Του Αββά ΜιλησίουΠερνώντας ο Αββάς Μιλήσιος από κάποιο τόπο, είδε να έχουν συλλάβει ένα μοναχό, γιατί δήθεν είχε κάμει φόνο. Πλησίασε ο γέρων και ρώτησε σχετικά τον αδελφό. Και μαθαίνοντας ότι ήταν συκοφαντία, λέγει σ’ αυτούς όπου τον είχαν συλλάβει: «Πού είναι ο σκοτωμένος;». Και του έδειξαν. Πλησιάζοντας λοιπόν τον σκοτωμένο, είπε σε όλους να προσευχηθούν. Αφού δε ο ίδιος ύψωσε τα χέρια προς τον Θεό, σηκώθηκε ο νεκρός. Και του είπε μπροστά σε όλους: «Πες μας, ποιος σε σκότωσε;». Και εκείνος είπε ότι μπήκε στην εκκλησία, έδωσε χρήματα στον πρεσβύτερο και αυτός τότε του επετέθη και τον σκότωσε. Και,…
ΈΝΑΣ Ερημίτης κάποτε νήστεψε συνέχεια εβδομήντα εβδομάδες και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει την έννοια κάποιου γραφικού ρητού, που δεν μπορούσε να καταλάβει. Επειδή όμως δεν του την φανέρωσε ο Θεός, είπε μια μέρα στον εαυτό του: - Γιατί να κοπιάζω και να περιμένω άσκοπα; Δεν πάω να ρωτήσω τον γείτονά μου Γέροντα; Ίσως εκείνος να γνωρίζει. Μόλις όμως ξεκίνησε να πάει, του έστειλε ο Θεός Άγγελο και του φανέρωσε εκείνο που ζητούσε. - Γιατί τόσον καιρό δεν ερχόσουν; τον ρώτησε ο Γέροντας. - Για να ταπεινωθείς και να ζητήσεις την συμβουλή άλλου, αποκρίθηκε ο Άγγελος. ΠΗΓΕ ένα βράδυ βιαστικός…
ΌΠΟΙΟΣ μπαίνει σε μυροπωλείο, έλεγε κάποιος Γέροντας, κι αν ακόμη δεν αγοράσει κανένα άρωμα, βγαίνει έξω γεμάτος ευωδία.Το ίδιο συμβαίνει σ’ εκείνον που συναναστρέφεται αγίους ανθρώπους. Παίρνει επάνω του το πνευματικό άρωμα της αρετής τους. ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ είχαν συνήθεια να πηγαίνουν μια φορά τον χρόνο στον Αββά Αντώνιο, για να διδάσκονται από τον Μέγα Όσιο.Οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις. Έτσι, έδιναν αφορμή στον Άγιο να ξεχύνει τον ποταμό της θείας σοφίας που τον κατεκλυζε.Ο τρίτος άκουγε πάντοτε σιωπηλός χωρίς να ρωτά.Κάποτε τον ρώτησε ο Όσιος: - Τόσα χρόνια μ’ επισκεπτέσαι, αδελφέ, και ποτέ δεν μου έκανες την παραμικρή ερώτηση.…
ΈΝΑΣ Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό μικρό χωριουδακι. Ζήτησε να δει τον Ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ο ιερέας του χωριού. Ο Επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο τον Λειτουργό του Υψίστου.Η επομένη ήταν Κυριακή. Ο Ιερέας ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ο Επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. Θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό.Παράδοξο όμως! Από την στιγμή που άρχισε η…
Του Αββά Μάρκου, μαθητή του Αββά Σιλουανούα'. Έλεγαν για τον Αββά Σιλουανό, ότι είχε μαθητή σε Σκήτη, ονόματι Μάρκο, οπού είχε υπακοή μεγάλη και ήταν καλλιγράφος. Τον αγαπούσε δε ο γέρων για την υπακοή του. Είχε δε άλλους ένδεκα μαθητές, όπου θλίβονταν, γιατί τον αγαπούσε περισσότερο απ’ αυτούς. Και ακούοντας οι γέροντες, λυπήθηκαν. Ήρθαν λοιπόν κάποτε οι γέροντες και τον κατηγορούσαν. Τους πήρε τότε, βγήκε και χτυπώντας την πόρτα κάθε κελλιού, έλεγε: «Αδελφέ δείνα, έλα γιατί σε χρειάζομαι».  Αλλά ούτε ένας τους δεν τον ακολούθησε ευθύς. Και φτάνοντας στο κελλί του Μάρκου, χτύπησε, λέγοντας: «Μάρκε». Και εκείνος, ακούοντας τη φωνή…
