ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η αγάπη για την δουλειά
-Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι νιώθουν ανία στην δουλειά;
-Μήπως δεν αγαπούν την δουλειά τους; Ή μήπως ασχολούνται με το ίδιο πράγμα;
Συχνά, σε μερικές δουλειές, σε ένα εργοστάσιο, ας πούμε, που φτιάχνει κουφώματα,
ένας υπάλληλος, από το πρωί ώς την ώρα που θα φύγη, κολλάει- κολλάει•
ένας άλλος περνάει συνέχεια τζάμια, άλλος στόκο. Κάνουν συνέχεια την ίδια δουλειά,
ένα μονότονο πράγμα, και το αφεντικό τους παρακολουθεί. Και δεν είναι μια μέρα ή δυό.
Όλο το ίδιο-το ίδιο το βαριούνται. Παλιά δεν ήταν έτσι.
Ένας μαραγκός παραλάμβανε τέσσερις τοίχους από τους χτίστες και έπρεπε να παραδώση
στον νοικοκύρη τελειωμένο το σπίτι με το κλειδί.[...]
Σήμερα πολλοί άνθρωποι είναι βασανισμένοι, γιατί δεν αγαπούν την δουλειά τους.
Κοιτάζουν πότε να έρθη η ώρα να φύγουν. Ενώ, όταν υπάρχη ζήλος για την δουλειά
και έχη κανείς ενδιαφέρον γι’ αυτό που φτιάχνει, όσο δουλεύει, τόσο ανάβει ο ζήλος.
Αφοσιώνεται μετά στην δουλειά του καί, όταν είναι να φύγη, λέει: «Πότε πέρασε η ώρα;».
Ξεχνάει και το φαγητό και τον ύπνο, τα ξεχνάει όλα. Και νηστικός να είναι, δεν πεινάει, και άυπνος να είναι,
δεν νυστάζει, αλλά και χαίρεται που δεν κοιμάται.
Δεν είναι ότι βασανίζεται από την πείνα ή από την νύστα• είναι πανηγύρι γι’ αυτόν η δουλειά.
-Γέροντα, δυο άνθρωποι που κάνουν την ίδια δουλειά, πώς γίνεται ο ένας να βγαίνη ωφελημένος
πνευματικά από αυτό που κάνει και ο άλλος ζημιωμένος;
-Εξαρτάται από το πώς ο καθένας κάνει αυτήν την δουλειά και τί έχει μέσα του.
Αν εργάζεται με ταπείνωση και αγάπη, όλα θα είναι φωτισμένα, λαμπικαρισμένα, χαριτωμένα,
και θα νιώθη εσωτερική ξεκούραση. Αν όμως βάζη υπερήφανο λογισμό, ότι κάνει την δουλειά καλύτερα από τον άλλον,
μπορεί να νιώθη μια ικανοποίηση, αλλά αυτή η ικανοποίηση δεν γεμίζει την καρδιά του,
γιατί η ψυχή του δεν πληροφορείται, δεν έχει ανάπαυση.
Ύστερα, όταν κανείς δεν κάνη την δουλειά του με αγάπη, κουράζεται.
Ένας, και μόνον που βλέπει ότι πρέπει να ανεβή μια ανηφόρα, για να τελειώση κάποια δουλειά, κουράζεται,
γιατί δεν αγαπάει αυτήν την δουλειά. Ενώ ένας άλλος που την κάνει με την καρδιά του, πάει και έρχεται στην ανηφόρα,
χωρίς να το καταλαβαίνη.
Ώρες μπορεί λ.χ. να σκαλίζη ένας εργάτης μέσα στον ήλιο και να μην κουράζεται, αν το κάνη με την καρδιά του.
Ενώ, αν δεν το κάνη με την καρδιά του, όλο σταματάει, χαζεύει, γκρινιάζει: «ώ, πολλή ζέστη κάνει», λέει, και υποφέρει.
-Μπορεί, Γέροντα, να τον απορροφήση κάποιον η επιστήμη του, η δουλειά του, και να αδιαφορή για την οικογένειά του κ.λπ.;
-Την δουλειά του θα την αγαπά απλά• δεν θα την ερωτευθή.
Αν δεν αγαπήση την δουλειά του, θα κουράζεται διπλά, και σωματικά και ψυχικά, οπότε και η σωματική ανάπαυση
δεν θα τον ξεκουράζη, γιατί ψυχικά θα είναι κουρασμένος. Η ψυχική κούραση είναι αυτή που καταβάλλει τον άνθρωπο.
Όταν δουλεύη κανείς με την καρδιά του και είναι χαρούμενος, είναι ψυχικά ξεκούραστος και εξαφανίζεται η σωματική κούραση.[...] Η ευχαρίστηση που νιώθει όποιος κάνει φιλότιμα την δουλειά του είναι καλή ευχαρίστηση. Την έδωσε ο Θεός, για να μην κουράζεται το πλάσμα Του. 

Αυτή είναι ξεκούραση από την κούραση.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 168-171)

"Καιρός του επιπλήξαι και του επαινέσαι"
Ο Γέροντας δεν παρέλειπε, όταν το έκρινε αναγκαίο,
να με επιπλήττει ή να με επαινεί, και μάλιστα σε περιόδους που δεν το περίμενα.
Με επέπληττε, κυρίως, όταν είχα ηρεμία και οι μέρες μου περνούσαν ανώφελες και άνετες.
Τότε έβρισκε κρυφές αμέλιες και παραλείψεις μου και τις επεσήμαινε.
Αντίθετα, με επαινούσε όταν περνούσα ημέρες δοκιμασιών και θλίψεων,
και διαπίστωνε ότι ταπεινώνομαι και υπομένω.
Η παιδαγωγική του θύμιζε τον άγιο Ισαάκ το Σύρο, που έλεγε: "Ο θεός και οι άγγελοι αυτού
στις ανάγκες χαίρονται, ενώ ο διάβολος και οι διάκονοι αυτού στις ανέσεις".
[Γ 291]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.159)

Η ισαπόστολος Νίνα

Το κήρυγμα της αγίας Νίνας στην Καχέτη ήταν το τελευταίο έργο της αποστολικής της διακονίας στη Γεωργία. Τώρα πλέον ο Θεός της αποκάλυψε ότι πλησίασε το τέλος της. Έγραψε τότε το ακόλουθο γράμμα προς τον βασιλιά Μιριάν:

«Είθε να έχη το βασίλειό σου την παντοτινή ευλογία του Θεού και τις Υπεραγίας Θεοτόκου, και την προστασία της ανίκητης δυνάμεως του Τιμίου Σταυρού! Εγώ, ως ξένη και πάροικος, φεύγω πια απ’ αυτόν τον κόσμο. Στείλε μου, σε παρακαλώ, τον επίσκοπο Ιωάννη να με ετοιμάση για το αιώνιο ταξίδι, γιατί η μέρα του θανάτου μου βρίσκεται κοντά».

