ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Με την άσκηση εξαϋλώνεται ο άνθρωπος
-Γέροντα, κάποια φορά μας είχατε πεί: «χρειάζεται αποκλεισμός στον πνευματικό αγώνα». Τί εννοούσατε;
-Στον πόλεμο προσπαθούν τον εχθρό να τον αποκλείσουν. Τον περικυκλώνουν, τον κλείνουν μέσα στα τείχη,
τον αφήνουν νηστικό. Μετά του κόβουν και το νερό. Γιατί ο εχθρός, αν δεν έχει βασικά εφόδια και πυρομαχικά,
θα αναγκασθεί να παραδοθεί. Έτσι, θέλω να πώ, και με την νηστεία και την αγρυπνία αφοπλίζεται ο διάβολος και υποχωρεί.
«Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών...», λέει ο υμνωδός.
Με την άσκηση εξαϋλώνεται ο άνθρωπος. Φυσικά πρέπει να εγκρατεύεται κανείς αποβλέποντας σε έναν ανώτερο πνευματικό σκοπό.
Αν κάνει εγκράτεια, για να αποτοξινωθεί από τα λίπη, πάλι για το καλό του σαρκίου του φροντίζει.
Τότε η άσκησή του μοιάζει με την γιόγκα. Δυστυχώς το θέμα της ασκήσεως ακόμη και άνθρωποι της Εκκλησίας
το έχουν κάνει στην άκρη. «Πρέπει να φάω, λένε, το φαγάκι μου, να απολαύσω και εκείνο και το άλλο,
γιατί ο Θεός όλα τα έφτιαξε για μας». Ξέρετε τί μου είπε μια φορά ένας αρχιμανδρίτης σε ένα τραπέζι που μας είχαν κάνει;
Εγώ δεν μπορούσα να βιάσω τον εαυτό μου να φάω περισσότερο από όσο έτρωγα και εκείνος το πρόσεξε και μου είπε:
«Όποιος φθείρει τον ναό του Θεού, "φθείρει τούτον ο Θεός"»! «Μήπως το πήρες ανάποδα; του λέω.
Στην άσκηση αναφέρεται αυτό ή στην ασωτία; Το χωρίο εννοεί αυτούς που φθείρουν, που καταστρέφουν τον ναό του Θεού
με την ασωτία, με τις καταχρήσεις• δεν εννοεί αυτούς που κάνουν άσκηση από αγάπη προς τον Χριστό».
Και βλέπεις, ανέπαυε τον λογισμό του και έλεγε: «Πρέπει να τρώμε, για να μη φθείρουμε τον ναό του Θεού»![…]
Έχω γνωρίσει λαϊκούς που αγίασαν με την άσκηση που έκαναν.
Νά, δεν έχει πολλά χρόνια που στο Άγιον Όρος εργαζόταν για αρκετό καιρό ένας λαϊκός με το παιδί του.
Έπειτα βρέθηκε μια καλή δουλειά στην πατρίδα τους και ο πατέρας αποφάσισε να φύγει και να πάρει και το παιδί,
για να είναι όλη η οικογένεια κοντά. Το παιδί του όμως είχε συγκινηθεί από την ασκητική ζωή των μοναχών
και έχοντας υπ’ όψιν του και την κοσμική ζωή με το άγχος δεν θέλησε να τον ακολουθήσει και να γυρίσει στον κόσμο.
«Αφού, πατέρα, έχεις και άλλα παιδιά, του είπε, άφησε και ένα στο Περιβόλι της Παναγίας».
Επειδή επέμενε, αναγκάσθηκε ο πατέρας του να τον αφήσει. Το παλληκάρι αυτό ήταν αγράμματο,
