Όταν πρωτοϊδρύθηκε το κοινόβιο του οσίου Θεοδοσίου (423-529) στην Παλαιστίνη, ήταν πολύ φτωχό και συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία για τη συντήρηση των μοναχών. Μια χρονιά, καθώς περίμεναν να γιορτάσουν το Πάσχα, οι αδελφοί έψαχναν απελπισμένα ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για κάτι φαγώσιμο ούτε συζήτηση πια δεν γινόταν. Ένα μικρό πρόσφορο κοίταζαν να βρουν, για να μη στερηθούν τη θεία κοινωνία. Αδύνατον όμως να βρουν! Το ανέφεραν στον γέροντα τους, στον όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία, σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος…
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ - Ποίημα Γ. Βερίτη Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,ξυπνούν το μοναστήρι.Και στης νυχτιάς τη σιγαλιάσα μάτια ανοίγουν τα κελιάή πόρτα ή παραθύρι. Το πνεύμα της αρχαίας μονής,πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,ξυπνά τους μοναχούς της.Είναι φρουρός, και το φυλάσα να βιγλίζει εκεί ψηλάο νέος καμπανοκρούστης. Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιάγλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιάψυχές που παν να προσκυνήσουν.Για τη ματοβρεχτή μας γηπου σπαρταρά μεσ’ στη σφαγήτον έλεο να ζητήσουν. Στην εκκλησιά τη θολωτήπου στ’ όνειρό της ζει και αυτή,θρόνοι και παραθρόνιαμας φέρνουν πάλι στα παλιά (μαρμαρωμένε βασιλιά!)στης προσευχής τα χρόνια. Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,τούτες οι πλάκες μας μιλούνγια κάποιο μεγαλείο,κι…
Η καραμέλα του επαίνου -    Γέροντα, άκουσα κάτι επαίνους καί...-     Έ, και τί έγινε; Τελείως κούφιο είσαι, βρέ παιδί; Εμάς τί πρέπει να μας ενδιαφέρη; Πώς μας βλέπουν οι άλλοι ή πώς μας βλέπει ο Χριστός; Οι άλλοι θα είναι για μας η κινητήρια δύναμη ή ο Χριστός; Εσύ έχεις σοβαρότητα· μη γίνεσαι ελαφρούτσικη. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και σοβαροί άνθρωποι, μου λένε κάτι επαινετικό και μου έρχεται να κάνω εμετό. Γελώ από μέσα μου και το πετώ πέρα. Κι εσύ κάτι τέτοια να τα πετάς αμέσως. Είναι χαμένα πράγματα! Τί κερδίζουμε, αν μας καμαρώνουν οι άλλοι; Για να…
ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, κάθε Κυριακή, μετά την Λειτουργία, μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών». Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερέας την λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο, με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του.Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε…