ργ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Σε καιρό οπού είχα θλίψη, ζήτησα από ένα των αγίων κάτι χρήσιμο. Και μου το έδωσε χάρισμα, από αγάπη. Αν λοιπόν και σ΄ εμένα τα φέρη δεξιά ο Θεός, να το δώσω και εγώ χάρισμα, από αγάπη, σε άλλους ή μάλλον σ΄ αυτόν οπού μου το έχει δώσει;». Του λέγει ο γέρων: «Το σωστό, για τον Θεό, είναι να δοθή σ΄ εκείνον. Γιατί του ανήκει». Του λέγει ο αδελφός: «Αν λοιπόν του το πάω και δεν θελήση να το πάρη, αλλά μου πη να το δώσω όπου θέλω, από αγάπη, τί να κάμω;». Του λέγει ο γέρων: «Έχει βέβαια αυτό το δικαίωμα. Και αν τινάς σου δώση μόνος του, χωρίς να του έχης ζητήσει, αυτό είναι δικό σου. Αν όμως συ ζητήσης, είτε σε μοναχό είτε σε λαϊκό, και δεν θέληση να το πάρη, αυτή είναι η βάση: Να το ξέρη εκείνος και να το δώσης για χάρη του, από αγάπη».
ρδ’. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι ποτέ δεν ήθελε να προσθέση δικά του λόγια σε ό,τι είχε πη άλλος γέρων, αλλά προτιμούσε σε όλα να τον επαινή.
ρε’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Πολλοί από τους πατέρες μας αποδείχθηκαν ανδρείοι στην άσκηση. Αλλά στη λεπτότητα των λογισμών, με την προσευχή, ελάχιστοι».
ρστ΄. Ενώ βρισκόταν κάποτε ο Αββάς Ισαάκ στον Αββά Ποιμένα, ακούσθηκε λάλημα πετεινού. Και του λέγει: «Υπάρχουν τέτοια εδώ, Αββά;». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Ισαάκ, τί με αναγκάζεις να μιλήσω; Συ και οι όμοιοί σου τα ακούτε. Όποιον όμως νήφει, δεν τον μέλει γι΄ αυτά».
ρζ’. Έλεγαν, ότι, αν έρχονταν μερικοί στον Αββά Ποιμένα, τους έστελνε πρώτα στον Αββά Ανούβ, γιατί εκείνος ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια. Ο δε Αββάς Ανούβ τους έλεγε: «Πηγαίνετε στον αδελφό μου Ποιμένα, γιατί αυτός έχει το χάρισμα του λόγου». Αν δε ο Αββάς Ανούβ βρισκόταν κοντά στον Αββά Ποιμένα εκεί, δεν μιλούσε καθόλου ο Αββάς Ποιμήν όσο εκείνος ήταν παρών.
ρη’. Ένας λαϊκός, πολύ ευλαβής στον βίο του, πήγε στον Αββά Ποιμένα. Συνέβη δε να έλθουν στον γέροντα και άλλοι αδελφοί, ζητώντας του να τους πη κάτι ωφέλιμο. Και λέγει ο γέρων στον πιστό λαϊκό: «Μίλα στους αδελφούς». Αλλά εκείνος τον παρακαλούσε, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά. Εγώ για να μάθω ήλθα». Αλλά, αναγκασμένος από τον γέροντα, είπε: «Εγώ λαϊκός είμαι και η δουλειά μου είναι να πουλώ και να εμπορεύωμαι χορταρικά. Λύνω τα δεμάτια και τα χωρίζω σε μικρά μέρη. Αγοράζω φθηνά και πουλώ ακριβά. Πλήν, δεν ξέρω να μιλήσω μες από τη Γραφή, θα πω όμως μια παραβολή. Ένας άνθρωπος είπε στον φίλο του: Επειδή θέλω να δω τον βασιλέα, έλα μαζί μου. Του λέγει ο φίλος: Έρχομαι μαζί σου έως τα μισά του δρόμου. Και λέγει σε άλλο φίλο του: Έλα συ και πήγαινέ με στον βασιλέα. Και του άπαντά: Σε πηγαίνω έως το παλάτι του βασιλέως. Λέγει δε και σ΄ έναν τρίτο: Έλα μαζί μου στον βασιλέα. Και εκείνος είπε: Έρχομαι και σε πηγαίνω στο παλάτι και στέκομαι και μιλώ και σε εισάγω στον βασιλέα». Τον ρωτούσαν δε, ποιο ήταν το νόημα της παραβολής. Και αποκρίθηκε και τους είπε: «Ο πρώτος φίλος είναι η άσκηση, οπού φέρνει έως τον δρόμο. Ο δεύτερος είναι η αγνεία, οπού φθάνει έως τον ουρανό. Ο δε τρίτος είναι τα έργα του ελέους, όπου εισάγουν έως τον βασιλέα Θεό με ελευθεροστομία». Και οι αδελφοί, έχοντας οικοδομηθή, έφυγαν.
