ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

99. Πόσες είναι οι όψεις της Εκκλησίας;

Είναι δύο, η ορατή και η αόρατη, οι οποίες αντιστοιχούν προς τις δύο φύσεις της Εκκλησίας, τη θεία και την ανθρώπινη. Όπως στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό υπήρχαν δύο φύσεις ενωμένες στο ένα του πρόσωπο, η θεία και η ανθρώπινη, εκείνη μεν αόρατη, αυτή δε ορατή, έτσι και στην Εκκλησία υπάρχουν δύο φύσεις, η αόρατη θεία και η ορατή ανθρώπινη. Την ουσία της Εκκλησίας συναποτελούν οι δύο αυτής φύσεις, οι αρρήκτως ενωμένες μεταξύ τους και συντρέχουσες σε μία άρρητη και αδιάπτωτη ενότητα.

Τον ορατό της Εκκλησίας χαρακτήρα εκφράζουν πολλά. Ο ιδρυτής της, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος, έζησε μεταξύ των ανθρώπων, τον είδαν και τον έζησαν οι άνθρωποι και απ’ αυτόν δέχτηκαν τα ρήματα της αιώνιας ζωής. Η Εκκλησία διαμορφώθηκε επί της γης ως καθίδρυμα εξωτερικό και ιστορικό. Τα μέλη της είναι ομοίως άνθρωποι ιστορικοί ζώντες σε ορισμένο τόπο και χρόνο, γνωριζόμενοι και συνδεόμενοι μεταξύ τους ως ομάδες συγκεκριμένων ανθρώπων, επιδιωκόντων τους ίδιους σκοπούς. Επίσης τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας τα αγιάζοντα τον άνθρωπο είναι, κατά το αισθητό τους μέρος, τελετές εξωτερικές υποπίπτουσες στη φυσική αίσθηση και την εξωτερική πείρα των ανθρώπων. Τέλος και η ιεραρχία η διοικούσα και ποιμαίνουσα την Εκκλησία, αποτελείται από ανθρώπους ιστορικούς, αναγόμενη δια της αποστολικής διαδοχής, ιστορικά βεβαιουμένης, στους Αποστόλους και τον Κύριο. Από το σώμα της Εκκλησίας αποκόπτονται μόνο οι αιρετικοί και οι σχισματικοί, οι αποστάτες και όσοι δι’ αναθεματισμού εξέπεσαν από αυτήν. Όλους αυτούς τους αποδοκιμάζει η Εκκλησία με σκοπό να τους οδηγήσει σε μετάνοια και επιστροφή στους κόλπους της.

Την αόρατη δε όψη της Εκκλησίας αποτελούν σειρά θείων στοιχείων αντιστοιχούντων προς τον αόρατο χαρακτήρα της. Έτσι όχι μόνο ο ιδρυτής της Εκκλησίας, ο αιώνιος Θεός ο ενδυσάμενος τη σάρκα είναι ο αόρατος Λόγος του Θεού, του οποίου η θεότητα κρυβόταν κάτω από το εξωτερικό κάλυμμα της σάρκας, αλλά και το Πνεύμα το Άγιο, ο θείος Παράκλητος ο αγιάζων και ζωογονών αυτήν, είναι ομοίως θεία και αόρατη αρχή, όπως αόρατη είναι και η χάρη η αγιάζουσα και σώζουσα την Εκκλησία, η ζωογόνος πνοή η αναγεννώσα τους πιστούς και συνάπτουσα αυτούς με τον Σωτήρα Κύριο.

Στο σύνδεσμο των δύο όψεων της Εκκλησίας βλέπουμε την αληθινή φύση της ως θεανθρώπινου καθιδρύματος αποβλέποντος στη σωτηρία των ανθρώπων.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 141-142)

98. Το αξίωμα «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» είναι απόλυτο;

Ναι είναι, από ορισμένη όμως άποψη. Το ερώτημα δεν πρέπει να το θέτουμε αρνητικά, αλλά μάλλον θετικά: «Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα περί σωτηρίας;» Περί αυτού δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Όταν κανείς είναι συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, δηλαδή πληροί όλες τις προϋποθέσεις της σωτηρίας (πίστη ενεργουμένη δι’ αγάπης) είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα σωθεί. Εδώ η απολυτότητα αναφέρεται στη θετική όψη της σωτηρίας. Το αν υπάρχει έξω από την Εκκλησία δυνατότητα σωτηρίας, αυτό δεν θίγει την απολυτότητα του λυτρωτικού αξιώματος της Εκκλησίας, ως νόμιμου και κανονικού φορέα της σωτηρίας. Δεν είναι έργο δικό μας αλλά του Θεού, ο οποίος θέλει «πάντως ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν άληθείας έλθείν». Η δυνατότητα αυτή είναι έκτακτη κινούμενη πέρα από τα πλαίσια της ορατής Εκκλησίας, σαν ένα θαύμα της χάριτος και της χρηστότητας του Θεού.

‘Εξω δε από την Εκκλησία είναι όσοι δεν πιστεύουν στο Χριστό (οι μη Χριστιανοί) και οι ετερόδοξοι, όσοι δηλαδή λόγω αιρέσεως έθεσαν εαυτούς εκτός της αληθινής Εκκλησίας (της Ορθόδοξης). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα καταδικαστούν από το Θεό en bloc (συλλήβδην); Στους μη χριστιανούς δεν υπάρχουν άνθρωποι αξιοπρεπείς με υγιείς θρησκευτικές και ηθικές αρχές, τις οποίες παίρνουν από τα θρησκεύματα στα οποία ανήκουν και με βάση τις οποίες ρυθμίζουν την ιδιωτική και την κοινωνική τους ζωή; Και πώς θα καταδικάσει στην κόλαση ο Θεός τα παιδιά του που ίσως να μην άκουσαν ποτέ περί του Χριστού, του λυτρωτικού έργου και της Εκκλησίας του; Αλήθεια πώς; Αλλά και τους ετερόδοξους που βρίσκονται αναίτια στην κακοδοξία, χωρίς να έχουν επίγνωση της πλάνης τους, και οι οποίοι δεν βλέπουν την ανάγκη να υπερπηδήσουν τους ομολογιακούς φραγμούς και να προσέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας, θα τους καταδικάσει συλλήβδην στο πυρ το αιώνιο; Η άγνοια και η αναίτια πλάνη δεν είναι ισχυρή απολογία στο βήμα του δικαιοκρίτη Θεού; Θα μου πείτε, βέβαια, η δυνατότητα αυτή σωτηρίας πέρα από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας δεν μειώνει την απολυτότητα του κοσμοσωτήριου έργου του Χριστού; Γιατί, λοιπόν, ο Σωτήρ ήλθε στον κόσμο, αφού μπορούσαν να σωθούν και χωρίς αυτόν οι άνθρωποι;

