραφέας.

Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών παραδίδει (ο Ιώσηπος) περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής.
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα, φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή, ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Παιρνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα. Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή  οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά, και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους φίλους. Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης. Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου. Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια  λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε να προφθάσει την ειμαρμένη.

Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να τρώει κόβωντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».

Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς πόνους.

Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέρμα της ζωής του Ηρώδη που υπέστη δίκαια ποινή  για τα παιδιά τα οποία φόνευσε στη Βηθλεέμ από επιβουλή κατά του Σωτήρα μας.

Αναδημοσίευση από http://www.sansimera.gr/
 
Αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.

Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του '21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)

Η Ομιλία

Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των.
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.

Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα.
Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

 Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν.

Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος.
Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού.
Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.
Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν.
Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας.
Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε.
Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα.
Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
 
Αναδημοσίευση από http://www.sansimera.gr/

(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένου)
 
Α. Η περί των ιερών εικόνων παράδοση της εκκλησίας
Ο Χριστιανισμός υπό την επίδραση του Ιουδαϊσμού και των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες απαγορεύουν την εξεικόνιση του θείου, δεν θεώρησε κατ’ αρχάς αναγκαία τη δημιουργία εικονικής ή γλυπτικής χριστιανικής τέχνης. Περιορίσθηκε μόνο σε απλά σύμβολα και συμβολικές παραστάσεις, τα οποία συνεδέοντο αναγωγικά με θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτές ακόμη οι απλές παραστάσεις από την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη είχαν διδακτικό και οπωσδήποτε συμβολικό χαρακτήρα. Οι πρώτοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν εικόνες του Χριστού, ήσαν οι Γνωστικοί και ειδικότερα οι Καρποκρατιανοί (Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων,I,25,6).Τη μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνει και ο Επιφάνιος Κωνσταντίας,ο οποίος τις χαρακτηρίζει «εικόνας ενζωγράφους δια χρωμάτων»,αλλά και «εκ χρυσού και αργύρου και λοιπής ύλης». Οι γνωστικοί προέβαλλαν τις εικόνες αυτές ως αντικείμενο προσκυνήσεως μαζί με τις εικόνες των φιλοσόφων Πυθαγόρα,Πλάτωνα,Αριστοτέλη κ.α.(PG 41,373).

Eν τούτοις και παρά την πολεμική, η οποία ασκήθηκε από τους μοντανιστές εναντίον των γνωστικών εικόνων, η Εκκλησία είχε ήδη αρχίσει από τον Γ’ αιώνα να υιοθετεί την ιδέα της εξεικονίσεως του προσώπου του Χριστού. Η χριστιανική όμως εικονογραφία συνδέθηκε κατ’ αρχάς μόνο με τις ακμάζουσες μεγάλες τοπικές εκκλησίες και δεν επεκτάθηκε στις επαρχίες. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται προφανώς και η απαγόρευση της εισαγωγής εικόνων στους ναούς από τη σύνοδο της Ελβίρας (305). Κατά τον Δ΄ αιώνα διαδόθηκε ευρέως η διακόσμηση των ναών με εικόνες, παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις.

Ο εκκλ. ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων «εθνική συνηθεία» (Εκκλ. Ιστορία,VII,18). Ο Καισαρείας Ευσέβιος υπήρξε βεβαίως πολέμιος της παραστάσεως του Ιησού Χριστού σε εικόνες, γιατί θεωρούσε αφ’ ενός μεν αδύνατη την εξεικόνιση της θείας δόξας με νεκρά και άψυχα σώματα, αφ’ ετέρου δε αξιολογούσε τις εικόνες του Ιησού Χριστού ως ξένες προς την εκκλησιαστική παράδοση (PG 20,1545-1548). H θέση του Ευσεβίου είναι σπουδαιότατη, αφού χρησιμοποιήθηκε από τους εικονομάχους για την ιστορική θεμελίωση της εχθρικής του διαθέσεως έναντι των εικόνων, γι’ αυτό και πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τους εικονοφίλους.

Είναι όμως χαρακτηριστικό οτι ο πατριάρχης Κπόλεως Νικηφόρος προσπάθησε να εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως (PG 100,848). Άλλωστε, παρεμφερείς τάσεις αποδόθηκαν και στον Επιφάνιο Κωνσταντίας της Κύπρου.

Κατά τον Δ’ αιώνα οι ι. εικόνες εισήχθησαν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και στις οικίες πολλών χριστιανών, επιβλήθηκαν δε τελικώς στην εκκλησιαστική συνείδηση.

Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-363) ότι τις εικόνες («χαρακτήρες») των αποστόλων, των προφητών και των αγίων «τιμώ και προσκυνώ, κατ’ εξαίρετων τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ούκ απηγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημών τούτων ανιστορουμένων» (PG 32,1100). Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδιδόταν ιδιαίτερη τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε΄ αιώνα από τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνιση σκηνών από την Π. Και την Κ. Διαθήκη στους ναούς, «όπως άν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω αληθινώ Θεώ δεδουλευκότων ανδραγαθίας και προς άμιλλαν διεγείρωνται των ευκλέων και αοιδίμων αριστευμάτων, δι’ ών της γής τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες» (PG 79,577).Την έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του «Υπέρ της χριστιανών απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων» (PG 94,1597-1609).O Λεόντιος αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την Αγ.Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στη ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχθηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων.

 

Με την επίλυση του δογματικού ζητήματος της ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων θεμελιώθηκε σαφέστερα η θεολογία των ι. εικόνων και η προβολή της δυνατότητας ακτινοβολίας του θείου επι των δημιουργημάτων.

Η ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού καθιστούσε δυνατή τη θεώρηση καθιερωμένων υλικών αντικειμένων ως συμβόλων, τα οποία ανακλούσαν τη θεία δύναμη. Τόσο η θεολογική, όσο και η παιδαγωγική ερμηνεία της ι. εικόνας ευνόησαν την πλήρη σύνδεση τους με τη χριστιανική ευσέβεια, παρά την εναντίον τους πολεμική των αιρετικών Παυλικιανών, των Ιουδαίων και των Αράβων. Η ευσέβεια αυτή των πιστών ενισχύετο συνήθως από τους μοναχούς, οι δε ι. εικόνες δεν περιορίσθηκαν μόνο στη διακόσμηση των ναών, αλλά συνδέθηκαν και με διάφορα μικρά φορητά αντικείμενα χρυσά, αργυρά, χάλκινα, μεταλλικά, ξύλινα κ.α. Τα χρησιμοποιούσαν οι πιστοί ώς φυλακτά, καίτοι πολλές φορές οδηγούντο σε απαράδεκτες υπερβολές.

Στη Δύση ο πάπας Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας (590-604) επέπληξε τον επίσκοπο Μασσαλίας Σηρήνο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή εικόνων ένεκα της κακοτεχνίας ή και της αποδιδόμενης σε αυτές υπερβολικής τιμής από τους πιστούς. Υπήρχαν λοιπόν και στη Ν. Γαλλία εικονομαχικές τάσεις ήδη κατά τον ΣΤ’ αιώνα, οι οποίες δεν πρέπει να θεωρηθούν άσχετες και προς την απήχηση της αρειανικής αιρέσεως των Βησιγότθων της Ισπανίας. Ο πάπας Γρηγόριος υπεραμύνθηκε της τιμής των ι. εικόνων για παιδαγωγικούς κυρίως λόγους.