αλλά ήταν πολύ ευαίσθητο και είχε πολύ φιλότιμο και απλότητα. Αισθανόταν τον εαυτό του πολύ ανάξιο, για να γίνη μοναχός,
επειδή νόμιζε ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα μοναχικά του καθήκοντα.
Βρήκε λοιπόν μια μικρή καλύβα, που την χρησιμοποιούσαν παλιά για τα ζώα, έκλεισε με πέτρες και φτέρες την πόρτα
και το παράθυρο και άφησε μια μικρή στρογγυλή τρύπα, για να μπαινοβγαίνει στριμωχτά, την οποία έκλεινε
από μέσα με ένα κουρελιασμένο παλτό, που είχε βρει εκεί πεταγμένο. Ούτε φωτιά δεν άναβε.
[...]Την χαρά όμως που είχε αυτή η ψυχή δεν την έχουν όσοι ζουν σε πλούσια παλάτια, γιατί αυτός αγωνιζόταν για τον Χριστό,
και ο Χριστός ήταν κοντά του, όχι μόνο στην καλύβα του, αλλά και μέσα στο πνευματικό του σπίτι, στο σώμα του, στην καρδιά του.
Γι’ αυτό ζούσε μέσα στον Παράδεισο. Από την φωλιά του έβγαινε κατά καιρούς και περνούσε από κανένα Κελλί,
στο οποίο οι Πατέρες είχαν εξωτερικές εργασίες στους κήπους. Βοηθούσε στις δουλειές και του έδιναν λίγο παξιμάδι και λίγες ελιές.
Εάν δεν τον άφηναν να εργασθεί, δεν δεχόταν ευλογίες. Τις ευλογίες που έπαιρνε, έπρεπε να τις πληρώσει με την εργασία του διπλά.
Φυσικά την πνευματική του ζωή μόνον ο Θεός την γνώριζε, γιατί ζούσε στην αφάνεια, απλά και αθόρυβα.
Από ένα όμως περιστατικό που έγινε γνωστό μπορεί κανείς πολλά να καταλάβη.
Μια φορά πέρασε από ένα μοναστήρι και ρώτησε πότε αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή - αν και γι’ αυτόν όλος ο χρόνος σχεδόν ήταν Μεγάλη Σαρακοστή -,
και ύστερα πήγε και κλείστηκε στην φωλιά του. Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες, χωρίς να καταλάβη πότε πέρασαν.
Κάποια μέρα βγήκε και πήγε σε ένα μοναστήρι να ρωτήση πότε είναι το Πάσχα.
Παρακολούθησε την ακολουθία, κοινώνησε στην Θεία Λειτουργία και εν συνεχεία πήγε με τους Πατέρες στην τράπεζα.
Βλέπει στην τράπεζα κόκκινα αυγά - ήταν απόδοση του Πάσχα. Παραξενεύτηκε και ρώτησε έναν αδελφό: «Καλά, ήρθε το Πάσχα;».
«Τί Πάσχα; του απαντά ο αδελφός. Αύριο είναι της Αναλήψεως!». Δηλαδή είχε νηστέψει όλη την Μεγάλη Σαρακοστή
και άλλες σαράντα μέρες μέχρι της Αναλήψεως! Με τέτοιον τρόπο αγωνιζόταν μέχρι την ώρα του θανάτου του.
Τον βρήκε νεκρό ένας κυνηγός δύο μήνες μετά τον θάνατό του και ειδοποίησε την αστυνομία και τον γιατρό.
Ο γιατρός μου είπε: «Όχι μόνο δεν μύριζε, αλλά αντιθέτως είχε μια ευωδία».