Επαναλαμβανουμε δεν καταλύεται στις περιπτώσεις αυτές η μοναδικότητα του Χριστού και της Εκκλησίας του, γιατί αυτές δεν είναι ο γενικός κανόνας αλλ΄ οι εξαιρέσεις, στις οποίες η θεία χάρις λειτουργεί θαυματουργικά. Η σωτηρία σε όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν είναι ασφαλής και βέβαια. Αυτήν γνωρίζει μόνο ο Θεός, ο οποίος διαθέτει τη λυτρωτική Οικονομία του, πάντοτε ανάλογα με την ηθική και πνευματική κατάσταση των ανθρώπων, υπέρ ων πάντων Χριστός απέθανε. Λέγοντας αυτά φυσικά δεν παραθεωρούμε τον θεολογικό αντίλογο (προπατορικό αμάρτημα στις ψυχές των αβαπτίστων, απουσία του αγιαστικού έργου της μυστηριακής χάριτος κ.λπ.) που καθιστούν εξόχως προβληματικούς τους ανωτέρω συλλογισμούς.

Εν πάσει όμως περιπτώσει ο ορθόδοξος πιστός, ο έχων απόλυτη βεβαιότητα περί της σωτηρίας του, δεν πρέπει να προσπαθεί να εξιχνιάσει τη μυστηριώδη βουλή του Θεού, συζητώντας πράγματα απρόσιτα στη διάνοιά του, ο οποίος (Θεός) σαν στοργικός πατέρας θέλει τη σωτηρία όλων των τέκνων του. Στο κάτω κάτω μακάρι να είναι έτσι τα πράγματα, ώστε να πληθύνει ο αριθμός των μελών της επουράνιας θείας βασιλείας!

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 139-141)

προκαλεί βλάβες
Τί να πούμε για όσους γκρεμοτσακίζονται στο βάραθρο της πορνείας
και καταντούν πιο δούλοι και πιο άθλιοι από κάθε αιχμάλωτο;
Τί να πούμε για όσους σάπισαν μέσ’ στις απολαύσεις
και προκάλεσαν τόσες αρρώστιες στο σώμα τους;
Ε.Π.Ε. 19,264

κι εδώ κάποτε τιμωρείται
Και σε τούτη τη ζωή τιμωρούνται πολλοί,
όπως εκείνοι που καταπλακώθηκαν απ’ τον πύργο ή εκείνοι που πέθαναν με πρόωρο θάνατο,
γιατί προσήλθαν στη θεία Κοινωνία ανάξιοι, ή όπως ο Φαραώ.
Ε.Π.Ε. 19,268

παραφροσύνη
Σας παρακαλώ όλους, να συνέλθουμε από την παραφροσύνη της αμαρτίας.
Διότι κανείς δεν θα μας σώσει την ώρα της κρίσεως.
Ε.Π.Ε. 19,270

επιστροφή στην ακαθαρσία
Τίποτε δεν μας ωφελεί η χάρις, αν η ζωή μας είναι ακάθαρτη.
Αντίθετα μάλιστα, ζημιωνόμαστε περισσότερο και επιβαρυνόμαστε με τις αμαρτίες.
Διότι υστέρα από τέτοια επίγνωση και ευεργεσία γυρίζουμε στα προηγούμενα κακά.
Ε.Π.Ε. 19,328

το μόνο φοβερό
Ένα μόνο ας θεωρούμε φοβερό, την αμαρτία, που ‘ναι σύγκρουση με το Θεό.
Ε.Π.Ε. 21,24

τέχνη
Τέχνη ο τρόπος των αμαρτημάτων.
Όχι απλώς πέφτουμε σ’ αυτά, αλλά με λαχτάρα και ειδική τεχνική τα διαπράττουμε.
Στρατηγός ο διάβολος στα τάγματά του.
Κι εμείς συρόμαστε στις μαεστρίες του.
Ε.Π.Ε. 22,346

ακαθαρσία
Συμπερασματικά λέω, ότι κάθε αμαρτία είναι ακαθαρσία και κάθε αρετή είναι καθαρότητα.
Ε.Π.Ε. 22,438

αταξία
Και ο υβριστής είναι άτακτος. Και ο μέθυσος είναι άτακτος.
Και ο πλεονέκτης είναι άτακτος. Και όλοι, που αμαρτάνουν είναι άτακτοι,
αφού δεν βαδίζουν με τάξη στη φάλαγγα,
αλλά βαδίζουν άτακτα και τρέπονται προς άλλη κατεύθυνση.
Ε.Π.Ε. 22,554

και απιστία και αποστασία
Η αμαρτία προκαλεί την απιστία. Όπως η απιστία γεννάει την κακή ζωή,
έτσι κι η ψυχή, όταν βυθιστεί μέσα στα κακά, περιφρονεί τα πάντα.
Όταν όμως τα περιφρονήσει, δεν δέχεται ούτε την πίστη, ώστε ν’ απαλλαγεί απ’ το φόβο.
Ε.Π.Ε. 24,354