ρθ΄. Ένας αδελφός καθόταν έξω από την κώμη του και για πολλά χρόνια δεν μπήκε σ΄ αυτήν και έλεγε στους αδελφούς: «Τόσα χρόνια πέρασαν και δεν μπήκα στην κώμη. Ενώ σεις κάθε φορά μπαίνετε». Μίλησαν δε στον Αββά Ποιμένα γι΄ αυτόν. Και λέγει ο γέρων: «Εγώ συνήθιζα να πηγαίνω τη νύχτα και να τριγυρίζω την κώμη, για να μη καυχάται ο λογισμός μου ότι δεν πήγαινα σ΄ αυτή».
ρι’. Ένας αδελφός ζήτησε από τον Αββά Ποιμένα να του πη κάτι ωφέλιμο. Και του λέγει: «Όταν καίεται από κάτω το καζάνι, δεν μπορεί να το αγγίξη η μύγα η κάποιο άλλο από τα ζωύφια. Όταν όμως είναι κρύο, τότε κάθεται πάνω του. Έτσι συμβαίνει και με τον μοναχό. Όσο επιμένει στις πνευματικές πράξεις, δεν βρίσκει ο εχθρός σημείο επαφής για να τον καταβάλη».
ρια’. Έλεγε ο Αββάς Ιωσήφ για τον Αββά Ποιμένα, ότι έδωσε την έξης ερμηνεία στο ευαγγελικό ρητό ο έχων ιμάτιον πωλησάτω αυτώ και αγορασάτω μάχαιραν: «Όποιος έχει ανάπαυση, ας την αφήση και ας ακολουθήση τη στενή οδό».
ριβ’. Ρώτησαν μερικοί από τους πατέρες τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: Αν δούμε κάποιον αδελφό να αμαρτάνη, πρέπει να τον ελέγξουμε;». Τους αποκρίνεται ο γέρων: «Όσο για μένα, αν χρειαζόταν να περάσω από εκεί και τον έβλεπα να αμαρτάνη, θα τον προσπερνούσα χωρίς να τον ελέγξω».
ριγ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Είναι γραμμένο, ότι πρέπει να δίνης μαρτυρία για όσα είδαν τα μάτια σου. Εγώ όμως σας λέγω, ότι, ακόμη και αν ψηλαφήσετε με τα χέρια σας, μη μαρτυρήσετε. Ένας αδελφός έπαθε κάτι τέτοιο και βγήκε γελασμένος. Του φάνηκε ότι είδε τον αδελφό του να αμαρτάνη με μια γυναίκα. Και αφού τον έσπρωξε δυνατά ο πειρασμός, πήγε και τους σκούντησε με το πόδι του, νομίζοντας ότι εκείνοι ήταν, και τους είπε: Πάψετε πλέον, έως πότε; Και να, επρόκειτο για δυο δεμάτια σιταριού. Γι αυτό σας είπα, ότι, ακόμη και αν ψηλαφήσετε με τα χέρια σας, μη κατηγορείτε».
ριδ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί να κάμω, οπού ο πειρασμός με σπρώχνει προς τη σαρκική αμαρτία και με πιάνει εύκολα ο θυμός;». Λέγει ο γέρων: «Γι αυτό ο Δαυίδ έλεγε, ότι το μεν λιοντάρι το χτυπούσα, τη δε αρκούδα την απέπνιγα. Αυτό σημαίνει ότι τον μεν θυμό τον απέκοπτε, τη δε σαρκική αμαρτία την έλαβε με κόπους».