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 176-178)

Η καμήλα υποδεικνύει την θέσι της ταφής

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς ήταν υιός επάρχου μιας αφρικανικής πόλεως και υπηρέτησε σαν στρατιώτης στα ρωμαϊκά τάγματα ιππέων στην πόλη Κοτύαιο της Φρυγίας, στα χρόνια του Διοκλητιανού.

Ο Άγιος Μηνάς δεν δέχθηκε να προσκύνηση τα είδωλα και καταδικάσθηκε σε αποκεφαλισμό το 296 μ.Χ. Οι συγγενείς του παρέλαβαν το σώμα του, το έβαλαν επάνω σε μία καμήλα και την άφησαν ελεύθερη να πάη όπου ήθελε.

Στο μέρος όπου η καμήλα γονάτισε για ν’ αναπαυθή, εκεί ετάφη ο Άγιος.

Αργότερα, επάνω από τον τάφο του κτίσθηκε μεγαλοπρεπής Ναός και με την πάροδο του χρόνου ιδρύθηκε ολόκληρη πόλι, στην οποία δόθηκε το όνομα του Αγίου Μηνά. Πιστεύεται ότι η πόλι αυτή είναι το σημερινό Ελ Αλαμέιν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Η ΠΟΛΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 369-370)

Ο επίσκοπος Πρόβος

Με βαρειά ασθένεια έπεσε στο κρεββάτι ο επίσκοπος της ιταλικής πόλεως Ρεάτε Πρόβος. Ο πατέρας του έσπευσε να συγκεντρώση γιατρούς. Εκείνοι όμως, μόλις έπιασαν τον σφυγμό του, γνωμάτευσαν πως σύντομα θα πεθάνη.

Όταν έφθασε η ώρα του φαγητού, ο ασθενής επίσκοπος, μεριμνώντας για τους άλλους μάλλον παρά για τη δική του υγεία, παρώτρυνε τους παρευρισκομένους, ν’ ανεβούν μαζί με τον γέροντα πατέρα του στον άνω όροφο του επισκοπείου και εκεί να φάνε για ν’ αναλάβουν δυνάμεις. Μόνον ένα μικρό παιδί απέμεινε κοντά στον ασθενή.

Ξαφνικά το παιδί αντίκρυσε κάποιους άνδρες να μπαίνουν μέσα και να κατευθύνωνται προς τον επίσκοπο, ντυμένοι με λαμπρές λευκές στολές! Το φως του προσώπου τους υπερέβαλλε τη λάμψι των ενδυμάτων τους. Κατάπληκτο από τη λαμπρότητα της ακτινοβολίας τους το παιδί άρχισε να κραυγάζη. Από τις κραυγές ανασηκώθηκε ο ασθενής, κοίταξε και αναγνώρισε αυτούς που είχαν μπει μέσα. Άρχισε λοιπόν να καθησυχάζη το παιδί που φώναζε.

- Μη φοβάσαι. Να, ήρθαν σε μένα ο άγιος Ιουβενάλιος και ο άγιος Ελευθέριος οι μάρτυρες!

Αυτό όμως μη αντέχοντας την εξαίσια οπτασία, έφυγε γρήγορα και ανήγγειλε το θέαμα που είδε στον πατέρα του επισκόπου και στους γιατρούς. Κατέβηκαν γρήγορα, αλλά βρήκαν τον άρρωστο νεκρό. Είχαν παραλάβει την ψυχή του οι άγιοι επισκέπτες!

(Βίοι αγνώστων ασκητών)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 208)

«Θέλω, λέγει, να προσεύχεσθε παντού, υψώνοντας χέρια άγια

προς τον ουρανό, χωρίς οργή και αμφιβολία».
                                                                    (Α’ Τιμ. β’ 8)

«Σε κάθε πειρασμό και σε κάθε νοητό πόλεμο,

να χρησιμοποιείς σαν ανίκητο όπλο την προσευχή,

και τότε θα νικήσεις με τη χάρη του Χριστού. Πρόσεξε,

όμως, να είναι η προσευχή σου καθαρή, καθώς μας διδάσκει

σ' αυτό και ο σοφός διδάσκαλος, ο απόστολος Παύλος:

"Θέλω, λέγει, να προσεύχεσθε παντού, υψώνοντας χέρια άγια

προς τον ουρανό, χωρίς οργή και αμφιβολία"».


(Αγίου Θεοδώρου επ. Εδέσσης, Νουθεσίες Πνευματικές, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β’, 17)