ως αγκάθι
Η αμαρτία όχι απλώς εισέρχεται, αλλά και καρφώνεται και πληγώνει.
Κι αν ακόμα μικρό μέρος της απομείνει και δεν την βγάλουμε ολόκληρη,
αυτό το μικρό μας στενοχωρεί μας κεντά σαν αγκάθι.
Ε.Π.Ε. 24,452

βρωμιά χοιρώδης
Κανένας δεν κοιτάζει ψηλά στον ουρανό.
Όπως τα γουρούνια κάτω συνεχώς κοιτάνε και σκύβουν προς την κοιλιά
και κυλιούνται στο βόρβορο, έτσι και οι περισσότεροι απ’ τους ανθρώπους.
Δεν αισθάνονται τον χειρότερο βούρκο.
Διότι θα ‘ταν προτιμότερο να μολύνεται κανείς σε ακάθαρτη λάσπη,
παρά σε βρωμερά αμαρτήματα. Ε.Π.Ε. 24,508

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 152-153)

97. Ποιος είναι ο κυριότερος σκοπός της Εκκλησίας;

Είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Γιαυτό ήλθε ο Χριστός στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Όπως δε ο Κύριος έσωσε την ανθρωπότητα ασκώντας το τρισσό λυτρωτικό του αξίωμα, το προφητικό (ως διδάσκαλος της θείας αλήθειας), το αρχιερατικό (ως ύψιστος αρχιερέας μεταξύ Θεού και ανθρώπων) και το βασιλικό (ως βασιλέας πνευματικός του κόσμου και της Εκκλησίας), διδάσκοντας τη θεία αλήθεια, αγιάζοντας τον άνθρωπο και ανοίγοντας την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών, έτσι και η Εκκλησία, συνεχίζοντας το έργο του Κυρίου της, φωτίζει, αγιάζει και οδηγεί τα μέλη της στη βασιλεία του Θεού.

Προς τον σκοπό αυτό ο Κύριος εφοδίασε τους μαθητές του με το κύρος και την αυθεντία τη δική του, ειπών ότι «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί» και «όσα εάν δήσητε επί της γης, εσται δεδεμένα εν τω ούρανω, και όσα εάν λύσητε επί της γης, εσται λελυμένα εν τω ούρανω». Όπως δε ο Χριστός είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, το μόνο όνομα «εν ω δει σωθήναι ύμάς», έτσι και η Εκκλησία, η συνεχίζουσα το λυτρωτικό έργο του Κυρίου, είναι ο ανεπισφαλής διδάσκαλος της αλήθειας, ο φορέας της χάριτος και η μόνη βεβαία κιβωτός της σωτηρίας. Αυτό επιτελεί η Εκκλησία αντλώντας από το κύρος και την αυθεντία του αρχηγού της, ο οποίος έστειλε το Πνεύμα του να την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν», διαφυλάσσοντάς την από την πλάνη τη συμφυτη στα πράγματα του κόσμου τούτου. Αυτή την αίσθηση είχε πάντοτε η Εκκλησία κατά τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής.

Οι ιεροί Πατέρες εκφράζουν ομόφωνα ό,τι συνοπτικά παρατηρεί ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου: «Ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et Donimus gratia» (=όπου η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού, και όπου το Πνεύμα του Θεού, εκεί η Εκκλησία και η χάρις του Κυρίου). Και: «Habere non potest Deum patrem qui Ecclesiam non habet matrem» (= Δεν μπορεί να έχει το Θεό Πατέρα, όποιος δεν έχει την Εκκλησία μητέρα).


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 138-139)

"Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας"
Είναι συγκινητική η διακριτικότητα της αγάπης του Θεού, όπως μας αποκάλυψε ο Γέροντας.
Ήμασταν μια φιλική συντροφιά, στα Καλλίσια, δίπλα στους βράχους του Μοναστηριού, έχοντας ανάμεσά μας το Γέροντα.
Ήταν νύχτα, παραμονή του Αγίου Πνεύματος. Ο Γέροντας μας έκανε μιά κατανυκτική, εξωτερική και εσωτερική,
περιγραφή των Αγιορείτικων αγρυπνιών στα Καυσοκαλύβια, τότε πού, όπως έλεγε,
"το Άγιο Πνεύμα ερχόταν και πλημμύριζε με ουράνια χαρά τις ψυχές των μοναχών".
Και λέγοντας αυτά, μας άφησε ένα αφυπνιστικό μήνυμα: "Και τώρα το Άγιο Πνεύμα θέλει να μπεί στις ψυχές μας,
όπως και τότε, αλλά σέβεται την ελευθερία μας, δε θέλει να την παραβιάσει.
Περιμένει να Του ανοίξουμε μόνοι μας την πόρτα και τότε θα μπεί στην ψυχή μας και θα τη μεταμορφώσει".
Τα λόγια του μου θύμιζαν την Αποκάλυψη: "Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω, εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν,
εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ' αυτού και αυτός μετ' εμού".
Ο Παντοδύναμος Θεός χτυπά διακριτικά την πόρτα της ψυχής του αδύναμου ανθρώπου και περιμένει υπομονητικά να του ανοίξει,
για να τον κάνει αληθινά ευτυχή, κι αυτός τις πιο πολλές φορές, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του,
που Εκείνος του χάρισε, δεν του ανοίγει, μένοντας κλεισμένος στη δυστυχία του.
Πόσοι από εμάς άραγε έχουμε τη φρόνηση να κάνουμε πράξη την ικεσία: "Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν";
Πόσοι από μας, λέγοντας αυτή την προσευχή δεν αμπαρωνόμαστε τη μοναξιά της ανασφάλειάς μας;
Και ο Θεός σέβεται την αφροσύνη μας, γιατί κι αυτή αποτελεί έκφραση της ελευθερίας μας.
Μία μέρα ο Γέροντας μου είπε: "Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας".
Και μιά άλλη: "Ό,τι κάνεις να το κάνεις επειδή το θέλεις, ελεύθερα, υπεύθυνα και με ευχαρίστηση".
Προσπαθούσα να εμβαθύνω στις επιγραμματικές, αλλά πολυσήμαντες αυτές συμβουλές του.
[Γ 386π.]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος,σελ.158-159)

