«Κάποτε λοιπόν, καθώς στεκόταν σε καθαρή προσευχή και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε τούτο. Ο αέρας άρχισε να καταυγάζη τον νου του κι ενώ ήταν μέσα στο κελλί, νόμιζε ότι είναι στο ύπαιθρο· ήταν δε νύκτα στην πρώτη της φυλακή (1ο τρίωρο) περίπου. Καθώς δε άρχισε να φέγγη από επάνω σαν πρωινή αυγή -ω, πόσο φρικτά οράματα του ανδρός-, η οικία και όλα τα άλλα εξαφανίζονταν και δεν επίστευε άτι είναι καθόλου σε σπίτι. Καθώς δε εξίστατο, κατανοώντας με όλον τον νου τελείως εκείνο το δεικνυόμενο φως, αυτό βαθμιαίως αυξανόταν και έκανε τον αέρα να φαίνεται λαμπρότερος και αισθανόταν ότι…