ριε’. Είπε πάλι: «Μεγαλύτερη αγάπη δεν μπορεί τινάς να βρή από την προσφορά της ίδιας μας της ζωής για χάρη του πλησίον μας. Αν, έτσι, ακούση τινάς λόγο πονηρό, ήγουν λυπηρό γι΄ αυτόν, και ενώ μπορεί και ο ίδιος να απαντήση όμοια, αγωνίζεται όμως να μη μιλήση, ή, αν αδικηθή και υπομένη και δεν εκδικήται, αυτός προσφέρει τη ζωή του για χάρη του πλησίον».
ριστ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί είναι υποκριτής;». Του λέγει ο γέρων: «Υποκριτής είναι όποιος διδάσκει τον πλησίον του κάτι, όπου ο ίδιος δεν έφτασε. Γιατί είναι γραμμένο: Τί βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; Και τα υπόλοιπα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
" Μικράκι είναι, όμως… πολλά καταλαβαίνει ! "
Έλεγε ο σοφός Γέροντας Πορφύριος ότι οι γονείς πρέπει να προσέχουν τη συμπεριφορά τους, ακόμη και μπροστά στα νήπια και δεν πρέπει να σκέπτονται και να λένε : " μικράκι είναι και δεν καταλαβαίνει ". Προσέξτε, έλεγε, ένα μικρό παιδάκι, που αρκουδίζει, πως κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω τον οποιοδήποτε νέο επισκέπτη που θα μπει στο σπίτι. Μέσα χρόνο 2-3 δευτερολέπτων το μικρό αυτό παιδάκι, που εσύ δεν υπολογίζεις, έχει μελετήσει τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου εκείνου και τον έχει ψυχολογήσει μέσα και έξω.
[Πορ. 39]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.293)
Ένας φοβερός «τοις δαίμοσιν»
Αναφέρει το Λειμωνάριο για κάποιον μοναχό: «Μέγας εστί και φοβερός υπάρχει τοις δαίμοσιν, οίος γαρ έλθη ώδε ενοχλούμενος υπό πνεύματος ακαθάρτου, παρέχει αυτώ την ίασιν». Τα λόγια αυτά θα μπορούσαμε να τα επαναλάβουμε επακριβώς και για τον πνευματικό παπα-Σάββα. Με τους ασκητικούς του ιδρώτες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, την έντονη μυστηριακή ζωή, την μελέτη, την νήψι, την θεωρία και την δύναμι της ευχής της ευχής του μακαριστού γέροντα του, κατενίκησε την δύναμι του διαβόλου. Στις μάχες του με τον κόσμο των πονηρών πνευμάτων έβγαινε πάντοτε νικητής.
Κάτι που εκμυστηρεύτηκε ο παπα-Σάββας στον π. Ιωακείμ Σπετσιέρη μάς δίνει αφορμή να σκεφθούμε πολλά για τις συγκρούσεις του με τις δυνάμεις του σκότους. «Πολλάκις μοι έλεγεν, ότι οφθαλμοφανώς εώρακε πονηρά πνεύματα, άτινα ήρχοντο να πειράξωσιν αυτόν. Ότε δε ησθάνετο την ενόχλησιν των πονηρών πνευμάτων, αμέσως έκλινε γόνυ και προσηύχετο. Πάσα δε ενέργεια του Σατανά εξηφανίζετο». Οι προσευχές του μάστιζαν τους εχθρούς! Τα λόγια του ψαλμού τούς κατέκαιαν, καθώς έβγαιναν πυρφόρα από τα χείλη του : « Πολέμησον, Κύριε, τους πολεμούντας με… Γενηθήτωσαν ωσεί χνους κατά πρόσωπον ανέμου και άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς».
Δεν ήταν μόνο που έσωζε τον εαυτό του από τις άγριες επιθέσεις των δαιμόνων. Πλήθος ταλαιπωρημένων ανθρώπων εύρισκαν κοντά του την λύτρωσι τους. Δεν ήταν σπάνιο να τους βλέπεις στην καλύβη του για να τους σταυρώση, να τους διαβάση τους εξορκισμούς, να επιτιμήση τα ακάθαρτα πνεύματα. Και πολλές φορές, όταν δεν υπήρχε δυνατότης να έρθη ο άρρωστος στο Άγιο Όρος, διάβαζε εξ αποστάσεως τους εξορκισμούς. Και πάντοτε σκόρπιζε την χαρά της θεραπείας. Οι δεμένοι σκιρτούσαν από χαρά, καθώς έβλεπαν να φεύγουν από πάνω τους τα φοβερά δεσμά.
