ΔΥΟ ΝΕΟΙ μοναχοί κατέβηκαν στην πόλη να πουλήσουν τα πανέρια τους. Χωρίστηκαν για λίγο και στο διάστημα αυτό ο ένας έπεσε σε μεγάλο σαρκικό αμάρτημα. Ύστερα, σκοτισμένος από την απόγνωση, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να γυρίσει πίσω στην έρημο. - Πήγαινε μόνος. Εγώ θα μείνω εδώ, είπε στον άλλον, μόλις συναντήθηκαν. - Γιατί, αδελφέ μου, τί σου συμβαίνει; τον ρωτούσε με καλοσύνη εκείνος, χωρίς να υποπτεύεται την αίτια. - Ε, να λοιπόν, αφού επιμένεις να μάθεις, όταν χωριστήκαμε, πήγα σε γυναίκα. Τώρα έχασα πια την ψυχή μου. Τί να κάνω στην έρημο; Ο αγνός νέος ταράχτηκε στο άκουσμα της…