Εκλογή επαγγέλματος
-Γέροντα, μερικοί γονείς κατευθύνουν τα παιδιά τους προς το δικό τους επάγγελμα,
και μάλιστα πολλές φορές γίνονται πιεστικοί.
-Όχι, δεν κάνουν καλά. Δεν πρέπει να πιέζουν τα παιδιά τους να κάνουν αυτό που αναπαύει τους ίδιους,
αν αυτό δεν αναπαύει και εκείνα. Γνώρισα έναν νέο που ήθελε να σπουδάσει θεολογία και να γίνει ιερέας.
Η μάνα του όμως δεν τον άφηνε, τον πίεζε να πάει ιατρική. Το παιδί είχε μάθει βυζαντινή μουσική και έψελνε.
Είχε κάνει μόνος του και ένα όργανο μουσικό και εύρισκε τους ήχους. Ήξερε τα μουσικά απ’ έξω.
Είχε χάρισμα. Έφτιαχνε τροπάρια, ακολουθίες... Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Θεολογική Σχολή.
Η μάνα του έπαθε νευρικό κλονισμό από την στενοχώρια της. Ερχόταν ύστερα και με παρακαλούσε:
«Κάνε προσευχή, Πάτερ, να γίνω καλά, και ας κάνει ό,τι θέλει το παιδί μου».
Μόλις έγινε καλά, πάλι δεν τον άφηνε να κάνει αυτό που ήθελε. Ύστερα και αυτός τα παράτησε όλα, και τελικά χαραμίστηκε.
Εγώ λέω στους νέους που βλέπω να προβληματίζονται ποιά επιστήμη να ακολουθήσουν: «Δέστε ποιά επιστήμη σας αρέσει,
ώστε να κάνετε αυτό που είναι στην φύση σας». Αν δεν είναι στην φύση τους αυτό που σκέφτονται να κάνουν,
προσπαθώ να τους κάνω να δώσουν την καρδιά τους σ’ αυτό που είναι στην φύση τους, για να βοηθηθούν.
Τους βοηθάω δηλαδή να ακολουθήσουν την επιστήμη που θέλουν και να κάνουν το επάγγελμα που είναι ανάλογο με τις δυνάμεις τους,
φθάνει να το κάνουν κατά Θεόν. Έχει κλίση κάποιος στην μουσική; Να γίνει μουσικός ή καλός ιεροψάλτης,
που θα βοηθάει με την ζωή του και με την ψαλτική του όσους θα τον ακούν, ώστε να αγαπήσουν την Εκκλησία και την προσευχή.
Έχει κλίση στην ζωγραφική; Να γίνει ζωγράφος ή αγιογράφος και να κάνει με ευλάβεια εικόνες, που θα κάνουν θαύματα.
Έχει κλίση σε κάποια επιστήμη; Να αφοσιωθεί σ’ αυτήν και να εργαστεί με φιλότιμο.
Και να δείτε, φαίνεται από μικρός κανείς τί κλίση έχει. Μια φορά στο μοναστήρι στο Στόμιο είχε έρθει κάποιος με δυο ανιψάκια του.
Το ένα, έξι-επτά χρονών, κάθισε κοντά μας και συνέχεια μας έκανε διάφορες ερωτήσεις.
Το ρωτάω: «Τί θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις;». «Δικηγόρος!», μου λέει. Το άλλο το χάσαμε.
Ρωτάω τον θείο του: «Που πήγε το άλλο το παιδί; μήπως πέσει σε κανέναν γκρεμό».
Βγαίνουμε έξω να το βρούμε και ακούμε κάτι χτυπήματα στο μαραγκούδικο. Πάμε μέσα, και τί να δούμε;
Το σανίδι που είναι στον μπάγκο, όπου πλανίζουμε και είναι πολύ λείο, το είχε κάνει με το σκεπάρνι χάλια!
«Τί θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις;», το ρωτάω. «Επιπλοποιός!», μου λέει. «Να γίνεις, του λέω. Χαλάλι που χάλασε το σανίδι! Δεν πειράζει!».


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 167-168)

