Το 1833 κλήθηκα στη Μονή του Αγίου Σεργίου και έγινα ηγούμενός της. Αφιλόξενα με δέχτηκε η μονή: Την πρώτη χρονιά με χτύπησε μια πολύ σοβαρή αρρώστια, την επόμενη χρονιά μια άλλη και την τρίτη χρονιά μια τρίτη. Μου στέρησαν ότι είχε απομείνει από τη φτωχική μου υγεία και δύναμη. Καταβλήθηκα. Υπέφερα διαρκώς. Και σαν να μην έφταναν αυτά ο φθόνος, η κακολογία και η διαβολή ξεσηκώθηκαν εναντίον μου και κόχλαζαν. Δέχτηκα σκληρές, αλλεπάλληλες και εξευτελιστικές τιμωρίες, δίχως δίκη, δίχως καμιά ανάκριση, σαν άλογο ζώο, σαν αναίσθητο άγαλμα. Έβλεπα τους εχθρούς να αφρίζουν από αδυσώπητη μοχθηρότητα, διψώντας την καταστροφή μου. Εδώ,…
Ποθεί η ψυχή μου τον Θεό και τον ζητώ, με δάκρυα. Εύσπλαχνε Κύριε, Συ βλέπεις την πτώση μου και τη θλίψη μου. Ταπεινά όμως παρακαλώ το έλεός Σου: Χορήγησέ μου, του αμαρτωλού, την χάρη του Αγίου Σου Πνεύματος. Η θύμησή της οδηγεί το νου μου να ξαναβρή την ευσπλαχνία Σου. Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης