«Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σειράχ 7:36). Δηλαδή «Να θυμάσαι πάντα τα τέλη της ζωής σου, και ποτέ δεν θ’ αμαρτήσεις» Έτσι έγινε με τον μοναχό Ησύχιο τον Χωρηβίτη, ο οποίος, έπειτα από μια βαριά αρρώστια, πέθανε. Η ψυχή του, όμως, ύστερ’ από μιάν ολόκληρη ώρα, επανήλθε στο σώμα. Τότε εκείνος ικέτεψε όλους όσοι ήταν κοντά του να φύγουν αμέσως και να τον αφήσουν μόνο. Και αφού έχτισε την πόρτα του κελιού του, έμεινε κλεισμένος εκεί μέσα για δώδεκα χρόνια, χωρίς να μιλήσει καθόλου με κανέναν και χωρίς να φάει τίποτ’ άλλο πέρα από ψωμί…
ΟΤΑΝ αισθάνθηκε πώς έφτανε το τέλος του, παρήγγειλε ο Όσιος Αρσένιος στον μαθητή του να μην φροντίσουν να τον θάψουν. Εκείνοι τον άκουσαν ταραγμένοι. -Δεν ήρθε ακόμη η στιγμή, τους καθησύχασε. Όταν φτάσει, θα σάς το φανερώσω. Πλήν όμως θα ζητήσω ευθύνες από σάς μπροστά στο βήμα του Κριτού, αν τολμήσετε και δώσετε σε άνθρωπο το λείψανό μου. -Τί να το κανουμε, Αββά; ρώτησαν εκείνοι. -Δέστε το μ’ ένα σχοινί και σύρτε το ως την κορυφή του βουνού. Από κεί ρίξτε το στην χαράδρα να το φάνε τα όρνια. Τα έλεγε αυτά ο Άγιος γιατί φοβόταν και την μετά θάνατον…
ΔΥΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ αδέλφια συμφώνησαν ν’ ασκητέψουν. Βγήκαν στην έρημο κι έφτιαξαν δυο χορτοκαλύβες σε αρκετή απόσταση την μια από την άλλη. Έβαλαν και αυστηρούς κανονισμούς στον εαυτό τους, να μην βγαίνουν έξω από τις καλύβες τους και να μην βλέπονται μεταξύ τους, για να μην σκορπίζεται ο νους τους στα εγκόσμια, αλλά να κάνει καθένας μόνος με σιωπή το εργόχειρό του, να προσεύχεται αδιαλείπτως και ν’ αγωνίζεται για την Βασιλεία των Ουρανών.   Ύστερα από μερικά χρόνια, ο νεώτερος αρρώστησε βαριά. Όταν το έμαθαν οι γύρω Ερημίτες, πήγαν να τον επισκεφθούν. Τον βρήκαν σε έκσταση.   -Τι είδες, αδελφέ; τον…
676. «Αγιασθήτων (δηλαδή: ας δοξασθή) το όνομά σου». Αυτή είναι η πρώτη μας επιθυμία και το πρώτο μας αίτημα: να δοξασθή το όνομα του Θεού μες από την ίδια μας τη ζωή. Ας μη λησμονούμε ότι κτισθήκαμε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Αλλά αλλοίμονο, πέσαμε, χάσαμε τη θεία μας δόξα και τώρα ερχόμαστε στον κόσμο δεμένοι με την αμαρτία. Η κατάστασίς μας είναι «νόθων και ουχ υιών» (Εβρ. ιβ’ 8). Πρωτίστη λοιπόν φροντίδα μας ας είναι να μοιάσουμε ξανά στον Ουράνιο Πατέρα μας, το θείο Πρωτότυπό μας. Ο Ίδιος ο Κύριος μας το απαιτεί: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι»…
- Γέροντα, ποια είναι η βοήθεια που δέχονται οι κεκοιμημένοι με την προσευχή μας; - Να σου πω ένα παράδειγμα: Αν μια μέρα με έβρισκες στο υπόγειο και έλεγες στην Γερόντισσα: «κρίμα είναι, δεν τον βάζουμε στον επάνω όροφο, ώστε, όσο ζήση, να βλέπει τον ήλιο;», τι λες, δεν θα το έκανε η Γερόντισσα; - Σίγουρα θα το έκανε, Γέροντα. - Έ, λοιπόν, αν θα το έκανε αυτό η Γερόντισσα, ο Θεός δεν θα χαρίσει στους κεκοιμημένους την ανακούφιση που του ζητάμε; Δεν θα τους μεταφέρη σε καλύτερη φυλακή ή ακόμη και σε διαμέρισμα;   Από νέος γνώριζα μια γριούλα η οποία, αντίθετα με την…