Η ορθή αξιολόγηση των προδρομικών αυτών εικονομαχικών τάσεων οδηγεί στο γενικότερο συμπέρασμα, ότι η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δέ στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή εικονομάχοι υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού,Απολιναρισμού,Νεστοριανισμού και Μονοφυσιτισμού).

Πράγματι, ο Αρειανισμός δεν δεχόταν την πληρότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού («άψυχον σώμα») και απέρριπτε τη δυνατότητα εξεικονίσεως του, όπως άλλωστε και ο Απολιναρισμός. Ο Νεστοριανισμός απέρριπτε την πραγματική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και απέκλειε την εξεικόνιση του, ενώ ο Μονοφυσιτισμός δεχόταν την απορρόφηση της ανθρώπινης από τη θεία φύση και αποσυνδέθηκε από την ισχυρή εικονογραφική παράδοση της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τις εικονομαχικές ιδέες και των μετριοπαθών ακόμη εκπροσώπων του Μονοφυσιτισμού (Φιλόξενος Ιεραπόλεως, Σεβήρος Αντιοχείας κ.α).
 
Β΄. Αίτια της εικονομαχίας

Τα αίτια των εικονομαχικών ερίδων, οι οποίες συντάραξαν την εκκλησία και την αυτοκρατορία επί ένα και πλέον αιώνα (727-843), δεν είναι σαφή, γι’ αυτό και διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις, οι οποίες υποπίπτουν πολλές φορές σε μία σύγχυση αιτίων και συνεπειών. Η σύγχυση αυτή οφείλεται σαφώς στην πενιχρότητα των εικονομαχικών πηγών.

Ορισμένοι είδαν στην εικονομαχία τάσεις κοινωνικής μεταρρυθμίσεως και αποκάλεσαν τον εισηγητή της αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο (717-741) φιλελεύθερο και τολμηρό οραματιστή μιας θρησκευτικής και πολιτικής αναμορφώσεως ή και Λούθηρο του Η’ αιώνα.

Άλλοι υποστήριξαν τη γνώμη ότι η εικονομαχία αποτελούσε μία απλή αναζήτηση πνευματικότερης εκφράσεως της λατρευτικής ζωής των χριστιανών με την καταπολέμηση κάθε παγανιστικής τάσεως.

Άλλοι υποστήριξαν με προφανή ιδεολογικά κριτήρια ότι η εικονομαχία υποκρύπτει ταξικό αγώνα, ένεκα των τάσεων των ισχυρών της εποχής να σφετερισθούν την εκκλησιαστική περιουσία.

Άλλοι συνέδεσαν την εικονομαχία προς την τάση μιας ριζικής αναθεωρήσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας με κριτήριο τις θεοκρατικές αντιλήψεις του Λέοντα Γ’, οι οποίες διακηρύχθηκαν με την επίσημη δήλωση του προς τον πάπα Γρηγόριο Β’ ότι ήταν φορέας τόσο της βασιλικής, όσο και της ιερατικής εξουσίας («Βασιλεύς ειμί και ιερεύς»). Άλλοι περιορίζουν τις τάσεις αυτές σε μια απλή αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία έπληττε κυρίως τη μοναστηριακή περιουσία, χαρακτηρίζουν δε την εικονομαχία ώς μια μορφή «Μοναχομαχίας».

Άλλοι υποστήριξαν την άποψη ότι η σταθερή απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ για την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού επεκτάθηκε απλώς και στην Εκκλησία.

Άλλοι διείδαν στην εικονομαχία  μια προσπάθεια περιορισμού των θρησκειακών αντιθέσεων ή μια τάση συνδιαλλαγής μεταξύ των τριών μεγάλων βιβλικών θρησκειών, ήτοι του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού.

Άλλοι θεώρησαν την εικονομαχία ως μια προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού του ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου με την υποβάθμιση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, η οποία είχε διαμορφωθεί κυρίως επί τη βάσει του ελληνικού πνεύματος.

Τέλος, άλλοι, για να περιορισθούμε στις κυριότερες μόνο απόψεις, τόνισαν τον ακραιφνή θεολογικό χαρακτήρα της εικονομαχικής ερίδας.

Όλες όμως οι υποθέσεις αυτές δεν δύνανται να εξηγήσουν επαρκώς την αιφνίδια κήρυξη της εικονομαχίας από τον Λέοντα Γ’, ούτε να ερμηνεύσουν μεμονωμένως τους επιθυμητούς στόχους, αφού όλες οι ανωτέρω τάσεις συνδέθηκαν πράγματι με την εικονομαχία, αλλά δεν υπήρξαν και τα πρωταρχικά ή τα γενεσιουργά αίτια της αιφνίδιας εκρήξεως της.

Νομίζουμε ότι στην αναζήτηση των αιτίων της εικονομαχίας πρέπει να απομονωθεί η προσωπικότητα του εισηγητή της εικονομαχίας αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ και να αναζητηθούν μόνο τα αίτια των πρώτων αποφάσεων του εναντίον των ι. εικόνων. Μετά τις διακρίσεις αυτές είναι δυνατόν να αναζητηθούν και τα αίτια, ένεκα των οποίων οι εικονομαχικές ιδέες βρήκαν ταχεία απήχηση σε σημαντικές εκκλησιαστικές και κοινωνικές ομάδες.

Ο Λέων Γ΄ γεννήθηκε στη Γερμανίκεια της Συρίας, αλλά καταγόταν από την Ισαυρία και είχε χρηματίσει στρατηγός του θέματος των Ανατολικών. Τα σχετικά γεγονότα υποδηλώνουν ότι ο Λέων Γ΄ ήταν οπωσδήποτε γνώστης των οξυτάτων αντιπαραθέσεων μεταξύ της εκκλησίας και των αιρετικών Παυλικιανών στη Σύρια και στη Μ. Ασία για το ζήτημα  της τιμής των ι. εικόνων. Οι Παυλικιανοί, διασκορπισμένοι από την Αρμενία μέχρι την Αλβανία του Καυκάσου, όχι μόνο δεν απέκρυπταν τις εικονομαχικές ιδέες τους, αλλά και επιδίωκαν τις δημόσιες συζητήσεις. Η διαλεκτική αυτή για τις ι. εικόνες δεν προσέκρουε στην εκκλησιαστική παράδοση, οι δέ Παυλικιανοί θα χρησιμοποιούσαν αναμφιβόλως υπέρ των θέσεων τους και τις καινοτομίες, οι οποίες είχαν εισαχθή στην τιμή των ι. εικόνων. Θα επικαλούντο πιθανότατα και τις γνωστές μαρτυρίες της πράξεως των πρώτων αιώνων ,όπως του Ευσεβίου Καισαρείας, του Επιφανίου Κωνσταντίας κ.α. Βεβαίως, οι Παυλικιανοί δεν ήσαν κατ’ εξοχήν εικονομάχοι, αλλά οπωσδήποτε ηρνούντο την τιμή των ι. εικόνων και των αγίων. Παραλλήλως είχαν ταχθεί εναντίον των ι. εικόνων στις ανατολικές επαρχίες και οι πολυπληθείς αιρετικοί Νεστοριανοί και Μονοφυσίτες, οι οποίοι οπωσδήποτε θεμελίωναν τις θέσεις τους σε συγκεκριμένα στοιχεία της σχετικής εκκλησιαστικής παραδόσεως του Δ’ αιώνα.

Οι βυζαντινοί χρονογράφοι είχαν σαφή συνείδηση της αφετηριακής συνδέσεως της εικονομαχίας προς τα κηρύγματα των Παυλικιανών και των άλλων αιρετικών παραφυάδων των ανατολικών επαρχιών.

