Ένας ασκητής επισκέφθηκε τον όσιο Ζωσιμά σε μοναστήρι της Τύρου. Κάθισαν και διάβαζαν μαζί το Γεροντικό. Αντλούσαν απ’αυτό πνευματική δύναμη. Προχωρώντας στην ανάγνωση, έφθασαν στο περιστατικό της επιθέσεως ληστών σ’ένα γέροντα και της αρπαγής όλων των υπαρχόντων του. Σύμφωνα με τη διήγηση, ο γέροντας βλέποντας ότι οι ληστές παρέλειψαν να του πάρουν ένα σακκίδιο, έτρεξε πίσω τους φωνάζοντας: -Παιδιά μου, ξεχάσατε να πάρετε κι αυτό! Εκείνοι, παρ’όλη τη σκληροκαρδία τους, θαύμασαν την ακτημοσύνη του γέροντα. Αμέσως του επέστρεψαν όλα όσα του είχαν αρπάξει, λέγοντας μετανοιωμένοι μεταξύ τους: -Αληθινά, αυτός είναι άνθρωπος του Θεού! Στο σημείο αυτό της διηγήσεως του Γεροντικού…
ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (+1444 μ.Χ.).[Δεν υπέγραψε την ψευδοένωση με τους Ρωμαιοκαθολικούς στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας]«Η σύνοδος της Φλωρεντίας είναι Καϊαφαϊκό συνέδριο, όσο η ένωση που έγινε από αυτούς σκοτεινιάζει την Εκκλησία» ( Επιστολή προς Σχολάριον PG 160,1093C)«Τους παρακαλούσαμε, και τι δεν λέγαμε ικανό να μαλακώσει και πέτρινες ψυχές, να επιστρέψουν σε εκείνην την καλή συμφωνία, την οποία είχαμε πριν και μεταξύ μας και με τους Πατέρες μας, όταν λέγαμε όλοι το ίδιο και δεν υπήρχε σε μας σχίσμα… Λέγοντας αυτά, μοιάζαμε να ψέλνουμε στο κενό ή να ψήνουμε πέτρα ή να σπέρνουμε σε πέτρες ή να γράφουμε στο νερό ή…
-    Όταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορώ να δουλέψω, αυτή είναι η αντοχή μου», από φιλαυτία το λέω;-    Όσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· όσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Εκτός που διώχνει την μούχλα με την δουλειά, βοηθιέται και πνευματικά.Ο σκοπός είναι να φθάση να χαίρεται ο άνθρωπος περισσότερο από την κακοπάθεια παρά από την καλοπέραση. Αν ξέρατε πώς ζουν μερικά γεροντάκια εκεί στο Αγιον Όρος, αλλά και τί χαρά νιώθουν! Νά, ένα γεροντάκι, που έμενε μόνο του ένα χιλιόμετρο πιο πέρα από το Καλύβι μου, τί αυταπάρνηση είχε! Το Καλύβι του ήταν ψηλά, σε ένα πολύ απότομο μέρος, και το καημένο αρκουδώντας…
ΕΛΕΓΑΝ με θαυμασμό οι Γέροντες για τον Αββά Ιωάννη τον Πέρση, πως από την πολλή του καλοσύνη έφτασε σε τελεία ακακία. Μια φορά δανείστηκε από κάποιον αδελφό ένα χρυσό νόμισμα, για ν’ αγοράσει λινάρι να κάνει εργόχειρο. Μόλις το προμηθεύτηκε, του ζήτησε λίγο ο γείτονάς του να φτιάξει μια ποδιά και ο Αββάς Ιωάννης του έδωσε με πολλή προθυμία. Την άλλη μέρα πέρασε από το κελλί του άλλος αδελφός, είδε το λινάρι και γύρεψε κι αυτός για ένα πουκάμισο. Έδωσε και σ’ αυτόν ο άκακος Ιωάννης και σε δυο-τρεις άλλους, που έτυχε να του ζητήσουν, ώσπου το μοίρασε όλο, χωρίς…