Κατέβηκε μια μέρα στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από την οδοιπορία, πήγε και κάθησε στο σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού που βρέθηκε στον δρόμο του. Την στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης του σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος για ό,τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά να έρχονται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλάρηδες, άγριοι στην όψη. Στην εξώθυρα κατέβηκαν από τα κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι όρμησαν στο σπίτι. Ο Γέροντας κατάλαβε και τους ακολούθησε ως επάνω στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Όταν τους αντίκρισε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικέες κραυγές: -Θεέ μου, σώσε με. Εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν σκληρά: -Τώρα…
Είναι συγκινητικά όσα διαβάζουμε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών, που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από τον γήινο κόσμο» για ν αφήσουν σ’ αυτόν την λάμψη του είναι τους και να πέσουν ύστερα όρμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος. Όταν έμαθαν οι πολυάριθμοι άσκητες, στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου, πώς ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του, μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησή τους γι’ αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στον θάνατό του έλαμψε σ’…