«Οσάκις ενοχλούνταν (ο Συμεών) από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν πενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύσει από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας» (τ. 19Α, σ. 51). «Μόλις (ο Συμεών) τους είδε να θρηνούν για την ορφάνια τους, είπε "τι με θρηνείτε για την αποχώρησή μου; την τετάρτη ινδικτιώνα θα με καλύψετε αποθνήσκοντα, την πέμπτη ινδικτιώνα θα με δείτε πάλι να βγαίνω από τον τάφο και να συζήσω μαζί με…