λα'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι έμεινε στον Καλαμώνα του Αρσενοΐτη. Και ένας άλλος γέρων ήταν άρρωστος στην άλλη λαύρα. Και μόλις το άκουσε, λυπήθηκε. Επειδή δε επί δυο μέρες νήστευε και ήταν μέρα οπού δεν έτρωγε, λέγει μέσα του σαν το πληροφορήθηκε: «Τί να κάμω; Αν πάω, ίσως με αναγκάσουν οι αδελφοί να φάω. Και αν περιμένω έως αύριο, ίσως τελευτήση. Λοιπόν, αυτό θα κάμω. Πηγαίνω και δεν τρώγω». Και έτσι ξεκίνησε νηστικός. Συμμορφώθηκε με την εντολή του Θεού, αλλά και την άσκηση του, οπού έκανε για τον Θεό, δεν την κατέλυσε.
λβ’ . Διηγήθηκε ένας από τους πατέρες για τον Αββά Σισώη του Καλαμώνος, ότι, θέλοντας κάποτε να νικήση τον ύπνο, έμεινε κρεμασμένος από τον κρημνό της Πέτρας.  Αλλά ήλθε Άγγελος και τον έλυσε. Και τον πρόσταξε να μη το ξανακάμη αυτό, ούτε σε άλλους να αφήση τέτοια παράδοση.
λγ’ . Ρώτησε κάποιος από τους πατέρες τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν είμαι στην έρημο και έλθη ένας βάρβαρος θέλοντας να με σκοτώση και τον καταβάλω, να τον σκοτώσω;». Και είπε ο γέρων: «Όχι.   Αλλά ας τον παραδώσης στον Θεό. Όποιος πειρασμός και αν έλθη στον άνθρωπο, ας λέγει ότι εξ αιτίας των αμαρτιών μου συνέβη αυτό. Αν δε κάτι το καλό, ότι είναι οικονομία Θεού».
λδ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και του λέγει: «Τί να σου πω; Την Καινή Διαθήκη διαβάζω και στην Παλαιά γυρίζω ξανά».
λε'. Ο ίδιος αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη της Πέτρας για τον λόγο οπού είπε ο Αββάς Σισώης ο Θηβαίος. Και λέγει ο γέρων: «Εγώ στην αμαρτία κοιμάμαι και στην αμαρτία σηκώνομαι».
λστ’  . Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι, μόλις απέλυε η εκκλησία, έφευγε στο κελλί του. Και έλεγαν: «Δαίμονα έχει». Αυτός όμως το έργο του Θεού έκανε.
λζ’  . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω, Αββά, οπού έπεσα;». Του λέγει ο γέρων: «Να σηκωθής πάλι». Λέγει ο αδελφός: «Σηκώθηκα και πάλι έπεσα». Και λέγει ο γέρων: «Να σηκωθής πάλι και πάλι». Λέγει τότε ο αδελφός: «Έως πότε;». Λέγει ο γέρων: «Έως ότου σε βρή ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Σε όποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος, σ’ αυτή και φεύγει».
λη’ . Ένας αδελφός ρώτησε γέροντα, λέγοντας: «Τί να κάμω; Θλίβομαι με το εργόχειρο. Γιατί αγαπώ την πλεξούδα και δεν μπορώ να τη δουλέψω». Του λέγει ο γέρων: «Ο Αββάς Σισώης έλεγε, ότι δεν πρέπει να κάνουμε μια εργασία οπού μας αναπαύει».
λθ'. Είπε ο Αββάς Σισώης: «Να ζητάς τον Θεό και να μη ζητάς που κατοικεί».
μ'. Είπε πάλι, ότι αιδώς και αφοβία πολλές φορές φέρνουν την αμαρτία.
μα'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω;». Του λέγει: «Αυτό οπού ζητάς, είναι να σιωπάς πολύ και η ταπείνωση. Γιατί είναι γραμμένο, ότι μακάριοι όσοι μένουν σ’ αυτό. Έτσι θα μπορής να σταθής».