Ο Λέων Γ’ γνώριζε τις εικονομαχικές αυτές ιδέες από την περίοδο της διαμονής του στις επαρχίες της Ανατολής, όταν αγωνιζόταν με εξαιρετική επιτυχία εναντίον των Αράβων. Άλλωστε, δεν πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματικό το γεγονός, ότι όλοι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες προήρχοντο από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ οι αυτοκράτειρες, οι οποίες αποκατέστησαν την τιμή των ι. εικόνων, κατήγοντο αντίστοιχα από την Αθήνα και την Παφλαγονία της Μ. Ασίας.
Η θέση όμως του Λέοντα Γ΄ είναι ιδιάζουσα έναντι των άλλων εικονομάχων αυτοκρατόρων, αφού αυτός υπήρξε ο πρώτος εισηγητής και ο θεμελιωτής της εικονομαχίας. Ο χρονογράφος Θεοφάνης κατηγόρησε τον Λέοντα Γ΄ ως «σαρακηνόφρονα»,υποστηρίζοντας την εξάρτηση του από την κατά των χριστιανικών εικόνων πολεμική του χαλίφη Ιζίδ (Υazid B’ 720-724). Οι μουσουλμάνοι υπό την επίδραση του Κορανίου θεωρούσαν τις εικόνες σατανική βδελυγμία και ειδωλολατρία, αλλά η θέση του Λέοντα έναντι των εικόνων δεν είναι δυνατόν να συνδεθή άμεσα ή έμμεσα προς τη θέση των άσπονδων εχθρών της αυτοκρατορίας.

Άλλωστε, ο ίδιος ο Λέων Γ’ κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του ήταν εικονόφιλος και οπωσδήποτε δεν υπήρξε πολέμιος των ι. εικόνων. Στην Κπολη όμως του δόθηκε η ευκαιρία να αξιολογήσει με διαφορετικά κριτήρια τις γνωστές αντιθέσεις μεταξύ των αιρετικών και των ορθοδόξων των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Η τιμή των ι. εικόνων είχε εκτραπεί σε υπερβολές, οι οποίες εφαίνοντο πλέον οξύτερες στον γνώστη των αντιθέσεων της Ανατολής. Την κριτική αυτή διάθεση είχαν ή δέχθηκαν και οι συνεργάτες του στρατιωτικοί αξιωματούχοι, πολλοί από τους οποίους συνεδέοντο με τον Λέοντα Γ΄πρίν από την άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο και είχαν συνυπηρετήσει μαζί του στις ανατολικές επαρχίες. Αυτό προφανώς απηχεί και η πολεμική εναντίον των ι. εικόνων του πατρικίου Βίσηρα κ.α.

Πράγματι, οι υπερβολές των πιστών της Κπόλεως δημιουργούσαν ιδιαίτερη και αναμφιβόλως όχι θετική εντύπωση στον κύκλο αυτό των ισχυρών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μια εντελώς άλλη εμπειρία στις ανατολικές επαρχίες, όπου η εκκλησία θα πρέπει να ήταν περισσότερο εφεκτική ή τουλάχιστον περισσότερο προσεκτική έναντι των τυχόν υπερβολικών εκδηλώσεων της λαϊκής ευσέβειας. Είναι προφανές στις πηγές ότι πολλές φορές η τιμή των ι. εικόνων από τους πιστούς δεν διέβαινε «επί το πρωτότυπον», αλλά γινόταν προσκύνηση ή και λατρεία της ίδιας εικόνας, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνων των εικόνων, οι οποίες εθεωρούντο από τη λαϊκή ευσέβεια ή την παράδοση ώς «αχειροποίητες». Είναι γνωστό ότι πολλοί πιστοί χρησιμοποιούσαν τις εικόνες ακόμη και ως αναδόχους κατά τη βάπτιση των τέκνων τους, ενώ άλλοι μετεχειρίζοντο τα χρώματα των εικόνων ως φάρμακα. Ορισμένοι μάλιστα τοποθετούσαν τον άρτο της θ. Ευχαριστίας στις ι. εικόνες και κοινωνούσαν, ενώ ακόμη και ορισμένοι πρεσβύτεροι αναμίγνυαν τα χρώματα της εικόνας με τα τίμια δώρα για να ενισχύσουν τη δύναμη της θ. ευχαριστίας.

Έτσι εξηγούνται οι συνήθεις υπερβολικές κατηγορίες των εικονομάχων εναντίον των εικονοφίλων για ειδωλολατρία.

Πράγματι, ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β΄ (715-731) στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ αποκρούει τις επίσημες κατηγορίες του βυζαντινού αυτοκράτορα, ότι δηλαδή οι ι. εικόνες «ειδώλων τύπον αναπληρούσι και οτι οι προσκυνούντες αυτάς ειδωλολάτραι» (Μansi,XII,959)
Εν τούτοις, ο Λέων Γ΄ δεν αποφάσισε να επέμβη στο ζήτημα των ι. εικόνων χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, διεπίστωσε δέ ότι τις αντιρρήσεις του συνεμερίζοντο όχι μόνο οι έμπιστοι του αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, αλλά και ορισμένοι αρχιερείς και κληρικοί. Τρείς επίσκοποι της Μ. Ασίας, οι Νακωλείας της Φρυγίας Κωνσταντίνος, Εφέσου Θεοδόσιος και Κλαυδιουπόλεως Θωμάς, εκδηλώθηκαν ανεπιφυλάκτως υπέρ των εικονομαχικών θέσεων του Λέοντα Γ΄, τις ενίσχυσαν δε προφανώς και με θεολογικά επιχειρήματα. Οι τρείς αυτοί αρχιερείς εκπροσωπούσαν αναμφιβόλως μια μετριοπαθέστατη, αλλά οπωσδήποτε ευρύτερη εκκλησιαστική τάση.

Η ανάμιξη όμως πολιτειακών και εκκλησιαστικών κινήτρων καθιστά δυσχερή τη σαφή διάκριση των αντιστοίχων στόχων, γιατί ήταν πράγματι δυνατόν στο ζήτημα των καταχρήσεων των μοναχών να συνέπιπταν ορισμένες ετερογενείς δυσφορίες, επιφυλάξεις και ανησυχίες του Λέοντα Γ’ και πολλών των επισκόπων έναντι των υπερβολών του μοναχισμού, αλλά όχι και στη γενικότερη καταδίκη της τιμής των ι. εικόνων. Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή η ανάπτυξη της συνειδήσεως της αυτοτέλειας των διαφόρων μοναστικών κέντρων, ένεκα κυρίως της αυξήσεως του αριθμού των μοναχών και της μεγάλης επιρροής τους στη λαική ευσέβεια, συνοδευόταν από μία συνεχώς αύξουσα οικονομική ανθηρότητα ή και από μία προοδευτική χαλάρωση του μοναχικού ιδεώδους. Πολλοί επίσκοποι θεωρούσαν προκλητική την οικονομική δραστηριότητα των μοναχών, ο δέ αυτοκράτορας, ο οποίος αγωνιζόταν να διευθετήση την οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας με αντιδημοτικά φορολογικά μέτρα («δικέρατον»), δεν μπορούσε να παραθεωρήση το φαινόμενο αυτό.

