Τα πουλιά και οι λύκοιΣτα μέσα του περασμένου αιώνος ασκήτευε στο δάσος της ρωσικής περιοχής Όπτινα μια ευλογημένη μορφή. Λεγόταν π. Ελισσαίος. Χαρακτηριζόταν για την πραότητα, την απλότητα, την αθωότητα και την βαθειά ταπείνωσι. Από την πολλή του ταπείνωσι δεν θέλησε να γίνη μοναχός και έτσι έμεινε για πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια δόκιμος! Οι μοναχοί του μοναστικού κέντρου της Όπτινα τον τιμούσαν υπερβολικά και τον αποκαλούσαν «πάτερ», ενώ δεν είχε καρή μοναχός.Απομονωμένος στο ήσυχο δάσος, με το διακόνημα του δασοφύλακος, και βυθισμένος στην προσευχή, εξαϋλώθηκε. Τόση παιδική και αγγελική χάρι είχε πάνω του, που τα ζώα του δάσους τον αγαπούσαν.…
106. Η ύπαρξη του «βασιλείου ιερατεύματος» δεν αναιρεί την ύπαρξη του ιερατείου; Όχι, δεν την αναιρεί, γιατί άλλο πράγμα είναι το ένα και άλλο το άλλο. Το βασίλειο ιεράτευμα είναι η καθολική ιερωσύνη που αποδίδεται γενικά σε όλους τους πιστούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τη Γραφή «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, εθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν...». Η γενική ιερωσύνη η εκφραζόμενη δια του βασιλείου ιερατεύματος είναι δίδαγμα σωστό. Το σώμα των πιστών βάσει των μυστηρίων του βαπτίσματος και του χρίσματος δια των οποίων ενσωματώνονται στο μυστικό σώμα του Χριστού, μετέχουν, όπως και οι κληρικοί, κατά ειδικό βέβαια τρόπο, στο λυτρωτικό αξίωμα…
Η μακροθυμία του οσίουΤην περίοδο που ο όσιος Δωρόθεος διακονούσε στο νοσοκομείο της μονής του αββά Σερίδου στη Γάζα, κάποιος αδελφός τον έβρισε χωρίς καμμιά αφορμή. Ο όσιος δεν παραπονέθηκε καθόλου. Δεν του είπε ούτε μια λέξη!Ο ηγούμενος Σέριδος πληροφορήθηκε για τη συμπεριφορά του αδελφού και θέλησε να τον τιμωρήση. Τότε ο ανεξίκακος όσιος Δωρόθεος έπεσε στα πόδια του λέγοντας:-Μη, γέροντα μου… Μη, για την αγάπη του Χριστού… Εγώ έσφαλα. Δεν φταίει ο αδελφός!Άλλοτε, μερικοί αδελφοί έρχονταν κάθε μέρα και τίναζαν τις γεμάτες κοριούς ψάθες τους μπροστά στο κελλί του οσίου Δωροθέου. Από την ανυπόφορη ζέστη οι κοριοί ήταν αναρίθμητοι…
Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί Το μέσον, με το οποίο ο Γέροντας βίωνε το θείο έρωτα και την εν Χριστώ ανθρώπινη αγάπη, σαν ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού, της εκκλησίας Του, ήταν η προσευχή. Η εκούσια, η αδιάλειπτη, η φλογερή, η νοερά προσευχή του Ιησού. Οι λέξεις "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με" ήταν το παραδείσιο λουλούδι, που άνθιζε στα χείλη του Γέροντα, χειμώνα καλοκαίρι, νύχτα και μέρα. Η προσευχή του συνεχιζόταν όπως η αναπνοή του, κι όταν ήταν ξυπνητός κι όταν κοιμόταν, σαν το βιβλικό: "Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί".[Γ 47π.] (Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι.…