Δοκάρι
στο δικό σου μάτι
Εσύ το δικό σου δοκάρι όχι μόνο δεν το βγάζεις, αλλ’ ούτε καν το βλέπεις. Όμως το σκουπιδάκι του άλλου όχι μόνο το βλέπεις, αλλά και το κρίνεις και προσπαθείς να το βγάλης. Μοιάζεις με εκείνον, που ο ίδιος πάσχει από φοβερή υδρωπικία ή από αγιάτρευτο νόσημα και αδιαφορεί γι' αυτά, κατηγορεί όμως τον άλλον που αδιαφορεί για ένα μικρό σπυράκι. Αν δε είναι κακό πράγμα το να μη βλέπουμε τα δικά μας αμαρτήματα, είναι διπλό και τριπλό το κακό το να κρίνουμε τους άλλους, ενώ οι ίδιοι περιφέρουμε αναίσθητα τα δοκάρια στα μάτια μας. Ναι, η αμαρτία είναι βαρύτερη από δοκάρι.
Ε.Π.Ε. 10,74
Δοκιμασίες
γιατί;
Γι’ αυτό επιτρέπει ο Θεός να αυξηθούν τα δεινά, όχι για να μας καταποντίση μέσα σ’ αυτά, αλλά για να μας κάνη πιο αξιόλογους και να μας χαρίση μεγαλύτερη απόδειξι της δυνάμεώς του.
Ε.Π.Ε. 6,670
των φίλων του Θεού
Οι δοκιμασίες είναι ίδιον των φίλων του Θεού.
Ε.Π.Ε. 14,176
ακόνι της ψυχής
Οι θλίψεις και οι δυσκολίες της ζωής είναι σαν το ακόνι. Μας τροχίζουν. Γι’ αυτό οι φτωχοί, ως επί το πλειστόν, είναι πιο συνετοί από τους πλουσίους, επειδή ακριβώς δέχονται πλήγματα και κραδασμούς από τα κύματα της ζωής... Το σίδερο, όταν παραμένη ανενέργητο, φθείρεται· όταν όμως δουλεύεται, λάμπει. Έτσι και η ψυχή όταν κινήται. Και κίνησις της ψυχής είναι οι περιπέτειές της. Και η λύπη, όταν δεν είναι υπέρμετρος, είναι καλό. Το ίδιο και η μέριμνα, το ίδιο και η φτώχεια. Διότι δυνατούς μας κάνουν και τα καλά και τα αντίθετα.
Ε.Π.Ε. 16β,270-272
και έκβασις
Ο Χριστός δίνει και την υπομονή και χαρίζει σύντομα την απαλλαγή, ώστε να γίνεται υποφερτή η δοκιμασία.
Ε.Π.Ε. 18α,80
αγίων
Ο άγιος, και όταν κάνη το καλό και παρ’ όλα αυτά υποφέρη, ευχαριστεί τον Θεό. Έτσι πλήττει το διάβολο. Καθ’ όσον είναι βέβαια καλό, να ελεή και να είναι ενάρετος και όταν όλα έρχωνται κατ’ ευχήν. Αλλά περισσότερο καλό είναι να μη παραιτήται κανείς από το καλό και όταν δυστυχή. Τότε κατ’ εξοχήν είναι άνθρωπος του Θεού.
Ε.Π.Ε. 18α,732
κοινωνία Χριστού
Ας μη τα χάνουμε στις δοκιμασίες. Κοινωνός του Χριστού δεν γίνεται όποιος ζη τρυφηλή ζωή, παραμένοντας ράθυμος και χάνοντας το θάρρος του. Γίνεται εκείνος, που αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες· εκείνος, που στέκεται κοντά σ’ αυτόν, που βαδίζει το στενό δρόμο.
Ε.Π.Ε. 19,26
γυμναστική
Υποφέρουμε βέβαια πολλές φορές και αποτυγχάνουμε, αλλ’ όχι έτσι, ώστε να τα χάνουμε. Διότι οι δοκιμασίες παραχωρούνται από το Θεό σε μας για άσκησι και όχι προς ήττα.
Ε.Π.Ε. 19,252
δικαίων για τον Χριστό
Το να πάσχη κανείς κάτι για το Χριστό, είναι γλυκύτερο από κάθε παρηγοριά.
Ε.Π.Ε. 20,640

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 72-74)

Του Αββά Πέτρου του Πιονίτη

α’. Έλεγαν για τον Αββά Πέτρο τον Πιονίτη, στα Κελλιά, ότι κρασί δεν έπινε. Όταν λοιπόν γήρασε, ετοιμάζουν οι αδελφοί λίγο κρασί ανακατεμένο με νερό και τον παρακαλούσαν να το δεχθή. Και έλεγε: «Πιστέψτε με, σαν ακριβό αρωματικό κρασί το έχω». Και έκρινε τον εαυτό του, πίνοντας από εκείνο το νερωμένο κρασί.

β’ . Ένας αδελφός είπε στον Αββά Πέτρο του Αββά Λώτ: «Όταν είμαι στο κελλί μου, η ψυχή μου ειρηνεύει. Αν όμως έλθη κάποιος αδελφός και μου πη τα έξω λόγια, η ψυχή μου πέφτει σε ταραχή». Λέγει ο Αββάς Πέτρος: «Έλεγε ο Αββάς Λώτ: Το κλειδί σου ανοίγει τη θύρα μου». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Τί σημαίνει αυτή η φράση;». Αποκρίνεται ο γέρων: Αν τινάς σε επισκεφθή, τον ρωτάς: Πώς είσαι; Από που έρχεσαι; Πώς περνούν οι αδελφοί; Σε δέχθηκαν ή όχι; Και τότε ανοίγεις τη θύρα και ακούς αυτά οπού δεν θέλεις». Του λέγει: «Έτσι είναι. Τί πρέπει λοιπόν να κάμη τινάς αν τον επισκεφθή ένας αδελφός;». Λέγει ο γέρων: «Όλο το πένθος διδαχή είναι. Και οπού δεν είναι πένθος, δεν μπορεί τινάς να φυλαχθή». Λέγει ο αδελφός: «Όταν είμαι στο κελλί, μαζί μου είναι το πένθος. Αν όμως με επισκεφθή τινάς ή βγω από το κελλί, δεν το βρίσκω». Λέγει ο γέρων: «Δεν σου έχει υποταχθή ακόμη, αλλά απλώς το χρησιμοποιείς. Γιατί είναι γραμμένο στον νόμο: Όταν κτήση παίδα Εβραίον, εξ έτη δουλεύσει σοι˙ τω δε εβδόμω έτει εξαποστείλεις αυτόν ελεύθερον˙ εάν δε δώς αυτώ γυναίκα και γεννήση παιδία εν τη οικία σου και μη θελήση αποδιδράσκειν δια την γυναίκα και τα παιδία, προσάξεις αυτόν προς την θύραν του οίκου και τρυπήσεις αυτού το ωτίον τω οπητίω και έσται σοι δούλος εις τον αιώνα». Λέγει ο αδελφός: «Τί σημαίνει αυτό το ρητό;». Αποκρίνεται ο γέρων: Αν κουρασθή τινάς κατά δύναμη σε κάτι, όποια ώρα το ζητήση έχοντας την ανάγκη του, θα το βρή». Του λέγει: «Κάμε μου τη χάρη, εξήγησέ μου το αυτό». Λέγει ο γέρων: «Ούτε νόθος γυιός παραμένει δουλεύοντας σε κάποιον, αλλά ο γυιός οπού γεννιέται δεν αφήνει τον πατέρα του».