Το γράμμα το παρέδωσε στη βασίλισσα Σόντζε κι εκείνη στον Μιριάν. Μόλις το διάβασε ο βασιλιάς ξεκίνησε βιαστικά με τους αυλικούς και όλο το ιερατείο και πρόλαβε την αγία εν ζωή. Πλήθος λαού είχε κυκλώσει τη νεκρική της κλίνη και την έβρεχε με δάκρυα. Πολλοί άρρωστοι ακουμπούσαν στην κλίνη και θεραπεύονταν.

Οι μαθήτριες της αγίας θρηνούσαν κοντά της και την παρακαλούσαν επίμονα να διηγηθή για την καταγωγή και τη ζωή της. Η Σαλώμη, η βασίλισσα της Ουντζάρμ, κατέγραφε τα λόγια της μακαρίας. Οι σημειώσεις αυτές αποτέλεσαν την πηγή για ό,τι έχει γραφή σχετικά με την αγία.

- Ας γραφή, έλεγε η μακαρία Νίνα, η φτωχή και οκνηρή ζωή μου, για να γίνη γνωστή και στα παιδιά σας. Ας γραφή, για να μάθουν οι απόγονοί σας την πίστι και την αγάπη με την οποία με περιβάλατε, καθώς και τα θεϊκά σημεία που είδατε με τα ίδια σας τα μάτια.

Εν συνεχεία μίλησε για την αιώνια ζωή και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια τα Άχραντα Μυστήρια από τα χέρια του επισκόπου. Τέλος παρήγγειλε να ταφή στο φτωχό καλύβι, όπου βρισκόταν εκείνη την ώρα. Έτσι, μετά από πολλά γόνιμα χρόνια αποστολικής διακονίας, παρέδωσε το πνεύμα της εν ειρήνη στα χέρια του Χριστού σε ηλικία εξήντα επτά ετών.

Ο βασιλιάς, ο επίσκοπος και όλος ο λαός, θρηνώντας για τον θάνατο της μεγάλης αθλητρίας της πίστεως, θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο της στον καθεδρικό ναό της πρωτευούσης Μτσχέτα παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το φέρετρο της αγίας από τον τόπο της εκλογής της! Την έθαψαν λοιπόν εκεί, στη φτωχή της καλύβα, στο χωριό Μπόντμπε.

Λίγο αργότερα, περί το 342, ο βασιλιάς Μιριάν θεμελίωσε πάνω στον τάφο της ναό, επ’ ονόματι του συγγενούς της αγίας μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, τον οποίον ωλοκλήρωσε και εγκαινίασε ο γιος του Μπακάρ (342-364). Ο ναός αυτός σώζεται μέχρι σήμερα. Πολλές φορές ανακαινίστηκε, ποτέ όμως δεν γκρεμίστηκε. Αργότερα στον χώρο αυτό θεμελιώθηκε γυναικεία μονή προς τιμήν της αγίας Νίνας. Κοντά στον ναό ιδρύθηκε η μητρόπολις του Μπόντμπε, η αρχαιότερη όλης της Καχέτης, από την οποία το ευαγγελικό κήρυγμα απλώθηκε ως τα βάθη του ανατολικού Καυκάσου.

Ο πανάγαθος Θεός δόξασε την αγία Νίνα διατηρώντας το σώμα της άφθαρτο! Στον τάφο της γίνονταν πολλά θαύματα. Από αυτά τα θαύματα, αλλά περισσότερο από την αγγελική ζωή και τους αποστολικούς κόπους της, ανακηρύχθηκε ισαπόστολος και φωτίστρια της Γεωργίας. Η μνήμη της εορτάζεται τη 14η Ιανουαρίου, ημέρα της μακαρίας κοιμήσεώς της.

(Άγιοι της Γεωργίας)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 187-189)

…Γι’ αυτό και ο Απόστολος, που έχει την σοφία του Θεού, ευαγγελίζεται στους χριστιανούς:

2,6. «Ως ουν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε»

Να μη αλλάζετε τίποτε στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, ούτε να προσθέτετε τίποτε σ’ Αυτό. Γιατί Αυτός είναι ο ίδιος πάντοτε. Αυτός είναι και θεϊκά και ανθρώπινα παν-τέλειος.

Εμείς οι Απόστολοι, τέτοιον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Θεάνθρωπο, διδάξαμε και παραδώσαμε σε σας. Και εσείς έτσι ακριβώς τον «δεχθήκατε». Να ζήτε, λοιπόν, «εν Αυτώ», να ζήτε «εν τω Θεανθρώπω». Να μη ζήτε για τον εαυτό σας, για τον άνθρωπο, να μη ζήτε «κατά άνθρωπον», ούτε για κάτι άλλο στον κόσμο.

Το παν, το κάθε τι, που προέρχεται από την ψυχή σας, από την ύπαρξή σας και την ζωή σας, και δεν είναι «εν Αυτώ», πρέπει να ξέρετε, ότι βρίσκεται στον θάνατο, στην σαπίλα, στην αμαρτία, στο κακό και στην κόλαση.

Και η ζωή «εν Αυτώ» βρίσκεται όλη στην θεϊκή αθανασία, στην αθάνατη θεϊκή αλήθεια, στην αθάνατη θεϊκή δικαιοσύνη και στις λοιπές αθάνατες θεϊκές ιδιαιτερότητες και τελειότητες.

Ο Κύριος και Θεός Χριστός, «κατέστη» άνθρωπος, Θεάνθρωπος, για να ζήσουμε εμείς οι άνθρωποι «εν Αυτώ», σαν σε γήινο Θεάνθρωπο, και όχι να θεωρήσουμε Αυτόν από μακριά, ούτε να τον θαυμάσουμε και να φιλοσοφήσουμε περί Αυτού, αλλά να «περιπατούμε, να ζούμε εν Αυτώ». Αυτό αποτελεί και είναι η εντολή των εντολών.

Να ζούμε δηλαδή, όχι προσαρμόζοντας Αυτόν στον εαυτό μας, αλλά να προσαρμόζουμε τον εαυτό μας σε Αυτόν· χωρίς να αλλάζουμε και να μεταβάλλουμε Αυτόν έναντι του εαυτού μας, αλλά να αλλάζουμε και να μεταβάλλουμε τον εαυτό μας έναντι Αυτού.

Όχι να οικοδομούμε Αυτόν, σύμφωνα με την μορφή μας, με την όψη μας, με το πρόσωπό μας, αλλά να οικοδομούμε τον εαυτό μας, σύμφωνα με την άγια όψη και μορφή Του, σύμφωνα με το πανάγιο πρόσωπό Του.

