ΝΙΩΘΩ τον εαυτό μου διαρκώς βυθισμένο μέσα στην λάσπη της αμαρτίας ως τον λαιμό, έλεγε με ταπεινοσύνη ο Αββάς Παύλος, και κλαίω φωνάζοντας στον Ιησού με όλη την δύναμη της καρδιάς μου: Κύριε, ελέησόν με!     Ο ΑΒΒΑΣ Σιλουανός είχε διαρκώς στην καρδιά του το πένθος και γι’ αυτό δεν ήθελε να βγαίνει εξω από την ερημική καλύβα του. Όταν αναγκαζόταν να βγει, σκέπαζε το πρόσωπο με το κουκούλι του. -Δεν είμαι άξιος να βλεπω το φώς, αφού ζώ ακόμη στο σκοτάδι της αμαρτίας, έλεγε σ’ εκείνους που τον ρωτούσαν γιατί επέμενε να σκεπάζει τα μάτια του.    …
ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ κάποτε, με τον Αββά Ποιμένα και πλέκαμε τα πανέρια μας, έλεγε στους αδελφούς ο φίλος του Όσιου, Αββάς Ισαάκ. Ξαφνικά τον βλέπω: να σταματά, να βλέπει στο κενό, σαν να βρισκόταν πολύ μακριά ο νους του.  Το πρόσωπό του να παίρνει έκφραση πόνου και δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Τον κοίταζα πολλή ώρα σαστισμένος, μά δεν τολμούσα να του μιλήσω και να τον αποσπάσω από την έκστασή του. Όταν συνήλθε όμως, τον παρακάλεσα πολύ να μην μου κρύψει που ήταν ο λογισμός του όλη αυτή την ώρα.  Κάτω από τον Σταυρό του Ιησού, μου είπε ψιθυριστά, μαζί…
ΠΩΣ θα σωθώ, Πάτερ; ρώτησε άλλος αδελφός τον ίδιο Όσιο.   - Αν μάθεις αιφνιδίως, παιδί μου, πως πρόκειται να σε επισκεφθεί ο Κύριος, για ποιο πράγμα θα φροντίσεις πρώτα;   - Για τις αμαρτίες μου, είπε ο αδελφός.   - Κλείσου λοιπόν από τώρα στο κελλί σου και πένθησε γι’ αυτές, έως ότου σ’ ελεήσει ο Θεός, συμβούλευσε ο Όσιος.   (Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σ. 246)