Μια φορά και έναν καιρό πατερας και γιος ήθελαν να κινήσουν για την πόλη για να ψωνίσουν τα απαραίτητα. Πήραν λοιπόν μαζί τους και τον γαϊδαράκο τους για να τους βοηθήσει στο κουβάλημα και κίνησαν για την πολιτεία. Πάνω στον γαϊδαράκο καθόταν ο μικρός ενώ ο πατέρας προπορευόταν πεζός κρατώντας τον χαλινό του ζώου. Εκεί που περπατούσαν λοιπόν, συνάντησαν έναν διαβάτη ο οποίος σχολίασε: «Κοίτα το παλιόπαιδο που κάθεται πάνω στο γαϊδουράκι και αφήνει τον γερο-πατέρα του να περπατάει και να κουράζεται». Ο πατέρας που έδινε πάντα πολύ μεγάλη σημασία στο «τι θα πει ο κόσμος», έδωσε αμέσως εντολή στο…
ΔΥΟ συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθή. Του εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο θάνατος. Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φώτιση να χειριστή σωστά την υπόθεσι, για να μη προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και…
Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο το ακόλουθο περιστατικό στους υποτακτικούς του για να τους απόδειξη πόσο κερδίζει ο ταπεινός: Κάποτε κατεβαίναμε στην πόλι με τον μακαρίτη τον Γέροντα μου και δυο ακόμη Αδελφούς. στο δρόμο, χωρίς να το καταλάβωμε, πέσαμε σ' ένα χωράφι και πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις το πήρε ειδησι ο ιδιοκτήτης, που έσκαβε πιο πέρα, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ήλθε κοντά μας κι' άρχισε να μας βρίζη με το χειρότερο τρόπο: — Καλόγεροι είσαστε σεις; Έχετε Θεό μέσα σας; Αν φοβόσαστε το Θεό, θα υπολογίζατε τους ξένους κόπους. — Για την αγάπη του Χριστού, μην απαντήση…
ΈΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ πήγε να επισκεφθή τον Αββά Αχιλλά και τον πρόλαβε να φτύνη από το στόμα του αίμα. — Τι έπαθες, Αδελφέ; τον ρώτησε. Κι ο άνθρωπος της υπομονής: — Αυτό που είδες, είπε, είναι ο λόγος του Αδελφού που πριν από λίγο με στενοχώρησε. Αγωνίστηκα σκληρά να μη του απαντήσω και ζήτησα από τον Θεό να πάρη την πικρία από την ψυχή μου. Και να που ο λόγος έγινε αίμα στο στόμα μου. Φτύνοντάς το έβγαλα μαζί και τη θλίψι της καρδιάς μου.\                                                           * * * ΈΝΑΣ από τους μεγάλους της ερήμου αγωνιστάς έβαλε όρο στον εαυτό του…
Ο Θεός δεν είναι Θεός ισότητας, αλλά Θεός αγάπης.Η ισότητα θα απέκλειε όλο το δίκαιο και όλη την αγάπη, θα απέκλειε όλο το ήθος.Ο άνδρας αγαπά την γυναίκα του λόγω ισότητας; Και η μάνα αγαπά το παιδί της λόγω ισότητας; Και ο φίλος αγαπά τον φίλο λόγω ισότητας;Η ανισότητα είναι η βάση του δικαίου και υποκινητής της αγάπης.Όσο διαρκεί η αγάπη, κανένας δεν ξέρει για την ισότητα.Όσο βασιλεύει το δίκαιο, κανείς δεν μιλάει για την ισότητα.Όταν χάνεται η αγάπη, οι άνθρωποι μιλούν περί δικαίου και εννοούν την ισότητα.Όταν μαζί με την αγάπη εξαφανίζεται και το δίκαιο, οι άνθρωποι μιλούν περί…