Μόνο οι βλάσφημοι, οι αιρετικοί και οι ανόητοι, οι «λαβόντες» την ψυχή τους «επί ματαίω», γι’ αυτό και «έχοντες» αυτήν χαμένη, αλλάζουν, μεταβάλλουν τον Θεάνθρωπο Χριστό, σύμφωνα με τις διαθέσεις τους, τις επιθυμίες τους και τα θελήματά τους.

Γι’ αυτό υπάρχουν τόσοι «ψευδόχριστοι» και τόσοι ψευτοχριστιανοί στον κόσμο.

Και ο Αληθινός, ο Δίκαιος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός «εν τω πληρώματι Αυτού», με το πλήρωμα της Θεανθρώπινης ευαγγελικής πραγματικότητας, ΟΛΟΣ, βρίσκεται στο Θεανθρώπινο σώμα Του, την Εκκλησία· όπως ήταν στην εποχή των αγίων Αποστόλων, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι και αιώνια..

Η Θεανθρώπινη ζωή Του, παρατείνεται στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, διαμέσου όλων των αιώνων, διαμέσου όλης της αιωνιότητας.

«Ζώντες» εμείς μέσα στην Eκκλησία, ζούμε «εν Αυτώ», έτσι όπως ζούσε και ο Χριστοφόρος Απόστολος, έτσι που και σε μας ανάλογα «διατάσσει».

Και σε «πλήρες» μέτρο την χριστιανική ζωή, την ζουν οι άγιοι. Eδώ ακριβώς βρίσκεται και η θαυματουργική τους αγιότητα: δηλ. ζώντας με όλη τους την ύπαρξη «εν Χριστώ Ιησού», «δι’ Αυτού» αγιάζουν, χριστοποιούνται, θεανθρωποποιούνται, ενθεώνονται, γίνονται παντοδύναμοι (1), όπως άλλοτε στην αποστολική αλλά και στην μεταποστολική εποχή, όπως στα παλιά χρόνια έτσι και αργότερα, όπως ήταν χθες, έτσι είναι και σήμερα, έτσι θα είναι πάντα, μέχρι το τέλος του κόσμου.

Αυτοί (οι άγιοι), το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, το «φυλάσσουν» όπως είναι στην δική του παν-ζωο-δημιουργικότητα, την παν-αληθινότητα, την παν-θαυ-μαστότητα και την παν-θαυματουργικότητα…

(1) Όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο και ανάλογα με την Χάρη που του δίνει ο Χριστός.

(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 73-75)

Βάτραχοι το... εκκλησίασμα

Ο Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης βρισκόταν μία ημέρα μέσα σ’ ένα λάκκο και έρριχνε νερό σ’ ένα βαρέλι. Από εκεί, μ’ ένα λάστιχο, το νερό έφτανε στους εργάτες που φύτευαν σ’ ένα χωράφι 150 μέτρα πιο πέρα. Όλη την ημέρα εργαζόταν, προσευχόμενος και ευχαριστώντας τον Θεό, που τον είχε γλυτώσει από ένα μεγάλο κακό. Κάθε φορά που έρριχνε νερό στο βαρέλι έλεγε και το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Το απόγευμα, πριν βασιλεύσει ο ήλιος, έκανε το Απόδειπνο και μετά, ενώ έψελνε τα μεγαλυνάρια της Υπαπαντής με πολλή κατάνυξι, άκουσε μία φωνή βατράχου, ωσάν να εφώναζε και άλλους να συγκεντρωθούν. Ώ του θαύματος, όλοι οι βάτραχοι που ευρίσκοντο εκεί κοντά, συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Παπα-Δημήτρη στα δύο μέτρα. Γυρισμένοι προς το μέρος του, ακροάζονταν -κάνοντας απόλυτη ησυχία- τα τροπάρια που έψελνε.

Μόλις τελείωσε τα τροπάρια ο Παπα-Δημήτρης, άρχισαν οι βάτραχοι να τραγουδούν κι αυτοί, ωσάν να ήταν λογικοί άνθρωποι και μετά, ήσυχα-ήσυχα όπως είχαν συγκεντρωθεί, αποχώρησαν.

- Αφού δεν είσαι άξιος, Παπα-Δημήτρη, να κηρύξης στον λαό, είσαι για τους βατράχους, μονολόγησε τότε ο Πατήρ Δημήτρης ο Γκαγκαστάθης.

ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ

("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 204-205)