Οπωσδήποτε όμως τα πολιτικά και τα κοινωνικά κίνητρα αναφάνηκαν μετά την κήρυξη της εικονομαχίας, η οποία κατ’ αρχήν υπήρξες μια απλή θρησκευτική έριδα, καίτοι εξελίχθηκε αργότερα σε θεολογική διαμάχη και τελικά συνδέθηκε με πολιτικές, κοινωνικές και γενικότερες εκκλησιαστικές τάσεις, ώστε να μεταβληθεί σε προσπάθεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πνεύματος της Ανατολής στην ελληνοχριστιανική παράδοση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Είναι γεγονός ότι όλες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των αιτιών της εικονομαχίας έχουν ορισμένα ισχυρά επιχειρήματα για τη θεμελίωση τους.

Τα κίνητρα όμως αυτά δεν υπήρχαν βεβαίως στη μονοσήμαντη αφετηριακή σκέψη του στρατιωτικού αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.

Νομίζουμε ότι ο αυτοκράτορας επιθυμούσε αρχικώς να περιορίση τις ακραίες εκδηλώσεις της λαϊκής ευσεβείας, η οποία μετέθετε τη λύση όλων των προβλημάτων στη θαυματουργική επέμβαση των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή ο Λέων επιχείρησε κατ’ αρχήν να απομακρύνει τους πιστούς από τις εικόνες και όχι να επιβάλλει μια γενική απαγόρευση της τιμής των ι. εικόνων. Η απογοήτευση από τη μαζική αντίδραση του λαού ερέθισε τη στρατιωτική του ευαισθησία και τον οδήγησε στην απόφαση να απομακρύνει πλέον τις εικόνες από τους πιστούς, δηλαδή να αφαιρέση τις εικόνες από τους ναούς.

Η πρώτη επιλογή του είχε πρακτικό κυρίως χαρακτήρα και ήταν κατά βάση ορθή, αλλά η δεύτερη επιλογή του ήταν θεολογικά εσφαλμένη, γιατί αφαιρούσε ουσιαστικό στοιχείο του λατρευτικού βίου της Εκκλησίας. Ο Λέων δεν κατανοούσε βεβαίως με την πρακτική σκέψη του την τεράστια διαφορά των δύο διαδοχικών επιλογών του, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να ερμηνεύσει του λόγους της εκρηκτικής αντιδράσεως της Εκκλησίας ή του λαού. Η διαφορά όμως ήταν περισσότερο κατανοητή στην εκλησιαστική συνείδηση, η οποία ομόφωνα απέκρουσε τα εικονομαχικά μέτρα του Λέοντα. Υπό το πνεύμα αυτό χαρακτηρίσαμε ήδη την έκρηξη της εικονομαχίας ως ένα «ιστορικό ατύχημα», οι συνέπειες του οποίου δεν είχαν προβλεφθεί από τους εισηγητές της και οπωσδήποτε διαπιστώθηκαν στις ανεξέλεγκτες συνέπειες της έριδας. Πράγματι, κατά την εξέλιξη της ήταν αναπόφευκτες ορισμένες ευνόητες πολιτικές,κοινωνικές,θεσμικές,εκκλησιαστικές,θεολογικές και άλλες συνέπειες της εικονομαχίας, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν και ως αίτια για την κήρυξη της.

(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένο

"το αίμα αυτού (του Χριστού) ας έλθει πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας!" (Ματθ. 27,25)
 
(Ευσεβίου Καισαρείας,Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1 σελ.257-273,
το κείμενο της απόδοσης είναι μεταγλωττισμένο και οι υπογραμμίσεις δικές μας)
 
«Περί του λιμού ο οποίος κατεπίεσε τους Ιουδαίους»

Γι’αυτό, παραλείποντας τις λεπτομέρειες όσων συνέβησαν σ’αυτούς, όσων επιχειρήθηκαν δηλαδή δια του ξίφους ή κατ’ άλλον τρόπο, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω μόνο τις δια του λιμού συμφορές, έτσι ώστε οι αναγιγνώσκοντες το παρόν σύγγραμμα να έχουν μερική γνώση περί του πώς η εκ Θεού τιμωρία για την παρανομία τους προς τον Χριστό του Θεού δεν άργησε να πέσει εναντίον τους.
Πάρε λοιπόν στα χέρια σου το πέμπτο βιβλίο των ιστοριών του Ιώσηπου και ανάγνωσε την τραγωδία των γεγονότων.
«Πράγματι για τους εύπορους», λέει, «και μόνο το γεγονός της παραμονής ισούταν  με θάνατο – διότι ο καθένας απ’ αυτούς  φονευόταν για την περιουσία του με την πρόφαση μελετουμένης αυτομολήσεως τους.
Συναυξανόταν δε με την πείνα η μανία των συμμοριτών και καθημερινά εξάπτονταν και τα δύο δεινά. Πουθενά πλέον δεν φαινόταν σίτος, εισορμώντες δε ερευνούσαν τις οικίες – έπειτα, εάν εύρισκαν κακοποιούσαν τους ενοίκους επειδή αρνήθηκαν την ύπαρξη του, εάν δεν εύρισκαν τούς βασάνιζαν επειδή τον απέκρυπταν πιο προσεκτικά. Απόδειξη δε της κατοχής ή μη σίτου ήταν η κατάσταση των σωμάτων των αθλίων – οι μεν εύρωστοι ακόμη απ’ αυτούς έδειχναν ότι διαθέτουν τρόφιμα, οι δε ήδη αφανισμένοι αφήνονταν ήσυχοι, γιατί τους φαινόταν παράλογο να φονεύσουν αυτούς οι οποίοι εντός ολίγου θα πέθαιναν από στέρηση.
Πολλοί δε αντάλλασαν κρυφά τα περιουσιακά τους στοιχεία με ένα μετρητή σίτου αν ήταν πλούσιοι, κριθαριού δε αν ήταν φτωχότεροι. Έπειτα αυτοεγκλειόμενοι στα εσώτερα των οικιών τους, μερικοί έτρωγαν ακατέργαστο το σίτο από την άκρα στέρηση, άλλοι τον έψηναν όπως υπαγόρευε η ανάγκη και ο φόβος. Πουθενά δεν παρατιθόταν τράπεζα, κατακομμάτιαζαν τις τροφές ανασύροντας αυτές ωμές ακόμα από τη φωτιά. Ήταν δε ελεεινή η τροφή και αξιοδάκρυτη η θέα, αφού οι μεν δυνατοί πλεονεκτούσαν, οι δε ασθενείς οδύρονταν.
Όλα μεν τα κακά υπερβάλλει η πείνα, αλλά δεν καταστρέφει τίποτα τόσο πολύ όσο την αιδώ. Διότι το άλλως άξιο σεβασμού, σε κατάσταση πείνας καταφρονείται. Άρπαζαν λοιπόν τις τροφές μέσα από τα στόματα οι γυναίκες των ανδρών, τα παιδιά των πατέρων και, το ελεεινότερο, οι μητέρες των νηπίων – ενώ δε τα φίλτατα πρόσωπα μαραίνονταν ενώπιον τους, δε δίσταζαν να τους αφαιρέσουν τους τελευταίους σταλαγμούς της ζωής. Και έτσι όμως τρώγοντας, δεν διέφευγαν της προσοχής, παντού δε επιτίθονταν οι συμμορίτες για να αρπάξουν και αυτά. Πράγματι όποτε αντιλαμβάνονταν οικία κατάκλειστη, αυτό ήταν σημείο ότι οι ένοικοι λάμβαναν τροφή, αμέσως δε, σπάζοντας τις πόρτες, εισορμούσαν και σχεδόν έβγαζαν τα κομμάτια τροφής από τους φάρυγγες. Γέροντες χτυπιόντουσαν επειδή συγκρατούσαν τις τροφές, γυναίκες συνταράζονταν από την κόμη επειδή τα απέκρυπταν στα χέρια τους, και δεν υπήρχε οίκτος για γηρατειά ή νήπια, αλλά οι συμμορίτες έσερναν τα παιδιά τα κρεμασμένα από τα ψωμιά και τα κατέρριπταν στο έδαφος. Σ’ αυτούς που πρόφθασαν να καταπιούν τα μέλλοντα να αρπαγούν  προ της εισβολής αυτών ήταν ωμότεροι σαν να είχαν αδικηθεί από αυτούς. Επινοούσαν δε τρομερούς τρόπους βασάνων για ανακάλυψη τροφής – έφρασσαν τους πόρους των αιδοίων των δύστυχων ανθρώπων με ορόβιο και διατρυπούσαν τα οπίσθια τους με μυτερές ράβδους.