μβ’ . Είπε ο Αββάς Σισώης: «Γίνε εξουδενωμένος, απόρριψε το θέλημά σου και γίνε αμέριμνος. Έτσι θα έχης ανάπαυση».
μγ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και εκείνος είπε: «Τί με αναγκάζεις να μιλήσω μάταια; Να, ό,τι βλέπεις, κάμε».
με'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αβραάμ, ο μαθητής του Αββά Σισώη, σε κάποιο διακόνημα. Και επί μέρες δεν ήθελε να διακονηθή από άλλον, αλλά έλεγε: «Μπορώ να αφήσω άλλον άνθρωπο να με συντροφεύη εκτός του αδελφού μου;». Και δεν δέχθηκε, αλλά υπέμεινε την ταλαιπωρία ώσπου ήλθε ο μαθητής του.
μστ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, εκεί οπού καθόταν, φώναξε δυνατά: «Ω ταλαιπωρία!». Του λέγει ο μαθητής του: «Τί έχεις, πάτερ;». Και του απαντά ο γέρων: «Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω».
μζ’  . Βγήκε κάποτε ο Αββάς Σισώης από το όρος του Αββά Αντωνίου στο εξώτερο όρος της Θηβαΐδος και εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν δε εκεί Μελιτιανοί, οπού έμεναν στον Καλαμώνα του Αρσενοΐτη. Μερικοί δε, ακούοντας ότι βγήκε στο εξώτερο όρος, δοκίμασαν την επιθυμία να τον δουν. Έλεγαν δε: «Τί να κάμουμε; Γιατί στο Όρος είναι Μελιτιανοί. Και ξέρουμε ότι ο γέρων δεν βλάπτεται απ’ αυτούς. Για μας είναι φόβος, θέλοντας να συναντήσουμε τον γέροντα, μη πέσουμε στον πειρασμό των αιρετικών». Και για να μη συναντήσουν τους αιρετικούς, δεν πήγαν να δουν τον γέροντα.
μη'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι αρρώστησε. Και εκεί οπού κάθονταν γέροντες γύρω του, μίλησε σε κάποιους. Και του λέγουν: «Τί βλέπεις, Αββά;». Και τους λέγει: «Βλέπω κάποιους οπού ήλθαν σ’ εμένα και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο να μετανοήσω». Του λέγει ένας από τους γέροντες: «Και αν σ’ αφήσουν, μπορείς τώρα πλέον να κάμης κάτι για μετάνοια;». Του λέγει ο γέρων: «Αν και δεν μπορώ να κάμω, στενάζω όμως για την ψυχή μου λίγο και αυτό μου αρκεί».
μθ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, σαν ήλθε στο Κλύσμα, αρρώστησε. Και ενώ έμενε με τον μαθητή του στο κελλί, κάποιος χτύπησε τη θύρα. Και καταλαβαίνοντας ο γέρων, λέγει στον μαθητή του Αβραάμ: «Πες σ’ αυτόν οπού χτύπησε: Εγώ ο Σισώης στο όρος, εγώ ο Σισώης στο χράμι». Και ακούοντάς το εκείνος, έγινε άφαντος.
ν'. Είπε ο Αββάς Σισώης ο Θηβαίος στον μαθητή του: «Πες μου τί βλέπεις σ’ εμένα και εγώ σου λέγω τί βλέπω σ’ εσένα». Του λέγει ο μαθητής του: «Συ καλός είσαι στον νου και σκληρός λίγο». Του λέγει ο γέρων: «Συ καλός είσαι, αλλά μαλθακός στον νου».
να'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη τον Θηβαίο, ότι δεν έτρωγε ψωμί. Και κατά την εορτή του Πάσχα, τον παρακάλεσαν ταπεινά οι αδελφοί να φάγη μαζί τους. Και αποκρίθηκε και τους είπε: «Ένα από τα δυο έχω να κάμω: Ή ψωμί να φάγω ή όσα φαγητά μαγειρέψατε». Και εκείνοι του είπαν: «Ψωμί μόνο φάγε». Και έκαμε έτσι.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