εδώ, χαρές εκεί
Οι δοκιμασίες είναι μπροστά στα μάτια μας, ενώ τα αγαθά αναφέρονται στο μέλλον, τότε που θα ξανάρθη ο Χριστός από τον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 23,378
αγίων με ασθένειες
Να μη σκανδαλιζώμαστε, όταν και τώρα βλέπουμε σπουδαίους και εναρέτους ανθρώπους να είναι άρρωστοι. Διότι κάτι τέτοιο συμβαίνει για το συμφέρον τους.
Ε.Π.Ε. 23,410
ισχυρότεροι
Δέντρα, που τα δέρνουν οι άνεμοι, γίνονται ισχυρότερα.
Ε.Π.Ε. 31,102
του Αδάμ και του Ιώβ
Τον Αδάμ τον δοκίμασε ο Θεός μόνο με λόγους, ενώ τον Ιώβ με έργα. Τον Ιώβ τον απογύμνωσε από τα πλούτη του και του στέρησε όλα τα παιδιά. Από τον Αδάμ ούτε μικρό ούτε μεγάλο αφαίρεσε.
Ε.Π.Ε. 31,114
των δικαίων
Πρέπει τώρα να επιφέρουμε τη λύσι, που να αναφέρεται σε αγίους και υπερόχους και θαυμαστούς ανθρώπους, που βρέθηκαν όχι μόνο σε ασθένεια και πόνο σωματικό, αλλά και δοκιμάστηκαν με φτώχεια, με πείνα, με φυλακίσεις, με βασανιστήρια, με καταδιώξεις, με συκοφαντίες και μ’ όλα εν γένει τα δεινά του βίου. Απ’ αυτά, που θα λεχτούν, να μπορέσουμε να βρούμε ακριβή και ασφαλεστάτη απάντησι προς όλους εκείνους, που είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν την πρόνοια και την αγάπη του Θεού.
Ε.Π.Ε. 31,586
γιατί;
Για τις δοκιμασίες των αγίων έχω να πω οκτώ αιτίες. Πρώτη, για να μην υπερηφανεύωνται. Δεύτερη, για να τους εκλάβουν όχι ως υπερανθρώπους ή θεούς, αλλ’ ως ανθρώπους. Τρίτη, για να φαίνεται η δύναμις του Θεού. Τέταρτη, για να φανερώνεται η μεγάλη τους υπομονή. Πέμπτη, για να σκεπτώμαστε και να πιστεύουμε στην ανάστασι. Έκτη, για να έχουν παρηγοριά όσοι δοκιμάζονται, βλέποντας τα βάσανα των αγίων. Έβδομη, για να μη νομίζουμε, ότι είχαν άλλη φύσι, διαφορετική από τη δική μας. Ογδόη, για να μάθουμε, ποιους πρέπει να μακαρίζουμε.
Ε.Π.Ε. 31,588
όχι συναλλαγματική αγάπη
Θέλοντας ο Θεός να δείξη, ότι οι άγιοι δεν λατρεύουν το Θεό με συναλλαγή, αφαίρεσε από τον Ιώβ όλη την ευπορία. Τον παρέδωσε σε φτώχεια. Και επέτρεψε να περιπέση σε φοβερή αρρώστια.
Ε.Π.Ε. 31,598
αμοιβή όταν απέλθουμε
Όταν δης άνθρωπο δίκαιο να θλίβεται, να βασανίζεται, να βρίσκεται σε αρρώστια και φτώχεια και να περνάη την παρούσα ζωή με μύρια δεινά, να πης στον εαυτό σου: Αν δεν υπήρχε ανάστασις και κρίσις, δεν θα άφηνε ο Θεός τον άνθρωπο, που γι’ Αυτόν τόσα υποφέρει, να φεύγη απ’ αυτό τον κόσμο χωρίς ν’ απολαύση κάποιο αγαθό.
Ε.Π.Ε. 31,604
εξαλείφουν αμαρτίες
Αν έχουμε μερικές κηλίδες, και αυτές εδώ θα τις καθαρίσουμε. Και στη γνωστή περικοπή, απαντώντας ο Θεός στον πλούσιο, δήλωνε: Εκείνος, ο φτωχός και βασανισμένος Λάζαρος, απέλαβε στην επίγεια ζωή τα κακά. Γι’ αυτό στην άλλη ζωή, παρηγορείται, όντας κεκαθαρμένος.
Ε.Π.Ε. 31,608
χωνευτήριο
Ο χρυσοχόος βάζει το χρυσάφι μέσα στη δυνατή φωτιά και καίγεται σ’ αυτήν μέχρις ότου το δη να γίνεται καθαρώτερο. Έτσι και ο Θεός. Μέχρι αυτού του σημείου επιτρέπει τις ψυχές των ανθρώπων να δοκιμάζωνται.
Ε.Π.Ε. 32,150
παιδαγωγία με ελπίδα
Οι πατέρες κάνουν το αντίθετο από όσα κάνουν οι δουλέμποροι. Στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ορίζουν παιδαγωγούς, τα απειλούν ότι θα τα τιμωρήσουν, τα φοβερίζουν. Και όταν περάσουν την πρώτη ηλικία, τότε, αφού αποκτήσουν πείρα της ζωής, τότε τους δίνουν τιμές και αξιώματα και ανέσεις και την περιουσία. Και ο Θεός ενεργεί όχι όπως οι δουλέμποροι, που στην αρχή τάζουν κι υστέρα βασανίζουν, αλλ’ όπως οι πατέρες. Μας βάζει πρώτα στα λυπηρά, μας παραδίνει σε θλίψεις, σαν να μας εμπιστεύεται σε παιδαγωγούς. Και όταν ασκηθούμε και σωφρονισθούμε, να δείξουμε υπομονή και να επιδείξουμε αγία ζωή. Και όταν εδραιωθούμε σ’ αυτά, τότε μας κάνει κληρονόμους της βασιλείας των ουρανών.
Ε.Π.Ε. 32,496
αλλεπάλληλες στον Ιώβ
Προτού καλά-καλά συνέλθη από τη μια τραγωδία, προτού ν’ αναπνεύση, άλλη, χειρότερη, τον βρίσκει... Η σύζυγός του γίνεται όπλο στα χέρια του Διαβόλου και πληγώνει τον άντρα της, δανείζοντας τη γλώσσα της στο Σατανά... Η παρέα των φίλων ήρθαν τάχα να δείξουν συμπάθεια, αλλ’ αποδείχτηκαν εχθροί του.
Ε.Π.Ε. 33,230
και ελπίδα
Όσο εντείνονται οι πειρασμοί, τόσο αυξάνεται και η ενίσχυσίς μας από τον Θεό. Και έχουμε βεβαιότερες τις ελπίδες σχετικά με τα μέλλοντα.
Ε.Π.Ε. 37,348
εξόφλησις αμαρτημάτων
Όλα αυτά είναι τα κέρδη μου. Είναι ο πλούτος μου. Είναι η εξόφλησις των αμαρτημάτων μου. Το να βαδίζω συνεχώς ανάμεσα σε τόσους πειρασμούς και πόνους. Το να προέρχωνται από κει που δεν περίμενα.
Ε.Π.Ε. 37,430

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 74-77)

