«(Το κείμενο δίνει μία γεύση του τι εστί θεοπνευστία). Γι’ αυτό γράφει (ο Συμεών) προς τον κατά σάρκα πατέρα του λόγους.... Σ’ αυτό το σημείο, όταν έγραφε, του εμφανίσθηκε πάλι άλλη θεοσημεία. Καθώς δηλαδή έγραψε στον πατέρα την παραίνεσί του, θέλοντας να τον διδάξη πώς πρέπει να γράφη σε αγίους άνδρες, πρόσθεσε και τούτο· «την δε επιστολή προς τον άγιό μου πατέρα (τον Πνευματικό του) θα επιγράψης έτσι»· και συγχρόνως με τον λόγο —οποία καινά μυστήρια, Χριστέ βασιλεύ— ξαφνικά έλαμψε επάνω του από τον ουρανό φως άπειρο, σαν να διέσχισε την στέγη του δώματος, και γέμισε πάλι την ψυχή του…
Κατά την ώρα της αναγνώσεως της συγχωρητικής ευχής από τον ιερέα. Όταν ο λειτουργός της Εκκλησίας διαγνώσει ειλικρινή μετάνοια στον εξομολογούμενο, τότε τον απολύει από την ενοχή της αμαρτίας, διαβάζοντάς του την καθιερωμένη από την Εκκλησία ευχή. Ο ιερέας απολύει τον αμαρτωλό σαν κριτής, ασκώντας την εξουσία που του έδωσε ο Θεός να συγχωρεί αμαρτίες. Κάνει κάτι ανάλογο με τον κοσμικό δικαστή, ο οποίος έχει από την πολιτεία την εξουσία να κρίνει τις παραβάσεις των νόμων από τους πολίτες με τη διαφορά ότι, ενώ ο κοσμικός δικαστής αθωώνει ή καταδικάζει τους πολίτες, του ιερέα η ψήφος είναι μόνο αθωωτική, ποτέ…