Κατέβηκε μια μέρα στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από την οδοιπορία, πήγε και κάθησε στο σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού που βρέθηκε στον δρόμο του. Την στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης του σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος για ό,τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά να έρχονται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλάρηδες, άγριοι στην όψη. Στην εξώθυρα κατέβηκαν από τα κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι όρμησαν στο σπίτι. Ο Γέροντας κατάλαβε και τους ακολούθησε ως επάνω στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Όταν τους αντίκρισε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικέες κραυγές: -Θεέ μου, σώσε με. Εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν σκληρά: -Τώρα…