Του Αββά του Ρωμαίου
α’ . Ήλθε κάποτε ένας μοναχός Ρωμαίος, οπού είχε ανεδειχθή μεγάλος στο παλάτι, και εγκαταστάθηκε σε Σκήτη, πλησιέστερα στην εκκλησία. Είχε δε και ένα δούλο, να τον υπηρετή. Βλέποντας λοιπόν ο πρεσβύτερος την αδυναμία του και μαθαίνοντας από τί καλοπέραση ήταν, ό,τι ο Θεός οικονομούσε και ερχόταν στην εκκλησία, του το έστελνε. Και αφού έκαμε εικοσιπέντε χρόνια σε Σκήτη, έγινε διορατικός και ονομαστός. Ακούοντας δε ένας από τους μεγάλους Αιγυπτίους γι’ αυτόν, ήλθε να τον δη, περιμένοντας να βρή σ’ αυτόν κάποια περισσότερη σωματική άσκηση. Μπαίνοντας, τον ασπάσθηκε και αφού προσευχήθηκαν, κάθισαν. Τον βλέπει λοιπόν ο Αιγύπτιος να έχη ιμάτια μαλακά και χράμι και προβιά από κάτω του και μικρό μαξιλάρι.  Αλλά και τα πόδια του ήταν καθαρά και με σαντάλια. Όταν τα είδε αυτά, σκανδαλίσθηκε, γιατί στο μέρος εκείνο δεν ήταν έτσι ο τρόπος ζωής, αλλά μάλλον σκληραγωγημένος. Και διορατικός όντας ο γέρων, κατάλαβε ότι σκανδαλίσθηκε. Λέγει λοιπόν στον υπηρέτη του: «Κάμε μας εορτή για χάρη του Αββά σήμερα». Βρήκε λοιπόν εκείνος λίγα χορταρικά και τα έβρασε. Και σαν ήλθε η ώρα, σηκώθηκαν και έφαγαν. Είχε δε και λίγο κρασί, εξ αιτίας της αδυναμίας του, ο γέρων. Και ήπιαν. Όταν δε έπεσε το βράδι, είπαν τους δώδεκα ψαλμούς και κοιμήθηκαν. Το ίδιο έκαμαν και τη νύχτα. Το δε πρωΐ, σαν σηκώθηκε ο Αιγύπτιος, του λέγει: «Την ευχή σου». Και έφυγε, χωρίς να ωφεληθή. Και σαν προχώρησε λίγο, θέλοντας ο γέρων να τον ωφελήση, έστειλε και τον κάλεσε. Και φτάνοντας εκείνος, μετά χαράς πάλι τον υποδέχθηκε. Και τον ρώτησε, λέγοντας: «Από ποιά χώρα είσαι;». Και λέγει: «Αιγύπτιος». Και από ποιά πόλη;». Εκείνος δε αποκρίθηκε: «Εγώ διόλου δεν είμαι αστός». Και τον ρωτά: «Ποιά ήταν η δουλειά σου στο χωριό σου;». Και λέγει: «Έκανα τον αγροφύλακα». Και του λέγει: «Που κοιμόσουν;». Και αποκρίθηκε: «Στους αγρούς». «Είχες — λέγει — στρώμα να πλαγιάσης;». Και λέγει: «Ναι, σε αγρούς θα είχα να βάλω στρώμα από κάτω μου;». «Τότε, πώς κοιμόσουν;». Απάντησε: «Κατάχαμα». Του λέγει πάλι: «Και τί είχες να τρως στους αγρούς; Ή τί κρασί έπινες;». Αποκρίθηκε πάλι: «Υπάρχει φαγητό και πιοτό στους αγρούς;».   «Αλλά πώς ζούσες;», τον ρωτά. Λέγει: «Έτρωγα ξερό ψωμί και αν εύρισκα, λίγο παστό κρέας, και νερό». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Μεγάλο βάσανο.  Αλλά, για πες μου, υπάρχουν και λουτρά στο χωριό, για να πλένεσθε;». Και εκείνος είπε: «Όχι. Πλενόμαστε στο ποτάμι, όταν θέλουμε». Αφού λοιπόν ο γέρων τον έκαμε να τα φανερώση όλα αυτά και έμαθε της αλλοτινής του ζωής την ταλαιπωρία, θέλοντας να τον ωφελήση, του διηγήθηκε τον δικό του πρότερο βίο, μέσα στον κόσμο, λέγοντας: «Εγώ ο ταπεινός οπού βλέπεις εδώ, είμαι από τη μεγάλη πόλη Ρώμη και είχα μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του βασιλέως». Και με τα πρώτα αυτά λόγια, ο Αιγύπτιος ένοιωσε κατάνυξη και άκουε με πολλή προσοχή τα παρά κάτω. Και συνέχισε εκείνος: «Άφησα λοιπόν την πόλη και ήλθα σ’ αυτή την έρημο. Και πάλι, εγώ οπού με βλέπεις, είχα σπίτια μεγάλα και χρήματα πολλά. Και καταφρονώντας τα, ήλθα σ’ αυτό το μικρό κελλί. Πάλι, εγώ οπού με βλέπεις, είχα κρεββάτια ολόχρυσα, με ακριβά στρώματα. Και αντί γι’ αυτά, μου έδωσε ο Θεός αυτό το χράμι και αυτή την προβιά. Πάλι, τα ρούχα μου ήταν πολύ ακριβά. Και αντί για εκείνα, φορώ τα φτηνά αυτά ιμάτια. Πάλι, στο τραπέζι μου, πολύ χρυσάφι δαπανούσα. Και αντί για εκείνο, ο Θεός μου έδωσε αυτά τα λιγοστά χόρτα και αυτό το μικρό ποτήρι κρασιού. Και με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Και να, αντί για εκείνους, ο Θεός κίνησε την καρδιά αυτού του μοναχού για να με υπηρετή. Και αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου. Και φορώ τα σαντάλια εξ αιτίας της αδυναμίας μου. Πάλι, αντί να ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέγω τους δώδεκα ψαλμούς. Όμοια και τη νύχτα, αντί για τις αμαρτίες οπού έκανα, τώρα με ειρήνη κάνω τη μικρή μου προσευχή. Σε παρακαλώ λοιπόν, Αββά, μη σκανδαλισθής από την αδυναμία μου». Αυτά ακούοντας ο Αιγύπτιος, συνήλθε και είπε: «Αλλοίμονο μου, οπού από πολλή ταλαιπωρία στον κόσμο ήλθα σε ανάπαυση και όσα δεν είχα τότε τα έχω τώρα. Ενώ συ από πολλή ανάπαυση ήλθες σε ταλαιπωρία και από πολλή δόξα και πλούτο ήλθες σε ταπείνωση και φτώχεια». Και έφυγε, πολύ ωφελημένος. Και έγινε φίλος του και πήγαινε σ’ αυτόν συχνά για να ωφελήται. Γιατί ήταν άνθρωπος διακριτικός και απέπνεε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος.
β’ . Ο ίδιος είπε, ότι ήταν ένας γέρων οπού είχε καλό μαθητή. Και από ολιγωρία, τον άφησε έξω μαζί με τον μανδύα του. Ο δε αδελφός έμεινε εκεί καρτερικά. Και ανοίγοντας ο γέρων, τον βρήκε να κάθεται. Και του έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Ω πάτερ, η ταπείνωση της μακροθυμίας σου νίκησε τη δική μου ολιγωρία. Έλα μέσα. Από τώρα, συ είσαι γέρων και πατήρ, εγώ δε νεώτερος και μαθητής»
Του Αββά Ρούφου
α’ .  Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ρούφο: «Τί είναι ησυχία και ποιά η ωφέλειά της;». Και ο γέρων του λέγει: «Ησυχία είναι το να καθίση τινάς στο κελλί με φόβο και γνώση Θεού, απέχοντας από τη μνησικακία και την υψηλή ιδέα για τον εαυτό του. Η τέτοια ησυχία, γεννώντας όλες τις αρετές, φυλάει τον μοναχό από τα πυρωμένα βέλη του εχθρού, μην αφήνοντας να πληγωθή απ’ αυτά. Ναι, αδελφέ, αυτήν απόχτησε, μνημονεύοντας την έξοδο του θανάτου σου, ότι ουκ οίδας ποία ώρα ο κλέπτης έρχεται. Από εδώ και πέρα λοιπόν να νήφης για την ίδια σου την ψυχή»
