Μεγάλος άνθρωπος. Δεν μπορείς να είσαι, μεγάλος άνθρωπος, όσο θεωρείς τον εαυτό σου νεκρό.Δεν μπορείς να είσαι μεγάλος άνθρωπος ούτε σ’ ένα μέρος του κόσμου και ούτε σε μία θέση στην κοινωνία: πρώτον, όσο έχεις φόβο από οτιδήποτε κατώτερο από τον Θεό, δεύτερον, όσο έχεις αγάπη προς οτιδήποτε μικρότερο από τον Θεό και τρίτον, όσο δεν συνηθίζεις να θεωρείς τον θάνατό σου για κάτι περασμένο, και όχι για κάτι μελλοντικό.   Αδύναμος. Το έγκλημα είναι αδυναμία, και όχι ισχύς. Ο εγκληματίας είναι αδύναμος, και όχι ήρωας.Γι’ αυτό να θεωρείς εκείνον που σε κακομεταχειρίζεται πάντα σαν πιο αδύναμο από σένα, και όπως δεν…
455.ΕρώτησηΚάποιος κάποτε ζήτησε από κάποιον πατέρα να γευματίσει μαζί του• αυτός όμως αρνήθηκε, επειδή δε μπορούσε. Κάποιος άλλος τον παρακάλεσε να κάνει μόνο μια προσευχή στο κελλί του, και μόλις μπήκε τον πίεσε να μείνει για να γευματίσει και αυτός, και αφού πιέστηκε με πολλή βία, έμεινε. Όταν το έμαθε εκείνος που τον παρακάλεσε από την αρχή, στενοχωρέθηκε πολύ. Άραγε αυτή η λύπη είναι κατά Θεό;Απόκριση: Όταν ταράζεται κανείς και λυπάται και οργίζεται κατά του πλησίον του με την πρόφαση δήθεν ευλόγου και ψυχωφελούς πράγματος, γίνεται φανερό, ότι αυτό δεν είναι κατά Θεό• διότι όλα τα πράγματα του Θεού είναι ειρηνικά…
Το μέτρο του μαργωνίου.  Κάποτε ο όσιος Θεοδόσιος, υποτακτικός του Μ. Παχωμίου, μπήκε σε μια βάρκα για να περάσει τον Νείλο. Στη βάρκα βρέθηκαν δυο άγνωστοί του σεβάσμιοι μοναχοί. Ο ένας άρχισε να εγκωμιάζει στον άλλον και να λέει: - Μακάριος αυτός ο μοναχός!Ο άλλος του απάντησε: - Τι τον μακαρίζεις; Δεν έφτασε ακόμα στο μέτρο του μαργωνίου (κοφινιού που μετρούσαν τους καρπούς). - Τι είναι αυτό το μέτρο; - Να ήταν ένας γεωργός πολύ σκληρός. Μαζί του σπάνιο ήταν να μπορέσει να κάνη κάνεις ολόκληρο χρόνο. Κάποιος ήρθε κοντά του και του λέει: «Θέλω να εργασθώ μαζί σου». «Καλά»…
Με οδηγό τον Σταυρό Ανέφερε ο Γέροντας: «Κάποια μέρα τ’ αδέλφια μου ήταν στο χωράφι και εργάζονταν. Η μητέρα ετοίμασε το φαγητό αλλά δεν είχε με ποιον να το στείλη και στενοχωριόταν. Το χωράφι ήταν δυο ώρες μακρυά.— Δώσ’ το να το πάω εγώ, της λέω.— Μα που ξέρεις εσύ τον δρόμο;— Θα ρωτήσω, είπα.«Ξεκίνησα χωρίς να ρωτήσω κανέναν κρατώντας στο χέρι τον Σταυρό, όπως έβλεπα στις εικόνες τους αγίους Μάρτυρες, και ούτε κατάλαβα καλά από που πήγα. Έφθασα στο χωράφι, άφησα το φαγητό και γύρισα αμέσως, γιατί περίμενε η μητέρα». Θεοπτία Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από ένδεκα χρόνων διάβαζα βίους…