Στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ ζούσε κάποτε μια μοναχή. Αγωνιζόταν στην πνευματική ζωή και ευαρεστούσε τον Θεό με την άσκηση και την καθαρότητα της ζωής της. Ο διάβολος όμως τη φθόνησε και ενέπνευσε σε κάποιο νέο έρωτα γι’ αυτή. Η μοναχή βλέποντας ότι σκανδαλίζεται εξαιτίας της ο νέος και κινδυνεύει να χαθεί , παίρνει σε ένα μαντήλι λίγα βρεγμένα όσπρια και φεύγει για την έρημο του Ιορδάνη. Εκεί ασκήτεψε πολλά χρόνια χωρίς να την αντιληφθεί κανείς . Κάποτε όμως τη συνάντησε ένας διορατικός αναχωρητής και της είπε: - Αμμά, τι κάνεις σε αυτή την έρημο; Εκείνη θέλοντας να κρυφτεί, απάντησε:…
Τσιμέντο να γίνουν οι άλλοι! -    Γέροντα, σήμερα, ενώ πολύς κόσμος περίμενε να σάς δή, κάποιος νεαρός δεν περίμενε στην σειρά του· τους προσπέρασε όλους.-     Ναί, ήρθε και μου είπε: «Είναι ανάγκη να σε δώ. Πήγα στο Αγιον Όρος και δεν σε βρήκα και ήρθα εδώ». «Καλά, του λέω, δεν βλέπεις τί κόσμος περιμένει; να σταματήσουν όλοι, για να ασχοληθώ τώρα μ’ εσένα;». «Ναί, Πάτερ», μου λέει. Ακούς κουβέντα; Και να είναι οι άλλοι στις σκάλες όρθιοι, στρυμωγμένοι, μεγάλοι, άρρωστοι, γυναίκες με μικρά παιδιά..., κι εκείνος να επιμένη. Και δεν ήταν ότι είχε κανένα σοβαρό θέμα· χαζομάρες ήταν αυτά…
Μἰα φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράχτη για να μεγαλώσουν τον μικρό τους κήπο. Όταν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε τον μανδύα του και τους αποχαιρέτησε: - Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια που έβγαλε από το στόμα του καθώς έφευγε. Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φευγει. - Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τί σου συμβαίνει; - Δεν μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί ούτε τον μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε…