487. Ήμουν στον δρόμο, πηγαίνοντας στην εκκλησία για τον Όρθρο. Ο ήλιος είχε ανατείλει και το φως του έπεφτε σ’ ένα τζάμι. Η αντανάκλασις ήταν τόσο δυνατή, ώστε ήταν αδύνατο να κυττάξης εκείνο το γυαλί, όπως είναι αδύνατο να κυττάξης τον ίδιο τον ήλιο. Συλλογίσθηκα τότε: «Αν ο υλικός, ο κτιστός ήλιος αντανακλάται με τόση λάμψι από το φτωχό γυαλί, τι συμβαίνει με τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Κύριο, όταν αντανακλάται από μία καθαρή καρδιά; Λαμπρότατα αντανακλάται ο Θεός στους Αγίους του, που καθάρισαν και διηύγασαν την καρδιά τους «παντός μολυσμού σαρκός καί πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην ἐν φόβω Θεοῦ» (Β’…