β’ . Είπε ο Αββάς Ρούφος, ότι όποιος ζη υποταγμένος σε πνευματικό πατέρα, περισσότερο μισθό έχει από όποιον ζη σαν ερημίτης, μόνος του. Και έλεγε: «Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες λέγοντας: Είδα τέσσερις τάξεις στον ουρανό. Στην πρώτη, ανήκουν όσοι ασθενούν και ευχαριστούν τον Θεό. Στη δεύτερη, όσοι επιδιώκουν τη φιλοξενία και σ’ αυτήν μένουν και υπηρετούν. Στην τρίτη, όσοι αναζητούν την έρημο και δεν βλέπουν άνθρωπο. Στην τετάρτη, όσοι ζουν υποταγμένοι σε πατέρα και του υποτάσσονται για χάρη του Κυρίου. Φορούσαν δε οι υπάκουοι χρυσά κοσμήματα ηγεμονικά και είχαν περισσότερη δόξα από τους άλλους. Και εγώ — είπε — ρώτησα τον οδηγό μου: Πώς αυτοί οι μικρότεροι έχουν περισσότερη δόξα από τους άλλους; Και εκείνος μου αποκρίθηκε και μου είπε: Επειδή, όσοι τη φιλοξενία επιδιώκουν, το δικό τους θέλημα κάνουν. Και όσοι είναι στην έρημο, από δικό τους θέλημα πήγαν εκεί. Ενώ αυτοί, οπού έχουν την υπομονή, όλα τους τα θελήματα εγκατέλειψαν και εξαρτούν τον εαυτό τους από τον Θεό και από τον πνευματικό τους πατέρα. Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερη δόξα αξιώθηκαν από τους άλλους. Γι’ αυτό, τέκνα μου, είναι καλή η υπακοή οπού γίνεται για χάρη του Κυρίου. Ακούσατε, τέκνα μου, ένα δείγμα απλώς αυτού του κατορθώματος. Ω υπακοή, οπού σώζεις όλους τους πιστούς. Ω υπακοή, μητέρα όλων των αρετών. Ω υπακοή, οπού βρίσκεις τη βασιλεία. Ω υπακοή, οπού ανοίγεις τους ουρανούς και ανεβάζεις από τη γη τους ανθρώπους. Ω υπακοή, τροφέ όλων των αγίων, οπού θήλασαν από σένα και χάρη σε σένα τελειώθηκαν. Ω υπακοή, οπού συνοικείς με τους Αγγέλους».
Του Αββά Ρωμανού
Ενώ έμελλε ο Αββάς Ρωμανός να τελευτήση, συνάχτηκαν γύρω του οι μαθητές του, λέγοντάς του: «Πώς οφείλουμε να διοικηθούμε;». Και ο γέρων είπε: «Ποτέ μου δεν θυμάμαι να είπα σε κάποιον σας να κάμη κάτι, αν προηγουμένως δεν έκαμα τον λογισμό να μη οργισθώ αν δεν θα πραγματοποιούσε αυτό οπού είπα να γίνη. Και έτσι όλο τον καιρό μας ζήσαμε ειρηνικά».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Του Αββά Παύλου
Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν Αββά Παύλο, ότι ήταν από τα κάτω μέρη της Αιγύπτου, κατοικούσε δε στη Θηβαΐδα. Ότι αυτός κρατούσε στα χέρια του τα κερασφόρα ερπετά και τους σκορπιούς και τα φίδια και τα έσχιζε καταμεσίς. Και του έβαλαν οι αδελφοί μετάνοια, λέγοντας: «Πες μας, τί έργο έκαμες και έλαβες αυτό το χάρισμα;». Και τους αποκρίθηκε: «Συγχωρήστε με, πατέρες. Αν τινάς αποχτήση καθαρή ψυχή, όλα υποτάσσονται σ’ αυτόν, όπως στον Αδάμ, όταν ήταν στον παράδεισο, πριν παραβή την εντολή».
Του Αββά Παύλου του σαρωτή
α’ . Ο Αββάς Παύλος οπού είχε το διακόνημα να σαρώνη τη Μονή, καθόταν μαζί με τον αδελφό του Τιμόθεο στη Σκήτη. Και τους συνέβαινε συχνά να μαλώνουν. Λέγει ο Αββάς Παύλος: «Έως πότε θα μένουμε σ’ αυτή την κατάσταση;». Του λέγει ο Αββάς Τιμόθεος:
«Κάμε μου τη χάρη. Όταν έρχωμαι εναντίον σου, υπόμεινέ με. Και όταν συ έρχεσαι εναντίον μου, θα σε υπομένω εγώ». Και έτσι κάνοντας, πέρασαν ειρηνικά τις υπόλοιπες μέρες τους.
β’ . Ο ίδιος Αββάς Παύλος και ο Τιμόθεος είχαν διακόνημα στη Σκήτη να σαρώνουν και τους ενωχλούσαν οι αδελφοί. Και λέγει ο Τιμόθεος στον αδελφό του: «Τί το θέλουμε αυτό το διακόνημα; Όλη τη μέρα δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε». Του αποκρίνεται ο Αββάς Παύλος και του λέγει: «Μας αρκεί η ησυχία της νύχτας, αν νήφη η διάνοιά μας».
Του Αββά Παύλου του μεγάλου
α’ . Είπε ο Αββάς Παύλος ο μεγάλος, ο Γαλάτης: «Μοναχός οπού έχει λίγες ανάγκες στο κελλί του και βγαίνει για να φροντίση, τον ξεγελούν οι δαίμονες. Και γω ο ίδιος το έπαθα αυτό».
β’ .  Είπε ο Αββάς Παύλος: «Σε βόρβορο καταποντίζομαι έως τον λαιμό και κλαίω ενώπιον του Θεού, λέγοντας: Ελέησέ με .».
γ’ . Έλεγαν για τον Αββά Παύλο, ότι πέρασε την Τεσσαρακοστή με λιγοστές φακές και ένα λαγήνι νερό. Και, επίσης, με ένα μικρό ζεμπίλι, οπού το έπλεκε και το ξέπλεκε, κλεισμένος έως την εορτή.
Του Αββά Παύλου του απλού
O μακάριος Αββάς Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε στους πατέρες τα παρά κάτω. Ότι πήγε κάποτε σ’ ένα Μοναστήρι για να προσκύνηση και να αποκομίση ωφέλεια για τους αδελφούς. Και αφού συνωμίλησαν γύρω από τα συνηθισμένα, εισήλθαν στην αγία του Θεού εκκλησία, για να κάμουν την ταχτική λατρεία. Ο δε μακάριος Παύλος, —λέγει,— πρόσεχε τον καθένα οπού έμπαινε στην εκκλησία, για να δη με τί άρα ψυχή έμπαιναν στη σύναξη. Γιατί του ήταν δοσμένο και αυτό το χάρισμα από τον Κύριο, να βλέπη τον καθένα όπως ήταν στην ψυχή, καθώς εμείς βλέπουμε ο ένας του άλλου το πρόσωπο. Έμπαιναν λοιπόν όλοι με λαμπρή την όψη και αστραφτερό το πρόσωπο και ο καθένας είχε τον Άγγελό του χαρωπό κοντά του.  Αλλά, — λέγει, — βλέπει και έναν μαύρο και ζοφερό σε όλο το σώμα και γύρω του συνωστισμένοι να τον τραβούν από παντού δαίμονες και να του βάζουν καπίστρι, ενώ ο άγιος Άγγελός του ακολουθούσε από μακριά, σκυθρωπός και όλο κατήφεια. Ο δε Παύλος, δακρύζοντας και χτυπώντας με το χέρι το στήθος του, καθόταν μπροστά από την εκκλησία, κλαίοντας πικρά αυτόν οπού είδε σε τέτοιο κατάντημα. Οι άλλοι τότε μοναχοί, βλέποντας το παράδοξο φέρσιμο του Αββά Παύλου, το πώς άλλαξε απότομα και έπεσε σε δάκρια και πένθος, τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πη γιατί έκλαιε, θαρώντας ότι το έκανε έχοντας κάτι εναντίον όλων τους. Και του ζητούσαν να εισέλθη μαζί τους στην εκκλησία.  Αλλά ο Παύλος, αποτινάζοντάς τους, καθόταν έξω, θρηνώντας με όλη του την ψυχή εκείνον οπού είχε δη έτσι. Ύστερα δε από λίγο, αφού η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν, πάλι κοίταζε ο Παύλος τον καθένα, θέλοντας να μάθη πώς βγαίνουν. Και βλέπει εκείνον τον άνθρωπο, οπού πριν είχε όλο το σώμα του μαύρο και ζοφερό, να βγαίνη από την εκκλησία με λαμπρό πρόσωπο, με λευκό το σώμα και οι δαίμονες να τον ακολουθούν από πολύ μακριά, ενώ ο άγιος Άγγελος, σιμά του, τον συνώδευε, Ιλαρός και πρόθυμος και χαίροντας γι’ αυτόν πολύ. Τότε ο Παύλος ανεπήδησε με χαρά και φώναζε, ευλογώντας τον Θεό και λέγοντας: «Ω ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότης του Θεού !». Και ύστερα έτρεξε, ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σκαλοπάτι και έλεγε με δυνατή φωνή: Ελάτε να δήτε τα έργα του Θεού, τί φοβερά και άξια κάθε καταπλήξεως είναι. Ελάτε να δήτε Αυτόν οπού θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ και ας πούμε: Συ μόνος μπορεί να αφαιρής αμαρτίες». Συνέρρεαν δε όλοι με προθυμία, θέλοντας να ακούσουν τα λεγάμενα. Και αφού συνάχθηκαν όλοι, ιστορούσε ο Παύλος τί είχε δη πριν εισέλθουν στην εκκλησία και τί ακολούθησε με