Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε,δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,η έρημός μου λαό,τα περιβόλια μου αηδόνια. Λοιπόν; Πώς σου φαίνονται; Είδεςτα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;Είδες τι όμορφα που πέφτει το φωςστις γαλήνιες κοιλάδες μου;Κι έχω ακόμη καιρό!Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται. Όμως,δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.Γιατί…
Είμαι κι εγώμια μικρή λεπτομέρειαμέσα στην τραγικήιστορία του σύμπαντος.Τα κύτταρά μου διεχώρισασε άπειρα πολλοστημόριαγια να τ' αγαπήσω όλαόσα κινούνται στη γη,όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονταικι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν.Μα δε βρέθηκε τίποτεμέσα στ' άπειρα πλάσματαμιαν αχτίδα τού ήλιουνα μου βάλει στο μέτωπο.Χάνομαι τόσο νωρίςστη γλαυκή απεραντοσύνηγιατί δε μ' αγάπησε τίποτε. Νικηφόρος Βρεττάκος
Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω. Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς. Νικηφόρος Βρεττάκος
Σελίδα 3 από 3