ΕΝΑΣ Γέροντας έδωσε αυτή την συμβουλή σε καποιο νέο, που τον παρακαλούσε να του πει πώς να σωθεί: - Βίασε τον εαυτό σου, παιδί μου, να κάνει ό,τι κάνουν οι κατάδικοι στην φυλακή. Τους ακούς να ρωτάνε διαρκώς με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους: Πού είναι ο Ηγεμόνας; Πότε έρχεται; Μήπως δόθηκε χάρη; Τρέμουν και κλαίνε περιμένοντας την στιγμή που θα τους οδηγήσουν στον τόπο της εκτελέσεως. Λέγε κι εσύ στον λογισμό σου: Οι αμαρτίες μου με καταδίκασαν. Πώς θ’ αντικρίσω τον δίκαιο Κριτή; Τί θ’ απολογηθώ; Πένθησε και κλάψε γι’ αυτές, για να σωθείς.        …
Ο ΜΕΓAΣ AΡΣΕΝΙΟΣ, έλεγαν οι συνασκητές του, είχε στο στήθος ένα παλιό κομμάτι πανί για να σκουπίζει τα δάκρυα που διαρκώς έτρεχαν από τα μάτια του, ενώ ήταν σκυμμένος στο εργόχειρό του. Ο Όσιος Ποιμήν, που τον είδε κάποτε να χύνει τόσα δάκρυα, του είπε με θαυμασμό: -Τρισευτυχισμένος είσαι, Αρσένιε, γιατί πένθησες τόσο πολύ σ’ αυτό τον κόσμο, ώστε θα βρεις παντοτινή χαρά στον άλλο. Λένε ακόμη πώς κι ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος, πεθαίνοντας, ψιθύρισε: -Μακάριε Αρσένιε, ποτέ δεν λησμόνησες την κρίσιμη τούτη στιγμή της ανθρώπινης ζωής, πενθώντας και κλαίγοντας ακατάπαυστα.     (Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη,…
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός, που επιθυμούσε πολύ να κόψει τα ελαττώματά του, παρακάλεσε τον σοφώτατο Αββά Βαρσανούφιο να τον διδάξει πώς να συγκρατεί την γλώσσα και ν’ αποφεύγει την παρρησία. -Πάρε σύντροφό σου το πένθος, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο Άγιος Γέροντας, κι αυτό θα σε διδάξει. -Πώς μπορώ να κρατήσω στην καρδιά μου το πένθος, Αββά, αφού είμαι υποχρεωμένος να εξυπηρετώ τους ανθρώπους και να συναναστρέφομαι μαζί τους; ρώτησε πάλι ο νέος. -Θυσίαζε κάθε μέρα το δικό σου θέλημα στο θέλημα του Θεού και του πλησίον σου και μην προσέχεις ποτέ τα σφάλματα των άλλων παρά μόνον τα δικά σου…