την έξοδό τους. Και ζήτησε επίμονα από εκείνον τον άνθρωπο να πη πως ο Θεός του χάρισε τέτοια ξαφνική μεταβολή. Και αυτός, έχοντας ελεγχθή από τον Παύλο, μπροστά σε όλους, χωρίς να ντρέπεται, ιστορούσε τα σχετικά με τον εαυτό του, λέγοντας: «Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και πολύν καιρό τώρα ζούσα με σαρκικές αμαρτίες. Μπαίνοντας δε σήμερα στην αγία του Θεού εκκλησία, άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, οπού μια περικοπή του αναγνώσθηκε, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να μιλά με το στόμα εκείνου: Λούσασθε, καθαροί γένεσθε, αφέλετε τας πονηρίας υμών από των καρδιών υμών, απέναντι των οφθαλμών μου, μάθετε καλόν ποιείν˙ και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ˙ και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε. Και εγώ τότε — λέγει —, ο σαρκολάτρης, από τον λόγο του προφήτη κατανύχθηκα στην ψυχή και στέναξα μέσα μου και είπα στον Θεό: Συ είσαι ο Θεός, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι. Αυτά οπού τώρα με τον προφήτη υποσχέθηκες, εκπλήρωσέ τα και σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο. Γιατί, να, από τώρα σου δίνω τον λόγο μου, έρχομαι δε μαζί σου και από την καρδιά μου σου εξομολογούμαι, ότι πλέον δεν θα πράξω τίποτε το κακό.  Αλλά αποτάσσομαι κάθε παρανομία και θα σε υπηρετώ από εδώ και πέρα με καθαρή συνείδηση. Σήμερα, Κύριε, και από την ώρα αυτή, δέξου με μετανοημένο, πεσμένον στα πόδια σου, με την απόφαση να απέχω πλέον από κάθε αμαρτία. Γιατί, με αυτή την απόφαση — λέγει — βγήκα από την εκκλησία, έχοντας οριστικά στρέψει την ψυχή μου, ώστε τίποτε το φαύλο πλέον να μη πράξω απέναντι του Θεού». Και, ακούοντάς τον, φώναξαν όλοι μαζί στον Θεό: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας !». Γνωρίζοντας λοιπόν, ω  χριστιανοί, από τις θείες Γραφές και τις άγιες αποκαλύψεις, πόση αγαθότητα έχει ο Θεός σ’ αυτούς οπού γνήσια του καταφεύγουν και με τη μετάνοια διορθώνουν τον προηγούμενο ένοχο βίο τους και ότι αποδίδει πάλι τα αγαθά οπού υποσχέθηκε, μη τιμωρώντας τις προηγούμενες αμαρτίες, ας μην απελπισθούμε για τη σωτηρία μας. Γιατί, όπως με τον προφήτη Ησαΐα υποσχέθηκε, ότι τους βορβορωμένους στις αμαρτίες θα ξεπλύνη και σαν μαλλί και σαν χιόνι θα τους λευκάνη και θα τους αξιώση να απολαύσουν τα αγαθά της άνω Ιερουσαλήμ, έτσι πάλι με τον άγιο προφήτη Ιεζεκιήλ βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι δεν θα μας αφήση να χαθούμε. Ζω γαρ, λέγει Κύριος, ότι ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν.  
Του Αββά Πέτρου του Διού
Ο Πέτρος, ο πρεσβύτερος της Μονής του Δίου, όταν συνέβαινε να προσεύχεται με άλλους, επειδή, λόγω του ιερατικού του αξιώματος, τον ανάγκαζαν να στέκεται μπροστά, από ταπεινοφροσύνη πήγαινε πίσω να σταθή, εξομολογούμενος, όπως στον βίο του Αββά Αντωνίου είναι γραμμένο. Αυτό το έκανε, μη λυπώντας κανέναν.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Υπάρχουν στιγμές που όσο κι αν παλεύουμε η καρδιά μας βαραίνει και θλίβεται. Έτσι κι εγώ χτες σκεφτόμουν διάφορα πράγματα και αναστέναζα κοιτώντας την εικόνα του Χριστού μας. Μέχρι που σφηνώθηκε στην καρδιά μου αυτή η φράση απ’ το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: « Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» δηλαδή « Ήλθε στους δικούς Του αλλά αυτοί δεν Τον δέχθηκαν» ( α΄,11). Όλο το βράδυ σκεφτόμουν αυτή τη φράση, σκεφτόμουν το Χριστό που δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους με τόση Αγάπη και όταν ήρθε στη γη εμείς δεν Τον δεχθήκαμε! Σκεφτόμουν την Παναγία Μητέρα Του κυοφορούσα να διώχνεται από όλα τα πανδοχεία και τα σπίτια. Δεν χωρούσε να μπει εκεί ο Χριστός… ήταν πλήρη. Όπως είμαστε κι εμείς πλήρεις εγωισμού και παθών. Μπήκα στη θέση Του και ξέχασα τα δικά μου γιατί ήταν πολύ μικρά κι ασήμαντα σε σχέση μ’ αυτά που πέρασε ο Θεάνθρωπος! Απ’ τη στενοχώρια μου ράγισε η καρδιά μου αλλά ο Κύριος με συμπόνεσε και μου έδωσε καινούρια καρδιά, χωρίς λύπη αλλά με χαρά, ελπίδα και ευγνωμοσύνη.
Σκέφτηκα πως δεν πρέπει να ανησυχούμε γιατί ο Θεός μας είναι ενεργός και μας αγαπάει τόσο πολύ! Ξέρει τι σημαίνει ‘κεκλεισμένων των θυρών’. Ξέρει τί σημαίνει απόρριψη, μοναξιά, αδικία και χλευασμός. Και τα ξέρει γιατί πρώτος Αυτός μπήκε στη θέση μας! Αυτό σημαίνει τελεία αγάπη… να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Άραγε μπορούμε να διανοηθούμε ότι ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος, πήρε τη φύση μας και τη φόρεσε για να μας νιώσει και να μας σώσει; Εκούσια έγινε για μας άνθρωπος για να γίνουμε εμείς Θεοί! Το μυστήριο της Θείας Οικονομίας εκεί βασίστηκε… στο ότι πήρε τη θέση μας, και στη Φάτνη και στο Σταυρό. Εμείς; Θα Του μοιάσουμε; Θα έρθουμε ποτέ στη δική Του θέση; Στη θέση της Θεοτόκου; Την έχουμε σπλαχνιστεί ποτέ ως Μητέρα που έβλεπε το μονάκριβο Υιό της να σταυρώνεται ή μόνο να της ζητάμε ξέρουμε; Έχουμε μπει στη θέση των Αγίων όταν υπέφεραν;
Όποιος σκέφτεται και συναισθάνεται τα Πάθη του Χριστού μας, τον πόνο της Παναγίας και των Αγίων, αυτός τους έχει αδελφούς του και λαμβάνει μεγάλες δωρεές από το Θεό. ( Φυσικά να νιώσει στο ελάχιστο μέτρο που χωρά η καρδιά του). Άραγε έχουμε μπει στη θέση των αδελφών μας να δούμε πώς σκέφτονται; Πώς βιώνουν την κάθε κατάσταση; Τους συναισθανόμαστε με όλη την καρδιά μας; Ακόμα και στη θέση των εχθρών του Χριστού μας πρέπει να μπούμε! Αν ησυχάσουμε, έξω μας και μέσα μας, και ρωτήσουμε τον Κύριο ‘τί να κάνω για να Σε ευαρεστήσω;’ ίσως ακούσουμε στην καρδιά μας τη γλυκύτατη φωνή Του να μας λέει ‘ Να μπαίνεις στη θέση του άλλου’. Κι αν το κάνουμε αυτό όλα θα γίνουν καινά! Αντί να κατακρίνουμε, θα κατανοούμε, η αγάπη από βουνό θα γίνει μια εύφορη πεδιάδα, θα μάθουμε να διακρίνουμε και όχι να τσουβαλιάζουμε, θα ελεούμε τον άλλο όχι με αυτό που μας περισσεύει αλλά με αυτό που του χρειάζεται. Η προσευχή από αγγαρεία θα γίνει αντανακλαστική κίνηση της ψυχής… Όλα θα αλλάξουν! Αν μπούμε στη θέση του άλλου, όλα θα πάνε καλά! Και θα έχουμε καλά Χριστούγεννα… μέσα μας!(Κ.Δ.Κ)

Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα… είναι και ψυχή! Αυτό το τελευταίο όμως φαίνεται πως το έχουμε ξεχάσει. Φροντίζουμε να ταΐζουμε το σώμα μας αλλά όχι και την ψυχή μας. Καταναλώνουμε ώρες ολόκληρες και την ενέργεια μας για να φτιάχνουμε περίτεχνες, νόστιμες και ιδιαίτερες σπεσιαλιτέ για να γεμίσουμε το στομάχι μας και να τέρψουμε τον ουρανίσκο μας και την ίδια ώρα η ψυχή μας λιμοκτονεί. Η τηλεόραση είναι γεμάτη με εκπομπές μαγειρικής που μας καθοδηγούν πώς να φτιάχνουμε συνταγές φαγητών και γλυκών έτσι ώστε να καταπλήξουμε τους δικούς μας. Συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε μόνο ύλη!
Αυτή η περιφρόνηση της ψυχής είναι σκανδαλώδης… συνιστά αμαρτία! Αδιαφορούμε για την ψυχή μας για την οποία ενανθρώπησε ο Θεός, για την οποία έπαθε, για τη σωτηρία της οποίας σταυρώθηκε και αναστήθηκε και της χάρισε την αθανασία! Κι εμείς ενεργούμε σαν να μην υπάρχει, ακυρώνοντας για εμάς έτσι το σωτηριώδες σχέδιο Του για τον άνθρωπο. Ναι, γιατί η ψυχή μας και πεινάει και διψάει! Πεινάει και διψάει για το Θεό! Η πνευματική ζωή και η αγάπη μας σ’ Αυτόν θα προσφέρουν στην ψυχή μας την ικανοποίηση και την πληρότητα που της έλειπε. Και αν ικανοποιήσουμε αυτή της την ανάγκη θα είναι χαρούμενη και έτσι κι εμείς θα είμαστε αληθινά ευτυχισμένοι γιατί θα βιώνουμε την παρουσία του Θεού μέσα μας!
Ο Κύριος μάς το είπε: « Ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού». Δηλαδή « Δε θα διατηρηθεί στη ζωή ο άνθρωπος μόνο με τον άρτο, αλλά με κάθε προσταγή που θα εξέλθει από το στόμα του Θεού. Όταν το πει ο Θεός, και χωρίς τροφή ακόμα θα ζήσει ο άνθρωπος».( Ματθ. δ΄,4) Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι είμαστε πλάσματα με ψυχή και σώμα και ας εστιάσουμε στη φροντίδα της παραμελημένης και ατροφικής μας ψυχής και τότε σίγουρα θα πάψουμε να έχουμε εκείνο το κενό που νιώθουμε ακόμα κι όταν έχουμε καταναλώσει όλες τις λιχουδιές που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι γιατί θα καταλάβουμε επιτέλους ότι αυτό το κενό καλύπτεται μόνο από το Θεό!(Α.Κ.Β)

katafigioti

lifecoaching