«Ο Θεός… μπορεί να μας βγάλει από το φλογερό καμίνι… Αλλά κι αν αυτό δε γίνει… εμείς, βασιλιά, τους θεούς σου δεν τους λατρεύουμε…» (Δανιήλ 3:17 –ΝΜΒ)

Ο Αμντούλ Ραχμάν, 41 ετών, καταδικάστηκε σε θάνατο στο Αφγανιστάν, επειδή ασπάστηκε το Χριστιανισμό. Ήταν μουσουλμάνος πριν αρχίσει να εργάζεται για μια χριστιανική οργάνωση βοηθώντας τους συμπατριώτες του που ζουν στο Πακιστάν. Όταν γύρισε στο Αφγανιστάν τον περίμεναν οι διώξεις, που προέρχονταν από την οικογένεια της ίδιας της συζύγου του. Αλλά δεν είναι μόνο στο Αφγανιστάν. Η Εκκλησία βρίσκεται σε διωγμό στην Ινδονησία, στην Ινδία, στη Βόρεια Κορέα, στο Πακιστάν, στην Ερυθραία, στη Σομαλία (οι χριστιανοί εκεί θεωρούνται εχθροί του κράτους!).

Όταν ήταν στη γη ο Χριστός προειδοποίησε τους δικούς Του, ότι στον κόσμο θα έχουν θλίψεις. Και η μόνη τους παρηγοριά είναι ότι ακόμα κι αν υποστούν βασανιστήρια ή και θάνατο, ο Χριστός, ο Κύριός τους, είναι ο νικητής του κόσμου και μαζί Του νικητές είναι κι αυτοί. Μήπως αντιμετωπίζεις κι εσύ αδελφέ μου ανάλογες θλίψεις; Μη χάνεις το θάρρος σου! Αυτός που είναι μαζί σου, είναι πολύ ισχυρότερος από κείνον που είναι εναντίον σου…

(Χ.Ι.ΝΤ.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

297. Μη μένεις έξω και μακριά από την Εκκλησία. Αυτή είναι η ταμιούχος της θείας χάριτος. Η πηγή της αληθείας και της ζωής. Αυτή είναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15), γιατί έχει μέσα της τον Λόγο του Θεού, που όλα μας τα μαθαίνει: Το ότι ο Θεός μας έκτισε. Το ότι ο Υιός του Θεού μας σώζει. Το ότι έχουμε ανάγκη την πίστι, την ελπίδα και την αγάπη. Μας χορηγεί την ειρήνη και την ανάνηψι μες από τη θεία λατρεία και ιδίως από τα Άγια Μυστήρια. Μας καλεί: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια’ 28). Μας διδάσκει την αληθινή οδό, που πρέπει να ακολουθήσουμε πιστότητα για να βγούμε στην αιώνια ζωή, δηλαδή την οδό των ευαγγελικών αρετών.

298. Ο Κύριος μου χάρισε τον μεγαλύτερο και άφθαρτο πλούτο: την «εικόνα και ομοίωσιν» του. Μου την χάρισε ο Ίδιος, Το λέγει η Γραφή: «Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού» (Ψαλμ. να’ 10). Πώς μπορώ λοιπόν, ύστερα απ’ αυτό, να συγκινούμαι από τα γήινα πλούτη; Τι άλλες τιμές να ζηλεψω; Δεν υπάρχει πιο υψηλή τιμή από το να είναι κανείς χριστιανός, μέλος του Σώματος του Χριστού, τέκνο του Ουράνιου Πατρός εν Χριστώ. Δεν υπάρχει πλουσιώτερος από τον άνθρωπο που κατέχει τον Χριστό και τη χάρι του Χριστού μέσα του. «τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς; Εξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα Τι γαρ μοι υπάρχει εν τω ουρανώ και παρά σου τι ηθέλησα επι της γής; » (Ψαλμ οβ’ 25, 26). Και όμως, είμαστε άπληστοι για τα υλικά αγαθά και βασιζόμαστε στο εγώ μας. Τι ψευδαισθήσεις και τι αφροσύνη! Άνθρωπε, γίνε πλούσιος στα του Θεού. «ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον πᾶν δώρημα τέλειον».

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 128-129)

295. Ας ζούμε σαν μέλη ενός σώματος, σαν παιδιά του Θεού, με αγάπη και σύμπνοια, με ειρήνη και ησυχία, εκτιμώντας ο ένας τον άλλο, δείχνοντας επιείκεια ο ένας στον άλλο, όπως και ο Κύριος είναι επιεικής απέναντί μας. Μακριά μας η υπερηφάνεια, ο φθόνος, κάθε κακία που διχάζει τους ανθρώπους! Ας έχουμε καταπατημένες τις σαρκικές επιθυμίες. Ας είμαστε αγνοί. Ας απέχουμε από την απληστία. Ας μην αποκάνουμε στην προσευχή. Ας αρχίζουμε κάθε δουλειά μας με μία σύντομο προσευχή. Ας αρχίζουμε και ας τελειώνουμε την ημέρα με θερμή προσευχή στον Κύριό μας, στην Υπεραγία Μητέρα του, στον Φύλακα Άγγελο. Ας προσευχόμαστε για όλους όπως για τον εαυτό μας. Ας θέλουμε το καλό όλων και ας μη κάνουμε κακό σε κανένα τους.

