«Εν τούτοις όμως, για ν’ αποδείξει (ο Συμεών) ότι είναι αθώος κάθε κατηγορίας και να ξεσκεπάσει όλη την αιτία της εξορίας του, όχι μόνο στους επισκέπτες του, αλλά και στους μακρινούς, τους τωρινούς και τους μεταγενεστέρους ανθρώπους, συντάσσει βιβλιάριο σχετικά με τις περιπέτειές του και το στέλνει μαζί με γράμμα στον πατριάρχη Σέργιο, γραμμένο με απλές και αφελείς λέξεις, και σ’ αυτό διακηρύσσει τρανώς την πίστη του και τις πεποιθήσεις του. Αφού λοιπόν έγραψε αυτά, τα αποστέλλει στον πατρίκιο Γενέσιο και στους άλλους άρχοντες, των οποίων ήταν διδάσκαλος ευσεβείας, για να τα προσκομίσουν στον πατριάρχη και τους αρχιερείς της Εκκλησίας.…
Η θεία ευχαριστία είναι το μυστήριο του Θεού, των ανθρώπων και της κτίσεως. Σ’ αυτό παρατείνεται και εφαρμόζεται η σωστική περί τον άνθρωπο θεία οικονομία, ο σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στην ιστορία εφαρμόζοντας το λυτρωτικό έργο Του, ανανεώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας, οι άνθρωποι ενώνονται με το Θεό και μεταξύ τους και η φυσική κτίση αγιάζεται, προσφέροντας τα φυσικά στοιχεία της, το ψωμί και το κρασί της, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού. Στην ευχαριστία ο άνθρωπος εισχωρεί βαθιά στο Θεό. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα μένει εν εμοί καγώ εν αυτώ», λέγει ο Σωτήρας·…
«Πρέπει όμως ν’ αποβάλλεις και το ίδιο το φρόνημα της σάρκας, όπως πριν από λίγο τους χιτώνες, και σύμφωνα με τη στολή, που ντύθηκες για τον Χριστό, ν’ αποκτήσεις τους τρόπους της ψυχής και κυρίως το πνευματικό σου φρόνημα. Και ακόμα να ντυθείς τον φωτεινό χιτώνα με τη μετάνοια, ο οποίος είναι το ίδιο το Πνεύμα το άγιο. Και αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, όταν θλίβεται η ψυχή από τους πειρασμούς κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα τότε, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάμνουν ναό και οικητήριο του αγίου…