( Σάββας ο Πνευματικός)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.220-221)
Ο λειτουργός, αγωγός της χάριτος
Ένας πρεσβύτερος επισκεπτόταν κάποιον έγκλειστο αναχωρητή στο ασκητήριο του και τελούσε εκεί τη θεία λειτουργία. Κάποτε όμως ένας επισκέπτης συκοφάντησε τον πρεσβύτερο στον ασκητή μ’ ένα σωρό κατηγορίες. Ο ασκητής επηρεάστηκε κι ένιωσε αντιπάθεια για τον πρεσβύτερο. Όταν λοιπόν ήρθε να λειτουργήσει, δεν του άνοιξε. Αμέσως τότε ακούει ο αναχωρητής μια φωνή να του λέει: ‘‘Οι άνθρωποι μού αφήρεσαν το δικαίωμα της κρίσεως’’. Συγχρόνως ήρθε σε έκσταση και είδε το εξής όραμα:
Ένας λεπρός στεκόταν πάνω από ένα χρυσό πηγάδι και αντλούσε μ’ ένα χρυσό κουβά πεντακάθαρο νερό. Ο αναχωρητής, αν και διψούσε, δίσταζε να πιεί, επειδή το αντλούσε ο λεπρός. Ακούει τότε μια δεύτερη φωνή να του λέει: ‘‘Γιατί δεν πίνεις; Δεν βλέπεις τί δοχείο χρησιμοποιεί ο λεπρός; Άλλωστε ο ίδιος το αντλεί μόνο κι ύστερα το αδειάζει’’.
Όταν ο ασκητής συνήλθε, κατάλαβε τη σημασία του οράματος, κι αφού κάλεσε τον πρεσβύτερο, τον παρακάλεσε να τελέσει τη θεία λειτουργία όπως πάντα.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.118-119)
ίνα οι λίθοι ούτοι άρτοι γένωνται
Ματθαίου δ΄4
Ο πρώτος πειρασμός καλούσε τον Ιησού σε μια ολοφάνερη δαιμονοποίησι της ζωής του ανθρώπου. Τον προκαλούσε να δώση το πρωτείο στον υλικό παράγοντα και όχι στο Θεό. Το δαιμονικό δηλαδή σχέδιο για την ανθρώπινη ζωή. Το δαιμονικό στοιχείο στην περίπτωσι αυτή είναι τούτο: ότι αφαιρεί τα πρωτεία από τον Θεό και επιδιώκει να μετατρέψη τη δημιουργία και τα χτίσματα σε μέσα αμαρτωλής απολαύσεως, ματαιώνοντας έτσι το θεϊκό σχέδιο να γίνουν όργανα δοξολογίας του Θεού.
Τον ίδιο πειρασμό είχε χρησιμοποιήσει και στον Αδάμ. Τον καλούσε, παραθεωρώντας την εντολή του Θεού, να γ ε υ θ ή τον καρπό: «Αν φάγητε... έσεσθε ως θεοί». Αυτό είναι το δαιμονικό σχέδιο για τη ζωή: Τα πάντα για την απόλαυσι, όχι για τον Θεό. Ο Ιησούς, ο δεύτερος Αδάμ, απέρριψε ασυζητητί το δαιμονικό σχέδιο και έμεινε σταθερά προσηλωμένος στην ιεραρχία των αξιών, που καθιέρωσεν ο Θεός: «Ουκ επ΄ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ΄ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού». Έτσι ενίκησε και ανεστήλωσε την ιεραρχία της ζωής που είχε ανατραπή, δίνοντας ξανά το πρωτείο στο Θεό και το θεϊκό σχέδιο για την ανθρώπινη ζωή.
Υπάρχει σήμερα ένα δαιμονικό στοιχείο στην εποχή μας. Η αδιαφορία για τον πνευματικό παράγοντα και η προσπάθεια να μεταβάλλωνται «οι λίθοι», τα πάντα σε μέσα απολαύσεως και ηδονής. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, γνήσιοι απόγονοι του Αδάμ και της Εύας και όχι του Ιησού, βυθίζονται στις ηδονές του κόσμου τούτου, αδιαφορώντας για το πνεύμα και τον λόγο του Θεού. Απ’ τη δαιμονοποίησι αυτή της ζωής μόνο ο Ιησούς μπορεί να μας σώση. Άλλη μια φορά.