Πάθαινε κανείς τα φρικτά και στο άκουσμα, για να ομολογήσει έναν άρτο, για να φανερώσει μια δράκα κρυμμένου κριθαριού. Οι βασανιστές όμως δεν έκαναν αυτά από πείνα – διότι αυτό που γινόταν  από ανάγκη θα ήταν λιγότερο σκληρό - , αλλά για να ασκούν τη μανία τους και να προμηθεύουν στους εαυτούς τους εφόδια για τις επόμενες μέρες. Συναντώντας δε όσους διολίσθαιναν προς τη ρωμαϊκή φρουρά τη νύχτα για συλλογή άγριων λάχανων και χόρτων, όταν αυτοί νόμιζαν ότι είχαν διαφύγει ήδη των εχθρών, τους άρπαζαν τα μεταφερόμενα και όταν αυτοί πολλάκις ικέτευαν, επικαλούμενοι το φρικτότατο όνομα του Θεού, να τους δώσουν μέρος από αυτά τα οποία  είχαν με κίνδυνο της ζωής τους, δεν έδιναν τίποτα, ήταν δε τυχερός ο ληστευμένος  αν δεν έχανε και τη ζωή του».
Έπειτα από άλλα προσθέτει σε αυτά  τα εξής.
«Για τους Ιουδαίους με τον αποκλεισμό των εξόδων της πόλης αποκόπηκε κάθε ελπίδα σωτηρίας, και ο λιμός επεκτεινόμενος από οίκο σε οίκο και από οικογένεια σε οικογένεια κατάτρωγε το λαό – οι οικίες ήταν γεμάτες νεκρές γυναίκες και βρέφη, τα στενά γεμάτα νεκρούς γέροντες, παιδιά δε και νέοι πρησμένοι περιφέρονταν στις αγορές σαν είδωλα και κατέπεφταν όπου τους κατελάμβανε το πάθος. Οι ασθενείς δεν είχαν δύναμη να θάβουν τους συγγενείς τους και οι υγιείς δίσταζαν εξαιτίας του πλήθους των νεκρών και για την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Πράγματι πολλοί πέθαιναν πάνω σ’ εκείνους  τους οποίους έθαβαν, πολλοί δε έρχονταν στους τάφους πριν το επιβάλλει η ανάγκη. Δεν υπήρχε ούτε θρήνος στις συμφορές ούτε ολοφυρμός, αλλά ο λιμός κυριαρχούσε των συγκινήσεων – οι ψυχομαχούντες παρατηρούσαν με ξηρούς οφθαλμούς αυτούς που πρόφθασαν να αναπαυθούν, βαθειά δε σιγή συνείχε την πόλη και νύχτα γεμάτη θάνατο. Και οι ληστές ήταν χειρότεροι από αυτά. Πράγματι διαρρηγνύοντας τις οικίες σαν τάφους, απογύμνωναν τους νεκρούς και, αφού αποσπούσαν τα καλύμματα των πτωμάτων, έβγαιναν έξω με γέλια – δοκίμαζαν επίσης τις αιχμές των ξιφών στα πτώματα και τρυπούσαν μερικούς, πεσμένους μεν ζωντανούς δε ακόμη, για δοκιμή του σιδήρου, ενώ εκείνους, οι οποίοι τους ικέτευαν να χρησιμοποιήσουν το χέρι και το ξίφος τους, εγκατέλειπαν υπερήφανα  στο λιμό – και καθένας από αυτούς που εξέπνεε κοίταζε ατενώς προς το ναό, χωρίς να ασχολείται με τους ζωντανούς συμμορίτες. Αυτοί δε κατά πρώτον όρισαν να θάβονται οι νεκροί με έξοδα του δημόσιου ταμείου, μην υποφέροντας την οσμή – έπειτα, καθώς δεν επαρκούσαν, τους έριχναν από τα τείχη στα φαράγγια.
Περιερχόμενος δε αυτά ο Τίτος, όταν τα είδε γεμάτα νεκρούς και βαθύ ιχώρα  να ρέει από τα αποσυντιθέμενα πτώματα, στέναξε και αφού ύψωσε τα χέρια κάλεσε μάρτυρα το Θεό, ότι το έργο αυτό δεν ήταν δικό του».
Έπειτα από μερικά άλλα ενδιάμεσα προσθέτει.
«Δεν θα δίσταζα να πω όσα μου επιβάλλει ο πόνος – νομίζω ότι, εάν οι Ρωμαίοι καθυστερούσαν την επίθεση τους κατά των αλιτήριων η πόλη ή θα καταπινόταν από χάσμα της γης ή θα κατακλυζόταν από ύδατα ή θα δεχόταν τους κεραυνούς των Σοδόμων – διότι γέννησε γενεά πολύ πιο άθεη από αυτούς που έπαθαν εκείνα. Πράγματι λόγω της μανίας αυτών συγκαταστράφηκε όλος ο λαός».

Αν νιώθω φόβο, να προχωράω μπροστά

Να πονώ αλλά, να μην παραφέρομαι

Αν νιώθω άρρωστος, να διπλασιάσω τις δυνάμεις μου

Να πονώ αλλά, να μένω ολόρθος

Αν νιώθω θλιμμένος, να τραγουδάω

Να πονώ αλλά, να χαμογελώ υπομονετικά

Αν νιώθω μελαγχολία, να γελάω

Να πονώ αλλά, να προσφέρω χαρά στην ψυχή μου

Αν νιώθω φτωχός, να σκέφτομαι τα πλούτη της ψυχής

Να πονώ αλλά, να μπορώ να προσεύχομαι

Αν νιώθω πολύ ικανός να κοιτάξω τα άστρα

Να πονώ αλλά, να μη γίνομαι αντικοινωνικός

Αν νιώθω υπερήφανος, να θυμηθώ στιγμές ντροπής

Να πονώ αλλά, να έχω εφόδιο την καρτερικότητα

Αν νιώθω κατωτερότητα, να φορέσω καινούργια ρούχα

Να πονώ αλλά, τον Θεό να μπορώ να δοξολογώ

Αν νιώθω ότι έχω πλούτη, να θυμηθώ τους Φτωχούς

Να πονώ αλλά, να ελπίζω στην βελτίωση

Αν νιώθω δυστυχία, να προσμένω την Ευτυχία

Είναι στο χέρι μας να μπορούμε να ζούμε με την αλήθεια, με την Αρετή & με την Εγκράτεια, που είναι ο τρόπος που αρέσει στον Θεό, γιατί κανείς δεν μπορεί ποτέ να μας εξαναγκάσει να κάνουμε χωρίς την θέλησή μας όποιο κακό.

Αλλά να είμαστε Κύριοι των συναισθημάτων μας & να μπορέσουμε να δούμε τον καλό ΠΟΙΜΕΝΑ.

