‘Το αφεντικό μου οδηγούσε κάθε μέρα ένα πολυτελές αυτοκίνητο και εγώ είχα το καθήκον να του ανοίγω την πόρτα της βίλας του καθώς δούλευα σαν νυχτοφύλακας εκεί. Πάντα τον χαιρετούσα αλλά αυτός ποτέ δεν ανταπέδιδε τον χαιρετισμό μου.’ ‘Μια μέρα με είδε που άνοιγα μια σακούλα με σκουπίδια για να βρω φαγητό. Αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα. Ήταν σαν να μην υπήρχα.’ ‘Την άλλη μέρα βρήκα στο ίδιο σημείο μια σακούλα με φρέσκο φαγητό, λες και κάποιος το είχε μόλις αγοράσει από το σούπερ μάρκετ Χαρούμενος το πήρα και δεν έδωσα μεγάλη σημασία για το πως βρέθηκε εκεί.’ ‘Κάθε…
Κάποιος άνθρωπος υπέστη οικονομική καταστροφή και κατάντησε άδοξος από ένδοξος και φτωχός από πλούσιος. Ο άνθρωπος αυτός σχεδίαζε όλες τις δυνατές λύσεις στην περιπέτειά του, αφού είχε καταντήσει πάμφτωχος, επειδή του έλειπαν ήδη και αυτά τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση της οικογένειάς του. Αλίμονο! μέχρι και ποιο σημείο η ανέχεια βιάζεται να προχωρεί! Στην απελπισία του, λοιπόν, επάνω πήρε την απόφαση να εκδίδει τις θυγατέρες του (είχε τρεις, που διακρίνονταν για το υπέροχο κάλλος και την εξαιρετική ομορφιά τους) προς ακολασία σ’ αυτούς που το επιθυμούν, παίρνοντας χρήματα, και έτσι να εξασφαλίζει την τροφή για τον εαυτό του και…
Περπατούσα στην παραλία της Θεσσαλονίκης απόγευμα προς βράδυ, όταν ένας τοξικομανής με πλησίασε. Δε μου ζήτησε λεφτά, αλλά με ρώτησε αν μπορούσα να του αγοράσω μια ρόκα (καλαμπόκι) που έψηνε κάποιος πιο κάτω σε ένα μικρό πάγκο που είχε στήσει.Τον ρώτησα αν ήθελε και κάτι άλλο. Μου είπε ότι ήθελε να πάω να του την αγοράσω εγώ επειδή χρωστούσε στον καλαμποκιά και ίσως να μη του έδινε! Πήγα και αφού του την έφερα, με ρώτησε αν μπορώ να κάτσω λίγο μαζί του η αν ντρέπομαι! Του απάντησα ότι θα ντραπώ, αν δεν κάτσω.Τότε μου είπε το εξής εκπληκτικό!''Φίλε, μακριά από…
Αρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Αὐτή τή στιγμή μοῦ ἔρχεται στή μνήμη μου τό παράδειγμα μιᾶς πολύ ἁπλῆς γυναίκας τοῦ λαοῦ, πού εἶχα συναντήσει στό ἐξωμολογητάριο, πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Δέν τήν γνώριζα, οὔτε τήν γνωρίζω· οὔτε ἄν τή δῶ στό δρόμο θά τή θυμηθῶ. Θά πλησίαζε τά 70. Ἲσως νά τήν ἔχει καλέσει ὁ Θεός τώρα.Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε, δέν θυμᾶμαι πῶς, ἦλθε τό θέμα γιατί αὐτό δέν εἶχε σχέση μέ ἁμαρτίες, τή ρώτησα ἄν ἐργάζεται.- Ὄχι, πάτερ μου, σταμάτησα· δέν μπορῶ πιά ἄλλο νά ἐργάζομαι.- Καί πῶς ζῆς; Ἔχεις σύνταξη;- Ὄχι, οὔτε σύνταξη ἔχω.Μέ κοίταξε λίγο ἔτσι καχύποπτα, ἀγράμματη ἡ καημένη καί…
Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα ότι στην Αλεξάνδρεια συνάντησε έναν φτωχό που έτρεμε από το κρύο· στάθηκε την ώρα εκείνη και συλλογίσθηκε: «Πως εγώ που έχω την ιδέα ότι είμαι ασκητής φορώ χιτώνα, και αυτός ο φτωχός -καλύτερα ο Χριστός- πεθαίνει από το κρύο; Σίγουρα αν τον αφήσω και πεθάνει, θα κριθώ την ημέρα της Κρίσεως ως φονιάς». Και ξεντύθηκε ως καλός αθλητής και έδωσε το ρούχο που φορούσε στον φτωχό και καθόταν έχοντας στη μασχάλη του το μικρό ευαγγέλιο, που το κρατούσε πάντοτε. Περνώντας από κει αυτός που αποκαλείται ο επί της τάξεως, σαν τον είδε γυμνό, του λέει:…