«Η τροφή δεν θα διατηρήση τον άνθρωπον ζώντα, εάν μη και ο Θεός είπη να ζήση ο άνθρωπος ούτος. Εάν δε ο Θεός είπη να ζήση ο άνθρωπος, θα ζήση είτε έχει είτε δεν έχει τροφήν» (ΥΜ. 72).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 102)
102. «Αντελάβετο Ισραήλ, παιδός αυτού» (Λουκ. α΄ 54).
Η ενσάρκωσις του Θεού ήταν συγχρόνως και ενσάρκωσις των υποσχέσεων του Θεού προς τους πιστούς Ισραηλίτες. Ο Θεός διά του Μεσσίου έμελλε να εκπληρώση όλες τις υποσχέσεις του «προς τους πατέρας ημών» —λέει η Παρθένος— «τω Αβραάμ και τω σπέρματι αυτού εις τον αιώνα»! Η Θεοτόκος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέσι, απ’ την οποία βλέπει την ιστορία της πατρίδος της. Με τον φακό της Ενσαρκώσεως βλέπει πιο καθαρά τα γεγονότα της ιστορίας και τα ερμηνεύει ευκολότερα και τα κατανοεί βαθύτερα. Οι προσωπικές της εμπειρίες την βοηθούν τώρα να κατανοήσει καλύτερα την γενικώτερη ιστορία του τόπου της και του κόσμου ολόκληρου.
Για να κατανόηση κανείς την Ιστορία πρέπει να την διαβάση μέσα, απ’ τον κρυστάλλινο φακό της Ενσαρκώσεως. Η Ενσάρκωσις του Θεού είναι το μυστικό κλειδί της κατανοήσεως των γεγονότων της Ιστορίας του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Χωρίς την Ενσάρκωσι η ιστορία της ανθρωπότητος φαίνεται τυχαία και άσκοπη. Ένα παιδί -λέει το ανέκδοτο – προσπαθεί να ταιριάση έναν χάρτη που είναι κομμένος σε μικρά κομμάτια, διαφορετικού σχήματος. Επειδή δυσκολεύεται, κάποιος για να το διευκολύνη του λέει: «Πίσω από τον χάρτη υπάρχει μια Εικόνα. Φτιάξε πρώτα την Εικόνα και ο χάρτης απ’ την άλλη μεριά θα ταιριάξη μόνος του»!
Τα γεγονότα της ιστορίας, αυτά καθ’ εαυτά, φαίνονται άσχετα μεταξύ τους. Όταν όμως τα δούμε υπό το πρίσμα της Ενσαρκώσεως, τότε τα πιο ασήμαντα περιστατικά αποκτούν ένα μεγάλο νόημα.
Το ίδιο ισχύει και για τη ζωή μας. Η ύπαρξις του καθενός μας μέσα στον Γαλαξία του σύμπαντος έχει τόση αξία όση και ένα μόριο σκόνης. Όταν όμως τη δούμε υπό το πρίσμα της αιωνιότητος (SUB SPECIAE AETERNITATIS) , τότε αποκτά αιώνια αξία. Τόσο μεγάλη αξία, ώστε όχι μόνο ο Γαλαξίας, αλλά το Σύμπαν ολόκληρο να μη μπορή να ισοφαρίση την αξία μιας και μόνης ανθρωπίνης υπάρξεως: «Τι ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού»; είπε ο Κύριος (Μαρκ. η' 36) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 128-129)
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, που ρωτήθηκε από τους αδελφούς τί είναι καταλαλιά και τί κατακριση, έδωσε την ακόλουθη εξηγηση: Με την καταλαλιά φανερώνει κανείς τα κρυφά έλαττώματα του αδελφού του. Με την κατάκριση καταδικάζει τα φανερά. Αν πει κανείς, λόγου χάρη, πως ο τάδε αδελφός είναι μεν καλοπροαίρετος και αγαθός, αλλά του λείπει η διάκριση, αυτό είναι καταλαλιά. Αν όμως πει ότι ο δείνα είναι πλεονέκτης και φιλάργυρος, τούτο είναι κατάκριση, γιατί με τον λόγο αυτό καταδικάζει τις πράξεις του πλησίον του. Η κατάκριση είναι χειρότερη από την καταλαλιά.
ΠΗΓΑΝ κάποτε αιρετικοί στον Όσιο Ποιμένα κι άρχισαν να λένε κατηγορίες εναντίον του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Ο Όσιος τότε σηκώθηκε επάνω, έδωσε εντολή στον υποτακτικό του να τους ετοιμάσει φαγητό και βγήκε έξω από το κελλί, για να μην μολύνει τ’ αυτιά του.