γ’ . Έλεγαν για τον Αββά Πέτρο και τον Αββά Επίμαχο, ότι συνασκήτευσαν στη Ραϊθώ. Ενώ δε έτρωγαν στη σύναξη, τους βίασαν να έλθουν στο τραπέζι των γερόντων. Και με πολλή δυσκολία πήγε ο Αββάς Πέτρος μόνος. Και σαν σηκώθηκαν, του λέγει ο Αββάς Επίμαχος: «Πώς τόλμησες να πας στο τραπέζι των γερόντων;». Και εκείνος αποκρίθηκε: Αν καθόμουν μαζί σας, σαν γέροντα οι αδελφοί θα με προέτρεπαν να ευλογώ πρώτος και σαν μεγαλύτερός σας θα ήμουν. Τώρα λοιπόν οπού πήγα κοντά στους πατέρες, μικρότερος όλων ήμουν και ταπεινότερος στον λογισμό».

δ’ . Είπε ο Αββάς Πέτρος, ότι δεν πρέπει να το παίρνουμε επάνω μας όταν ο Κύριος κάμη κάτι χρησιμοποιώντας μας σαν όργανά του, αλλά μάλλον να ευχαριστούμε οπού καταξιωθήκαμε να μας προσκαλέση. Και αυτό για κάθε αρετή έλεγε ότι συμφέρει να το συλλογίζεται τινάς.

Του Αββά Παφνουτίου

α’ . Έλεγαν για τον Αββά Παφνούτιο, ότι δεν έπινε εύκολα κρασί. Οδεύοντας δε κάποτε, συνάντησε συμμορία ληστών και τους βρήκε την ώρα οπού έπιναν κρασί. Τον γνώριζε δε ο αρχιληστής και ήξερε ότι δεν πίνει κρασί. Και βλέποντάς τον κατακουρασμένο, γέμισε ποτήρι με κρασί, πήρε το σπαθί στο χέρι και λέγει στον γέροντα: Αν δεν πιής, σε σκοτώνω». Καταλαβαίνοντας τότε ο γέρων ότι εντολή Θεού θα έκανε, αποσκοπώντας να τον κερδίση, πήρε και ήπιε. Ο δε αρχιληστής, μεταμελημένος, είπε: «Συγχώρησέ με, Αββά, οπού σε στενοχώρησα». Και λέγει ο γέρων: «Έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι, χάρη στο ποτήρι αυτό, θα σε ελεήση και σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο». Λέγει ο αρχιληστής: «Με τη χάρη του Θεού, είμαι βέβαιος ότι από τώρα δεν θα κάμω κακό σε κανέναν». Και κέρδισε ο γέρων όλη τη συμμορία, αφήνοντας το δικό του θέλημα για χάρη του Κυρίου.

β’ . Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι έλεγε ο Αββάς Παφνούτιος: «Όλες τις μέρες της ζωής των γερόντων, δυο φορές τον μήνα πήγαινα σ’ αυτούς, διανύοντας δώδεκα μιλιά, και κάθε λογισμό μου τους φανέρωνα και τίποτε άλλο δεν μου έλεγαν παρά το εξής: Όπου και αν πας, μη έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου και θα ειρηνεύης».

γ’ . Ήταν ένας αδελφός σε Σκήτη με τον Αββά Παφνούτιο και τον πολεμούσε η σαρκική αμαρτία. Και έλεγε: «Αν πάρω δέκα γυναίκες, δεν ικανοποιώ την επιθυμία μου». Ο δε γέρων τον στήριζε, λέγοντας: «Μη μιλάς έτσι, τέκνο μου. Πόλεμος είναι των δαιμόνων». Αλλά δεν πείστηκε. Πήγε λοιπόν στην Αίγυπτο και πήρε γυναίκα. Μετά από καιρό, συνέβη ο γέρων να ανεβή στην Αίγυπτο και να τον συναντήση φορτωμένον με ζεμπίλια οστράκων. Και ο γέρων δεν τον ανεγνώρισε. Αλλά εκείνος του λέγει: «Εγώ είμαι, ο δείνα μαθητής σου». Και βλέποντάς τον ο γέρων σ’ εκείνο το κατάντημα, έκλαψε και είπε: «Πώς άφησες εκείνη την τιμή και έφθασες σ’ αυτό το κατάντημα; Πλην, πήρες τις δέκα γυναίκες;». Και στενάζοντας, είπε: «Μόνο μια πήρα και βασανίζομαι για να τη χορτάσω ψωμί». Και του λέγει ο γέρων: «Έλα πάλι μαζί μας». Και είπε: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». Και εκείνος είπε: «Υπάρχει». Τα εγκατέλειψε τότε όλα και τον ακολούθησε. Και μπαίνοντας σε Σκήτη, αποδείχθηκε στην πράξη άξιος μοναχός.

