«Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο οπού στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστους του, γέμισε από μεγάλη χαρά…
    «Να μετανοούμε κάθε ώρα, θα λέγαμε, για όσα σαν άνθρωποι πλημμελούμε, όχι μόνο δια της σαρκός αλλά και δια μέσου του νοός και των αφανών λογισμών της ψυχής» (19Α,87)    «Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ οποίο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ…
   «(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο) Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφότερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (19Α,143)   «Τι λοιπόν λέγουν και οι αυτόπτες του λόγου (Απόστολοι) στις Διατάξεις των; Δεν είπαν, 'οποίον σου ομιλεί τον λόγο του Θεού να τον δοξάσεις, να τον μνημονεύεις δε ημέρα και νύκτα, να τον τιμήσεις…