ΈΝΑΣ Γέροντας πνευματικός συμβουλεύει:
Αν συμβεί ποτέ να κατακρίνεις τον αδελφό σου και σε τύψει γι’ αυτό η συνείδησή σου, πήγαινε αμέσως να τον βρεις, εξομολογήσου ότι τον κατέκρινες και ζήτησέ του συγγνώμη.
Πρόσεχε στο εξής να μην σε παρασύρει ο διάβολος σ’ αυτό το αμάρτημα, γιατί η καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής.
Αν έρθει κάποιος άλλος σε σένα κι αρχίσει να κατηγορεί και να κατακρίνει έναν τρίτο, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθείς και του πεις: «Δίκαιο έχεις, έτσι είναι».
Καλύτερα να σωπάσεις ή να του πεις: «Εγώ, αδελφέ μου, είμαι καταδικασμένος για τις αμαρτίες μου. δεν έχω δικαίωμα να καταδικάζω άλλον». Μ’ αυτόν τον τρόπο και τον εαυτό σου σώζεις και τον αδελφό σου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 164-165)
82. Ήταν αναμάρτητη η Παναγία;
Φυσικά όχι. Αναμάρτητος στην κυριολεξία είναι μόνον ο Θεός που κατοικεί στους ουρανούς, ο πανάγιος Κύριος της δόξης. Ιδέα ή ίχνος αμαρτίας δεν μπορεί να υπάρξει στην πανάσπιλη φύση του. Αν μπορούσε ν’ αμαρτήσει, δεν θα ήταν Θεός αληθινός, πανάγαθος, πάνσοφος και παντοδύναμος. Αμαρτία και θεότητα αποτελούν έννοιες αντικρουόμενες. Στη γη δε, αναμάρτητος υπήρξε μόνον ο Κύριος, ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος όχι μόνο δεν αμάρτησε, αλλ΄ ούτε είχε τη δυνατότητα να αμαρτήσει. Αυτό, ως είδαμε, ήταν ακολουθία της μορφώσεως του θεανδρικού προσώπου του. Αν και ελεύθερος ο Χριστός, δεν μπορούσε ωστόσο να πέσει στην αμαρτία, γιατί το θέλημα της ανθρώπινης φύσεώς του, θεωμένο στην υποστατική ένωση, ακολουθούσε σταθερά το θείο του θέλημα. Άλλωστε ο Χριστός δεν είχε θέλημα γνωμικό, δηλαδή θέλημα έξω από το θεανδρικό του μυστήριος (Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), που μπορούσε ελεύθερα και αυτοπροαίρετα να αμαρτήσει.
Η Παναγία όμως δεν ήταν αναμάρτητη. Ως γνήσια απόγονος του Αδάμ, είχε στη φύση της τον ρύπο της προγονικής παραβάσεως και τη φθορά της πεσμένης φύσεως. Απ’ αυτά καθαρίστηκε κατά τη στιγμή του ευαγγελισμού της από τον άγγελο, όταν το Πνεύμα το άγιο επισκίασε τη φωτεινή μήτρα της. Κατόπιν, κατά τη Γραφή, κανείς δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος, Έστω και αν μία ημέρα είναι η ζωή του επί της γής. Ελαφρά και συγγνωστά αμαρτήματα είχε η Θεοτόκος ως το σημείο του Ευαγγελισμού της. Μετά όμως τη σύλληψη του Υιού του Θεού από το Πνεύμα το Άγιο, η χάρη του θείου Παρακλήτου την εκκαθάρισε τόσο βαθιά και της έδωσε τέτοια δύναμη, ώστε να μην πράττει καμία αμαρτία. Στη δυναμική αυτή είναι τοποθετημένοι και οι Άγιοι οι οποίοι με τη σταθερή τους προσήλωση στο αγαθό και με τη βοήθεια πάντοτε της χάριτος τον Θεού, φθάνουν στα μέτρα της πνευματικής τελειότητας, μένοντας δυσκίνητοι προς την αμαρτία και το κακό. Σε πλήρες μέτρο αυτό έγινε στους αγαθούς αγγέλους.