δ’ . Σ’ έναν αδελφό οπού έμενε στην έρημο της Θηβαΐδος, ήλθε λογισμός και του έλεγε: «Τι κάθεσαι άκαρπος; Σήκω, πήγαινε σε Κοινόβιο και εκεί κάνεις καρπό». Σηκώθηκε λοιπόν, πήγε στον Αββά Παφνούτιο και του φανέρωσε τον λογισμό. Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου και κάνε μια προσευχή το πρωΐ και μια το βράδι και μια τη νύχτα. Και όταν πεινάς, φάγε. Και όταν διψάς, πίνε. Και όταν νυστάζης, κοιμήσου. Και μένε στην έρημο. Και μη πεισθής σ’ αυτόν». Πήγε δε και στον Αββά Ιωάννη και του ανέφερε τα λόγια του Αββά Παφνουτίου. Και λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Μη κάμης καθόλου προσευχή, μόνο να κάθεσαι στο κελλί σου». Σηκώνεται κατόπιν, πηγαίνει στον Αββά Αρσένιο και του τα ανακοινώνει όλα. Και του λέγει ο γέρων: «Κάμε ό,τι σου είπαν οι πατέρες. Εγώ δεν έχω να σου πω τίποτε περισσότερο». Και πληροφορημένος, έφυγε.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Του Αββά Πιστού
Διηγήθηκε ο Αββάς Πιστός, λέγοντας: «Πήγαμε εφτά αναχωρητές στον Αββά Σισώη οπού κατοικούσε στο Κλύσμα και τον παρακαλέσαμε να μας πη κάτι ωφέλιμο. Και αποκρίθηκε: «Συχωρήστε με, άνθρωπος ακατάρτιστος είμαι. Αλλά πήγα στον Αββά Ώρ και στον Αββά Αθρέ. Βρισκόταν δε άρρωστος ο Αββάς Ώρ δεκαοχτώ χρόνια. Και τους έβαλα μετάνοια, ζητώντας να μου πουν κάτι ωφέλιμο. Και είπε ο Αββάς Ώρ: Τί να σου πώ; Πήγαινε και ό,τι βλέπεις κάμε. Ο Θεός μ΄ εκείνον είναι όπου επιδίδεται με ζήλο στο να βιάζη τον εαυτό του σε όλα. Και δεν ήταν από την ίδια περιφέρεια ο Αββάς Ώρ και ο Αββάς Αθρέ. Επικρατούσε δε μεγάλη ειρήνη μεταξύ τους, ωσότου βγήκαν από το σώμα. Γιατί ήταν μεγάλη η υπακοή του Αββά Αθρέ και πολλή η ταπεινοφροσύνη του Αββά Όρ. Πέρασα λοιπόν λίγες μέρες μαζί τους, εξετάζοντας τον βίο τους. Και είδα ένα πολύ θαυμαστό γεγονός, όπου ωφειλόταν στον Αββά Αθρέ. Τους έφερε κάποιος ένα μικρό ψάρι και θέλησε ο Αββάς Αθρέ να το ετοιμάση για τον γέροντα. Και είχε το μαχαίρι, κόβοντας το ψάρι. Και τον φώναξε ο Αββάς Ώρ, λέγοντας: Αθρέ, Αθρέ. Και άφησε το μαχαίρι μέσα στο ψάρι και δεν συνέχισε το κόψιμο. Και θαύμασα τη μεγάλη υπακοή του, γιατί δεν είπε: Περίμενε ώσπου να κόψω το ψάρι. Είπα δε στον Αββά Αθρέ: Πού τη βρήκες αυτή την υπακοή; Και μου είπε: Δεν είναι δική μου, αλλά του γέροντος είναι. Και με πήρε, λέγοντας: Έλα να δής την υπακοή του. Και έψησε το ψάρι και το κακόφτιαξε επίτηδες και το παρέδωσε στον γέροντα. Και εκείνος έφαγε χωρίς να πη τίποτε. Και του λέγει: Καλό είναι, γέροντα; Και αποκρίθηκε: Είναι πολύ καλό. Ύστερα, του έφερε λίγο, πολύ καλό. Και του είπε: Το κακομαγείρεψα αυτό, γέροντα. Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Ναι, το κακομαγείρεψες λιγάκι. Και μου είπε ο Αββάς Αθρέ: Είδες ότι η υπακοή του γέροντος είναι; Και έφυγα απ΄ αυτούς. Και ό,τι είδα, προσπάθησα όσο μπορούσα να το τηρώ. Αυτά είπε στους αδελφούς ο Αββάς Σισώης. Ένας δε από μας τον παρακάλεσε, λέγοντας: Κάμε μας τη χάρη, πες μας και κάτι δικό σου. Και είπε: Αυτός οπού δεν λογαριάζει τον εαυτό του με γνώση, εκπληρώνει όλη τη Γραφή. Πάλι άλλος από μας του λέγει: Τί είναι ξενιτεία, πάτερ; Και είπε: Να σιωπάς και να λές ότι δεν έχεις κανένα δικαίωμα όπου και αν πάς. Αυτή είναι η ξενιτεία».
Του Α β β ά Πίωρ
α’. Ο μακάριος Πίωρ εργάστηκε στον θερισμό κοντά σε κάποιον και του θύμιζε να του δώση τον μισθό του. Εκείνος όμως το άνέβαλε και έτσι ο γέρων επανήλθε στη Μονή. Πάλι ήλθε ο καιρός, θέρισε στο χωράφι του ανθρώπου εκείνου, δουλεύοντας με προθυμία, αλλά χωρίς να πληρωθή και αυτή τη φορά, γύρισε στη Μονή του. Την τρίτη επίσης χρονιά, κάνοντας την ίδια εργασία ο γέρων, έφυγε χωρίς τίποτε να πάρη. Έρριξε τότε ο Κύριος σε δοκιμασία το σπίτι του ανθρώπου εκείνου. Και γύριζε στα Μοναστήρια, αναζητώντας τον άγιο για να του δώση την αμοιβή του. Και μόλις τον βρήκε, έπεσε στα πόδια του και αποδίδοντάς του το ποσό, έλεγε: «Εμένα ο Κύριος με πλήρωσε». Και ο γέρων του σύστησε να το παραδώση στην εκκλησία, στον πρεσβύτερο.
β’. Ο Αββάς Πίωρ, περπατώντας, έτρωγε. Τον ρώτησε λοιπόν κάποιος: «Γιατί έτσι τρώς;». Και είπε: «Δεν θέλω να χρησιμοποιώ τη διατροφή σαν έργο, αλλά σαν πάρεργο». Και σε άλλον όπου ρώτησε για το ίδιο, αποκρίθηκε: «Για να μη αισθάνεται η ψυχή μου σωματική ευχαρίστηση καθώς τρώγω».
γ’. Έγινε κάποτε σύσκεψη σε Σκήτη για αδελφό οπού έπεσε σε σφάλμα. Και μιλούσαν οι πατέρες. Ο δε Αββάς Πίωρ σιωπούσε. Ύστερα δε, σηκώθηκε, βγήκε και παίρνοντας ένα σακκί, το γέμισε με άμμο και το φορτώθηκε στον ώμο. Και βάζοντας σε ζεμπιλάκι λίγη άμμο, το φορτώθηκε από εμπρός. Τον ρώτησαν λοιπόν οι πατέρες τί σήμαινε αυτό και λέγει: «Αυτό το σακκί με την πολλή άμμο είναι τα δικά μου φταιξίματα, όπου είναι πολλά. Και τα άφησα από πίσω μου, για να μη κουραστώ απ΄ αυτά και κλάψω. Και να, αυτά τα λίγα του αδελφού μου είναι μπροστά μου και αυτά σκέπτομαι διαρκώς, κρίνοντάς τον.  Αλλά δεν πρέπει έτσι να κάνη τινάς. Έπρεπε τα δικά μου να φέρω από εμπρός και γι΄ αυτά να γνοιασθώ και να παρακαλώ τον Θεό να μου τα συγχώρηση». Και σηκώθηκαν οι πατέρες και είπαν: Αληθινά, αυτή είναι η οδός της σωτηρίας».
Του Αββά Πιτυρίωνος
Έλεγε ο Αββάς Πιτυρίων, ο μαθητής του Αββά Αντωνίου, ότι όποιος θέλει να διώχνη δαίμονες, πριν θα υποδούλωση τα πάθη. Γιατί, όποιο πάθος νικήση τινάς, αυτού του πάθους και τον δαίμονα διώχνει. Ακολουθεί, λέγει, δαίμων την οργή. Αν την οργή καταβάλης, διώχτηκε και ο δαίμων της. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε πάθος.
Του Αββά Πιστάμωνος
Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Πιστάμωνα: «Τί να κάμω, όπου θλίβομαι πουλώντας το εργόχειρό μου;». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Και ο Αββάς Σισώης και οι λοιποί πουλούσαν το εργόχειρό τους. Αυτό δεν είναι κακό. Αλλά, όταν πουλάς, πες μια φορά την τιμή του αντικειμένου. Πάλι, αν θέλης να την κατεβάσης κάπως, δικαίωμά σου είναι. Έτσι θα βρής ανάπαυση». Πάλι του λέγει ο αδελφός: «Αν έχω από κάπου αλλού ό,τι μου χρειάζεται, εγκρίνεις να ασχολούμαι με εργόχειρο;». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Οσοδήποτε και αν έχης, μη παρατήσης το εργόχειρο». Όσο μπορείς κάμε, μόνο χωρίς ταραχή».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Περί της φροντίδος που πρέπει να έχη η ψυχή εις το να ειρηνεύη