Αμήν !!!

Πριν από 520 χρόνια, ο διάσημος εξερευνητής Χριστόφορος Κολόμβος, μετά από 70 ημέρες ταξίδι και σκληρό αγώνα με τα άγρια κύματα και τον δύσκολο χαρακτήρα των υπόλοιπων ναυτικών, ανακάλυψε το νέο κόσμο, την Αμερική.

Το ίδιο και ο αγωνιζόμενος κατά των παθών του, χριστιανός, στις 70 ημέρες του πνευματικότατου Τριωδίου (από Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι Μ. Σάββατο βράδυ), κατορθώνει να ανακαλύψει τον πάμφωτο κόσμο της ανάστασης του Ιησού.

Η Σαρακοστή είναι περίπου το 1/10 του χρόνου (αν εκλάβουμε ότι αυτός αποτελείται χονδρικά από 400 ημέρες). Συνήθεια Ιουδαίων, και Χριστιανών αργότερα, ήταν να προσφέρουν τη Δεκάτη στους φτωχότερους. Αν όλοι εφάρμοζαν σήμερα τη χρυσή αυτή κοινωνική συνήθεια δεν θα υπήρχαν πλέον αναγκεμένοι άνθρωποι. Η Μ. Σαρακοστή λέγεται ‘Μεγάλη’ γιατί είναι κατά μια εβδομάδα μεγαλύτερη από εκείνη των Χριστουγέννων. Η τελευταία Εβδομάδα λέγεται ‘Μεγάλη’ γιατί αναπαριστά τα τελευταία κοσμοσωτήρια γεγονότα της ζωής του Ιησού. Η Μ. Σαρακοστή είναι μοναδική και ξεχωριστή περίοδος του εκκλησιαστικού έτους. Όαση μέσα στη σύγχρονη Σαχάρα. Στη Ρωσία, τη Μ. Σαρακοστή, τα δικαστήρια και τα θέατρα αργούσαν. Ακόμη και τα παιδιά περιόριζαν τα παιχνίδια τους στους δρόμους (Αλέξ. Σμέμαν, Μ. Σαρακοστή, σελ. 115).

Περιλαμβάνει ωραιότατες και θεολογικότατες Ακολουθίες, όπως του Εσπερινού των Κυριακών, του Μ. Αποδείπνου, τις Λειτουργίες των Προηγιασμένων Δώρων, τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, τους Εσπερινούς Σαββάτου και Όρθρου Κυριακής, τις Λειτουργίες του Μ. Βασιλείου, του Μ. Κανόνα:

Ο Εσπερινός των Κυριακών περιλαμβάνει τον γνωστό αρχαιότατο ύμνο ‘Φως Ιλαρόν’, θαυμάσιους ψαλμούς (103, 140, 141), κατανυκτικούς ύμνους κ.α. Ο Εσπερινός και ο Όρθρος δημιουργήθηκαν στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα και από εκεί διαδόθηκαν σε όλη την Εκκλησία.

Το Μ. Απόδειπνο τελείται όλη τη Μ. Σαρακοστή και ακούγεται το ‘Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού’, που προέρχεται από τον ψλμ. 45: «Κύριος των Δυνάμεων μεθ’ ημών». Ο ψλμ. αυτός ενέπνευσε το 1822 τον αγωνιστή Λυκούργο Λογοθέτη και εμψύχωσε τους Σάμιους ώστε απέτρεψαν την τουρκική επέλαση στο νησί(Κ. Καλλινίκου, ‘Ο ιερός Ψαλτήρ εν τη πράξει’, Θεσσαλ. 1927, σελ. 34-35).

Στις Λειτουργίες Προηγιασμένων (συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή), επειδή είναι πένθιμη όλη αυτή η περίοδος και δεν τελείται Λειτουργία τις καθημερινές (πλην Σαββάτου), και για να κοινωνούν όσοι επιθυμούν, τα Άγια έχουν προσκομισθεί από προηγούμενη Κυριακάτικη Λειτουργία, τα οποία μεταφέρει ο ιερέας με σκεπασμένη κεφαλή, αργά και πολύ κατανυκτικά, από το πλαϊνό παραπόρτι μέσω της Ωραίας Πύλης στην Άγια Τράπεζα. Διαβάζονται 15 ψαλμοί (119-133) που λέγονται ‘Προς Κύριον’, Αναγνώσματα από Γένεση, Παροιμίες και Ιώβ και 10 τροπάρια της ημέρας. Ιδιαίτερη γλυκύτητα έχει το ‘Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου….’. Ο Σαιν Σαν, διάσημος μουσουργός, όταν άκουσε στην Αλεξάνδρεια για πρώτη φορά βυζαντινή μουσική, έμεινε έκπληκτος και δήλωσε ότι ευχαρίστως θα θυσίαζε τη μουσική του προκειμένου να γράψει βυζαντινά μέλη (βλ. Ν. Τσιγκούλη, ‘Η Βυζαντινή μουσική ως ελληνοχριστιανική παράδοσις’, Αθ. 1967, σελ. 34).

Οι Χαιρετισμοί προς την Θεοτόκο, που ψάλλονται κάθε Παρασκευή βράδυ (εξαίρετος ύμνος το ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια’), ξεκίνησαν να συνθέτονται μετά τον Αύγουστο του 626, όταν οι Άβαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη και σώθηκε η Πόλις θαυματουργικά. Η Θεοτόκος ονομάζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ‘Προφήτις’, ‘θεός μετά τον Θεό’, και ‘το πιο μεγάλο θαύμα του κόσμου’. Επαινέθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ονομάστηκε ‘Κεχαριτωμένη’, κατά τη θεία σύλληψη του Ιησού (Λουκ. 1,28). Κατά το τέλος, διαβάζονται οι θαυμάσιες ευχές του Αποδείπνου ‘και δος ημίν Δέσποτα προς ύπνον απιούσιν…’, καθώς και το ‘Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε Θεόνυμφε, Δέσποινα….’, έργα του 11ου αι. Το τελευταίο τροπάριο ‘την ωραιότητα της Παρθενίας σου…’ αποδίδει τη σπουδαιότητα της εορτής.

Οι Εσπερινοί του Σαββάτου και Όρθρου Κυριακής είναι αφιερωμένοι στην Ανάσταση του Κυρίου. Ακούγεται το ‘Ότε κατήλθες …..’, το ‘Ευφραινέσθω τα ουράνια…’ και το ‘Εξ ύψους κατήλθες ο εύσπλαχνος….’. Η Εκκλησία, και ο Χριστιανισμός γενικότερα, στηρίζεται στον άδειο τάφο του Ιησού. Μεγαλύτερη απόδειξη της αναστάσεως, κατά τον Χρυσόστομο, αποτελεί ο μαρτυρικός θάνατος των 10 αποστόλων (αν εξαιρέσουμε τον Ιωάννη τον Θεολόγο που πέθανε σε βαθειά γεράματα και τον Ιούδα που απαγχονίστηκε) και πολλών άλλων μαθητών του Χριστού, οι οποίοι είδαν με τα μάτια τους τον αναστημένο Ιησού και δεν φοβήθηκαν να χάσουν περιουσίες, οικογένειες και αυτή τη ζωή τους γι’ Αυτόν.

