ΔΥΟ ΓΕΡΟΝΤΕΣ κουβέντιαζαν κάτω από την σκιά μιας φοινικιάς.   -Όταν στείλω τον υποτακτικό μου σε δουλειά κι αργήσει να γυρίσει, στενοχωριέμαι, είπε ο πρώτος. Είναι τάχα κακό; αμαρτάνω;   -Εγώ, Αββά, αποκρίθηκε ο άλλος, όταν συμβεί ν’ αργήσει έξω ο μαθητής μου, κάθομαι στο κατώφλι της πόρτας και τον περιμένω. Αν μου πει ο λογισμός μου πως ο αδελφός αργεί, του απαντώ αμέσως: αν προλάβει ο άλλος αδελφός και φθάσει πρώτος, ο Άγγελος της ψυχής σου, να σε οδηγήσει σήμερα στον Κύριό σου, τι γίνεται; Είσαι τάχα έτοιμος να παρουσιαστείς;». Κάνοντας αυτές τις σκέψεις συντρίβεται η ψυχή μου και…
ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ, αφοσιωμένος στον Χριστό, άφησε τα εγκόσμια και πήγε στο όρος Σινά ν’ ασκητέψει. Βρήκε μια ερειπωμένη καλύβα, την επιδιόρθωσε κάπως κι αποφάσισε να μείνει εκεί. Πάνω από την παλιά μισοσπασμένη πορτούλα της καλύβας είδε μια μικρή ξύλινη επιγραφή. Θα την είχε χωρίς άλλο αφήσει εκεί ο προκάτοχός του. Ο νέος Ερημίτης διάβασε: «Μωυσής προς τον Θεόδωρον παρουσιάζομαι και μαρτυρώ». Κάθε πρωί, ύστερα από την προσευχή του, τα μάτια του έπεφταν στην επιγραφή και σαν να είχε μπροστά του τον άγνωστο, που του την κληροδότησε, τον εξέταζε: «Που να βρίσκεσαι τάχα τώρα, ανθρωπε, και μου φωνάζεις Είμαι παρών και…