Η αναμαρτησία της Θεοτόκου δεν ήταν απόλυτη, αλλά σχετική: το πλήρες σημείο ηθικής τελειώσεως στο οποίο μπορούσε να φθάσει πλάσμα ανθρώπινο. Ήταν το απαστράπτον δοχείο της χάριτος, το όρος το «τετυρωμένον εν Πνεύματι», το οποίο έλκυσε την αγάπηση του Πλάστη, ώστε να λάβει από τα πάναγνα αίματά της την ανθρώπινη φύση του με την οποία έσωσε τον κόσμο από το θάνατο της αμαρτίας. Στη διάσταση της σχετικής αυτής αναμαρτησίας πρέπει να νοηθούν όλες οι επωνυμίες με τις οποίες διακοσμεί η Εκκλησία το άχραντο πρόσωπο της Θεοτόκου: Άσπιλη, αμόλυντη, άχραντη, πανάμωμη κ.τ.τ.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 117-118)
81. Τι πρεσβεύει περί της Θεοτόκου ο Προτεσταντισμός;
Οι Προτεστάντες, ως άνθρωποι λογικοκρατούμενοι, απορρίπτουν ορισμένες πτυχές του θεομητορικού δόγματος. Και ενώ δέχονται την παρθενική σύλληψη του Χριστού, περί της οποίας ομιλεί σαφώς η Γραφή, αρνούνται την παρθενική γέννησή του, γιατί μια γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά την παρθενία της όποιας μητέρας. Αυτό βέβαια είναι αληθινό στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Κάθε μάνα που γεννά δεν μπορεί να παραμένει παρθένος. Πέρα από τα στεγανά όρια της φύσεως και της λογικής οι άνθρωποι δεν έχουν αίσθηση της μυστηριακής πραγματικότητας, η οποία νικά «φύσεως τάξιν». Κατ’ αυτούς ο τρόπος γεννήσεως του Χριστού δεν έχει μεγάλη σημασία. Δεν προσδίδει μεγάλο αξίωμα στη Μητέρα. Δεν μπορούν να την εντοπίσουν στην υπερφυσική διάσταση του μυστηρίου της. Δεν μπορούν να δουν την κοινότητα του τόκου του Υιού του Θεού που γίνεται, η άφθαρτη απαρχή μιας νέας πνευματικής ανακαίνισης και αναγέννησης των ανθρώπων. Μιας αναγέννησης που σπάει τα δεσμά της φθοράς που απορρέουν από την παλαιότητα της φύσεως του Αδάμ. Μένουν ασάλευτα δεμένοι με τη φύση. Η υπερφύση δεν τους ακουμπά.
Πολύ λιγότερο δεν μπορούν να δεχτούν το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Κατά τους Προτεστάντες μετά τη γέννηση του Ιησού, η Μαρία ήλθε σε γαμική σχέση με τον Ιωσήφ, από την οποία απέκτησε τέκνα, τους φερομένους ως αδελφούς του Χριστού. Τις αντιλήψεις τους αυτές, προσπαθούν να τις στηρίξουν στην αγία Γραφή. Έτσι προσάγουν τα χωρία, εις τα οποία μνημονεύονται οι αδελφοί του Κυρίου και το Ματθ. 1,25: «ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον». Κακώς όμως, γιατί αδελφοί του Ιησού μπορούν να είναι στενοί συγγενείς του είτε από την πλευρά του Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του από πρότερο γάμο) είτε από την πλευρά της Θεοτόκου. Την έννοια του αδελφού σημαίνοντος τον εξάδελφον η ανεψιό, απαντούμε σε πολλά χωρία της Γραφής: Γεν. 12,5. 13,8. 29,15. Η φράση «έως ου» στην οποία στηρίζουν οι Διαμαρτυρόμενοι τη γνώμη τους, οτι δηλαδή ο Ιωσήφ δεν είχε σαρκική σχέση με τη Μαρία μέχρις ότου γέννησε τον Υιό της και μετά ταύτα ήλθε σε γαμική συνένωση με τη Μαρία, δεν μπορεί αναγκαίως να στηρίξει τις απόψεις τους. Ο χρονικός προσδιορισμός αναφέρεται σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο για το οποίο ενδιαφέρεται ο ομιλών, αφήνοντας τη χρονική συνέχεια ακαθόριστη. Στο Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί του κόρακος που βγήκε από την κιβωτό του Νώε, ο οποίος δεν επέστρεψε σ’ αυτήν «έως του ξηρανθήναι το ύδωρ». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο κόραξ γύρισε πίσω μετά την αποξήρανση των υδάτων (βλ. Ψαλμ. 122,2). Ομοίως και η λέξη «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην τον πρώτο μεταξύ πολλών αδελφών, αλλά τον πρώτο γεννηθέντα (βλ. Εξόδ. 34,19 εξ.), άσχετα αν ακολουθούν η όχι άλλοι αδελφοί.