Η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, τελείται 10 φορές το χρόνο (Αγ. Βασιλείου, Παραμονής Χριστουγέννων και Θεοφανείων, 5 Κυριακών Μ. Σαρακοστής, Μ. Πέμπτη και Μ. Σάββατο). Η Θεία Λειτουργία είναι το ωραιότερο ποίημα των αιώνων. Ο Νικόλαος Γκόγκολ, εξέχων ρώσος λογοτέχνης, έγραψε τα εξής: ‘αν ο κόσμος δεν έχει ακόμη καταστραφεί, αυτό οφείλεται στη Θ. Λειτουργία’ (στο βιβλίο του ‘Λειτουργία’). Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατήρησε τα εξής: ‘από τις επτά ημέρες της εβδομάδος, ο Θεός ζήτησε να του διαθέσουμε μόνο δύο ώρες Κυριακάτικης λειτουργίας και ούτε αυτό μπορούμε να του προσφέρουμε! (ΕΠ 49,363). Αυτό πραγματικά δείχνει αχαριστία.

Ο Μ. Κανόνας τελείται το απόγευμα της Τετάρτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών. Αποτελείται από 250 τροπάρια και άλλα προς τιμήν της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας και του αγίου Ανδρέα (επισκόπου) Κρήτης (+740 μ.Χ.), εφευρέτη των Κανόνων (8 ομάδες κατανυκτικότατων ύμνων. Ο πρώτος ύμνος κάθε ομάδας λέγεται ‘ειρμός’ γιατί δίνει τη μελωδία του στα επόμενα τροπάρια). Είναι ύμνος μετανοίας. Δεκάδες μορφές από την Π.Δ. και την Κ.Δ. παρελαύνουν στο ποιητικό αυτό αριστούργημα. Καρδιά του Μ. Κανόνα είναι το ‘ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;’ Δύο λόγια παρακάτω για τους σταθμούς της εκκλησιαστικής μας υμνογραφίας: Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια μέχρι το 300 μ.Χ. ίσχυσαν τα Τροπάρια, απλοί ύμνοι που ονομάστηκαν έτσι γιατί εξαρτώνται από τον τρόπο που ψάλλονται (και το περιεχόμενό τους: Δοξαστικά, Θεοτοκία, Απολυτίκια κ.α.). Έξοχο δείγμα είναι το ‘Φως ιλαρόν’ του εσπερινού. Τη 2η περίοδο (3ος -8ος μ.Χ.: των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας) επικράτησαν τα Κοντάκια: ομάδα ύμνων αφιερωμένων σε κάποιο εορταζόμενο γεγονός. Ονομάστηκαν έτσι γιατί ήταν τυλιγμένα σε Κοντό (ξύλο). Από τον 8ο αι. κ.ε. επικρατούν οι Κανόνες, στα χρόνια του Ιω. Δαμασκηνού και Θεόδωρου Στουδίτη. Από τότε έχουμε και τους 8 ήχους (4 κανονικούς και 4 πλάγιους).

Τα ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ που εξάγονται από την πνευματικότατη αυτή περίοδο είναι τα ακόλουθα:

Η Εκκλησία είναι ένα συνεχές θαύμα, ο πολυτιμότερος θησαυρός, όπου βιώνουμε τον λειτουργικό ή συμπυκνωμένο χρόνο. Στον Ατλαντικό ωκεανό, πλοίαρχος μεγάλου πλοίου απέστειλε τον γιο του, έμπειρο ναυτικό, σε κινδυνεύον πλοίο. Ο πλοίαρχος όμως του κινδυνεύοντος πλοίου αρνήθηκε τη σωτηρία, με αποτέλεσμα να καταποντιστούν όλοι. Το γεγονός επισημαίνει τον Κυβερνήτη Θεό, τον απεσταλμένο Υιό του και την άρνηση πολλών ανθρώπων να σωθούν. Την εποχή του Αριστοτέλη, άγριοι ληστές έδεναν έναν ζωντανό με έναν πεθαμένο άνθρωπο, μέχρις ότου πέθαινε και ο ζωντανός. Ο Χριστός είναι ανώτερος ελευθερωτής από κάποιον που θα έλυνε και θα έσωζε τους δυστυχείς συλληφθέντες.

Συνεχές θαύμα είναι και η Θεία Ευχαριστία: Στην αρχαία Ρώμη, ο δωδεκάχρονος Ταρσίζιος έλαβε από τον ιερέα τα Τίμια Δώρα για να τα φέρει σε μια φυλακή. Πεθαίνει στο δρόμο από τα κτυπήματα άλλων παιδιών, προστατεύοντας τη Θ. Ευχαριστία στον κόρφο του. Προλαβαίνει και παραδίδει σε χριστιανό αξιωματικό τα Τίμια Δώρα και ο επίσκοπος στέλνει με διάκονο στη φυλακή τη Θεία Κοινωνία. Εκεί αλυσοδεμένος ιερέας τελεί τη Θ. Λειτουργία και μεταλαμβάνει τους φυλακισμένους, κάνοντας το στήθος του ο διάκονος Άγια Τράπεζα. Την άλλη μέρα μαρτύρησαν όλοι για το Χριστό με την ακατάβλητη δύναμη του Δεσποτικού αίματος. Κατά το Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός είπε στους μαθητές του: ‘ό,τι αν ζητήσετε στο όνομά μου θα σας το πραγματοποιήσω’ (Ιω. 14,13). Ο Κυβερνήτης του πλοίου δεν φαίνεται, κυβερνιέται όμως το πλοίο. Ο χαρταετός των παιδιών χάνεται στα σύννεφα, αλλά με τον κραδασμό του σπάγκου γίνεται αντιληπτός. Έτσι συμβαίνει με τον αετό του Πνεύματος, που είναι ο Χριστός. Γίνεται αντιληπτός από την εσωτερική, πνευματική παρουσία στην καρδιά. Πράγματι, όταν ο Χριστός ανακοίνωσε ότι από δω και πέρα θα τρώνε και θα πίνουν το σώμα και το αίμα του, αρκετοί αναχώρησαν από κοντά του. Στρεφόμενος προς τους μαθητές του, ο Χριστός ρωτά: ‘μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;’ Τότε ο απ. Πέτρος του απαντά: ‘Κύριε, σε ποιον να πάμε; Εσύ, μόνο, έχεις λόγια ζωής αιωνίου’ (Ιω. 6,68).

Η προσευχή, είναι η αναπνοή της ψυχής. ‘Τι φωνάζεις προς εμένα;’ λέει ο Θεός στον Μωυσή (Εξ. 14,15), όταν εκείνος εσωτερικά προσευχόταν. Η δύναμη της προσευχής του ήταν μεγάλη, φώναζε η καρδιά του, η φωνή της ψυχής του έφτανε έως τα ουράνια (Χρυσόστομος). Ο τυφλός που φώναζε στο Χριστό, η αιμορροούσα γυναίκα, ο ληστής στο σταυρό, ο τελώνης, ο απ. Πέτρος και ο σεισμός στη φυλακή, ο σεισμός στη φυλακή του απ. Παύλου (Πράξεις 16) είναι μερικά δείγματα θαυματουργικής προσευχής. Ο μέγιστος ποιητής Θωμάς Έλιοτ από άπιστος έγινε χριστιανός, όταν παρατήρησε απλούς ανθρώπους να προσεύχονται γονατιστοί, γεμάτοι από ουράνια χαρά, σε μοναστήρι της Αγγλίας. Η Doreen Irvin, βασίλισσα άλλοτε της μαύρης μαγείας, ακούγοντας ένα βράδυ προσευχόμενους πιστούς και την αρμονική μελωδία, μεταστράφηκε και επέστρεψε στον Χριστιανισμό. Η προσευχή αποδυναμώνεται στην τυπολατρεία (εξωτερικές μόνο εκδηλώσεις πίστεως), τη συνήθεια (η προσευχή των ιερέων πρέπει να είναι το ‘κάνε Θεέ μου να μη σε συνηθίσω’), την ασέβεια (σχολιασμός και κατάκριση προσώπων) και στον σπάνιο εκκλησιασμό.