Λοιπόν προτίτερα από κάθε άλλο έχε αυτήν την ειρήνην και συστολήν, αδελφέ, εις τας πέντε αισθήσεις σου· ήτοι εις το να μη βλέπης ή να λαλής ή να κινής τας χειρας ή να περιπατής τεταραγμένα, αλλ’ ειρηνικά και εύτακτα. Διότι όταν συνηθίσης να φυλλάττης την ειρήνην ταύτην εις τα έξω κινήματα, εύκολα και χωρίς κόπον θέλεις να οδηγηθή να ειρηνεύης και εις τα έσω, επειδή κατά τους Πατέρας ο έσω άνθρωπος συσχηματίζεται μαζί με τον έξω.

Συνήθιζε να αγαπάς όλους τους ανθρώπους και να είσαι με όλους ειρηνικός, αν είναι δυνατόν, καθώς λέγει ο Παύλος· «ει δυνατόν το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβ' 18). Φύλαττε την συνείδησίν σου να μη σε κατηγορή εις κανένα πράγμα, αλλά να μένη αναπαυμένη εις τον Θεόν, εις τον εαυτόν σου, εις τον πλησίον σου και εις τα έξω πράγματα· και μάλιστα να μη σε κατηγορή πως παράβλεψες καμμίαν εντολήν του Θεού. Διότι η φύλαξις αύτη της συνειδήσεως γεννά την ειρήνην της καρδίας· «ειρήνη, φησί, πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου και ουκ έστιν αύτοις σκάνδαλον» (Ψαλμ. ριη' 164).

Συνήθιζε να υποφέρης τας ύβρεις χωρίς ταραχήν. Είναι, ναι, αληθές, ότι προτού να αποκτήσης αυτήν την ειρήνην, θέλεις πάσχει πολύ βάσανον, διότι είσαι αγύμναστος· αλλά αφ’ ου την αποκτήσης, θέλει μένει η ψυχή σου πολύ παρηγορημένη εις κάθε εναντιότητα, που της συνέβη. Και από ημέραν εις ημέραν θέλεις μάθει καλλίτερα αυτήν την γύμνασιν εις το να ειρηνεύης το πνεύμα.

Όταν δε συμβή να ιδής καμμίαν φοράν τον εαυτόν σου να θλίβεται και να ενοχλήται εις τρόπον, ώστε να μη ημπορής να ειρηνεύσης, πρόστρεχε ευθύς εις την προσευχήν και καρτέρα εις αυτήν κατά μίμησιν του Κυρίου μας, όστις επροσευχήθη τρεις φορές εις τον κήπον, δια να σου δώση παράδειγμα, ότι εις κάθε σου ενόχλησιν και θλίψιν καταφύγιον να έχης την προσευχήν· και ότι όσον και αν είσαι λυπημένος και μικρόψυχος, δεν πρέπει να αναχωρής από αυτήν, έως ότου εύρης την θέλησίν σου σύμφωνον με την θέλησιν του Θεού· και ακολούθως να την εύρης ευλαβή και ειρηνικήν και ομού όλην θαρραλέαν και τολμηράν, δια να δεχθή και να εναγκαλισθή εκείνο, που εφοβείτο και απέφευγε πρότερον. Διότι και ο Κύριος φοβούμενος πρότερον το πάθος, μετά την προσευχήν όμως έλαβε θάρρος και είπεν: «Εγείρεσθε, άγωμεν· ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με» (Ματθ. κς' 46).

(Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, "Αόρατος πόλεμος", εκδ. Φως ΧΕΕΝ, Αθήνα, 1973)

katafigioti

lifecoaching