296. Ω Κύριε, δίνε μου πάντοτε πραότητα στην καρδιά και άκακο μάτι. Μη μου στερήσης, Κύριε, αυτές σου τις δωρεές. Σ’ ευχαριστώ και σε δοξάζω για την αλλαγή που πραγματοποίησε μέσα μου η δεξιά σου. Σ’ευχαριστώ, που με ενίσχυσες να πράττω το άγιο θέλημά σου, που μου χάρισες ειρήνη, ελευθερία και δύναμι προς το καλό. Στερέωσε μέσα μου το καθεστώς τους. Σ’ ευχαριστώ για τη δύναμι της πίστεως, για τη δύναμι της προσευχής. Ό,τι σου ζήτησα με πίστι στην προσευχή μου κάθε φορά, μου το έδωσες πλούσια. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έσωσες από τον πνευματικό θάνατο τόσες φορές που συνέτριψες τη δύναμι του κακού μέσα μου.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 127-128)

112. Τί είναι η θεωρία των Κλάδων (Branch Theory);

Είναι και αυτή προτεσταντική περί Εκκλησίας θεωρία. Έχει την προέλευσή της από την αγγλικανική θεολογία. Σήμερα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της εκκλησιολογίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, έχοντας σκοπό να δικαιολογήσει την εκκλησιολογική υπόσταση του Προτεσταντισμού.

Κατά τη θεωρία αυτή στον κορμό της Εκκλησίας υπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδί αντιπροσωπεύει ένα τμήμα της Εκκλησίας νόμιμο, ισότιμο και ισόκυρο με τα αλλά, χωρίς όμως να ενσαρκώνει μονάχο του ολόκληρη την Εκκλησία, την οποία για να βρούμε πρέπει να τη δούμε στο σύνολό της, αθροίζοντας τα επί μέρους κομμάτια της. Η Εκκλησία του Χριστού είναι το ολικό άθροισμα των επί μέρους τμημάτων της, έστω κι αν αυτά διαφέρουν μεταξύ τους.

Το ίδιο συμβαίνει και με την αλήθεια την οποία φανέρωσε ο Χριστός στον κόσμο. Καμιά επί μέρους Εκκλησία, κανένα από τα ιστορικά τμήματά της, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει ολόκληρη τη θεία αλήθεια όπως τη δίδαξε ο Χριστός, γιατί στην ιστορία καμιά ιδέα, κανένα θεώρημα δεν μπορεί να παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και στη συνεχή εξέλιξη των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Επομένως καμία από τις λεγόμενες καθολικές Εκκλησίες (Ορθόδοξη και Ρωμαϊκή) - λιγότερο φυσικά οι Προτεσταντικές - δεν μπορεί να ισχυρισθεί για τον εαυτό της ότι είναι η Εκκλησία του Χριστού ή ότι κατέχει καθαρό και ακέραιο το θησαυρό της αποκαλυφθείσας θείας αλήθειας. Τί άλλο βέβαια θα έλεγε μια χριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έχει χάσει την έννοια της καθολικότητας, του κύρους και της αυθεντίας της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού;

Η περί Κλάδων θεωρία είναι πολύ της μόδας σήμερα και συζητιέται πλατιά στα σαλόνια του θεολογικού διαλόγου των Εκκλησιών. Για μας τους Ορθοδόξους όμως κρύβει παγίδες πολλές και είναι αφάνταστα επικίνδυνη. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί από το θανάσιμο εναγκαλισμό της, ο οποίος μπορεί να μας οδηγήσει σε άμβλυνση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας συνειδήσεως, της οποίας είναι απρόβλεπτες οι ολέθριες συνέπειες.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 159-160)

111. Τί φρονούν περί Εκκλησίας οι Διαμαρτυρόμενοι;