Σε ένα χωριό της Γαλλίας υπήρχε ένα άγαλμα του Χριστού που καταστράφηκε εξαιτίας βομβαρδισμού. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι χωρικοί αποφάσισαν να ξαναφτιάξουν το άγαλμα ενώνοντας όλα τα σπασμένα κομμάτια. Βρήκαν πράγματι όλα τα κομμάτια, εκτός από τα δύο χέρια του Χριστού.«Πώς μπορούμε να ξαναφτιάξουμε το άγαλμα του Χριστού, αφού δεν βρίσκουμε τα χέρια;» - σκέφτηκαν. Ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, όταν ένας από τους χωρικούς υπέβαλε μία καινούργια ιδέα. Ενθουσισμένοι τότε όλοι, ξανάφτιαξαν το άγαλμα στην εντέλεια, εκτός από τα δύο χέρια και χάραξαν στη βάση του αγάλματος τη σκέψη, που τους υπέβαλε ο συγχωριανός τους.«Δεν έχω χέρια παρά…
Δικαιολογίες.    Λέγουν μερικοί γονείς: «Προσπαθώ ν’ αποκτήσω πολλά, γιατί έχω παιδιά». Και για να αποκτήση πολλά, αναγκάζεται να μην αφήση αργία, ούτε Κυριακή πολλές φορές, και πλεονέκτης να γίνεται και το χέρι του σφικτό να είναι. Βλέπει άλλους να έχουν ανάγκη και αυτός πραγματοποιεί περιττά έξοδα και επικαλείται σαν δικαιολογία τα παιδιά.Λέγει ο Μ. Βασίλειος (παρόμοια λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος) σ’ εκείνους που προφασίζονται ότι δεν κάνουν ελεημοσύνη, διότι πρέπει ν’ αποκαταστήσουν τα παιδιά τους: «Αδελφέ μου, όταν ζητούσες από τον Θεό να σου στείλη μια καλή γυναίκα, να κάνης οικογένεια, και να σου δώση και παιδιά, πρόσθετες: “δος…
«Όλο το 1919 η Μονή Αγίου Σεργίου δοκιμάσθηκε. Από στέρησι και πείνα. Δεν είχε ούτε ψωμί.Στις 16 του Νοεμβρίου 1919 μια γερόντισσα απ’ τα γύρω χωριά, η Νίνα Στεφάνοβνα Αριστόβα, ζήτησε να δη τον ηγούμενο. Ο αρχιμανδρίτης Κρονίδης τη δέχτηκε αμέσως. Κι εκείνη του εξήγησε, ότι έμαθε τη στέρησί τους, και τους έφερε ότι μπορούσε: ψωμί, ζάχαρη, καφέ! Ταράχθηκε ο π. Κρονίδης βλέποντας τη γνωστή του πτωχή γυναίκα, να γεμίζη ένα τραπέζι πράγματα! Και της είπε:-  Συγχώρεσέ με, Νίνα Στεφάνοβνα. Δεν μπορώ να τα δεχθώ από σένα. Γιατί ξέρω την πτώχεια σου και τις ανάγκες σου.Ακούγοντας τα λόγια αυτά η…
“O Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια…”«Θέλω να σας μιλήσω πάτερ για κάτι σοβαρό».Η κοπέλα στεκόταν στην είσοδο του ιερατικού γραφείου, περιμένοντας την άδεια για να προχωρήσει. Δεν είχε παρουσιαστικό «θρησκευόμενου» ανθρώπου. Φορούσε κολλητό παντελόνι και ήταν βαμμένη έντονα.Ο ηλικιωμένος ιερέας την κοίταξε με καλοσύνη. «Παρακαλώ. Ό,τι θέλετε!». Η κοπέλα προχώρησε και κάθισε μπροστά στο γραφείο του ιερέα. «Θέλω τη συμβουλή σας», είπε κοφτά και με αποφασιστικότητα. «Η μητέρα μου είναι στα τελευταία της. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωή της δουλεύοντας τη νύχτα σε άσχημα μέρη… Ξέρω… Ίσως να σας σκανδαλίζω λίγο…». Δίστασε κοιτάζοντας τον ιερέα εξεταστικά…
«Η υπομονή μιας πιστής γυναίκας». Αγίου Κασσιανού"Θα ήθελα να σας δώσω γι’ αυτή την υπομονή δύο ακόμα παραδείγματα.Το πρώτο είναι το παράδειγμα μιάς αφιερωμένης στον Θεό γυναίκας. Αυτή εργαζόταν με τόση συνέπεια την αρετή της υπομονής,ώστε όχι μόνο δεν απέφευγε τις επιθέσεις των πειρασμών, αλλά φρόντιζε η ίδια να προκαλεί τον πειρασμό, ώστε έτσι να ασκείται και να υπομένει, όσο συχνά κι αν οι πειρασμοί της επετίθεντο. Αυτή η γυναίκα ήταν απόγονος επιφανούς οικογένειας,κατοικούσε στην Αλεξάνδρεια και υπηρετούσε ευλαβικά τον Κύριο, παραμένοντας στο σπίτι που της είχαν αφήσει κληρονομιά οι γονείς της. Πήγε λοιπόν αυτή κάποτε και βρήκε τον μακαριστό…