ΑΠOΦΑΣΙΣΑΝ κάποτε οι Γέροντες στην σκήτη να κάνουν Πρεσβύτερο τον Αββά Ισαάκ.Μόλις το έμαθε εκείνος, έφυγε κρυφά και κρύφτηκε σ’ ένα χωράφι κοντά στον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη.Οι Γέροντες τον κυνήγησαν κι όταν έφτασαν σ’ εκείνο το χωράφι, στάθηκαν να ξεκουραστούν κι άφησαν το ζώο που είχαν μαζί τους να βοσκήσει.Εκείνο τότε, οδηγημένο από την θεία Πρόνοια, πήγε και στάθηκε κοντά στον θάμνο που ήταν κρυμμένος ο Αββάς.Όταν πήγαν οι Γέροντες να το πάρουν, είδαν τον Ισαάκ. Αποφάσισαν τότε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν δια της βίας πίσω στην σκήτη.Εκείνος όμως δεν τους άφησε.- Αν και είμαι…
Του Αββά Ματώη α ’ Έλεγε ο Αββάς Ματώης: «θέλω έργο ελαφρό και να μένη, παρά επίπονο από την αρχή και γρήγορα να κόβεται». β΄ Είπε πάλι: «Όσο προσεγγίζει τινάς τον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτό του. Έτσι και ο προφήτης Ησαΐας, σαν είδε τον Θεό, ταλαίπωρο και ρυπαρό έλεγε τον εαυτό του». γ'. Έλεγε πάλι: Όταν ήμουν νεώτερος, έλεγα μέσα μου, ότι δήθεν κάτι καλό κάνω. Τώρα δε όπου γήρασα, βλέπω ότι δεν έχω κανένα καλό έργο στη ζωή μου». δ'. Είπε πάλι: «Δεν είδε ο σατανάς με τι πάθος νικάται η ψυχή. Σπέρνει μεν, αλλά δεν…
ιδ'. Είπε ο Αββάς Μωυσής: Οφείλει τινάς να πεθάνη απέναντι του συντρόφου του, ώστε να μη τον κατακρίνη σε τίποτε». ιε΄. Είπε πάλι: Οφείλει τινάς να νέκρωση τον εαυτό του απέναντι σε κάθε αμαρτωλό πράγμα, πριν βγη από το σώμα, ώστε να μη κάμη κακό σε άλλον άνθρωπο». ιστ΄. Είπε πάλι: Αν τινάς δεν το έχη στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός, ο Θεός δεν τον εισακούει». Και είπε ένας αδελφός: «Τι σημαίνει το να έχη στην καρδιά του ότι είναι αμαρτωλός;». Και είπε ο γέρων: «Όποιος βαστάζει τις αμαρτίες του, δεν βλέπει τις αμαρτίες του πλησίον του». ιζ'. Είπε…
Του Αββά Μωύσέωςα΄ . Πολεμήθηκε κάποτε πολύ ο Αββάς Μωυσής από τον πειρασμό της σαρκικής αμαρτίας. Και μη μπορώντας πλέον να μείνη στο κελλί του, πήγε και ανεκοίνωσε το πράγμα στον Αββά Ισίδωρο. Και του σύστησε ο γέρων να γυρίση στο κελλί του.  Αλλά αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν μπορώ, Αββά». Τον πήρε τότε μαζί του, τον άνέβασε στο δώμα και του λέγει: «Κοίταξε προς τα δυτικά». Και κοιτάζοντας, είδε αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων. Και ήταν ταραγμένοι και έκαναν θόρυβο, έτοιμοι για πόλεμο. Του λέγει πάλι ο Αββάς Ισίδωρος: «Κοίταξε τώρα και προς την ανατολή». Και κοίταξε. Και είδε αναρίθμητα πλήθη άγιων Αγγέλων…
λδ'. Εμήνυσαν κάποτε στον Αββά Μακάριο, στη Σκήτη, οι γέροντες του όρους, παρακαλώντας τον. Και του λέγουν : « Για να μη έλθουν όλοι οι μοναχοί σε σένα, σου ζητάμε να έλθης σ’ εμάς, ώστε να σε δούμε πριν εκδημήσης στον Κύριο ». Φτάνοντας δε εκείνος στο όρος, συνάχθηκαν όλοι οι μοναχοί γύρω του. Και τον παρακαλούσαν οι γέροντες να πη δυο λόγια στους αδελφούς. Και αυτός, ακούοντας, είπε : « Ας κλάψουμε, αδελφοί, και ας κατεβάσουν δάκρια τα μάτια μας, πριν φύγουμε για εκεί, όπου τα δάκρια μας θα κατακάψουν τα σώματά μας ». Και έκλαψαν όλοι και έπεσαν…