Μια τρικυμία, Κύριε, τρομερή ταράζει το μαθητή σου. Ξύπνησε προτού χαθώ.Η εντολή σου αρκεί τα κύματα να πέσουν.Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,μη μ’ αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.Δεν είναι λίγοι, και χειρότεροι από μένα,Που τους σπλαχνίστηκες. Μη μ’ επικρίνεις όσο αξίζω.Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.Το βάρος και μιας μονάχα μέρας ποιος τ’ αντέχει;Σε ποιον να τρέξω να σωθώ που οι πίκρες με βαραίνουν;    (Βίβλος β’. Έπη ιστορικά. Τομή α’. Περί εαυτού. PG 37, σελ. 969 – 1.452)
Μαρτυρία π. Σ. Α., αποφοίτου Αθωνιάδος: «Ήταν 10 Φεβρουαρίου 1980. Τα χιόνια αργούν να λυώσουν, γι’ αυτό λίγοι κατηφορίζουν προς το οικειότερο κελλί της αγιώνυμης πολιτείας, την “Παναγούδα”.Το θεώρησα χρυσή ευκαιρία γιατί θα τον εύρισκα μόνο. Έλαβα ευλογία από τον Σχολάρχη και κατηφόρισα προς την απέριττη καλύβη του π. Παϊσίου για να τρυγήσω λίγη πνευματική αμβροσία. Μόλις έφθασα στην αυλόπορτα τράβηξα το συρματόσχοινο και χτύπησε το καμπανάκι. Ο Γέροντας βγήκε, μου κατέβασε το κλειδί και άνοιξα την πόρτα.Με υποδέχθηκε και μου είπε να καθήσω. –Τι γίνεται, Γέροντα; Πώς είσθε; τον ρώτησα. –Τι να κάνω… είμαι κουρασμένος, είμαι και άρρωστος… (είχε…