«ίνα το δοκίμιον υμών της πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου του απολλυμένου διά πυράς δε δοκιμαζομένου ευρεθή εις έπαινον και τιμήν και δόξαν εν αποκαλύψει Ιησού Χριστού» (Α’ Πέτρου 1,7) Αδελφοί μου, η πίστη μας δοκιμάζεται πιο συχνά απ’ όσο ένα καλάμι κλυδωνιζόμενο στους ανέμους. Οι δοκιμασίες είναι σαν τους δυνατούς ανέμους: μια αδύναμη πίστη την ξεριζώνουν, αλλά μια δυνατή πίστη την δυναμώνουν ακόμη περισσότερο. Επίσης, οι δοκιμασίες είναι σαν τις φλόγες, μέσα στις οποίες το άχυρο καίγεται και το χρυσάφι καθαρίζεται. Αλλά και οι θεωρίες και οι εικασίες του ανθρώπου δοκιμάζουν την πίστη μας. Αυτές, συνήθως, είναι όπως οι πολλοί ισχυροί…
ΕΝΩ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ κάποτε με τους μαθητές του ο Αββάς Σιλουανός, έπεσε σε έκσταση κι έμεινε πολλή ώρα γονατισμένος, ακουμπώντας το κεφάλι του στην γη. Όταν σηκώθηκε, τον είδαν κλαμένο. - Γιατί θλίβεσαι, Αββά; τον ρώτησαν οι αδελφοί. Ο Όσιος τότε αναγκάστηκε να τους φανερώσει πώς ο νους του την ώρα της προσευχής ξεπέρασε τον γήινο κόσμο κι έφτασε στην μερική κρίση και είδε πολλούς μοναχούς να καταδικάζονται και να οδηγούνται στην κόλαση, ενώ πολλοί κοσμικοί ανέβαιναν στην αιώνιο Βασιλεία. Η καταδίκη εκείνων που άφησαν τον κόσμο για ν’ αφιερώσουν τον εαυτό τους ολοκληρωτικά στην λατρεία του Θεού, τόσο έθλιβε τον…
ΕΝΩ περπατούσε κάποτε φιλοσοφώντας πολύ βαθιά στην έρημο ο Μέγας Μακάριος, βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σάλεψε με το ραβδί του και σαν να ήταν ζωντανό το ρώτησε: -Ποιος είσαι; -Ιερεύς της Ισίδος, αποκρίθηκε εκείνο, σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει. Εσύ είσαι ο Μακάριος, δεν είναι έτσι; Άκουσε λοιπόν: Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, παίρνουν λίγη άνεση. Ο Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει για τις τιμωρίες του Άδη και για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους φυλακισμένους του. -Όσο απέχει ο ουρανός από την γη, εξήγησε το…
Να ευχόμαστε πάντοτε για τους κεκοιμημένους-Στο οστεοφυλάκιο, Γέροντα, καίνε καντήλι;-Ναι, είναι μια προσφορά για τους νεκρούς. Και μόνον ένα κερί να ανάψουμε για την ψυχή κάποιου κεκοιμημένου, βοηθιέται πολύ.-Τους κεκοιμημένους να τους θυμόμαστε και να ευχόμαστε πάντοτε γι’ αυτούς. Να μην παραλείπουμε να προσευχόμαστε για τις ψυχές τους, για να βρουν ανάπαυση. Εγώ, κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία στο Καλύβι, κάνω μνημόσυνο και για όλους τους κεκοιμημένους των οποίων «τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν», Στο Άγιον Όρος, στα Μοναστήρια, το απόγευμα της Παρασκευής κάνουν «Τρισάγιο» με κόλλυβα για τους κεκοιμημένους και το Σάββατο το πρωί κάνουν τον Όρθρο στο Καθολικό…
«Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν»-Γέροντα, πονάτε;-Εσύ τι λες; Αν δεν ξημερώσω απόψε, τότε θα έχω μεγάλη ήμεραδεν θα βραδιάζει ποτέ ούτε θα ξημερώνει! Τον ήλιο κρατήστε τον εσείς!-Γέροντα, όταν πλησιάζει ο καιρός να φύγη από αυτήν την ζωήκάποιος που είναι τακτοποιημένος πνευματικά, άραγε πως νιώθει;-Πού να ξέρω;-Γέροντα, δεν σας είπε κανένας καμμιά φορά;«Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», δεν λέει;Άρα, αυτή η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος είναι μετάβασηπρος την αληθινή ζωή. Επομένως, πηγαίνει χαρούμενος προς την ζωή!-Γέροντα, πολλοί Άγιοι έχουν δει ψυχές όταν φεύγουν από το σώμα.Τι μορφή έχουν;-Είναι σαν παιδάκια. Στην άλλη ζωή όλοι…