Η περί Εκκλησίας προτεσταντική εκδοχή είναι αντίθετη από την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Θα λέγαμε ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ αληθής. Το κυριότερό της γνώρισμα είναι ο τονισμός του αόρατου στοιχείου της Εκκλησίας σε βάρος του ορατού και του εξωτερικού. Κατά την Αυγουσταία Ομολογία η Εκκλησία είναι «societas fidei et spiritus sancti in cordibus (κοινωνία πίστεως και αγίου Πνεύματος στις καρδιές) ή κατά έναν άλλο ορισμό «κοινωνία των αγίων στην οποία διδάσκεται ορθώς το ευαγγέλιο και τελούνται τα μυστήρια». Είναι φανερό ότι μια τέτοια κοινωνία αγίων διακεχυμένη σε όλο τον κόσμο και αποτελούμενη από μέλη άγια γνωστά μόνο στο Θεό, δεν μπορεί να είναι η ορατή και εξωτερική Εκκλησία, η ιεραρχικώς διοργανωμένη και έχουσα σταθερό σύστημα δογματικών, ηθικών και τελετουργικών διατάξεων, αλλά κάτι άλλο εσωτερικό, πνευματικό και αόρατο. Φυσικά μια τέτοια Εκκλησία, στο βαθμό που τα μέλη της, έστω ενωμένα μυστικώς με τον Κύριο, δεν παύουν ωστόσο να είναι άνθρωποι ιστορικοί και ορατοί, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει και ορατή μορφή. Όμως σ’ αυτή δεν μπορεί ν’ ανακλά η αληθινή Εκκλησία, καθόσον στους κόλπους της δεν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί και άγιοι, αλλά και ασεβείς και υποκριτές. Στην ορατή αυτή Εκκλησία δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ιδιότητες του ιερού Συμβόλου της πίστεως: «μία, αγία, καθολική και αποστολική».

Στην ιδέα της αόρατης Εκκλησίας κατέληξαν οι Διαμαρτυρόμενοι από μια μεγάλη εκκλησιολογική ανάγκη. ‘Ως γνωστό, δια της Διαμαρτυρήσεως αυτοί βρέθηκαν έξω από τα όρια της ορατής Εκκλησίας. Αυτό τους έκανε μεγάλη ζημιά. Έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο να στεγασθούν και πάλι κάτω από την ιστορική Εκκλησία. Τί να έκαναν; Να γύριζαν πίσω στην ορατή Εκκλησία από την οποία αποσπάσθηκαν, θα ήταν η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Να ίδρυαν εξαρχής νέα Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αιώνων, θα ήταν καθαρή απόνοια. Έπρεπε λοιπόν, να βρουν μια τέτοια όψη της Εκκλησίας στην οποία εντασσόμενοι αφενός μεν θα πετύχαιναν τους σκοπούς της Διαμαρτυρήσεως, τη ρήξη δηλαδή με την ορατή Εκκλησία του Ρωμαιοκαθολικισμού, αφετέρου δε θα διατηρούσαν την αίσθηση είναι ενταγμένοι μέσα στην αληθινή Εκκλησία του Κυρίου. Τέτοια Εκκλησία ήταν μόνο η αόρατη και πνευματική. Σ’ ένα τέτοιο ακαθόριστο και ομιχλώδες καταπέτασμα, χωρίς εξωτερικά σύνορα και διαχωριστικές γραμμές, θα μπορούσαν θαυμάσια να ενταχθούν με το στοιχείο της πίστεως και τον εσωτερικό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Και το έκαναν.

Τα γνωματεύματα όμως αυτά των Διαμαρτυρομένων είναι αυθαίρετα και αναληθή. Όπου η Γραφή ομιλεί περί Εκκλησίας εννοεί κοινωνία ανθρώπων ευρισκομένων σε ενότητα μετά του Χριστού, γνώρισμα της θείας αποστολής του Κυρίου. Ότι είναι κοινωνία συγκεκριμένη εκφράζουν οι περί Εκκλησίας εικόνες της Γραφής ως οίκου Θεού, ως σώματος και ως νύμφης Χριστού. Ένα τέτοιο καθίδρυμα οικοδόμησε ο Χριστός, το οποίο θα άντεχε στο χρόνο και θα νικούσε και αυτόν ακόμη τον Άδη, ίδρυμα ορατό και περιγραπτό, ιεραρχικό συγκροτημένο, το οποίο θα αντιμαχόταν την κακότητα του κόσμου και στο οποίο ο πιστός είχε την υποχρέωση να καταγγέλλει τον αμαρτάνοντα αδελφό του. Όλα αυτά —και αλλά ακόμη— δεν συμβιβάζονται με την προτεσταντική εκδοχή. Βέβαια κι εμείς δεχόμαστε την αόρατη όψη της Εκκλησίας, την οποία όμως πάντοτε εναρμονίζουμε με την ορατή. Επιλήψιμος είναι μόνο ο υπερτονισμός της όψεως αυτής σε βάρος του ορατού στοιχείου της Εκκλησίας, που υιοθετούν για λόγους ευνόητους, όπως είδαμε, οι Διαμαρτυρόμενοι.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 157-159)

katafigioti

lifecoaching