«Αποκείρεται (κάμει την κουρά ο Συμεών) από αυτόν όχι μόνο τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό άνθρωπο, και ονομάσθηκε Αρσένιος» (τ. 19Α, σ. 107). «Εσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσης από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθής σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσί σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του…
Έλαβα, παιδί μου, την επιστολή σου, και είδα σ’ αυτή την ανησυχία σου. Όμως μη λυπάσαι, παιδί μου. Μην ανησυχείς τόσο. Και αν πάλι έπεσες, πάλι σήκω. Ονομάσθηκες ουρανοδρόμος. Δεν είναι, παράξενο να σκοντάφτει εκείνος που τρέχει. Μόνον χρειάζεται να έχει υπομονή και μετάνοια κάθε στιγμή. Βάζε λοιπόν μετάνοια συνεχώς, όταν σφάλεις, και μη χάνεις καιρό. Γιατί, όσον αργείς να ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις άδεια στον πονηρό να απλώνει μέσα σου ρίζες. Μην τον αφήνεις να αποκτά δικαιώματα εις βάρος σου. Λοιπόν μην απελπίζεσαι όταν πέφτεις, αλλά αφού σηκωθείς πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησέ με, Χριστέ μου, άνθρωπος είμαι…
«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος "ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την…