ΜΑΣ ΛΕΓΕΙ η παράδοσις ότι ο Απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, την ώρα που ωδηγείτο στο μαρτύριο, συνήντησε στο δρόμο εκείνον που τον είχε καταδώσει. τον σταμάτησε και τον εφίλησε λέγοντάς του: — Ειρήνευε, αδελφέ. Βλέποντας εκείνος τόση ανεξικακία, εθαύμασε κι  εφώναξε με ενθουσιασμό: — Χριστιανός είμαι από σήμερα κι εγώ. Ύστερα απ' αυτή την ομολογία αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Απόστολο. * * * Ο ΑΒΒΑΣ ΓΕΛΑΣΙΟΣ είχε ένα πολύ ωραίο βιβλίο, που περιείχε καλλιγραφημένη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Άξιζε του είχαν ειπή πάνω από δεκαπέντε νομίσματα. Το άφηνε όμως στην Εκκλησία να το χρησιμοποιούν όλοι…
Ο ΑΒΒΑΣ Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του κι εδιώρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε να έχη κανένας από τους Γέροντας υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξη, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε: — Φέρε τον σε μένα, αδελφέ. Τον κρατούσε στο κελλί, και με την καλωσύνη και την υπομονή του τον διώρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στο Γέροντά του. Στην Εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήτο το «εάν γάρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...[1]». — Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τους αδελφούς σας,…
ΤΟ ΟΛΕΘΡΙΟ πάθος της μνησικακίας απογυμνώνει την ψυχή από τη θεία Χάρι κι αφήνει πτώμα οικτρό και τον πιο ενάρετο άνθρωπο. Να τι διαβάζομε στα παλαιά μαρτυρολόγια της Εκκλησίας μας: Ενας ευσεβής χριστιανός νέος, ο Νικηφόρος, ζούσε σε κάποια πόλι της Ανατολής στα χρόνια του Αυτοκράτορος Ουαλεριανού. Στην ίδια πόλι έμενε και κάποιος ζηλωτής χριστιανός Ιερεύς, ο Σαπρίκιος. Οι δυο τους είχαν συνδεθή με στενή, πολύ στενή πνευματική φιλία. Ο Νικηφόρος, σαν νεώτερος, εσέβετο και υπήκουε τον Σαπρίκιο. Εκείνος πάλι αγαπούσε και συμβούλευε το νέο. Αλλ' ο διάβολος, που φθονεί κάθε καλό, έσπειρε ζιζάνια ανάμεσά τους και διέλυσε την ωραία…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που αγαπά τη σιωπή κι αποφεύγει τις πολλές κουβέντες, έλεγε ο Αββάς Μωϋσής, μοιάζει με ώριμο σταφύλι, γεμάτο γλυκό χυμό· ο πολυλογάς με αγουρίδα. * * * ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, που με τα χείλη σωπαίνουν και με το νού φλυαρούν, λέγει άλλος Πατήρ. Άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε απ' αυτά που λένε δεν είναι περιττό κι ανώφελο. * * * ΑΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ την αρετή της σιωπής, λέγει κάποιος Αββάς, μη καυχηθής πως κατώρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλλίτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς. * * *…
Αν ο Χριστός χτυπήσει την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός Κι αποδιωγμένος.Σαν ένας εργάτης,Σαν ένας άεργοςΗ ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία.Μπορεί να είναι ασφαλιστήςΚι ακόμη πωλητής ανεμιστήρων…Θ’ ανεβαίνει, αδιάκοπα σκαλοπάτια,Θα σταματά σε κεφαλόσκαλαΜ΄ ένα χαμόγελο γλυκόΣτο θλιμμένο του πρόσωπο…Μα το κατώφλι σας είναι τόσο σκοτεινό…Άλλωστε, πως να δεις το χαμόγελο αυτών που διώχνεις!«Δεν μ’ ενδιαφέρει…», θα πείτε,πριν ακόμη τον ακούσετε.Κι αν βγει η μικρή σας υπηρέτρια, θα επαναλάβει το μάθημά της:«Η κυρία έχει τους φτωχούς της»και θα βροντήξει την πόρτακαταπρόσωπο στον Φτωχόπου είναι ο ίδιος ο Σωτήρας.Μπορεί ακόμη να είναι πρόσφυγας,Ένας από τα…