Κάποτε ο μέγας Πατήρ του κοινοβιακού συστήματος, ο Όσιος Παχώμιος, βρισκόταν σε μια από τις πολυάριθμες μονές που ο ίδιος είχε ιδρύσει. Ξαφνικά πήρε ειδοποίηση πώς ένας αδελφός από το μοναστήρι των Χηνοβοσκιών, βαριά άρρωστος, τον ζητούσε. Έφυγε βιαστικά με την προαίσθηση πώς κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πήρε μαζί του και δυο-τρεις από τους γεροντότερους μοναχούς. Δεν είχε φθάσει καλά-καλά στο μέσο του δρόμου η μικρή συνοδεία, όταν ο Όσιος στάθηκε εκστατικός. Ο αέρας είχε γεμίσει από μελωδικούς ήχους ψαλμωδίας. Ο άνθρωπος του Θεού ύψωσε το βλεμμα στον Ουρανό και είδε την ψυχή του αδελφού να ανεβαίνει, ενώ προπορευόνταν τάγματα αγγελικά…
Ένας νέος πόθησε ν’ αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμποδίσει. -Αμαρτάνεις στον Θεό, της έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στον δρόμο μου τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου. Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείσει. Έφυγε αμέσως στην έρημο, βρήκε μια καλύβα κι έμεινε εκεί ν’ ασκητεύει μόνος.'Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι η μητέρα του, που δεν ήταν καθόλου καλή Χριστιανή. Στην αρχή ο νέος Ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνει τον…