Η Αγία Γραφή είναι το γράμμα του Θεού: Ακόμα και μεγάλοι φιλόσοφοι αισθάνονταν μεγάλο σεισμό μέσα τους όταν διάβαζαν την Α.Γ. Π.χ. ο Βολταίρος όταν διάβαζε τον 50ο ψλμ. (ελέησόν με ο Θεός…). Ο Κάντ δεν βρήκε την ευτυχία στα χιλιάδες βιβλία που διάβασε, παρά μόνο στον 22ο ψλμ. (εάν και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει Κύριε). Αν λαμβάνοντας κάρτες, γράμματα, μηνύματα κινητού ή e mail φίλων και συγγενών αισθανόμαστε συγκίνηση και αγάπη, πόση θερμότητα καρδιάς πρέπει να νιώθουμε για το ουράνιο βιβλίο του μεγάλου μας συγγενή Θεού; Τέλος, ο Ναπολέοντας και ο Ντοστογέφσκυ γνώρισαν τον Χριστό από την Καινή Διαθήκη, που ο μεν πρώτος διάβασε στο νησί της φυλακίσεώς του ‘Αγία Ελένη’, ο δε δεύτερος αφού του το χάρισε μια γερόντισσα, στο δρόμο του προς την εξορία της Σιβηρίας.

Η Μετάνοια-Εξομολόγηση σημαίνει αλλαγή πορείας: το 1966 βυθίστηκε το ΗΡΑΚΛΕΙΟ, στη Φαλκονέρα (πάνω από την Κρήτη). Χάθηκαν 220 επιβάτες. Το Λιμεναρχείο Πειραιά είχε δώσει έκτακτο σήμα κακοκαιρίας, που δεν το έλαβε υπόψη του ο καπετάνιος, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες του σκάφους. Ένα άλλο όμως πλοίο, το ΦΑΙΣΤΟΣ (από Χανιά προς Πειραιά) άλλαξε εγκαίρως πορεία και σώθηκε στον Πειραιά. Ο ωκεανός είναι η σύγχρονη Κοινωνία. Εμείς είμαστε τα καράβια παντός καιρού. Το Λιμεναρχείο (ο Θεός) στέλνει κατεπείγοντα μηνύματα – σήματα και υποδεικνύει την αλλαγή πορείας. Τρομερή τρικυμία είναι τα πάθη της ψυχής, οι κακίες μας, οι αδυναμίες μας. Σωζόμαστε μόνο αν κυβερνά ο Χριστός και μέσα στην Εκκλησία Του. Ο Χριστός είναι το άκακο αρνάκι των Ευαγγελίων, που σφαγιάστηκε για μας. Ποια θα είναι η απολογία μας, αν όταν εμείς τρώμε το αρνάκι, γινόμαστε λύκοι; Ένας ρώσος εγκληματίας τον περασμένο αιώνα, όταν του δόθηκε χάρη, εξομολογήθηκε στον άγιο ηγούμενο ενός απόμακρου μοναστηριού. Ο ηγούμενος είπε αργότερα ότι ήταν ο πιο ανώτερος επισκέπτης, αφού μετάνιωσε ειλικρινά και εξομολογήθηκε με πόνο ψυχής. Η Εξομολόγηση είναι το καλύτερο φάρμακο για τα ψυχικά νοσήματα, σύμφωνα και με τον Ελβετό ψυχίατρο Γιούγκ. Η βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμη, φόνευσε τον άντρα της, αφού της επέτρεψε να βασιλέψει για μια μέρα μόνο. Έτσι κάνει και η αμαρτία. Σε σαγηνεύει προσωρινά, για να σε αποκαρδιώσει αμέσως μετά. Εργάτες σε εργοστάσιο κατεργασίας μετάλλων στην Ευρώπη υποβλήθηκαν σε επίπονη θεραπεία, όταν στα μάτια τους μπήκαν ρινίσματα σιδήρου. Η επέμβαση των γιατρών έφερε θετικό αποτέλεσμα, αν και πόνεσαν κατά την θεραπεία. Το ίδιο συμβαίνει με την Εξομολόγηση, διότι καθαρίζει η ψυχή, έστω και με πόνο και ντροπή.

Τέλος, τα καλά έργα θα μας συνοδεύουν αιώνια: Η παραβολή των 10 παρθένων μάς το δείχνει ωραιότατα (Ματθ. 25). Εκεί οι 5 μωρές παρθένες κοιμήθηκαν, έσβησαν αφού δεν είχαν λάδι τα φανάρια τους, και δεν πρόλαβαν να εισέλθουν στον γάμο. Αντίθετα, οι 5 φρόνιμες αγνές κοπέλες, είχαν φροντίσει έγκαιρα ώστε να έχουν αρκετό λάδι και έτσι υποδέχτηκαν τον Νυμφίο και εισήλθαν στο τραπέζι του γάμου. Ο αριθμός 10 συμβολίζει όλους τους ανθρώπους. Οι 5 φρόνιμες κοπέλες παριστούν τους ενάρετους ανθρώπους. Οι λαμπάδες συμβολίζουν την πίστη και το λάδι τα καλά έργα. Οι 5 μωρές κοπέλες σημαίνουν όσους δεν έχουν καλά έργα. Ο ύπνος σημαίνει τον θάνατο και ο γάμος την αιώνια βασιλεία του Θεού. Από τη σύγχρονη ζωή, ο καθ. Ιατρικής Ρήγας Νικολαϊδης έγινε χριστιανός από το παράδειγμα της υπηρέτριάς του, που ένοιωθε μεγάλη ευτυχία από την πίστη της, μολονότι αγράμματη και πτωχή, και ζούσε πολύ ενάρετα. Ο Παπουλάκος, λαϊκός ιεροκήρυκας του περασμένου αιώνα, έλεγε την εξής ιστορία: Κάποτε κινδύνευε ένας άνθρωπος να καταδικαστεί. Από τους 3 φίλους του, την ημέρα της δίκης, ο 1ος έμεινε ψυχρός, ο 2ος τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα του δικαστηρίου, ενώ ο 3ος αγόρευσε και μάλιστα τον γλύτωσε από την φυλακή. Ο υπόδικος είναι ο κάθε άνθρωπος μπροστά στην τελική κρίση του Θεού. Ο πρώτος φίλος είναι τα χρήματα, που μένουν αδιάφορα. Ο δεύτερος, οι φίλοι και συγγενείς που συνοδεύουν μέχρι τον τάφο. Δεν μπορούν να προχωρήσουν παραπέρα. Ο τρίτος φίλος είναι τα καλά έργα, η αγάπη και η αγιότητα που τον οδηγούν στην αιώνια ζωή.
Ο δρόμος λοιπόν για την Βασιλεία των Ουρανών περνά μέσα από την ευσέβεια, την αγάπη, την μυστηριακή ζωή και την ταπείνωση. Με αυτά θα είμαστε χαρούμενοι και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή.

(Πνευματικά Σταχυολογήματα από το εξαίρετο βιβλίο του εκλεκτού θεολόγου (δ.θ.) Νικόλαου Γ. Νευράκη: ΤΟ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟ ΤΡΙΩΔΙΟ, Αθήνα 1995)

katafigioti

lifecoaching