Ένας φοβερός «τοις δαίμοσιν»Αναφέρει το Λειμωνάριο για κάποιον μοναχό: «Μέγας εστί και φοβερός υπάρχει τοις δαίμοσιν, οίος γαρ έλθη ώδε ενοχλούμενος υπό πνεύματος ακαθάρτου, παρέχει αυτώ την ίασιν». Τα λόγια αυτά θα μπορούσαμε να τα επαναλάβουμε επακριβώς και για τον πνευματικό παπα-Σάββα. Με τους ασκητικούς του ιδρώτες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, την έντονη μυστηριακή ζωή, την μελέτη, την νήψι, την θεωρία και την δύναμι της ευχής της ευχής του μακαριστού γέροντα του, κατενίκησε την δύναμι του διαβόλου. Στις μάχες του με τον κόσμο των πονηρών πνευμάτων έβγαινε πάντοτε νικητής.Κάτι που εκμυστηρεύτηκε ο παπα-Σάββας στον π. Ιωακείμ Σπετσιέρη μάς…
ΈΝΑΣ αρχάριος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν ουράνια μυστήρια. - Μην μακαρίζεις μόνο αυτούς, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους. - Πριν λίγες ημέρες, Αββά, είπε πάλι ο αδελφός, είδα ένα μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον θαύμασα. - Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μην γίνω ο ίδιος περίγελως του…
Τα γεράματα ταπεινώνουν τον άνθρωπο Πόσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος στα γεράματα! Οι γέροι σιγά-σιγά χάνουν τις δυνάμεις τους και μοιάζουν σαν το γερασμένο γεράκι. Όταν γεράση το γεράκι, πέφτουν τα φτερά του και οι φτερούγες του μετά είναι σαν σπασμένες τσατσάρες. Θυμάμαι, στην Μονή Φιλοθέου ήταν ένας Προϊστάμενος που είχε πάει το 1914 εθελοντής από την Σμύρνη στην Αλβανία, για να εκδικηθή τους Τούρκους, που είχαν σφάξει τον πατέρα του. Μια φορά έπιασε έναν Τούρκο και πήγε να τον σφάξη. Εκείνος του είπε: «Η δική μας θρησκεία είναι άχαρη.Μας λέει και να σφάζουμε και να σκοτώνουμε. Η δική σας όμως…
Οι πειρασμοί του Μ. Αντωνίου Από την αρχή της μοναχικής του ζωής ο Μ. Αντώνιος δοκίμασε φοβερούς πειρασμούς. Ο διάβολος του ψιθύριζε: -Αντώνιε, τι θα πη ασκητική ζωή; Ξέχασες τα πατρικά σου κτήματα, τους συγγενείς, τα πλούτη, τη δόξα, τις ανέσεις; Δεν ξέρεις ότι έχεις κι εσύ δικαιώματα στη ζωή; Ότι ο δρόμος της αρετής είναι δύσκολος και σχεδόν ακατόρθωτος; Ότι το σώμα σου είναι ασθενικό και δεν θα υποφέρη την πολλή κακοπάθεια; Άλλοτε πάλι του τάραζε την σκέψη στις ώρες του ύπνου με ανήθικους λογισμούς. Έπαιρνε ακόμα διάφορες μορφές ασέμνων γυναικών, για να τον οδηγήση στην ακολασία ή αγρίων…
ΈΝΑΣ αρχάριος αδελφός πήγε να συμβουλευτεί τον Αββά Πιστάμωνα. - Όταν φτάσει η ώρα να πουλήσω το εργόχειρό μου, Αββά, με πιάνει στενοχώρια. - Γιατί, παιδί μου; του είπε ο Γέροντας. Μήπως όλοι οι Πατέρες, κι ο Αββάς Σισώης ακόμη, δεν ήταν αναγκασμένοι να πουλούν τα εργόχειρά τους για να βγάλουν την διατροφή τους; - Αν μπορώ να εξασφαλίσω διαφορετικά το ψωμί μου, δεν είναι καλύτερα να μην φροντίζω για εργόχειρο; ρώτησε πάλι ο αδελφός. - Όχι, του αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας. Κι όταν ακόμη έχεις περισσότερα από όσα σου χρειάζονται για να ζήσεις, μην περιφρονείς την εργασία, που είναι…
ΈΝΑΣ νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς κατόρθωσαν οι παλαιότεροι Πατέρες να φτάσουν σε μεγάλα μέτρα αρετής, ενώ οι νεώτεροι, αν και κοπιάζουν κι αυτοί, δεν μπορούν να προοδεύσουν. - Εκείνοι, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο Αββάς, είχαν σαν κύριό τους έργο την προσευχή κι όλα τ’ άλλα τα θεωρούσαν πάρεργο. Οι σημερινοί μοναχοί θεωρούν έργο τα σωματικά και πάρεργο την προσευχή, γι΄ αυτό κοπιάζουν δίχως ψυχική ωφέλεια. Λησμονούν τα λόγια του Σωτήρος «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ' 33). (Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη,…
ΠΗΓΑΝ κάποτε, πολύ πρωί, στην καλύβα του Αββά Αχιλλά οι συνασκητές του, ο Αββάς Αμμώης με τον Αββά Βιτίμιο, και βρήκαν τον Γέροντα να πλέκει το ψαθί του: - Από τώρα επιασες δουλειά, Αββά; τον ρώτησαν. - Από το περασμένο βράδυ, τους ομολόγησε εκείνος, μέχρι τώρα έχω πλεξει είκοσι οργιές χωρίς νατις χρειάζομαι. Αλλά φοβάμαι μήπως αγανακτήσει εναντίον μου ο Θεός και με καταδικάσει με τους οκνηρούς, όταν μπορώ να εργασθώ και δεν το κάνω. Θαυμάζοντας την φιλεργία του Γέροντα οι δυό Αββάδες, έφυγαν ωφελημένοι. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αυστηρά οι συνασκητές του κάποιον αδελφό, που εργαζόταν την ημέρα που γιόρταζαν την μνήμη…
ΔΥΟ συνασκητές βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθεί. Του εμπιστεύθηκε τότε ο άρρωστος πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μην τον βρει έτσι ο θάνατος.Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φωτίσει να χειριστεί σωστά την υπόθεση, για να μην προξενήσει περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια.Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάει κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάσει καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε…
ΑΠΟ τρία πράγματα δεν μπορώ τελείως να ελευθερωθώ, έλεγε ο Αββάς Ποιμήν. Από το φαγητό, από τα ενδύματα κι από τον ύπνο. Αγωνίζομαι όμως να τα περιορίσω στο ελάχιστο. ΕΙΠΑΝ κάποτε στον παραπανω Όσιο πως κάποιος αδελφός στην σκήτη δεν έπινε κρασί.- Κρασί; έκανε έκπληκτος εκείνος. Μα τέτοιο πράγμα δεν επιτρέπεται καθόλου στους μοναχούς. ΕΛΕΓΑΝ με θαυμασμό οι αδελφοί στην σκήτη για τον Αββά Σαρματά πως τόσο πολύ είχε υποτάξει τον ύπνο με την διαρκή εγκράτεια, που όταν του έλεγε, έλα, ερχόταν, κι όταν πάλι του έλεγε να φύγει, έφευγε. (Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου…
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαριά και του κόπηκε η όρεξη. Ο υποτακτικός του, για να τον ευχαριστήσει, τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να του φτιάξει μια μικρή πίτα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από την βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους. Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μην τον λυπήσει, δεν είπε τίποτε. Βίασε τον εαυτό του να φάει, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύση. Βλεποντάς τον ανόρεκτο ο νέος,…