Άλλωστε δεν θα ήταν σοβαρό να πιστέψουμε, ότι η Θεοτόκος μετά την πείρα της ως Μητέρας του Θεού και την αίγλη του θαύματος στο οποίο τόσο επάξια λειτούργησε, θα είχε σκέψη και επιθυμία να έλθει σε γαμική σχεση με άντρα. Ο Ιωσήφ ήταν απλώς «μνήστωρ» (αρραβωνιαστικός της Θεοτόκου) και όχι σύζυγός της.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 115-117)
80. Μπορούσε ένα ανθρώπινο πλάσμα να γεννήσει το Θεό;
Με το δικό μας μυαλό και στη βάση της φυσικής τάξεως του κόσμου κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί. Ο Θεός δεν είναι όν φυσικό για να μπορεί να γεννηθεί όπως γεννώνται όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Μια τέτοια γέννηση δεν θα είχε νόημα. Τότε μόνο θα ήταν δυνατή, αν, είτε η Μητέρα του ήταν και αυτή Θεά, της ίδιας δηλαδή φύσεως με αυτόν, ώστε το όμοιο να γεννήσει το όμοιο, είτε ο Θεός κατέβαινε στην τάξη των κτισμάτων, ώστε κτίσμα να γεννήσει άλλο κτίσμα.
Ποια είναι τότε η σημασία της γεννήσεως του Θεού; Γεννήθηκε ή όχι ο Υιός του Θεού; Και γεννήθηκε και δεν γεννήθηκε. Δεν γεννήθηκε φυσιολογικά, γεννήθηκε όμως μυστηριακά. Το πρώτο, γιατί η φύση του Θεού δεν μπορεί να υπαχθεί σε φυσικές καταστάσεις αρμόζουσες σε κτίσματα το δε δεύτερο, γιατί κατά τη γέννηση ο Θεός ήταν βαθιά ενωμένος με τον άνθρωπο «εξ άκρας συλλήψεως». Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κέντρο του μυστηρίου, το οποίο εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Αυτό που βγήκε από την κοιλιά της Μαρίας δεν ήταν απλός άνθρωπος («ψιλός» όπως έλεγε ο Νεστόριος), αλλ΄ άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως. Ήταν Θεάνθρωπος. Έτσι του Χριστού η μεν γέννηση ως ανθρώπου ήταν φυσική, ως Θεού δε υπερφυσική. Από την πλευρά της Μαρίας ο Χριστός πήρε φύση ανθρώπινη πραγματική. Η Μαρία ήταν άνθρωπος και γέννησε άνθρωπο. Από δε την πλευρά του Θεού, η σύλληψη και η γέννηση του ήταν γεγονότα υπερφυσικά.
Η σύλληψη του Χριστού ήταν παρθενική, όπως παρθενική ήταν και η γέννησή του. Σ’ αυτές δεν λειτούργησαν οι φυσικοί νόμοι, όπως σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Ο Χριστός δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνέργεια του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της. Η Μαρία ήταν και παρθένος και μητέρα, Παρθενομήτωρ. Αυτό συνιστούσε το θαύμα της: «Τις γαρ έγνω μητέρα άνευ ανδρός τετοκυίαν;» ψάλλει με σεμνοπρέπεια η Εκκλησία μας. Ως υπερφυσική η γέννηση του Χριστού ήταν ανώδυνη (χωρίς να προκαλέσει πόνο) και αλόχευτη. Η Μαρία δεν ένιωσε τις οδύνες του τοκετού, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της πτώσεως. Ούτε είχε και τα φυσικά λόχια, που ακολουθούν σε κάθε φυσική γέννηση.
Η Μαρία ήταν Μητέρα αειπάρθενη. Σ’ αυτό επικεντρώνεται η πίστη της Ορθοδοξίας μας, που ψάλλει με περίσεμνη χαρά τα μεγαλεία του απείρανδρου τόκου της.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 114-115)